Επιλογή Σελίδας


Του Βασίλη Σκουντή

Η αυλαία της 74ης σεζόν του ΝΒΑ άνοιξε τη νύχτα της Τετάρτης και ο Βασίλης Σκουντής ξεσκαλίζει την ιστορία του πρωτοπόρου και μυστικιστικού (Έλληνα) Πλάτωνα με τη μεγάλη μύτη…

Βεβαίως όλοι γνωρίζουμε ποιος είναι ο πρώτος γενημένος στην Ελλάδα παίκτης που αγωνίσθηκε στο ΝΒΑ: ο Αντώνης Φώτσης στους Γκρίζλις.

Όλοι ξέρουμε ποιος είναι ο τελευταίος πριν από τον επόμενο: λέγεται Κώστας Αντετοκούνμπο, πέρυσι στους Μάβερικς και τώρα στους Λέικερς.

Αλλά οι περισσότεροι δεν θυμόμαστε εκείνον ο οποίος προ αμνημονεύτων ετών άνοιξε τον δρόμο και συν τοις άλλοις στέφθηκε κιόλας δυο φορές πρωταθλητής του ΝΒΑ και μία στο NCAA: Ο Λου Τσιορόπουλος που δεν είχε γεννηθεί εδώ, αλλά παινευόταν για την καταγωγή του.

Σπολλάτη του!

Αρχής γενομένης από το βράδυ της Τετάρτης η Ελλάδα θα αφήνει έντονο το στίγμα της στο ΝΒΑ, ως μία από τις 38 χώρες που μοστράρουν 108 ξένους παίκτες σε ένα παγκοσμιοποιημένο πρωτάθλημα, το οποίο πριν από τρεις δεκαετίες αποτελούσε ένα κλειστό γκέτο…

Άλλαξαν οι εποχές, άλλαξαν τα δεδομένα, άλλαξαν οι (αγωνιστικές και… εμπορικές) ανάγκες του ΝΒΑ, άλλαξαν βεβαίως και τα προσόντα και τα ταλέντα των λεγόμενων «international players», που δεν αποτελούν πια τσόντες και εξωτικές παρουσίες, αλλά εν δυνάμει πρωταγωνιστές και σούπερ σταρ!

Σε σχέση με άλλες χώρες η Ελλάδα καθυστέρησε να στείλει… επιτετραμμένους στο ΝΒΑ. Αυτό που δεν κατάφεραν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στα ’80s ο Νίκος Γκάλης, ο Παναγιώτης Γιαννάκης, ο Παναγιώτης Φασούλας (σε πείσμα του Νο 35 στο οποίο επελέγη από τους Μπλέιζερς), ο Φάνης Χριστοδούλου και οι μετέπειτα ελληνοποιημένοι Ντέηβιντ Στεργάκος, Τζιμ Ράπης και Ντέηβιντ Καλιγκάρις, το πέτυχε μετά το πέρασμα του από την ΑΕΚ και την κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδος ο… Κυριάκος Ραμπίδης, ως κανονικός Κερτ Ράμπις και μάλιστα στους Λέικερς, με συγκομιδή τέσσερα δαχτυλίδια πρωταθλητή!

Ακολούθησε ο Ρόνι Σεϊκέλι, που μεγάλωσε στην Αθήνα, έμαθε μπάσκετ στον Παναθηναϊκό, αλλά δεν κατάφερε να πάρει την ελληνική υπηκοότητα, έφυγε απογοητευμένος και δικαιώθηκε, καθώς η θητεία του στο Σίρακιουζ αποτέλεσε το όχημα της εισόδου του στο ΝΒΑ, για να ακολουθήσουν οι ελληνοποιημένοι παίκτες της επόμενης γενιάς: ο Πέτζα Στογιάκοβιτς-Κίνης, ο Ντράγκαν Τάρλατς-Κωνσταντινίδης, ο Ράντοσλαβ Νεστέροβιτς-Μακρής, ο Μάρκο Γιάριτς-Λάτσης και ο Ιάκωβος Λέντκοβ-Τσακαλίδης..

Εντέλει η Ιστορία έμελλε να κάνει στάση στις 9 Νοεμβρίου του 2001 στο Staples Center του Λος Αντζελες, όταν στον αγώνα των πρωταθλητών Λέικερς με τους Γκρίζλις (σκορ 110-86), ο Σίντεϊ Λο προφανώς βαρέθηκε να ακούει τη γκρίνια του (μπαμπά) Βαγγέλη Φώτση, που είχε κατσικωθεί στο Μέμφις και έριξε τον εικοσάχρονο «Batman» στα βαθιά, απέναντι στον Κόμπε Μπράιαντ, στον Σακίλ Ο’ Νιλ, στον Ρικι Φοξ, στον Λίντσεϊ Χάντερ και στους λοιπούς «λιμνάνθρωπους»!

Σε αυτό το ιστορικό (για τον ίδιο και για ολάκερο το ελληνικό μπάσκετ) ντεμπούτο του ο Αντώνης ο οποίος είχε επιλεγεί στο Νο 47 του ντραφτ, έπαιξε δώδεκα λεπτά, με απολογισμό τέσσερις πόντους, 2/7 σουτ, δυο ριμπάουντ και ένα κλέψιμο.

Στο δρόμο που χάραξε ο πρώτος … Ελληνοέλληνας NBAer ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, αγωνιζόμενοι (πέραν εκείνων που επελέγησαν στο ντραφτ, αλλά δεν διέβησαν τον Ατλαντικό) πλείστοι οι οποίοι είτε γεννήθηκαν εδώ, είτε είναι ομογενείς και ελληνοποιημένοι, αλλά όλοι τους φόρεσαν ή φορούν ακόμη τη φανέλα με το εθνόσημο: ο Ευθύμης Ρεντζιάς (Σίξερς, 2002-03), ο Βασίλης Σπανούλης (Ρόκετς, 2006-07), ο Ανδρέας Γλυνιαδάκης (Σόνικς, 2006-07), ο Κώστας Κουφός (από το 2008, Γιούτα, Μινεσότα, Ντένβερ, Μέμφις, Σακραμέντο), ο Γιάννης Αντετοκούνμπο (από το 2013, Μπακς), ο Θανάσης Αντετοκούνμπο (Νικς 2015-16 και τώρα Μπακς), ο Νικ Καλάθης (Γκρίζλις, 2013-15),ο Κώστας Παπανικολάου (Ρόκετς 2014-15, Νάγκετς 2015-16), ο Γιώργος Παπαγιάννης (Κινγκς 2016-18, Μπλέιζερς 2018), ο Τάιλερ Ντόρσι (Χοκς 2017-19, Γκρίζλις 2019), ο Ναζ Μήτρου- Λόνγκ (Τζαζ 2017-19 και τώρα Πέισερς).

Πολύ πριν από όλο αυτόν τον συρφετό, ο πρώτος Ελληνας παίκτης που θα μπορούσε να κοσμήσει την πινακοθήκη του ΝΒΑ ήταν ο Τάκης Ταλιαδώρος! Ο συχωρεμένος φόργουορντ της ΧΑΝΘ (1925-2011) υπήρξε και πιονιέρος, ως ο πρώτος παίκτης, που εφάρμοσε εάν όχι στον κόσμο, σίγουρα στην Ευρώπη τη ραχιαία ντρίμπλα (reverse) και κίνησε το ενδιαφέρον των Αμερικανών το 1951, μετά τη συμμετοχή του στο Ευρωμπάσκετ του Παρισιού, την επιλογή του στην καλύτερη πεντάδα της διοργάνωσης και την πρόσκληση του στη Μικτή Ευρώπης.

Ο Ταλιαδώρος τη φανέλα του οποίου (Νο 3) έχει αποσύρει η ΧΑΝΘ δεν κατάφερε εντέλει να παίξει στο ΝΒΑ, όπου θα μπορούσε να χωρέσει και λόγω ύψους, μετά από μια δέκα χρόνια και μάλιστα μετά την τετραετή θητεία του στο πανεπιστήμιο Γκονζάγκα, ο επίσης προερχόμενος από τη ΧΑΝΘ, Γιώργος Τρόντζος, που όμως παρασύρθηκε από τις σειρήνες της ΑΕΚ και παλιννόστησε στα πάτρια εδάφη.

Ποιος λοιπόν ήταν ο πρώτος Έλληνας που έπαιξε στο ΝΒΑ;

Δεν ανακαλύπτω την πυρίτιδα με την απάντηση, καθώς το όνομα, η θητεία και τα παράσημα του είναι γνωστά τοις πάσι, ωστόσο ελέω της πρεμιέρας της σεζόν 2019-20 αποφάσισα να επαναφέρω αυτή την υπόθεση στο προσκήνιο…

Την υπόθεση του αείμνηστου Λου Τσιορόπουλου, εννοώ: Λου, εκ του Ηλίας, όπως ήταν το όνομα που του έδωσε ο Πελοποννήσιος –και πιθανότατα Λάκων- πατέρας του, ο οποίος μετανάστευσε στο Λιν της Μασαχουσέτης και εργαζόταν ως επιστάτης σε ένα βυρσοδεψείο. Ο Λου γεννήθηκε εκεί στις 31 Αυγούστου του 1930, πήγε στο τοπικό γυμνάσιο (Lynn English) και το 1950 επιλέχθηκε από τον «βαρόνο» του αμερικανικού μπάσκετ, τον θρυλικό Αντολφ Ραπ (1901-1977) για να αποτελέσει μέλος της κολεγιακής ομάδας των Αγριόγατων του Κεντάκι και να χώσει τη μύτη του σε έναν χώρο όπου βρομάει μπάσκετ!

Επίτηδες αναφέρθηκα στη μύτη του Τσιορόπουλου και στην μπασκετική βρόμα που αναδίδεται στο Κεντάκι: σε ό,τι αφορά το δεύτερο σκέλος υπάρχει μια προηγούμενη αναφορά μου, όσο για το πρώτο έχει να κάνει στην κυριολεξία με τη μύτη του Τσιορόπουλου!

Μύτη που θύμιζε…ξιφία ή μάλλον τον Γάλλο συγγραφέα και ποιητή Σιρανό ντε Μπερζεράκ, όπως τον αποκαλούσαν οι συμπαίκτες του στο Κεντάκι: δεν τον βάφτισαν αυτοί τοιουτοτρόπως, αλλά οι σερβιτόροι ενός ξενοδοχείου στο Σαν Χουάν του Πουέρτο Ρίκο, όπου ταξίδεψαν ομαδικώς για να γλεντήσουν τον θρίαμβο τους στο NCAA το 1951!

Toν είδαν «μυτόγκα» αλλά επειδή ο Λου ήταν σωματώδης και πολύ δυνατός φοβήθηκαν να του το πουν κατάφατσα μήπως τους καταχεριάσει και το ρουφιάνεψαν στους συμπαίκτες του που άρχισαν την πλάκα!

Παρεμπιπτόντως το δεύτερο χαρακτηριστικό στοιχείο του Τσιορόπουλου ήταν το μακρόσυρτο και δύσκολο στην προφορά επώνυμο του, γι’ αυτό λοιπόν ο Ραπ είχε φροντίσει να τυπώσει καρτελάκια με το spelling (Τsio-ro-pou-los) και πριν από κάθε αγώνα άφηνε από ένα τέτοιο στη γραμματεία για να τον εκφωνούν σωστά και χωρίς να κομπιάζουν!

Αλλά και πάλι οι Αμερικανοί δυσκολεύονταν και συνήθως τον… κατακρεουργούσαν!

Με το καλημέρα στο NCAA, τη σεζόν 1950-51 ο Τσιορόπουλος στέφθηκε πρωταθλητής, καθώς το Κεντάκι ανέβηκε στο θρόνο νικώντας το Κάνσας Στέιτ με 68-58, ωστόσο η συνέχεια εξελίχθηκε σε μια απροσδόκητη περιπέτεια! Το φθινόπωρο του 1952 η αμερικανική κοινή γνώμη συνταράχθηκε από το σκάνδαλο των στημένων αγώνων του κολεγιακού πρωταθλήματος, στο οποίο ήταν αναμεμειγμένοι τέσσερις παίκτες του Κεντάκι. Ο Λου δεν ήταν ανάμεσα στους ενόχους, ωστόσο τη νύφη την πλήρωσε όλη η ομάδα η οποία αποσύρθηκε από το πρωτάθλημα και έχασε την ευκαιρία να κατακτήσει άλλο έναν τίτλο.

Αυτό το «death penalty» χαντάκωσε προσωρινά και τους τρεις αστέρες του Κεντάκι, που κατά σύμπτωση ακολούθησαν κοινή διαδρομή από το Κεντάκι προς τους Μπόστον Σέλτικς: ο Τσιορόπουλος, ο Κλιφ Χάγκαν και ο Hall of Famer Φρανκ Ράμσι.

Το 1953 και ενώ όλοι τους είχαν επιλεγεί στο ντραφτ, αποφάσισαν να επιστρέψουν στο Κεντάκι για να κατακτήσουν τον τίτλο, που δεν κατάφεραν να διεκδικήσουν την προηγούμενη χρονιά και οδήγησαν τις «Αγριόγατες» στο εκπληκτικό ρεκόρ 25-0, αλλά εις μάτην: το NCAA απαγόρευσε τη συμμετοχή των τριών πρωτοκλασάτων παικτών στην τελική φάση του Τουρνουά και το όνειρο ενός δεύτερου κολεγιακού πρωταθλήματος έμεινε ανεκπλήρωτο.

Εκτός από το μπάσκετ, ο μυώδης, δυνατός και σκληροτράχηλος Τσιορόπουλος που είχε ύψος 1μ.96 επιδιδόταν με μεγάλη επιτυχία και στο αμερικάνικο ποδόσφαιρο, μάλιστα ο προπονητής της ομάδας του Κεντάκι Πολ Μπράιαντ τον είδε μια μέρα να παίζει και πήγε αμέσως στο γραφείο του Ραπ…

«Αντολφ, θέλω να αφήσεις ένα δυνατό παιδί που έχεις να έρθει να παίξει ποδόσφαιρο. Τον είδα και είναι πολύ καλός» του εκμυστηρεύθηκε τον καημό του.

Ο Ραπ ρώτησε τον συνάδελφο του ποιον εννοούσε και η απάντηση του «Bear» (όπως αποκαλούνταν ο Μπράιαντ) ήταν μυθική…

«Τhis big Greek kid with a prominent nose»!

Παρά την επιθυμία και τις πιέσεις που άσκησε ο Μπράιαντ, αυτός ο μεγαλόσωμος Έλληνας με την προεξέχουσα μύτη έμεινε στη δούλεψη του Ραπ και διέπρεψε ως μπασκετμπολίστας και όχι ως παίκτης του football.

Χρόνια αργότερα το Κεντάκι απέσυρε τη φανέλα του (με το Νο 16), με την οποία πανηγύρισε έναν κολεγιακό τίτλο και ένα άνευ αντικρίσματος «perfect 25-0», ενώ είχε μέσο όρο 8.4 πόντους και 8.3 ριμπάουντ. Το 1953 που αποχώρησε από το Κεντάκι σε μια σεζόν στην οποία αποβλήθηκε οκτώ φορές με πέντε φάουλ αποφάσισε να υπηρετήσει τη στρατιωτική θητεία του στην Αεροπορία. Παρουσιάσθηκε λίγες μέρες μετά τη λήξη του πολέμου της Κορέας και το 1956 εντάχθηκε στους Μπόστον Σέλτικς, οι οποίοι τον είχαν επιλέξει τρία χρόνια νωρίτερα στο Νο 57 του ντραφτ ως αναπληρωματικός του Τομ Χέινσον στη θέση του σμολ φόργουορντ.

«Δεν ήταν τόσο αποτελεσματικός όσο εγώ στην επίθεση, αλλά έπαιζε άμυνα για σεμινάριο. Ήταν δυνατός, σκληρός και αφοσιωμένος, γι’ αυτό πάντοτε αναλάμβανε να μαρκάρει τον πιο επικίνδυνο φόργουορντ ή σέντερ των αντιπάλων μας και τον είχαμε σπεσιαλίστα σε αυτές τις δύσκολες αποστολές. Νομίζω ότι για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, ο Λου υπήρξε το πρότυπο και το πρωτότυπο του έκτου παίκτη» είπε κάποτε ο Χέινσον, ο οποίος διετέλεσε επί εννέα σεζόν παίκτης των Σέλτικς (1956-1965) και επί άλλες εννέα (1969-1978) προπονητής τους.

Ο Τσιορόπουλος έπαιξε στους Σέλτικς από το 1956 έως το 1959 και σε αυτές τις τρεις περιόδους πρόλαβε να γευθεί το νέκταρ δυο τίτλων του ΝΒΑ! Στέφθηκε πρωταθλητής το 1957 και το 1959, ενώ το 1958 οι Κέλτες έφτασαν πάλι στον τελικό, αλλά ηττήθηκαν με 4-2 από τους Σεντ Λούις Χοκς του Μπομπ Πετίτ. Στη Βοστώνη έπαιξε μαζί με τον Τομ Χέινσον, τον Μπομπ Κούζι, τον Μπιλ Ράσελ, τον Μπιλ Σάρμαν, τον Σαμ Τζόουνς, τον ομόσταβλο του από το Κεντάκι, Φρανκ Ράμσεϊ και τον Κέι Σι Τζόουνς, με προπονητή τον θρυλικό Ρεντ Αουερμπαχ. Συνολικά έδωσε παρών σε 157 αγώνες του ΝΒΑ έχοντας μέσο όρο 5.8 πόντους, 4.8 ριμπάουντ και 1.1 ασίστ.

Γιατί εγκατέλειψε την ενεργό δράση σε ηλικία μόλις 29 ετών; Διότι το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής. Από τα κολεγιακά χρόνια του κιόλας αντιμετώπιζε προβλήματα με τα γόνατα του και μάλιστα κάποια στιγμή έφτασε να παίζει με κομμένους συνδέσμους και (όπως και ο Παναγιώτης Γιαννάκης σε όλη την καριέρα του) χωρίς τένοντες!

Ένας αστικός μύθος αναφέρει ότι ο ίδιος επιδίωξε να επιδιορθώσει τη ζημιά, αλλά δεν τον άφησε ο Ραπ ο οποίος ήθελε σώνει και καλά να εξαργυρώσει την επιτυχία του Κεντάκι με την ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας της εθνικής ομάδας των ΗΠΑ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1952!

Μετά την πρόωρη απόσυρση του το 1959, ύστερα από μια εγχείριση στη μέση, ο Τσιορόπουλος ασχολήθηκε με διάφορες δουλειές, άλλες σχετικές και άλλες άσχετες με το μπάσκετ. Δεν θυμάμαι ποιος μου είχε πει κάποτε ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ήλθε στην Ελλάδα και γύρισε επίσης διάφορες χώρες της Μέσης Ανατολής διδάσκοντας σε σεμινάρια και προάγοντας το άθλημα ως εκπρόσωπος του οργανισμού «Basketball Information Service», που ήταν ο προπομπός του «Basketball Without Borders».

Ο Έλληνας πιονιέρος εργάσθηκε επί πέντε περιόδους ως προπονητής του «Dupont Manual High school» (με ρεκόρ 44 νίκες-61 ήττες), ενώ στη συνέχεια ανέλαβε τη θέση του αθλητικού διευθυντή στο ίδιο σχολείο. Επίσης άνοιξε μια επιχείρηση χονδρικής εμπορίας οινοπνευματωδών ποτών στο Λούιβιλ, διετέλεσε επικεφαλής των αθλητικών δραστηριοτήτων της ενορίας του, παντρεύτηκε, έκανε μια κόρη, ονόματι Τάρα και έγινε παππούς.

Τη σύζυγο του, Τζαν Σρόιερ, τη γνώρισε στο Λούιβιλ μάλιστα η ίδια είπε κάποτε ότι «ήταν πολύ πιο ψηλός από εμένα και δεν τολμούσα να βγω μαζί του χωρίς να φοράω ψηλά τακούνια». Όντας φανατικός με τα σπορ, στο πρώτο ραντεβού τους ο Λου αντί για κάποιο σινεμά ή εστιατόριο την πήγε σε έναν αγώνα ποδοσφαίρου του Manual και αυτή όχι μόνο δεν παραπονέθηκε, αλλά το καταχάρηκε κιόλας και μάλιστα του έκανε συνεχώς ερωτήσεις για τα δρώμενα!

Με τη σύζυγο του παντρεύτηκαν δυο φορές: πρώτα σε καθολική εκκλησία και εν συνεχεία σε ορθόδοξη, με ελληνικό γλέντι για να ικανοποιήσει και τους συγγενείς του!

Τι σόι άνθρωπος ήταν ο Λου; Γεννημένος και μεγαλωμένος στη δεκαετία του ’30, μέσα στην ατμόσφαιρα της οικονομικής ύφεσης (depression), έμαθε από μικρός να είναι σθεναρός, αποφασιστικός, ολιγαρκής (όπως οι Σπαρτιάτες) και πολέμιος του καταναλωτισμού. Είχε αδυναμία στα καπέλα Στέτσον, ενώ σε όλη τη ζωή του υπήρξε αγελαίος, φιλάνθρωπος (ειδικότερα στα παιδιά που έπασχαν από το σύνδρομο Down), ευχάριστος στις παρέες και πολύ γενναιόδωρος, ενώ ξεχώριζε πάντοτε για το χιούμορ, το πνεύμα και κυρίως για τις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις και τις φιλοσοφημένες απόψεις του.

Πέρα από το παρατσούκλι «Σιρανό» οι συμφοιτητές, οι συμπαίκτες και οι φίλοι του τον αποκαλούσαν επίσης «Χρυσό Έλληνα», «Mister T» (λόγω της αδυναμίας τους να προφέρουν σωστά το επώνυμο του), «Greek Mafia» (επειδή πάντοτε είχε τον τρόπο να πείθει τους ανθρώπους με τους οποίους νταλαβεριζόταν και να αίρει τις επιφυλάξεις και τις αντιρρήσεις τους) και «Πλάτωνα»!

Το παρανόμι του αρχαίου Ελληνα φιλόσοφου του το κόλλησε ο διευθυντής του πανεπιστημίου του Λούιβιλ, Μπιλ Ολσεν, εξηγώντας ότι «εκεί που μιλάγαμε για την καθημερινότητα, ξαφνικά ο Λου επικαλούνταν διάφορα αποφθέγματα του Επίκουρου, ρήσεις του Γκαίτε, παροιμιώδεις φράσεις από τη Βίβλο και μας άφηνε όλους με το στόμα ανοικτό για την πολυμάθεια και τη φιλοσοφικότητα του. Η το άλλο που έκανε: ενώ κουβεντιάζαμε περί ανέμων και υδάτων, πετούσε μια περίεργη και ακαταλαβίστικη λέξη και κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον με έκπληξη και απορία. Το έκανε επίτηδες για να μας μπερδέψει»!

Μια από αυτές τις απίθανες, ανεξήγητες και… ανύπαρκτες λέξεις ήταν το «phlasetic». «Χρησιμοποιούσε συχνά την έκφραση ‘’that’s rather phlasetic’’ και κανείς δεν ήξερε τι εννοούσε, αλλά επίσης κανείς δεν τολμούσε να τον ρωτήσει τι εννοούσε. Το τόλμησα εγώ μια φορά και μου απάντησε ψυχρά «δεν σημαίνει τίποτε, αγάπη μου, έτσι το λέω, για πλάκα» αποκάλυψε η γυναίκα του Τζαν η οποία δεν δίστασε να παραδεχθεί το εξής: «Από το πρώτο ραντεβού μας, εκεί στο γήπεδο, κατάλαβα ότι είχε κάτι φιλοσοφικό και μυστικιστικό μέσα του. Μείναμε 51 χρόνια παντρεμένοι και ορκίζομαι ότι δεν μπόρεσα ποτέ να τον ψυχολογήσω απολύτως και με ακρίβεια»!

Αυτό το μυστικιστικό στοιχείο έκανε τους γύρω τους και κυρίως εκείνους που δεν τον ήξεραν καλά και δεν είχαν συναγελασθεί μαζί του να τον παίρνουν από φόβο! «Μέναμε τόσα χρόνια σε διπλανά σπίτια και ποτέ δεν κατάλαβα εάν πίσω από το σκληρό και αυστηρό ύφος του κρυβόταν όντως ένας σκληρός άνθρωπος ή ένας με καρδιά μικρού παιδιού» σχολίασε η γειτόνισσα του, Μπέκι Εβανς.

Ο Λου Τσιορόπουλος έγραφε πολύ. Πολύ και παντού. Κάποιες δικές του σκέψεις ή αποσπάσματα από ποιήματα και διηγήματα που του άρεσαν, όταν δεν έβρισκε κάποιο σημειωματάριο για να τα αποτυπώσεις, τα έγραφε σε… χαρτί υγείας το οποίο έκοβε από την τουαλέτα και αυτή ήταν άλλη μια απόδειξη της αποφασιστικότητας του.

«Η περιουσία ενός ανθρώπου δεν μετριέται με τα λεφτά, με τα σπίτια, με τα αυτοκίνητα με τη φήμη και με την κοινωνική καταξίωση, αλλά με τη δύναμη της ψυχής του» έλεγε συχνά. «Ο δικός μου πλούτος δεν είναι τα τρία πρωταθλήματα, αλλά οι αντιξοότητες, που χρειάστηκε να ξεπεράσω και οι θυσίες τις οποίες έκανα για να τα κατακτήσω»…

Ο Λου Τσιορόπουλος έφυγε από τη ζωή στις 22 Αυγούστου του 2015 σε ηλικία 85 ετών. Έφυγε αφήνοντας έντονα τα ίχνη και ανεξίτηλα τα αποτυπώματα του, καθ’ όλες τις ιδιότητες του: Ως παίκτης. Ως πρωταθλητής στο NCAA και στο NBA. Ως προπονητής. Ως δάσκαλος. Ως μέντορας. Ως φιλόσοφος. Ως ένας πολύ ξεχωριστός και υπέροχος άνθρωπος….

Και βεβαίως ως ο αλησμόνητος ιχνηλάτης στις κατοπινές στράτες του ελληνικού μπάσκετ…

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This