Επιλογή Σελίδας



Του Βασίλη Σαμπράκου

Τώρα, που ο κύκλος έκλεισε και η προκριματική φάση του Euro 2020 ολοκληρώθηκε, είναι μια καλή στιγμή περισυλλογής. Δεν έχει πολύ μεγάλο νόημα να κολλήσει η βελόνα του μυαλού στη σκέψη ότι χάθηκε μια από τις τελευταίες μεγάλες ευκαιρίες για την επιστροφή της Εθνικής στην τελική φάση μιας μεγάλης διοργάνωσης. Τα πώς και τα γιατί έχουν σε βάθος αναλυθεί. Μεγαλύτερο νόημα έχει η μελέτη και η ανάλυση αυτού που έχει συμβεί στη διάρκεια των 38 ημερών από την 12η Οκτωβρίου, τη βραδιά του Ιταλία – Ελλάδα 2-0, μέχρι το βράδυ της 18ης Νοεμβρίου 2019. Διότι αυτές είναι, με βεβαιότητα, οι καλύτερες 38 από τις τελευταίες 1969 ημέρες που έχει ζήσει η Εθνική από τις 29 Ιουνίου 2014, όταν έδωσε την τελευταία της παράσταση σε μεγάλη διοργάνωση στο Μουντιάλ 2014 απέναντι στην Κόστα Ρίκα, μέχρι το βράδυ της 18ης Νοεμβρίου 2019. Στη διάρκεια αυτών των 1969 ημερών η Ελλάδα ταλαιπωρήθηκε πολύ, ταπεινώθηκε με ήττες και αποκλεισμούς, κατρακύλησε στο ranking, άλλαξε 6 προπονητές και εκατοντάδες ποδοσφαιριστές, απαξιώθηκε και επέστρεψε στην εποχή που αγωνίζεται μεταξύ συγγενών και φίλων.

Δεν τον έχουμε μελετήσει σε μεγάλο βάθος τον Τζον Φαν ‘τ Σιπ, για να μπορούμε να τον ερμηνεύουμε. Αλλωστε αυτό που ζει στην διάρκεια των τελευταίων 111 ημερών, δηλαδή από την 31η Ιουλίου που ανακοινώθηκε η πρόσληψή του μέχρι το βράδυ της Δευτέρας του είναι πρωτόγνωρο. Αυτά που κάνει ο Ολλανδός προπονητής ως προπονητής της Εθνικής είναι οι πρώτες του πράξεις και παραστάσεις με την ιδιότητα του Ομοσπονδιακού, σε μια αποστολή της οποίας η φύση είναι πάρα πολύ διαφορετική από τη φύση της δουλειάς του προπονητή συλλόγου. Αναλύοντας όμως την ηγεσία του σε αυτές τις 111 ημέρες έχουμε μπροστά μας τα συστατικά μιας επιτυχημένης συνταγής, διότι αυτό που είδαμε στα 4 ματς των τελευταίων 38 ημερών από την Εθνική ήταν τέσσερα δείγματα που τεκμηριώνουν την διαπίστωση ότι αυτή ήταν Ομάδα.

Ο 56χρονος προπονητής ξεκίνησε με ένα πείραμα. Οσα είχε δει στα ματς του Σεπτεμβρίου απέναντι σε Φινλανδία και Λιχτενστάιν τον είχαν πείσει ότι πρέπει να δοκιμάσει μεγάλες αλλαγές στο έμψυχο δυναμικό, με στόχο να δουλέψει με πιο εύπλαστους ποδοσφαιριστές, δηλαδή με μικρότερης ηλικίας παίκτες που θα έχουν την διάθεση να ακολουθήσουν, να εφαρμόσουν τις αλλαγές με τη φιλοδοξία και το όραμα να ευνοηθούν από τις αλλαγές στο καθεστώς και τη νοοτροπία και να αναδειχθούν. Αφενός επειδή δεν ήταν σίγουρος και δεν ένιωθε ασφαλής για αυτή την επιλογή και αφετέρου επειδή ήθελε να διατηρήσει το δικαίωμα να αναθεωρήσει, ο Φαν ‘τ Σιπ βάφτισε τα τελευταία τέσσερα ως “παιχνίδια προετοιμασίας” και επικοινώνησε το μήνυμα ότι τα αντιμετωπίζει ως μια ευκαιρία να δοκιμάσει ποδοσφαιριστές.

Εκανε το πρώτο πείραμα στη Ρώμη, βάζοντας στο τερέν ένα 22χρονο παιδί, τον Παντελή Χατζηδιάκο για να κάνει ντεμπούτο στην Εθνική απέναντι στην Ιταλία. Με τα λίγα που είχα δει από αυτό το παιδί στο ολλανδικό πρωτάθλημα με την Αλκμάαρ, δεν δυσκολεύομαι να συμπεράνω ότι σε αυτά τα τέσσερα παιχνίδια με την Εθνική έχει δείξει τον καλύτερό του εαυτό – αν δεν έχει ξεπεράσει τον εαυτό του. Εκλεισε αυτή την τετράδα αγώνων χωρίς μεγάλο λάθος στην άμυνα, άρχισε να αναλαμβάνει τον ρόλο του “προπονητή” της άμυνας από τον Φαν ‘τ Σιπ, και έδωσε μεγάλη σιγουριά, ηρεμία και αποτελεσματικότητα στην κυκλοφορία της μπάλας. Το ποσοστό της ακρίβειας στις μεταβιβάσεις του σε αυτά τα ματς (μέσος όρος 91%) είναι μια κύρια εξήγηση για την υγεία της Εθνικής στο χτίσιμο των επιθέσεών της. Από τον Κώστα Σταφυλίδη ο προπονητής μπορούσε να το περιμένει αυτό· αυτός ήταν άλλωστε ο κύριος λόγος που οδήγησε τον Ολλανδό στην επιλογή να δώσει στον αρχηγό του τον ρόλο του κεντρικού αμυντικού. Η αποκάλυψη όμως ήταν ο Χατζηδιάκος, ο οποίος σε αυτή την 4αδα αγώνων ήταν για τον Φαν’τ Σιπ ό,τι ο Τραϊανός Δέλλας στην αρχή για τον Οτο Ρεχάγκελ.

Το τρίτο κομμάτι του πειράματος, μετά τον Χατζηδιάκο και την μετατόπιση του Σταφυλλίδη στο κέντρο της άμυνας, ήταν η καθιέρωση του Δημήτρη Λημνιού. Οχι πως δεν το περιμέναμε, παρακολουθώντας την εξέλιξή του με τον ΠΑΟΚ, αλλά σε αυτή την 4αδα αγώνων ο 21χρονος Λημνιός φώναξε ότι αποτελεί τον μεσοεπιθετικό με τις μεγαλύτερες προοπτικές από όσους έχουν εμφανιστεί στη διάρκεια των τελευταίων 10+ ετών στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Εκλεισε αυτή την 4αδα αγώνων με 55% επιτυχία στις ντρίμπλες, με 50% κερδισμένες μονομαχίες, με δημιουργία 3 ευκαιριών ανά ματς, με 3 πάσες – κλειδιά ανά ματς, με γκολ, με πράγματα και θαύματα. Επιτέλους, βρήκαμε έναν Ελληνα ακραίο επιθετικό που πάει στην μονομαχία με αυτοπεποίθηση και δεξιότητες, και τρέχει σαν δαιμονισμένος.

Το τέταρτο κομμάτι του πειράματος ήταν η τοποθέτηση του Μπακασέτα σε ρόλο “δεκαριού”. Οσα έδειξε στον προπονητή απέναντι στην Ιταλία ως “9αρι”, και όσα είχε δει από εκείνον από τα ματς του με την Αλάνιασπορ, έπεισαν τον Φαν ‘τ Σιπ ότι ο 26χρονος μεσοεπιθετικός ήταν η καλύτερη επιλογή για αυτόν τον ρόλο, και κάπως έτσι ο Μπακασέτας προσπέρασε τον Βρουσάι και όποια άλλη επιλογή είχε διαθέσιμη ο προπονητής για αυτό τον ρόλο (Μάνταλος). Ενας ποδοσφαιριστής, κατά μέσο όρο, δεν ξεπερνά σε κατοχή της μπάλας τα 3’ λεπτά σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Για να κρίνεις την απόδοσή του χρειάζεται να παρατηρήσεις όσα κάνει – και – χωρίς τη μπάλα στα πόδια. Οσα έκανε σε αυτά τα ματς ο Μπακασέτας με ή χωρίς τη μπάλα είναι μια εξήγηση για την καλή ανάπτυξη του παιχνιδιού και για την ταχύτητα στις επιθέσεις που έφερναν ως αποτέλεσμα την διάσπαση των αμυντικών γραμμών του αντιπάλου.

Ο ρόλος του Μπακασέτα ήταν ένα μέρος του συστήματος κατά την ανάπτυξη. Τα υπόλοιπα μέρη ήταν ο νέος ρόλος του Μάνταλου, ως αριστερού ενδιάμεσου που συγκλίνει προς τον κεντρικό άξονα και δίνει την πτέρυγα στον Γιαννούλη και η προώθηση του Γιαννούλη. Αυτός ο ρόλος του Μάνταλου ήταν το πέμπτο κομμάτι του πειράματος. Και η καθιέρωση του Γιαννούλη, ενός αριστερού μπακ που “έβγαλε μάτια” στα τρία τελευταία παιχνίδια ήταν το 6ο μέρος του πειράματος και είναι μια από τις κύριες εξηγήσεις για αυτή την μεταμόρφωση της Εθνικής.

Το 7ο μέρος στο πείραμα του Φαν ‘τ Σιπ ήταν η καθιέρωση του Κώστα Γαλανόπουλου. Υπό την καθοδήγηση του Ολλανδού ο 22χρονος μέσος έκανε το βράδυ της Δευτέρας πιθανότατα το πιο ολοκληρωμένο παιχνίδι της καριέρας του. Η συνεισφορά του στο άμεσο πρέσινγκ που έκανε η Ελλάδα κάθε φορά που έχανε τη μπάλα σε μια επίθεση είναι μια βασική εξήγηση για τις 83 επιθέσεις που κατάφερε να δημιουργήσει σε αυτό το ματς. Μαζί με τον Κουρμπέλη ήταν οι βασικοί τροφοδότες αυτής της έντασης που έβαζε στην άμυνά της η Εθνική κάθε φορά που έχανε τη μπάλα. Κοντά σε αυτά, τα οποία έχουμε ξαναδεί από αυτόν όμως ο Γαλανόπουλος παρουσίασε την ικανότητά του να παίξει κάθετα στη φάση ανάπτυξης του παιχνιδιού και να κινηθεί χωρίς τη μπάλα για να πατήσει την αντίπαλη περιοχή. Σε αυτό το ματς ο Γαλανόπουλος ήταν σαν να φώναξε ότι μπορεί να εξελιχθεί και να ολοκληρωθεί αν δουλευτεί και καθοδηγηθεί αποτελεσματικά από έναν προπονητή.

Οχι, φυσικά όχι, δεν τα έκανε όλα σωστά ο Φαν ‘τ Σιπ στη διάρκεια αυτών των 111 ημερών. Ούτε άγγιξε το τέλειο η απόδοση της Εθνικής. Κι είναι αρκετά τα αγωνιστικά ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπίσει κατά την εξέλιξη του χρόνου, στην περίοδο των φιλικών που θα βρει μπροστά του μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2020 που θα ξανάρθει η στιγμή ενός επίσημου αγώνα. Η αμυντική γραμμή είχε ζητήματα, ο σέντερ φορ δεν βρήκε γκολ, η Εθνική δεν υπήρξε αποτελεσματική στις πολλές ευκαιρίες που δημιουργούσε ανά αγώνα. Ολα αυτά όμως μοιάζουν στην δεδομένη στιγμή με λεπτομέρειες.

Τα κύρια, τα σημαντικά, τα σπουδαιότερα είναι ότι :

Α. Αυτή η Εθνική ήταν μια Ομάδα, με ομαδικό πνεύμα, με μεγάλη διάθεση για προσφορά, για αλληλοκάλυψη, με πολύ καλή ενδοεπικοινωνία, χωρίς αρνητικές στάσεις στο τερέν ή στον πάγκο, με πνεύμα αυτοθυσίας· μια Ομάδα με καλή νοοτροπία και συλλογική κουλτούρα. Είτε το έκανε συνειδητά είτε όχι, ο Φαν ‘τ Σιπ προσκάλεσε στην Εθνική ποδοσφαιριστές που ήταν μαζί στις εθνικές Νέων και Ελπίδων και έφτιαξε σε πολύ σύντομο χρόνο αποδυτήρια με ψυχικά δεσίματα που ζηλεύουν ακόμη και οι σύλλογοι.

Β. Ο προπονητής που την έκανε Ομάδα στην νοοτροπία είναι ένας προπονητής που δημιουργεί λειτουργικό και αποτελεσματικό σύστημα. Εκπαιδεύει τους ποδοσφαιριστές του αποτελεσματικά προκειμένου αυτοί να βάζουν στο παιχνίδι τα στοιχεία του και να εκτελούν αποτελεσματικά το αγωνιστικό σχέδιο. Διαβάζει καλά τον αντίπαλο και προετοιμάζει την ομάδα του για να εκμεταλλευτεί τις αδυναμίες του αντιπάλου και να εξουδετερώσει τα πλεονεκτήματα του αντιπάλου. Βλέπεις τα ματς, συνειδητοποιείς επαναλαμβανόμενα πρότυπα ανάπτυξης του παιχνιδιού, παρατηρείς τη συνοχή, τον συγχρονισμό, την ισορροπία και καταλαβαίνεις ότι ο προπονητής “δουλεύει” και ότι η εκπαίδευση είναι αποτελεσματική.

Γ. Ο προπονητής κάνει “του κεφαλιού του”. Φτιάχνει ενδεκάδα δίχως να λογαριάζει την ποσόστωση ποδοσφαιριστών από τον ΠΑΟΚ, τον Ολυμπιακό, την ΑΕΚ, τον Παναθηναϊκό. Αφήνει στην άκρη όλα αυτά τα δηλητήρια, τα συλλογικά τοξικά που διαρκώς επιχειρούν να διαλύουν τον οργανισμό της Εθνικής. Και αυτό το κάνει σε μια πολύ δύσκολη εποχή του ελληνικού ποδοσφαίρου, σε μια εποχή που οι “καμένοι” και οι “τσάτσοι” πανηγυρίζουν ή σιχτιρίζουν ανάλογα με τον αριθμό των ποδοσφαιριστών του συλλόγου τους που χρησιμοποιούνται από τον Φαν ‘τ Σιπ. Σε αυτό το κωλοχανείο, ένας προπονητής που δεν καταλαβαίνει ελληνικά για την ώρα δεν καταλαβαίνει ούτε από ελληνικές συμπεριφορές. Σε αυτό ο Φαν ‘τ Σιπ μου θυμίζει πολύ τον Ρεχάγκελ και τον Φερνάντο Σάντος. Δεν ξέρω πόσο θα αντέξει, δεν ξέρω πόσοι θα τον βοηθήσουμε να αντέξει, αλλά του εύχομαι ολόψυχα του ποδοσφαίρου μας να ζει με τον Ολλανδό την εποχή μιας πραγματικά νέας αρχής. Διότι αυτή η ανθεκτικότητα του προπονητή στις φωνές του περιβάλλοντος εργασίας του είναι το πιο αναγκαίο γνώρισμα ενός προπονητή για να πετύχει στον πάγκο της Εθνικής, όπως διδάσκει η ιστορία της τελευταίας 20ετίας, την οποία έχω μελετήσει τόσο που να φτάσω να γράψω βιβλίο.

Θα ήθελα με όλη την ένταση της φωνής μου να φωνάξω σε όλους τους τσάτσους και τους καμένους να βγάλουν την Εθνική από το power game τους και να μας κάνουν την χάρη να μας αφήσουν να ξαναζήσουμε, μετά από μια κατάμαυρη 5ετία, την εποχή που θα ανυπομονούμε να δούμε το επόμενο παιχνίδι της Ελλάδας. Κατά τύχη, μια διοίκηση που δεν έχει καμιά πείρα και γνώση και γι’ αυτό καμιά στρατηγική, βρήκε έναν προπονητή που “κάνει”. Είναι εθνική μας υποχρέωση, με όρους ποδοσφαιρικούς και όχι μόνο, να τον αφήσουμε στην ησυχία του για να δουλέψει και να εκμεταλλευτούμε την τύχη μας. Είναι εθνική σας υποχρέωση να πάψετε να δηλητηριάζετε τα μυαλά των ποδοσφαιριστών, ζητώντας τους να κάνουν ή να μην κάνουν δηλώσεις ανάλογα με τα κέφια και τα μικροσυμφέροντά σας, να πάψετε να τους ζητάτε να προσέχουν ή να μη “σκοτώνονται” στα ματς της Εθνικής, να πάψετε να παίζετε με το μυαλό και την ψυχή μιας νέας γενιάς ποδοσφαιριστών που πηγαίνουν στις προσκλήσεις της Εθνικής γεμάτοι από νεανική αφέλεια, από ενθουσιασμό και υψηλές φιλοδοξίες σαν να πρόκειται για ποδοσφαιριστές της Εθνικής Ελπίδων.

Στη λήξη του ματς ρώτησα τον προπονητή αν τώρα σκέφτεται ή όχι να επαναφέρει ποδοσφαιριστές και να αλλάξει το ρόστερ. Η απάντησή του μου έδωσε να καταλάβω ότι θα συνεχίσει στον δρόμο των τελευταίων 38 ημερών. Κυρίως όμως με έπεισε ότι κάνει “του κεφαλιού του”. Εύχομαι να συνεχίσει να το κάνει. Αυτό που συμβαίνει εδώ και 38 ημέρες σφύζει από ποδοσφαιρική υγεία σε έναν τόσο άρρωστο, ποδοσφαιρικά, κόσμο σαν τον ελληνικό.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This