Επιλογή Σελίδας



Του Νίκου Παπαδογιάννη

Δεν ξέρω αν έχει κάτι ο αέρας του Πεκίνου και με επηρεάζει, αλλά κάθε φορά που μπαίνω στη Wukesong Arena αλλάζει η λαλιά μου και αρχίζω να μιλάω με -θ-, όπως εκείνος ο ψευδός βασιλιάς που άλλαξε άθελά του την προφορά ενός ολόκληρου λαού.

«Είμαστε όλοι Ισπανοί», θυμάμαι να γράφω στο σχόλιό μου μετά τον τελικό των Ολυμπιακών Αγώνων του 2008, όταν η παρέα του Ναβάρο, του Πάου και του Καλδερόν έβγαλε το λάδι του Κόμπι Μπράιαντ πριν παραδοθεί, στο τελευταίο δίλεπτο (107-118).

Νομίζω ότι εκείνη η παράσταση των Ισπανών είναι η κορυφαία που είδα ποτέ από ευρωπαϊκή ομάδα απέναντι σε άσους του ΝΒΑ, με την προφανή εξαίρεση της Σαϊτάμα.

Σήμερα, έντεκα ολόκληρα χρόνια αργότερα, σε μία άλλη γωνία του ίδιου γηπέδου (μακριά από το σημείο όπου ο Άγγλος συνάδελφος Κρις Μίτσελ μου έφερε μία κρύα μπίρα για να με παρηγορήσει για την ήττα της Εθνικής μας στον προημιτελικό), ξαναείδα τους Ισπανούς και τους ξαναζήλεψα.

Μολονότι ταξίδεψαν στην Κίνα με κραυγαλέες απουσίες και με τον πανδαμάτορα να ταλαιπωρεί πια κάποια αστέρια τους, μολονότι βρέθηκαν να χάνουν με 11 πόντους στο β’ ημίχρονο του ημιτελικού, μολονότι προέρχονταν από στραπάτσο στο προηγούμενο Ευρωμπάσκετ, άρπαξαν τις ευκαιρίες από τα μαλλιά τη μία μετά την άλλη.

Όποιος πιστεύει ότι η Ισπανία βρέθηκε στον τελικό από άστρο ή τύχη, δεν έχει παρά να θυμηθεί την κυριαρχική της εμφάνιση απέναντι στους Σέρβους.

Εκείνη ήταν, που την τοποθέτησε σε βατό μονοπάτι στην πορεία προς τον τελικό. Από τη στιγμή που οι Ισπανοί ξεπάστρεψαν τη Σερβία, ξεφορτώθηκαν και τις ΗΠΑ και τη Γαλλία και την επικίνδυνη Αργεντινή.

Η θαρραλέα και επίσης ελλιπής Αυστραλία πλησίασε το ταβάνι της στο Μουντομπάσκετ, έφτασε μία ελεύθερη βολή μακριά από τον τελικό, αλλά τα θαλάσσωσε την τελευταία στιγμή.

Εδώ που τα λέμε, το ποιοτικό μπάσκετ σήμερα δεν το έπαιξαν οι «Μπούμερς», αλλά η «Ρόχα». Κέρδισε η ομάδα που άξιζε περισσότερο τη νίκη. 

Δεν ζηλεύω όμως μόνο τα τρομερά πικ-εντ-ρολ και two-men-games των Ισπανών (κάποτε Τσάτσο-Πάου, σήμερα Ρούμπιο Γκασόλ) ούτε τις εκτυφλωτικές προσωπικότητες επιπέδου Γιουλ που λανσάρουν στα γήπεδα του Κόσμου.

Ζηλεύω πρώτα απ’ όλα την ενότητα και την αδελφοσύνη τους. Εκείνο που εμείς προσπαθούμε κάθε καλοκαίρι να δημιουργήσουμε ντριμπλάροντας σκόρπιους βεντετισμούς και βαριεστημάρες, οι Ισπανοί το θεωρούν αυτονόητο. 

Κάνεις μία βόλτα στο Twitter την ώρα που παίζει η «κόκκινη» και βλέπεις συστρατευμένους δίπλα τους όλους όσους έμειναν πίσω. Όχι μόνο στους θριάμβους, όπου οι νικητές αγαπούν όλο τον κόσμο, αλλά και στις σπάνιες, έστω, αναποδιές.

Το ίδιο συμβαίνει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό με τους Αργεντινούς, οι οποίοι καμουφλάρουν την σποραδική έλλειψη ταλέντου με αυταπάρνηση και σύμπνοια.

Στους Έλληνες διεθνείς που ταξίδεψαν στην Κίνα πόσοι έστησαν ασπίδα συμπαράστασης απέναντι στον καννιβαλισμό των social media; Ούτε παλαίμαχοι παίκτες έκριναν σκόπιμο να το πράξουν ούτε εν ενεργεία ούτε προπονητές, καλά καλά ούτε δημοσιογράφοι.

Την αόρατη και ανύπαρκτη Ομοσπονδία, απαξιώ και να την πιάσω στο στόμα μου.

Οι λίγοι που προτίμησαν τα χαρακώματα από τις αμμουδιές το έπραξαν για να ασκήσουν αφ’ υψηλού κριτική, όχι πάντοτε εποικοδομητική.

Γελιέται, όποιος πιστεύει ότι η ελληνική αποστολή έμεινε ανεπηρέαστη από την αρνητική αύρα. Από κάποια στιγμή και μετά, έπαιζε μόνο για τον εαυτό της. Δεν εκπροσωπούσε, παρά ελάχιστους.

Όποτε παρακολουθώ την Ισπανία, αισθάνομαι ότι βλέπω μία καλή παρέα να παίζει όλους για έναν και ένας για όλους. Δεν υπάρχει εφόδιο πιο σημαντικό από αυτό.

Γνωρίζω καλά ότι οι επιτυχίες έχουν τον τρόπο τους για να επουλώνουν τις ρωγμές όταν γίνονται αλυσίδα, αλλά αυτό που συμβαίνει με τους Ισπανούς είναι αφύσικο.

Ουδέποτε ακούστηκε γκρίνια για παίκτες που αρνήθηκαν τη συμμετοχή, ουδέποτε επιτράπηκε να αγγίξει την ομάδα κάποιο αδέσποτο κύμα κακεντρέχειας.

Οι εφημερίδες τάσσονται στο πλευρό της Εθνικής αδιαπραγμάτευτα, όπως και οι φίλαθλοι. Και μιλάμε για έναν λαό που μοιάζει πολύ με τον δικό μας, τόσο στα ελαττώματα όσο και στα προτερήματα.

Κάπως έτσι, οι Ισπανοί βρήκαν τη δύναμη για να ξεπεράσουν τις απουσίες παιχταράδων όπως ο Ροντρίγκεθ, ο Πάου, ο Αμπρίνες και οι Μίροτιτς/Ιμπάκα.

Όταν κάποιος έπεφτε χάμω, κυριολεκτικά και μεταφορικά, έσπευδαν οι συνοδοιπόροι του να τον σηκώσουν. Η αισιοδοξία και η σιγουριά δεν χάθηκαν ούτε στο -11.

Τρεις μονάδες εκτυφλωτικής ποιότητας και προσωπικότητας (Μ.Γκασόλ, Ρούμπιο, Γιουλ) ήταν αρκετοί για να κρατήσουν το σκάφος σταθερό στη φουρτούνα. Όχι με κολοκοτρωνέικα, αλλά με μπασκετάρα.

Ναι, ναι, ξέρω. «Τους είχαμε». Όπως πάντοτε.

Μας έχουν νικήσει με μπάσκετ, μας έχουν νικήσει με θέατρο, μας έχουν νικήσει με τη φανέλα, με προπονητή, χωρίς προπονητή, με παίκτες, δίχως παίκτες, με διαιτησία, δίχως διαιτησία, στα ίσα, στα στραβά, μας έχουν νικήσει με όλους τους πιθανούς και απίθανους τρόπους, ξεκινώντας από τον αλήστου μνήμης τελικό του 2006.

Το βράδυ της Κυριακής, μπορεί να αναδειχθούν πρωταθλητές Κόσμου για δεύτερη φορά μέσα σε μιάμιση δεκαετία, χώρια τα μετάλλια που μάζεψαν στο μεταξύ σε Ολυμπιακούς Αγώνες, Παγκόσμια Κύπελλα και Ευρωμπάσκετ.

Χωρίς να κλέψουν κανέναν και χωρίς να περάσουν πάνω από το δικό μας κουφάρι. Να δείτε που στο τέλος αυτοί θα μας αναγκάσουν να τους συμπαθήσουμε κιόλας.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This