Επιλογή Σελίδας



Του Γιάννη Ζωιτού

Ένας είναι ο Σούλης του μπάσκετ. Όπως ένας είναι κι εκείνος του ποδοσφαίρου, διαφορετικού ειδικού βάρους. Το ‘Μαρκόπουλος’ ως επώνυμο (ή κατ’ αντιστοιχία το Παπαδόπουλος) έχει δευτερεύοντα ρόλο, συνοδευτικό και σχεδόν πλεονάζοντα στην εκφορά του λόγου. Άπαντες καταλαβαίνουν ποιος και τι.

Στα 70 του πλέον ο προπονητής με τις περισσότερες παρουσίες σε παιχνίδια από καταβολής Α’ Εθνικής (και ταυτόχρονα τρίτος σε νίκες πίσω από Γιάννη Ιωαννίδη και Ζέλικο Ομπράντοβιτς) είναι το σημείο αναφοράς, η εναπομείνουσα αίγλη και η διαχρονικότατη αξία σ’ ένα ξεφτισμένο και ξεθωριασμένο από την κακοδιαχείριση Άρης – ΠΑΟΚ. Η επανδραστηριοποίηση του μετά από δύο σεζόν αποχής από την καθημερινότητα του επαγγέλματος συνέπεσε -μοιρολατρικά θα υποστήριζε κανείς- με τη μάχη των δύο μεγάλων του θεσσαλονικιώτικου (και όχι μόνο) αθλητισμού, στην πρεμιέρα της Basket League, και την προσωπική εναντίωση, σε μια μορφή εσωτερικής πάλης, απέναντι σ’ ένα παρελθόν 8 διαδοχικών ετών (και συνολικών τριών θητειών, στη διάρκεια των οποίων του απαγορεύτηκε να φύγει για τον Ολυμπιακό) που είχε μάλιστα ολοκληρωθεί σ’ ένα αντίστοιχο περιβάλλον.

Όχι στο Παλέ, αλλά στο Παλατάκι. Ο -τέταρτος της ρέγκιουλαρ σίζον- Άρης με τους 21 πόντους Ντραγκίτσεβιτς και τους 18 του Κάμινγκς είχε επιβληθεί με 85-75 του πέμπτου ΠΑΟΚ (που είχε αποκλείσει ήδη το Λαύριο) και με το 2-0 στη σειρά έπαιρνε το εισιτήριο για τα ημιτελικά του πρωταθλήματος. Οι ‘κίτρινοι’ που τον εξωθούσαν τότε στην απραξία ήταν αυτοί που τον ενεργοποιούσαν ξανά, προς όφελος τους. Η διοίκηση του ‘Δικεφάλου’ είχε συμπεράνει πως πρέπει ν’ αλλάξει ρότα, ν’ ανανεωθεί, να κατευθυνθεί από μια φρέσκια ματιά των πραγμάτων, καθώς “όλα έχουν μία αρχή και ένα τέλος” όπως ανέφερε η αποχαιρετιστήρια ανακοίνωση, και ο Σούλης Μαρκόπουλος ξέμενε να λέει δύο ημέρες μετά πως “αν κάποτε πεθάνει η αγάπη, κρύψε την. Χαμογέλασε και βάλε ένα τριαντάφυλλο“. Μια διαλεχτά ποιητική φράση μ’ εμφανές το σημάδι της κεκαλυμμένης πικρίας για το -ως ένα βαθμό άκομψο- φινάλε μιας αέναης διαδρομής στην οποία “δεν θα βρεις νεράιδες και μαγικά ραβδάκια. Θα βρεις όμως πολλή αγάπη. Νίκες, διάρκεια και λάθη. Που έγιναν όμως με και από αγάπη“. Τους δυο τους τούς ένα συμβόλαιο ζωής, πέρα από χαρτιά και όρους, συμβάσεις και υπογραφές. Αυτό το συμβόλαιο έσπασε εκείνη την ημέρα.

Ταξίδι στο χρόνο: Από το 2009 στο… 1994

Επί των ημερών του Σούλη Μαρκόπουλου ο ΠΑΟΚ δεν κατάφερε κάτι περισσότερο από την τρίτη θέση στο πρωτάθλημα (τρεις φορές), αλλά παρέμεινε ένα σύνολο σωστά δομημένο που άγγιξε το ταβάνι του μέσα στα όρια μιας οικονομικής κρίσης που χτυπούσε λυσσασμένα και πλήγωνε τα φτερά του δικέφαλου αετού. Αμέτρητες ήταν παρόλα αυτά οι στιγμές που τ’ αποτελέσματα δεν επηρεάζονταν από την οικονομική ασφυξία και τη διοικητική αστάθεια. Όπως η μεγαλύτερη σε εύρος νίκη του ΠΑΟΚ επί του Άρη, η οποία επιτεύχθηκε επί Μαρκόπουλου στα ηνία. Το 83-48, την τελευταία ημέρα του Οκτωβρίου του 2009, μνημονεύεται μέχρι σήμερα ως μια ανεξίτηλη στιγμή υπερηφάνειας του ασπρόμαυρου στοιχείου στην πόλη. Εκείνη τη βραδιά ο Κρις Μονρό είχε 18 πόντους και οι Γκρέγκορι – Καυκής από 13.

Ο Σούλης Μαρκόπουλος ως προπονητής του ΠΑΟΚ το 1994Ο Σούλης Μαρκόπουλος ως προπονητής του ΠΑΟΚ το 1994

Ο Σούλης Μαρκόπουλος έχει συνδεθεί με τέτοιες αλήστου μνήμης αναμετρήσεις. Το 86-56 της σεζόν 1993-94 ήταν το τελευταίο προπύργιο μετάβασης από τη μία εποχή στην άλλη. Ο ΠΑΟΚ ήταν πια ο ισχυρός και ο Άρης ο γίγαντας που έχανε από χρονιά σε χρονιά τη δύναμή του. Ήταν Μάρτης του 1994 και οι δυο τους είχαν κλείσει ραντεβού στην κοινή τους έδρα, στο Αλεξάνδρειο, με ταυτόχρονη παρουσία οπαδών και τον δύο. Από τον Γενάρη ο Έλληνας κόουτς είχε διαδεχθεί τον Ντούσαν Ίβκοβιτς στην τεχνική ηγεσία, χωρίς ίχνος λευκής τρίχας ακόμη στην κεφαλή του – λίγες γκρίζες μόνο στους κροτάφους, και πανηγύριζε την πρώτη νίκη του, με τη μορφή θριάμβου, σε ντέρμπι.

Στο οπλοστάσιο του ΠΑΟΚ θα έβρισκες εκείνη την εποχή τον Μπέρι, τον Σάβιτς, τον Πρέλεβιτς, τον Κόρφα, τον Γαλακτερό και τον Μπουντούρη, τον Ρεντζιά και τον Μπαλογιάννη. Ντριμ-Τιμ. Ο Άρης πάλευε με σφεντόνες. Χωρίς τον Γιαννάκη πια, εμφανίστηκε μ’ έναν 20χρονο Λιαδέλη, τον Αγγελίδη, τον Μισούνοφ, τον Γάσπαρη, τον Λυπηρίδη και τον Πετσάρκι να έχουν απομείνει από την κλάση του Τορίνο, λίγους μήνες πριν, και τον Μέμο Ιωάννου ως προπονητή, αντί του Βλάντο Τζούροβιτς που εγκατέλειψε στα μέσα της σεζόν λόγω αποτελεσμάτων.

Ήταν τόσο βαθύ το χάσμα μεταξύ των δύο που οι ‘κίτρινοι’ δεν άντεξαν πέρα από τα μισά του πρώτου 20λεπτου κι έπεσαν μέσα. Ο Ροντ Χίγκινς ήταν απών, ο Σαν Βίνσεντ άποντος για μεγάλο διάστημα και με τη διαφορά να υπερβαίνει τους 20 πόντους από το πρώτο μισό του αγώνα (49-26), το τελικό +31 ακολούθησε ως επακόλουθο της αντιστρόφως ανάλογης πορείας που ακολουθούσαν οι δυο μπασκετικοί πυλώνες της πόλης. Ο ΠΑΟΚ κατέληξε να χάσει τον τίτλο του πρωταθλητή στο τελευταίο τελικό του ΣΕΦ, χωρίς κάλτσες στα πόδια των παικτών, την ίδια ώρα που ο Άρης κατέληγε 7ος, έχοντας αποκλειστεί με δύο ήττες στα πλέι οφ. Από τον ισόβιο αντίπαλό του. Του Σούλη Μαρκόπουλου που τώρα βρίσκεται στον αντίπαλο πάγκο και στον Άρη, για να μην ξεχνιόμαστε, του οφείλουν το μισό κατόρθωμα στην Προύσα, την ώρα που ο ίδιος κυνηγά τη ‘ρεβάνς’ από τον ασπρόμαυρο εαυτό του.

Πηγή: Contra

Pin It on Pinterest

Shares
Share This