Επιλογή Σελίδας



Του Παναγιώτη Παλλαντζά

Ερχεσαι στο γραφείο μεσημέρι Τρίτης, είσαι σε καλή διάθεση, χαλαρός, σκέφτεσαι ότι το βράδυ έχει και ματσάκια, βασικά σκέφτεσαι ότι θα δεις το Μπρέσια-Ιντερ που θα σε κρατήσει ως το τέλος, όταν ακούς το «κάνε live το Μπαρτσελόνα-Βαγιαδολίδ». Είναι η στιγμή που όλο το καλό feeling χάνεται -αλλά ο Κάραμαν έχει φερθεί παραπάνω κι από τέλεια όποτε ζήτησες κάτι οπότε δεν μπορείς να αντιδράσεις- και έρχονται τα νεύρα, επειδή ξέρεις τι θα ακολουθήσει. Και όταν έρχεται η στιγμή που δυστυχώς επιβεβαιώνεσαι, αρχίζει η δοκιμασία. Δέχεσαι ένα σχόλιο-ερώτηση «ποια είναι η γνώμη σου για Μέσι;», απαντάς «αδιάφορος» και αρχίζει το πανηγύρι… Η συζήτηση καταλήγει -όπως έχεις προβλέψει από τη στιγμή που μαθαίνεις ότι θα κάνεις live- στο Μαραντόνα ή Μέσι και με έκπληξη διαπιστώνεις ότι αφού έχει τελειώσει το ματς και έχεις ανεβάσει το σχετικό κομμάτι, το σκηνικό συνεχίζεται. Με συνεχόμενα σχόλια πάνω στις απόψεις που εξέφρασες στο live και με ένα υφάκι του στυλ «gazzetta δε βλέπω τον λόγο να μην περάσει το σχόλιο, φαντάζομαι δέχεστε την αντίθεση άποψη, δε λέω κάτι κακό άλλωστε, να και το link για να δείτε τι έγραφε στο live» κλπ. Επειδή αυτό το υφάκι του στυλ «να κάνετε ντα στον κακό» το θεωρούσα αστείο όταν ήμουν 11 ή 12 ετών, πόσω μάλλον τώρα που ετοιμάζομαι να αγκαλιάσω τα 40 (ελπίζω να τα καταφέρω κιόλας), αλλά κι επειδή βρισκόμαστε πλέον στο σωτήριο έτος 59 μ.Ν, αφού σήμερα ο Ντιέγκο έχει γενέθλια, αντί να γράψουμε ένα κείμενο για όσα έκανε ο Μαραντόνα, θα γράψουμε ένα κείμενο για όσα έκανε ο Μέσι. Με τη βεβαιότητα ότι δέχονται και οι αναγνώστες την αντίθετη άποψη… 

Καταρχάς, με απόλυτη ειλικρίνεια, το «αδιάφορος» ισχύει 100%. Είναι πιο πιθανό, όσο έχω σώας τα φρένας τουλάχιστον, να φορέσω φανέλα Ιντερ και να βγω στο δρόμο αλαλάζοντας υπέρ του Μοράτι ή του Φακέτι, παρά να γράψω αποθεωτικό ή “κακό” άρθρο για τον Μέσι κατά τη διάρκεια της σεζόν. Δεν είμαι οπαδός της Μπαρτσελόνα, δεν είμαι οπαδός άλλης ισπανικής ομάδας, μου είναι παντελώς αδιάφορο το αν θα βάλει 80 γκολ στη La Liga ή αν κάνει αρνητικό ρεκόρ. Η μόνη εξαίρεση θα είναι σήμερα, για τον λόγο που αναφέρθηκε παραπάνω. Επειδή, δηλαδή, αν δεν αποθεώσεις νταηλικί, σου αρέσει ή όχι, τον Μέσι, αμέσως αρχίζει η επιχείρηση «θα σου πούμε γιατί είναι ανώτερος από τον Μαραντόνα». Και στο πλαίσιο αυτής της επιχείρησης, θα σου γράψουν και ότι είσαι κομπλεξικός και φαίνεται. Επειδή εσείς δεν είστε κομπλεξικοί, πάμε να κάνουμε τώρα συγκρίσεις που βασίζονται σε γεγονότα και όχι στη δική μας πραγματικότητα, όπως την έχουμε στο μυαλό μας. Βασικά, πάμε να καταρρίψουμε ένα προς ένα τα επιχειρήματα υπέρ του Μέσι και εις βάρος του Μαραντόνα…

Απαραίτητη διευκρίνιση: Το ύφος του κειμένου κατά πάσα πιθανότητα δε θα σας αρέσει. Εχει γραφτεί με το ίδιο ύφος με το οποίο επιχειρηματολογείτε εσείς, όταν τολμάμε να πούμε κάτι άλλο στο συγκεκριμένο θέμα. Αν δεν σας αρέσει, επομένως, αυτό που θα διαβάσετε, να αλλάξετε τον τρόπο που γράφετε.

Το πρώτο που ακούς είναι για τη διάρκεια. «Ο Μέσι τα κάνει όλα αυτά επί τόσα χρόνια ενώ ο Μαραντόνα δεν είχε αυτή τη διάρκεια». Αφού σημειώσουμε ότι αυτό το επιχείρημα θα πρέπει να το θυμούνται όταν θα έρθει η ώρα που θα γίνει ο απολογισμός στην καριέρα του Μέσι και του Κριστιάνο Ρονάλντο, γιατί θα έχει ενδιαφέρον να δούμε τότε τη διάρκεια του ενός και του άλλου, θα “υπερασπιστούμε” τον Ντιέγκο λέγοντας ότι θεωρούμε τον Ντράζεν Πέτροβιτς καλύτερο από τον Ντίνο Μενεγκίν ή τον Οσκαρ Σμιντ, τον Τζορτζ Μπεστ καλύτερο από τον Ράιαν Γκιγκς, τον Μάρκο Φαν Μπάστεν καλύτερο από τον Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς, τον Ροναλντίνιο καλύτερο από τον Ρομάριο και οι δύο καλύτεροι ποδοσφαιριστές όλων των εποχών -όπως το πάμε- είναι οι Πάολο Μαλντίνι και Τζανλουίτζι Μπουφόν. Αν το θέμα είναι η διάρκεια, κανείς δεν είχε τη δική τους. Ξεκίνησαν 16 και 17 ετών αντίστοιχα στο υψηλότερο επίπεδο και παρέμειναν ή παραμένουν εκεί για κάμποσες δεκαετίες. Ολα αυτά, όμως, μπορούμε να τα απλοποιήσουμε, γράφοντας απλά ότι πάντα, μα πάντα σε αυτή τη ζωή, η ποιότητα θα υπερτερεί της ποσότητας. Και το peak του Μαραντόνα, ήταν ανώτερο από το peak του Μέσι.

Το «χέρι του Θεού», σε εκείνο το Αργεντινή – Αγγλία στο Μουντιάλ του 1986, αποτελεί ένα μνημείο στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Είναι μια ιστορική στιγμή, η οποία δεν πρόκειται να σβηστεί ποτέ και ειδικά με το επιχείρημα «μας λέτε για το Μουντιάλ του Μαραντόνα, στο οποίο όμως έκλεψε με το χέρι, άρα δε θα το έπαιρνε ποτέ». Δε θα μπούμε στη λογική ότι το σκορ θα ήταν 1-1 χωρίς αυτό το γκολ, ούτε θα πούμε -το απολύτως πειστικό- ότι αν χρειαζόταν θα ξαναπερνούσε όλη την Αγγλία ο Ντιέγκο και θα τελείωνε η υπόθεση. Θα εστιάσουμε στους τίτλους του Μέσι, τους μεγάλους, αυτούς που κάνουν τη διαφορά και ανυψώνουν καριέρες, για να δούμε αν υπήρξε εκεί κάποια κλοπή ή όχι. Εχουμε και λέμε λοιπόν… Το Champions League του 2009 δε θα το πανηγύριζε ποτέ, γιατί η Μπαρτσελόνα δε θα ήταν καν στον τελικό αν στον ημιτελικό με την Τσέλσι δε γινόταν η μεγαλύτερη σφαγή που έχει υποστεί ποτέ ομάδα σε αυτό το επίπεδο. Το Champions League του 2011 δε θα το πανηγύριζε ποτέ, γιατί η Μπαρτσελόνα δε θα ήταν καν στον τελικό αν στον ημιτελικό με τη Ρεάλ η διαιτησία δεν αποφάσιζε με διαφορετικά κριτήρια σε ίδιες φάσεις. Το Champions League του 2015 δε θα το πανηγύριζε ποτέ, αν στον τελικό με τη Γιουβέντους και με το σκορ στο 1-1, ο διαιτητής έδινε το πέναλτι στο τράβηγμα του Ντάνι Αλβες στον Πογκμπά. Με λίγα λόγια, οι μεγάλοι τίτλοι του Μέσι (στο Champions League του 2006 δεν είχε κάποια ουσιαστική συνεισφορά) έχουν σκιές. Κι αν ο Μαραντόνα είναι κλέφτης για το χέρι με τους Αγγλους, ο Μέσι είναι… λήσταρχος Νταβέλι. 

Για κάποιον λόγο που παραμένει αδιευκρίνιστος, θεωρείται επιχείρημα κατά της άποψης ότι ο Μαραντόνα είναι ο κορυφαίος ever, το γεγονός ότι ως τύπος δεν είναι και ο πιο σοβαρός… Η συμπεριφορά του, οι δηλώσεις του ή το γεγονός ότι βρέθηκε θετικός σε έλεγχο ντόπινγκ. Αφού παραδεχθούμε ότι ο Μέσι που από πιτσιρικάς πλακώθηκε στις ορμόνες, τα φάρμακα ή ό,τι άλλο του έδιναν για λόγους σωματικής διάπλασης, υπερέχει σε αυτό το σημείο γιατί ποτέ δεν έχει βρεθεί θετικός σε έλεγχο ντόπινγκ και σίγουρα δεν είχε ποτέ και δεν έχει καμία σχέση με οτιδήποτε απαγορευμένο, θα σταθούμε στη δική του γραφικότητα. Αυτή που έχει δείξει στην εθνική Αργεντινής, από την οποία όποτε θέλει φεύγει και όποτε θέλει επιστρέφει. Εφυγε, γύρισε, ξανάφυγε, ξαναγύρισε, θα έρθει η στιγμή που θα ξαναφύγει και θα ξαναγυρίσει πριν παίξει η Αλμπισελέστε κάποιο επίσημο ματς ανάμεσα στις δύο αποφάσεις του (αυτό παίζει να έχει ήδη γίνει). Επειδή δεν μιλάμε για μια τελειωμένη εθνική ομάδα και για έναν ό,τι να ‘ναι ποδοσφαιριστή, αλλά για την Αργεντινή και τον φερόμενο σαν καλύτερο παίκτη του κόσμου στην εποχή μας, ποια άλλη λέξη μπορεί να σκεφτεί κάποιος πέρα από το «καραγκιοζιλίκι» για να περιγράψει αυτά τα φεύγω, γυρίζω, ξαναφεύγω, ξανάρχομαι, θα ξαναφύγω, θα ξαναγυρίσω και πάει λέγοντας; Μπορεί να φανταστεί κάποιος κάποιον παίκτη-σύμβολο μιας οποιασδήποτε χώρας να το κάνει αυτό και να εξακολουθεί να θεωρείται σοβαρός;

Δίνοντας συνέχεια στο παραπάνω “επιχείρημα” των μη κομπλεξικών, πρέπει να αναφέρουμε ότι επιχειρείται να μειωθεί ως ποδοσφαιριστής ο Μαραντόνα, επειδή έπαιρνε κόκα και έκραζε τον Μπλάτερ, τον Πλατινί, τον Χαβελάνζε, τον Πελέ… Με την ίδια λογική, δεν μπορεί να είναι ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών ένας φοροφυγάς, σύμφωνα με την ισπανική δικαιοσύνη. Κατά τη δική μας γνώμη, μάλιστα, περισσότερο επηρεάζει την τσέπη μας, άρα και το επίπεδο ζωής μας, ένας φοροφυγάς και λιγότερο ένας κοκάκιας. Αρα, γιατί να μην είναι χειρότερο αυτό που έκανε ο Μέσι; Και γιατί να είναι γραφικός ο Ντιέγκο όταν κράζει Μπλάτερ, Πλατινί, Πελέ, Χαβελάνζε (οι μισοί από αυτούς έμπλεξαν και με τη δικαιοσύνη τελικά) και να μην είναι μειωτικό για τον Μέσι το γεγονός ότι αυτοί του έδιναν τη μία Χρυσή Μπάλα μετά την άλλη; Στα χρόνια των Μέσι και Ρονάλντο, η Χρυσή Μπάλα έφυγε για κάτι χρόνια από το France Football και πήγε στις UEFA και FIFA. Αυτές τις UEFA και FIFA που ήταν μέσα στη διαφθορά τελικά (όπως δείχνουν τα γεγονότα). Χίλιες φορές να βρίζω τον Μπλάτερ και να θεωρούμαι γραφικός, παρά να βραβεύομαι από τον Μπλάτερ, να ποζάρω δίπλα του υπερήφανος και να θεωρούμαι κορυφή. Αυτό, όμως, έχει να κάνει με το πώς αισθάνεται ο καθένας. Και ο Λιονέλ, όπως φαίνεται, μια χαρά αισθανόταν δίπλα τους.

Μια χαρά, βέβαια, αισθάνεται ο Μέσι και μέσα στο γήπεδο, αφού στο πρώτο φάουλ που του κάνει ο αντίπαλος, παίρνει κίτρινη κάρτα. Ετσι είναι πλέον, εδώ και χρόνια, το ποδόσφαιρο. Οι UEFA και FIFA αποφάσισαν ότι πρέπει να προστατεύουν τους μεγάλους παίκτες, γιατί αυτό είναι καλό για το θέαμα. Κάποτε, όμως, δεν ήταν έτσι. Κάποτε ο Τζεντίλε, για παράδειγμα, μπορούσε να σπάσει πόδι και να μη δει καν κάρτα. Ακούς ή διαβάζεις συχνά ότι «το ποδόσφαιρο άλλαξε και είναι πιο δύσκολο πλέον», αλλά αυτό αναρωτιέσαι από πού προκύπτει. Γίνονται πιο σκληρά μαρκαρίσματα; Οχι. Υπάρχει ή υπήρξε ποτέ σε οποιοδήποτε πρωτάθλημα η ποιότητα, ο ανταγωνισμός και ο βαθμός δυσκολίας που υπήρχε στη Serie A τις δεκαετίες ’80 και ’90; Οχι. Είναι οι αμυντικοί της εποχής μας καλύτεροι από αυτούς που αντιμετώπιζε κάποτε ο Μαραντόνα (Μαλντίνι, Μπαρέζι, Σιρέα, Μπέργκομι κλπ); Οχι. Εχουν οι σημερινοί σταρ τις ίδιες ανύπαρκτες επαγγελματικές συνθήκες αποκατάστασης που είχαν οι σταρ στα χρόνια του Μαραντόνα; Οχι. Ο μόνος λόγος για να θεωρηθεί πιο δύσκολο το σημερινό ποδόσφαιρο, είναι επειδή σε αυτό υπάρχουν όλο και λιγότεροι παίκτες που σκέφτονται ποδοσφαιρικά ή που σκέφτονται γενικά. Και αυτό μάλλον σαν επιχείρημα υπέρ της εποχής Μαραντόνα μοιάζει και όχι υπέρ της εποχής Μέσι. 

Και για να κλείνουμε το θέμα, θα κολλήσουμε αυτούσιο κάτι που γράψαμε και στο live του Μπαρτσελόνα – Βαγιαδολίδ, όταν μας επισημάνθηκε ότι είμαστε κομπλεξικοί επειδή δε δεχόμαστε ότι ο Μέσι είναι καλύτερος από τον Μαραντόνα… Στην κόντρα Μέσι – Ρονάλντο, η οποία πραγματικά με αφήνει αδιάφορο, το επιχείρημα των οπαδών του Μέσι είναι το εξής: «Ναι, περισσότερα γκολ ή Champions League ή δεν ξέρω ‘γω τι άλλο ο Ρονάλντο, αλλά ο Μέσι είναι αλλιώς. Είναι αυτή η αίσθηση που σου αφήνει βλέποντας τον να παίζει». Ακριβώς το ίδιο επιχείρημα έχω κι εγώ στο Μαραντόνα ή Μέσι. Ναι, περισσότερα γκολ ή κούπες ή δεν ξέρω ‘γω τι άλλο ο Μέσι, αλλά η αίσθηση που σου άφηνε ο Μαραντόνα βλέποντας τον να παίζει, ήταν το κάτι άλλο. Πρόκειται για ένα καθαρά υποκειμενικό επιχείρημα, αφού δεν πραγματεύεται κάτι αντικειμενικό (αριθμούς δηλαδή). Γιατί να ισχύει για εσάς στο Μέσι ή Ρονάλντο και να μην ισχύει για εμάς στο Μαραντόνα ή Μέσι;

Περιμένοντας, λοιπόν, το 2022 μπας και δούμε, επιτέλους, το πρώτο γκολ του Λιονέλ σε νοκ-άουτ αγώνα Μουντιάλ, να ευχηθούμε από καρδιάς και με όση αγάπη έχουμε… Χρόνια καλά Ντιέγκο! Γιατί για πολλά, δυστυχώς, δεν το βλέπουμε πλέον…

Πηγή: Gazzetta – Planet Football

Pin It on Pinterest

Shares
Share This