Επιλογή Σελίδας

Του Μιχάλη Τσόχου

Η FIFA στο Μουντιάλ Κ20 του 2007 τον χαρακτήρισε “ο νέος Λουίς Φίγκο…”. Προφανώς δεν έγινε… Η Μπράγκα ανακάλυψε το ταλέντο του από όταν ήταν 7 ετών και στα 16 του, του έδωσε την δυνατότητα να κάνει το επαγγελματικό ντεμπούτο του με την πρώτη ομάδα.

Μέχρι τα 21 του με τις μικρές εθνικές ομάδες της Πορτογαλίας έκανε παπάδες, αλλά η εξέλιξη δεν ήταν η αναμενόμενη. Ο ίδιος εκτιμά όπως έχει πει αρκετές φορές σε συνεντεύξεις του ότι “οι Πορτογάλοι ποδοσφαιριστές απολαμβάνουν μεγαλύτερης εκτίμησης μακριά από την πατρίδα τους…”. Ισως γι’ αυτό η καριέρα του να είναι κυρίως μακριά από την Πορτογαλία, για την οποία δεν νιώθει καμία νοσταλγία.

Αυτές είναι κάποιες πρώτες πληροφορίες που βρίσκεις εύκολα στο διαδίκτυο για τον Μπρούνο Γκάμα, τον Πορτογάλο μεσοεπιθετικό του Αρη, ο οποίος στα μάτια μου δεν έχει την αναγνώριση που του πρέπει στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ισως βέβαια να φταίει ότι εγώ δεν τον είχα καταχωρημένο στο σκληρό μου δίσκο με τον τρόπο που θα έπρεπε και να μου έχει δημιουργηθεί η εντύπωση, ότι το ευρύ κοινό που ασχολείται με το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν έχει αντιληφθεί την ποιότητα και την αξία του Μπρούνο Γκάμα.

Ισως όμως να είναι και έτσι, όλοι να τον έχουν καταχωρημένο απλά ως ένα καλό παίκτη. Ο,τι κι’ αν ισχύει από τα δύο, ο Πορτογάλος είναι μία ξεχωριστή περίπτωση στο ποδόσφαιρο μας. Δεν θα γράψω μοναδική, διότι πιθανόν να φανώ υπερβολικός, αλλά σίγουρα σπάνια περίπτωση.

Εχοντας κλείσει τα 33 του χρόνια και έχοντας πίσω μία καριέρα που σίγουρα έχει πράγματα για να σταθείς, ο Μπρούνο Γκάμα είναι ένας αρτίστας, ένας καλλιτέχνης της μπάλας, το οποίο όμως καταφέρνει να συνδυάζει με την ποδοσφαιρική ουσία στο μέγιστο βαθμό.

Ισως για αυτό όταν τον ρωτάς να σου πει το σημαντικότερο πλεονέκτημά του ως ποδοσφαιριστής, σου απαντά χωρίς δεύτερη σκέψη “το μυαλό μου…”. Ο Γκάμα είναι από εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις ποδοσφαιριστών που ακόμη και την υψηλότερη επίδειξη τεχνικής την κάνει προκειμένου να έχει αποτέλεσμα στο παιχνίδι του και όχι για να σου δείξει τι μπορεί να κάνει με την μπάλα στα πόδια.

Δεν κάνει επίδειξη, όπως κάποιοι άλλοι ποδοσφαιριστές που έχουν τα δικά του προσόντα και τις δικές του δεξιότητες. Στο Περιστέρι για παράδειγμα στον επαναληπτικό προημιτελικό με τον Ατρόμητο στο 15′ της αναμέτρησης βγάζει μία απίθανη ασίστ στο γκολ του Λάρσον. Μία πάσα με το εξωτερικό, πάνω στον βηματισμό και με τόσα φάλτσα ώστε η μπάλα να περάσει από την πλάτη των παικτών του Ατρόμητου και να στρωθεί λουκούμι στο πόδι του Λάρσον. Σπάνια ενέργεια, την οποία όπως διαπίστωσα δια ζώσης δεν τη θεώρησε και κάτι φοβερό, ενώ στην πραγματικότητα είναι μία από τις 3-4 καλύτερες ασίστ που έχω δει φέτος στα ελληνικά γήπεδα.

Η επιλογή να μην κάνει μία απλή πάσα, αλλά να το κάνει με το εξωτερικό και με πολλά φάλτσα δεν είναι μία επιλογή του τύπου “κοίτα τι μπορώ να κάνω…”, είναι μία επιλογή “αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να πασάρω στην συγκεκριμένη φάση…”. Οι επαφές του με την μπάλα είναι συναρπαστικές, αλλά ο τρόπος με τον οποίο κινείται με αυτήν στα πόδια του είναι ακόμη καλύτερος.

Ξέρει τι θέλει να κάνει με την μπάλα πριν του έρθει στα πόδια και έχει αποφασίσει για αυτό πριν την ακουμπήσει. Αναγνωρίζει το μειονέκτημά του στην έκρηξη στα πρώτα μέτρα και έχει αναπτύξει τόσο πολύ την ικανότητα να αλλάζει συνεχώς κατεύθυνση στο κορμί του με την μπάλα στα πόδια, που αν είσαι αντίπαλός του ζεις έναν εφιάλτη. Και φυσικά αν και στα 33 του εξακολουθεί να καταναλώνει μέρος (σημαντικό ενίοτε) των δυνάμεών του για να συνεισφέρει στο ανασταλτικό κομμάτι του παιχνιδιού. Ισως από αυτόν να έχει διδαχθεί, μάλλον παραδειγματιστεί και ο Φετφατζίδης που έχει γίνει ο πιο συνεπής “Φέτφα” που θυμάμαι στα ανασταλτικά του καθήκοντα. Οχι όσο θα έπρεπε, αλλά σίγουρα πιο συνεπής από ποτέ.

Αυτό είναι ένα ακόμη κέρδος για τον Αρη από την παρουσία του Μπρούνο Γκάμα στην ομάδα του. Αν μάλιστα ο Πορτογάλος δεν είχε εκείνο τον σοβαρό τραυματισμό που τον άφησε για μήνες εκτός, την εδώ παρουσία του θα την είχαμε εκτιμήσει περισσότερο.

Ισως όμως και να μείνει κοντά μας για αρκετό καιρό ακόμη, παρά το γεγονός ότι το συμβόλαιό του λήγει το καλοκαίρι. Οπως λέει ο ίδιος δένεται με τις ομάδες στις οποίες έχει παίξει, το όνειρό του είναι να είναι υγιής, τα λεφτά δεν κάνουν απαραίτητα καλύτερη τη ζωή του, λατρεύει τη Θεσσαλονίκη και να διαβάζει βιβλία του Νταν Μπράουν, δεν αντέχει την κίνηση στους δρόμους και αγαπημένο χρώμα του είναι το μαύρο. Ολα κουμπώνουν…

Οπως και η αρχή του κειμένου με το φινάλε… Η FIFA τον είχε βαπτίσει νέο Φίγκο, στα μάτια μου δεν είχε κάνει και τόσο λάθος, στην πραγματικότητα είναι ένας Φίγκο των φτωχών…

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This