Επιλογή Σελίδας

Του Βασίλη Σαμπράκου

Είναι της μόδας σήμερα η κουβέντα για την Επικοινωνία του Αλέξη Τσίπρα, τα χαρίσματα και τις δεξιότητές του στις δημόσιες εμφανίσεις, τα προτερήματα και τα ελαττώματά του σε αυτό το πεδίο. Της μόδας όμως είναι στην αθλητική κοινωνία μια παρόμοια κουβέντα, σχετικά με την Επικοινωνία του Πρωθυπουργού, σε σχέση με τον αθλητισμό. Κι επειδή αυτή η συζήτηση έχει πολύ μεγάλο νόημα για τον ελληνικό αθλητισμό, επιχειρώ να την κάνω δίχως την ελάχιστη διάθεση να πολιτικολογήσω.

Εχει ασχοληθεί πολύ με το ποδόσφαιρο ο Τσίπρας. Ή μάλλον, για να το βάλω πιο σωστά ως βάση σε αυτή τη συζήτηση, είναι ο Πρωθυπουργός που έχει ασχοληθεί περισσότερο συγκριτικά με οποιονδήποτε προκάτοχό του στη σύγχρονη ελληνική Ιστορία. Θα μπορεί να δείχνει αυτή την 2ετία που κλείνει τον ερχόμενο Ιανουάριο με το καύχημα ότι η κυβέρνησή του είναι αυτή που προσπάθησε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη για την πάταξη της διαφθοράς και της βίας του ελληνικού ποδοσφαίρου. Και θα λέει αλήθεια. Μόνο που αυτή είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι το ότι μέχρι εδώ στο ποδόσφαιρο η κυβέρνησή του ασχολήθηκε με την πάταξη και την καταστολή, όχι με τη δημιουργία, όχι με την ανάπτυξη, όχι με την ριζική ανασυγκρότηση με στόχο την ανάπτυξη.

 

Ο πρώτος υφυπουργός Αθλητισμού που είχε επιλέξει ο Πρωθυπουργός, ο Σταύρος Κοντονής έδωσε πολλές φορές την εντύπωση ότι είχε την ανησυχία να φέρει κοντά στο Υπουργείο ανθρώπους του αθλητισμού και στελέχη της διοίκησης αθλητικών επιχειρήσεων προκειμένου να συμβουλέψουν, να γνωμοδοτήσουν, να βοηθήσουν την κυβέρνηση ώστε αυτή να αναπτύξει ουσιαστική δράση στον αθλητισμό. Και προς τιμήν του ο Κοντονής τις περισσότερες από αυτές τις προσεγγίσεις και τις συναντήσεις τις έκανε μακριά από τη δημοσιότητα. Δεν έκανε τις συναντήσεις για να αποκτήσει φωτογραφικό υλικό για να ποστάρει στους social media λογαριασμούς του. Τις έκανε είτε επειδή κάποιος του το πρότεινε είτε επειδή ο ίδιος βρήκε νόημα να επιδιώξει τέτοιες συναναστροφές. Τα περισσότερα από αυτά τα σχέδια έμειναν στο μυαλό και το συρτάρι του. Ο Κοντονής όμως είχε, μέχρι εδώ, ένα πειστικό επιχείρημα για αυτή την καθυστέρηση: η προτεραιότητα ήταν η πάταξη της διαφθοράς και της βίας. Είναι πάντως γεγονός ότι δεν έβαλε ανθρώπους του αθλητισμού δίπλα του, δεν έβαλε ανθρώπους του ποδοσφαίρου σε επιτελικές θέσεις. Και δεν θα μάθουμε ποτέ αν επρόκειτο να το πράξει.

Η θητεία του Κοντονή είναι το βασικό επιχείρημα για να τεκμηριώνει ο Τσίπρας τον ισχυρισμό ότι ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο. Κι είναι ακλόνητο επιχείρημα αυτό, διότι ο Κοντονής δεν θα μπορούσε ποτέ να φτάσει μέχρι την άφιξη της FIFA στην Ελλάδα και τις δημόσιες παραδοχές αναγνώρισης της διαφθοράς στο ποδόσφαιρο δίχως τη στήριξη του Τσίπρα. Ολα τα υπόλοιπα που έχει πράξει όμως ο Πρωθυπουργός σε σχέση με το ποδόσφαιρο, όπως άλλωστε και με το σύνολο του αθλητικού φάσματος της ελληνικής ζωής είναι Επικοινωνία. Μόνο Επικοινωνία.

Οπως συνάντησε τους Ολυμπιονίκες για να βγάλει τις φωτογραφίες, επιδίωξε να συναντήσει την περασμένη Κυριακή και την Εθνική 2004, της οποίας τα περισσότερα μέλη βρίσκονταν σε μια σουίτα για να παρακολουθήσουν το Ελλάδα – Βοσνία. Ο Τσίπρας πήγε στη σουίτα τους για τη φωτογραφία, που τελικώς δεν βγήκε επειδή οι πρώην ποδοσφαιριστές δεν είχαν τη διάθεση για ακόμη μια κενή πόζα δίπλα σε έναν πολιτικό ηγέτη. Ναι, σε αυτή την τυχαία συνάντηση ειπώθηκε μια ιδέα περί μιας προκαθορισμένης συνάντησης του Πρωθυπουργού με τους περίπου συνομήλικούς του πρώην ποδοσφαιριστές – Πρωταθλητές Ευρώπης. Δεν ήταν όμως δική του ιδέα αυτή, και – το πιο σημαντικό – δεν είχε ποτέ τέτοια επιδίωξη. Μέχρι εδώ για τον Τσίπρα το ποδόσφαιρο και ο αθλητισμός προσφέρουν μόνο ευκαιρίες και στιγμές Επικοινωνίας· όχι ευκαιρίες δημιουργίας. Αν θα έλεγε “ναι” σε μια τέτοια συνάντηση, θα το έλεγε επειδή θα είχε στο μυαλό του κάτι σαν αυτό που έκανε με τον Νίκο Γκάλη: Επικοινωνία.

Ενας Ελληνας 42 ετών δεν είναι δυνατόν να μην αντιλαμβάνεται πόσα θα έδινε ο αθλητισμός, και ειδικά το ποδόσφαιρο, στην ελληνική κοινωνία στην περίπτωση που μια κυβέρνηση αποφάσιζε να τον προσεγγίσει και να τον διαχειριστεί, να τον διοικήσει δημιουργικά. Ούτε είναι δυνατόν να μην γνωρίζει ότι εκεί έξω, στον πλανήτη, κυκλοφορεί ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων που δρουν ως υψηλά στελέχη στη διοίκηση αθλητισμού και αθλητικών επιχειρήσεων. Στελέχη που δεν έχουν απλώς σύγχρονη αντίληψη και εμπειρίες από sports management τεχνολογίας αιχμής, αλλά και τον ρομαντισμό και τον πατριωτισμό για να ανταποκριθούν σε ένα κάλεσμα εφόσον μια κυβέρνηση θα τους έπειθε για τις προθέσεις αλλά και για την αποτελεσματικότητα στη δράση της για την αλλαγή στις ελληνικές προδιαγραφές του αθλητισμού. Δεν είναι δυνατόν να μην φαντάζεται ότι ένας καλός νομικός ή ένα ικανό στέλεχος της κυβέρνησής του δίχως την ελάχιστη εμπειρία ως ενεργό μέλος του αθλητισμού δεν μπορεί να οραματιστεί μόνος την ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη του αθλητισμού στην Ελλάδα.

Το επαναλαμβάνω, δεν έχω την ελάχιστη διάθεση να πολιτικολογήσω. Μιλώ – για πολλοστή φορά – μόνο για την αξία που θα είχε για τη χώρα η ανάπτυξη του αθλητισμού. Αξία πολυδιάστατη, διότι δεν είναι μόνο η ψυχαγωγική διάσταση στην κοινωνική προσφορά του αθλητισμού, είναι και η συνεισφορά του αθλητισμού στην Οικονομία. Το παράδειγμα του Μαραθωνίου της Αθήνας μιλά μόνο του πλέον, δίχως καμιά ανάγκη ανάλυσης, για να γίνω κατανοητός. Εκεί που υπάρχει αθλητική υγεία, υπάρχει και ψυχαγωγία. Κι εκεί που υπάρχει αυθεντική αθλητική ψυχαγωγία αναπτύσσεται και η οικονομία, έρχεται η ευημερία και η κερδοφορία.

Την καταλαβαίνω, την κατανοώ την ανάγκη της Επικοινωνίας. Και γι’ αυτό θεωρώ ότι αυτοί που έχουν την ευθύνη για την Επικοινωνία του Πρωθυπουργού θα έπρεπε να τον πουν ένα “καλά ως εδώ”, μαζί με ένα “φτάνει”. Διότι αν αύριο προσκαλέσει την Εθνική 2004, ή θα ξαναμείνει με την απογοήτευση ότι δεν βγήκε η φωτογραφία, ή θα ακούσει δυσάρεστα λόγια από τα στόματα των καλεσμένων του όταν αυτοί βρεθούν μπροστά σε μικρόφωνα. Και το ίδιο θα του συμβεί αν τυχόν συναντήσει τυχαία κάποιους από όλους τους ανθρώπους του αθλητισμού που είχε συναντήσει προεκλογικά, τότε που ισχυριζόταν ότι θα τους δώσει σημασία, λόγο και ευκαιρίες να βοηθήσουν τον αθλητισμό να αλλάξει. Με απλά λόγια, από εδώ και στο εξής η όποια απόπειρα να χρησιμοποιήσει τον αθλητισμό και ειδικά το ποδόσφαιρο για Επικοινωνία θα του κάνει ζημιά. Αφενός επειδή οι άνθρωποι του αθλητισμού έχουν καταλάβει ότι αυτές είναι σκοπιμότητες Επικοινωνίας και αφετέρου επειδή η πλατιά μάζα των φιλάθλων, η οποία όπως και το σύνολο της κοινωνίας στέκεται με δυσπιστία απέναντι στις κυβερνήσεις, έχει εδώ και καιρό πάψει να τρέφεται από το “διαλύσαμε την παράγκα” επιχείρημα. Συνεπώς μονά – ζυγά ο Πρωθυπουργός στο εξής θα βγαίνει χαμένος, όπως καλά κατάλαβε το βράδυ της περασμένης Κυριακής στο Καραϊσκάκη. Εκτός και αν είναι ικανός να κάνει την έκπληξη, να αλλάξει στάση και να δώσει πραγματική σημασία στον αθλητισμό.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This