Επιλογή Σελίδας



Κατά την περασμένη δεκαετία, το ισπανικό ποδόσφαιρο βίωσε την εποχή του ανεπανάληπτου διπόλου Μπαρτσελόνα-Ρεάλ Μαδρίτης σε κάθε του έκφανση. Το ποδοσφαιρικό prime των δύο μεγαθηρίων και ακόμα περισσότερο η αλληλοσύνθεση του πιο λαμπερού, έντονου και συχνού ντέρμπι των ευρωπαϊκών γηπέδων- με αγώνες σε La Liga, Κόπα Ντελ Ρέι, Champions League, ισπανικό Σούπερ Καπ να μονοπωλούν το ενδιαφέρον- διαμόρφωσε μια εικόνα παντοκρατορίας του ισπανικού προϊόντος στον εμπορικό ποδοσφαιρικό χάρτη. Μία εικόνα που όμως παρέπεμπε περισσότερο αε εκείνη ενός παγόβουνου με υπερυψωμένη κορυφή.

Η σκιά των γιγαντιαίων έκτοτε «clasico» brands επέδρασε παραπλανητικά, μεγεθύνοντας την εντύπωση μιας εγχώριας λίγκας υπό καθεστώς άκρατου ανταγωνισμού, που το χάσμα παραμένει αγεφύρωτο μεταξύ της πολυτελούς βιτρίνας και της ξεχασμένης πλειονότητας των συλλόγων-μελών. Η ισπανική λίγκα δεν είναι υπερβολή να διατυπώσουμε ότι υπήρξε πόλος έλξης στον παγκόσμιο τηλεοπτικό χάρτη των πάνω από 3 δισεκατομμύρια θεατών, χάρη στους δίδυμους κολοσσούς της. Παραμερίζοντας τις εκάστοτε υπόλοιπες 18 ομάδες, οι οποίες συντηρούσαν μεταβίας ένα πρωτάθλημα στην πρώιμη φάση των προσοδοφόρων broadcasting deals, με ελάχιστο συλλογικό κέρδος και τάση ανάπτυξης.

Μέσα σε όλα αυτά, η πρόωρη χάραξη του μελλοντικού δρόμου από την Premier League, στο πώς θα εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα των οργανισμών με συνεχή αύξηση των εσόδων από τις τηλεοπτικές ρήτρες, έδωσε ακόμα έναν λόγο για να θεωρείται η La Liga πρωτάθλημα δύο ταχυτύτων κι ολότελα διαφορετικών τάξεων.

Στην τωρινή πραγματικότητα, ενδεχομένως αυτό το μοντέλο να εξακολουθεί να υπάρχει. Σίγουρα, όμως, η δεύτερη και πολυπληθέστερη κατηγορία των ισπανικών κλαμπ έχει αυξήσει κατακόρυφα το δικό της μέρισμα και την προοπτική της. Μπορεί Μπαρτσελόνα και Ρεάλ Μαδρίτης να έχουν μετουσιώσει την εμπορική πρωτοκαθεδρία τους, όντας οι δύο ισπανικοί σύλλογοι με τον υψηλότερο πολλαπλασιασμό των εσόδων τους την τελευταία δεκαπενταετία (στην κορυφή του κόσμου σε συνολικό όγκο), όμως, εντός συνόρων, η La Liga έχει βρει την φόρμουλα να ισορροπεί τα οφέλη και για τους έτερους συλλόγους, οδηγώντας σε μια ολιστική προσέγγιση ενός υγιούς συνεταιρισμού.

Επτά χρόνια μετά την εισαγωγή οικονομικών ελέγχων στην ατζέντα της, η διοργανώτρια αρχή ανακοίνωσε την βέλτιστη διανομή των εσόδων από τα τηλεοπτικά δικαιώματα, με άνευ προηγουμένου κλείσιμο της ψαλίδας ανάμεσα στα υψηλότερα στα χαμηλότερα εισοδήματα.

Λίγες μόλις σεζόν μετά την αναλογία του 12:1, η αγωνιστική περίοδος 2018/19 στέφθηκε από την καλύτερη αναλογία, με την πρωτοπόρο Μπαρτσελόνα των 166,5 εκατομμυρίων ευρώ λαμβάνειν να είναι μόλις 3,5 φορές πιο ψηλά από την Ουέσκα των 44,2 εκατομμυρίων.

Πρόκειται για ρεκόρ από το 2015, όταν και θεσμοθετήθηκε το μοντέλο της κεντρικής διαχείρισης, αποδεικνύοντας την επαναφορά της Λίγκας σε δυναμικό πάροχο της Ευρώπης, αφού η πολιτική της λειτουργεί προς την εξασφάλιση κάθε συλλόγου που ανήκει σε αυτήν και συνεισφέρει με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο στην εξέλιξη του συνολικού προϊόντος.

Τα έσοδα από τη σεζόν 2012/2013 για τις ομάδες της La Liga

Οι ιθύνοντες της La Liga έχουν στρέψει τον προσανατολισμό τους στην ανταπόδοση πόρων με βάση τόσο το performance της κάθε ομάδας την περασμένη σεζόν αλλά και τις υπάρχουσες πηγές εσόδων, όπως τα χρήματα από τα εισιτήρια διαρκείας, την προσέλευση στο γήπεδο, τις χορηγικές συμφωνίες, κλπ. Έτσι, αποκλείεται η σκέψη περί επιλεκτικής διαπραγμάτευσης του κάθε συμβολαίου (λογικό κι επόμενο εξ αιτίας της κεντρικής διαχείρισης) και της τόνωσης αποκλειστικά των τοπ εμπορικών ομάδων, σε μία τακτική ολοκληρωμένης αναβάθμισης.

Τα δικαιώματα, όμως, που κατάφερε να κατοχυρώσει με το πέρας της προηγούμενης σεζόν για τις ομάδες-μέλη της, συνυπολογίζονται με το πλάνο υποχρεώσεων, το οποίο έχουν αποδεχθεί όλες τους να υπηρετούν. Πέρα από το ανώτατο όριο στα έξοδα (προς αποφυγή νέων ανισοτικών σχέσεων), από τα συνολικά έσοδα που περιλαμβάνει το τηλεοπτικό συμβόλαιο, παρακρατάται ένα 7% από κάθε σύλλογο και αντιστοιχεί σε μία τρόπον τινά εσωτερική τράπεζα, προς υποστήριξη της Λίγκας. Κυριότερη πτυχή αυτού του μέτρου αποτελεί η βιωσιμότητα των κλαμπ που υποβιβάζονται, με το 50% των χρημάτων από την εκταμίευση να μοιράζονται αναλογικά ως αποζυμίωση στις ομάδες, που «χαιρετούν» την κατηγορία.

Για παράδειγμα, όπως φαίνεται και στα δεξιά του παραπάνω αναλυτικού πίνακα για την περσινή σεζόν, τα σχεδόν 100 εκατομμύρια ευρώ της κολλεκτίβας, μοιρασμένα κατά το ήμισυ, παρείχαν το ποσό των 50 εκατομμυρίων για τους τρεις συλλόγους, Μάλαγα, Λα Κορούνια, Λας Πάλμας προκειμένου να ομαλοποιηθεί η προσαρμογή τους κατά τον υποβιβασμό στην La Liga Smartbank. Είναι σαφές ότι πρόκειται για εμπορικά ελλιπέστερη διοργάνωση και εμπειρικά μπορεί να ζημιώσει ανεπανόρθωτα έναν μικρομεσαίο σύλλογο.

Έτσι, οι τρεις τους διανεμήθηκαν αναλογικά τα 47,6 εκατομμύρια, ποσό που συγκριτικά με την Σαραγόσα των 8,8 εκατομμυρίων ευρώ έσοδα στην δεύτερη κατηγορία, τους καθιστά αφεντικά στην διαχείριση της πρώτης τους χρονιάς μετά τον υποβιβασμό.

Κι αυτή είναι από ότι φαίνεται μόνο μία από τις ευεργετικές επιδράσεις που έχει η νέα πολιτική της La Liga προς τις 20 + 22 ομάδες της. Οι προσδοκίες από κάθε σύλλογο έχουν να κάνουν και με τον τρόπο που θα εκμεταλλευτούν τα χρήματα από το «λαμβάνειν» των τηλεοπτικών δικαιωμάτων. Για αυτό και ενθαρρύνεται η επένδυση σε νέες τεχνολογίες, προηγμένες εγκαταστάσεις αλλά και πρότζεκτ ποδοσφαιρικής δικτύωσης. Φυσικά, η καμπή που διανύει η ισπανική Λίγκα προς το παρόν απέχει παρασάγκας από το να χαρακτηριστεί πρωτοπόρος, αφού το συνολικό ποσό του 1,4 δισεκατομμυρίου που διαμοιράζεται είναι λίγο μικρότερο από το αντίστοιχο της Premier League την τετραετία 2007/08-2010/11. Αυτό όμως δεν απορρίπτει το βήμα ταχύ προς τα εμπρός που πραγματοποιεί ως όλον το ισπανικό ποδόσφαιρο, στο πλαίσιο της συνεχούς και απαιτητικής εμπορευματοποίησης του αθλήματος στην Ευρώπη.

Πηγή: Gazzetta – Planet Football

Pin It on Pinterest

Shares
Share This