Επιλογή Σελίδας

Του Βασίλη Σκουντή

Με την ελπίδα πως δεν θα παρεξηγηθώ, συνηθίζω να λέω και να γράφω ότι «Ρουμάνος δεν είναι μόνο εθνικότητα, αλλά και επάγγελμα» το οποίο πάντως δεν ευδοκιμεί και πολύ στους ελληνικούς κήπους…

Τους ελληνικούς μπασκετικούς κήπους, εννοώ, διότι στους ποδοσφαιρικούς οι λεγάμενοι ανθοφορούν εδώ και χρόνια!

Ο Βλαντ-Σορίν Μολντοβεάνου δηλώνει πλέον κάτοικος Λήμνου και ασφαλώς ο Σωτήρης Μανωλόπουλος πρέπει να τον βάλει στη… γυάλα, καθότι είναι μόλις ο τρίτος από τη ρουμάνικη φάρα που θα σκάσει μύτη στο ελληνικό πρωτάθλημα: τριάντα δυο χρόνια μετά τον πρώτο, που είχε κιόλας ελληνικές ρίζες και δέκα επτά μετά την αποχώρηση του δεύτερου!

Πέρασαν όντως τριάντα δυο χρόνια από το καλοκαίρι του 1987, όταν έσκασε μύτη στη Θεσσαλονίκη το παιδί με τα σπυράκια, κατά κόσμον Γεράσιμος Τζάκης!

Γεννημένος στις 17 Σεπτεμβρίου του 1966 στο Βουκουρέστι από γονείς με ελληνική καταγωγή ο «Τζακ», όπως τον έλεγαν χαϊδευτικά μας είχε συστηθεί με τις μικρές εθνικές ομάδες της Ρουμανίας και μετά τη φανέλα της Ντινάμο φόρεσε εκείνη του ΠΑΟΚ στον οποίο ωστόσο δεν φτούρησε.

Εκείνη τη σεζόν (1987-88) ο ΠΑΟΚ είχε προπονητή τον συχωρεμένο Τζόνι Νιούμαν και ο Τζάκης έβλεπε μπροστά του στις θέσεις των γκαρντ τον Τζον Κόρφα, τον Νίκο Σταυρόπουλο, τον Σωτήρη Σακελλαρίου και τον Πλάτωνα Χοτοκουρίδη, χώρια ο Ντιλέινι Ραντ, ο οποίος αγωνιζόταν στο Κύπελλο Κόρατς. Ελέω αυτής της… κυκλοφοριακής συμφόρησης έμεινε στο Αλεξάνδρειο μόνο για μία σεζόν και το καλοκαίρι του 1988 κατηφόρισε προς Πάτρα μεριά ως αντάλλαγμα για τη μεταγραφή του Ελληοαμερικανού Μπιλ Μέλις.

Η Πάτρα αποδείχθηκε πως ήταν το πεπρωμένο του, καθότι φόρεσε τη φανέλα του Απόλλωνα επί οκτώ σεζόν, συνέδεσε το όνομα του με μεγάλες στιγμές και συν τοις άλλοις δεν το ξανακούνησε ρούπι!

Ο Τζάκης αποσύρθηκε από την ενεργό δράση το 1996, έχοντας διαδραματίσει-με το εγκεφαλικό παιχνίδι του-σημαίνοντα ρόλο στα δρώμενα των «μελανόλευκων». Σε μια από τις καλύτερες εμφανίσεις της καριέρας του, στις 12 Ιανουαρίου του 1991 πέτυχε 19 πόντους και έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη νίκη του Απόλλωνα (με προπονητή τον Κόστα Γιάνκοφ) επί του Ολυμπιακού με 109-91, χοροστατούντος του (επί οκτώ σεζόν παίκτη του ΝΒΑ και νυν ασίσταντ κόουτς του Μάικ Ντ’ Αντόνι στους Ρόκετς) Ελστον Τέρνερ, ο οποίος είχε «γράψει» 31 πόντους και 11 ριμπάουντ.

Ο Τζάκης έπαιξε με την Εθνική Ρουμανίας στο Προολυμπιακό Τουρνουά του 1992 στη Μούρθια, όπου μάλιστα βρέθηκε αντιμέτωπος με την Ελλάδα (σκορ 91-72 υπέρ της Εθνικής), ενώ μετά την απόσυρση του διετέλεσε προπονητής σε διάφορες ομάδες της Πάτρας και της ευρύτερης περιοχής (ΕΑΠ, Παναχαϊκή, Αχαγιά ’82, Αχαιός κοκ), ενώ κάθισε και στον πάγκο της ομάδας με καροτσάκια Τιτάνες.

Τρία χρόνια μετά τη συνταξιοδότηση του Τζάκη εμφανίσθηκε στα καθ’ ημάς ο συμπατριώτης του Γεράσιμου, ο Ρόμπερτ Ραϊζενμπούχλερ, ο οποίος γεννήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1968 στο Βουκουρέστι και άρχισε την καριέρα του στη Στεάουα. Στη συνέχεια έπαιξε στη Γερμανία (Τίμπινγκεν, Λούντβιγκσμπουργκ), στη Γαλλία (Σταρσμπούρ), στη Σουηδία (Πλάνια), στη Σλοβενία (Ελιος Ντομζάλε) και το 1999 ξεμπάρκαρε στη δυτική όχθη.

Ο Ρουμάνος σέντερ που είχε αποκτήσει και τη γερμανική υπηκοότητα φόρεσε για δυο σεζόν τη φανέλα του Περιστερίου με το οποίο αγωνίσθηκε και σε δυο ματς της Ευρωλίγκας (2000-01), με προπονητή τον Αργύρη Πεδουλάκη και συμπαίκτες, μεταξύ άλλων, τον συχωρεμένο Αλφόνσο Φορντ, τον Τσαρτσαρή, τον Παπαμακάριο, τον Πελεκάνο, τον Ντίνκινς, τον Σαβρασένκο και τον Αντερσεν.

Μετά το Περιστέρι ο λεγάμενος πέρασε και από τον γειτονικό Ιωνικό Νικαίας, ενώ διετέλεσε μέλος της οργανωτικής επιτροπής του ομίλου του Εurobasket 2017, που φιλοξενήθηκε στην Κλουζ-Ναπόκα

Πλάκα πλάκα περισσότεροι είναι οι Έλληνες που έχουν γίνει εμιγκρέδες στη χώρα του Στέφαν Κόβατς, του («Μαραντόνα των Βαλκανίων») Γκιόργκι Χάτζι, του Ιορντανέσκου, του Ντουμιτράκε, του Ντόρου, του Λούπου, του Σανμαρτεάν, του Ντόμπος, του Ντουμιτρίου, του Λουτσέσκου και πάει λέγοντας , παρά οι συμπατριώτες του Μολντοβεάνου οι οποίοι ήρθαν στα μέρη μας. Σε ρουμανικές ομάδες έχουν αγωνισθεί ο Ανδρέας Γλυνιαδάκης, ο Γιώργος Τσιάρας και ο Κώστας Κακαρούδης, ενώ ως προπονητές εργάσθηκαν εκεί ο Γιάννης Τσιρογιάννης, ο Γιάννης Διαμαντάκος και ο Κύπριος (πρώην προπονητής του Ρεθύμνου) Τόνι Κωνσταντινίδης.

Α, για να μην το ξεχάσω: η Ρουμανία υπήρξε η καλή νεράιδα της Εθνικής στο έπος του ’87. Στις 3 Ιουνίου, στην πρεμιέρα της διοργάνωσης που έμελλε να καταλήξει στον θρίαμβο, η ελληνική ομάδα είχε επικρατήσει στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας με 109-77 (Γκάλης 44π.), ενώ για πολλές δεκαετίες με τους Ρουμάνους τρώγαμε τα μουστάκια μας στις αλήστου μνήμης Βαλκανιάδες…

Σε αυτές γνωρίσαμε μερικές από τις μεγάλες φιγούρες του ρουμανικού μπάσκετ: τον «Magician» και επί 25 συναπτά έτη αρχηγό της Εθνικής ομάδας Αντρέι Φόμπερτ, τον Χόριε Ντέμιαν, τον Εμιλ Νικουλέσκου, τον Μιχάι Νέντεφ, τον Νταν Νικουλέσκου, τον σπουδαίο ξανθομάλλη σουτέρ Κοστέλ Τσέρνατ, τον Φλορεντίν Ερμουράκε, τον Ρομάν Οψιτάρου, τον Αλεξάντρου Βινερεάνου, τον Πέτρε Μπρανιστεάνου, τον Σορίν Αρντελεάνου και βεβαίως τον ξερακιανό Κονσταντίν Πόπα (2μ.20) και τον «Δράκουλα των Καρπαθίων» Γκιόργκε Μουρεσάν (2μ.31), που πέρασε έξι σεζόν στο ΝΒΑ με τους Γουιζαρντς και τους Νετς και αγωνίσθηκε σε 307 ματς με μέσο όρο 9.8 πόντους, 6.4 ριμπάουντ και μιάμιση τάπα.

Πόσο θεόρατος είναι ο «Γκίτα»; Τόσο όσο φαίνεται σε μια φωτογραφία που τράβηξα μαζί του τον Νοέμβριο του 2016 στην Κωνσταντινούπολη, στο περιθώριο της κλήρωσης του Eurobasket 2017 και τη δημοσιεύω εδώ χωρίς ντροπή!

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This