Επιλογή Σελίδας



Του Γιώργου Καραμάνου

Θα συμβεί αντίστοιχα σε όλες τις θέσεις και όλες τις μεγάλες ποδοσφαιρικές σχολές του κόσμου. Από τώρα και μέχρι να ολοκληρωθούν οι θέσεις (τέρμα, άμυνα, κέντρο, επίθεση). Πρόκειται για τη δική μας λίστα με τους κορυφαίους (10 + ένας επιλαχόντας). Ποιοι, πως, γιατί; Τα κριτήρια είναι οι τίτλοι, η διάρκεια καριέρας, η προσφορά, οι μαρτυρίες (για τους πιο παλιούς), η δική μας αίσθηση (για όσους έχουμε δει).

Η αντίστροφη μέτρηση είναι φυσικά υποκειμενική, μιας και ο κάθε ένας από εμάς θα μπορούσε να έχει τη δική του διαφορετική άποψη. Διαβάστε… συμφωνείστε και πάνω απ’ όλα διαφωνήστε: καταγράψτε τις επιλογές σας με επιχειρήματα, έτσι για να περάσουμε όμορφα και ποδοσφαιρικά αυτές τις βαρετές και εσώκλειστες μέρες.

Ξεκινάμε με τους Γερμανούς τερματοφύλακες…

Επιλαχόντας
Τόνι Τούρεκ (1936-’57)

Ποιοτικά ίσως και να μην άξιζε να βρίσκεται σε αυτή την 10άδα. Η παρουσία του όμως και μόνο στο «Θαύμα της Βέρνης» αρκεί για να του χαρίσει αυτή την επιβράβευση. Ο Τούρεκ πέρασε από αρκετές ομάδες, αλλά τις καλύτερες εμφανίσεις του τις έκανε με τη Φορτούνα Ντίσελντορφ. Ως δικός της παίκτης κλήθηκε στο Μουντιάλ του 1954, όπου στον τελικό έκανε σπουδαίες επεμβάσεις. Ειδικά μία σε τετ α τετ με τον θρυλικό Νάντορ Χιντεγκούτι, θεωρείται ως μία από τις σημαντικότερες στην ιστορία του γερμανικού ποδοσφαίρου. Η συμβολή του στην κατάκτηση του παγκόσμιου τίτλου απέναντι σε εκείνη την εκπληκτική Ουγγαρία, τον τοποθετεί στο Πάνθεον.
 10. Εϊκε Ιμελ (1978-’97)
Ηταν μόλις 17 ετών όταν βρέθηκε βασικός τερματοφύλακας στη Ντόρτμουντ. Με εκείνη χρίστηκε διεθνής, αλλά τα καλύτερα του τα έζησε κάτω από τα δοκάρια της Στουτγκάρδης, με την οποία κατέκτησε το πρωτάθλημα του 1992, ενώ ήταν και φιναλίστ του Κυπέλλου UEFA το 1989. Ηταν τέτοιο το γκελ που έκανε με το ταλέντο του, που βρέθηκε στην Εθνική στα 19 του να κατακτά το EURO του 1980. Ωστόσο, είχε την ατυχία να πέσει πάνω στα καλύτερα χρόνια του Χάραλντ Σουμάχερ και έτσι έμεινε αναπληρωματικός του και στα δύο Μουντιάλ, όπου η Γερμανία ηττήθηκε στον τελικό (1982, 1986).

9. Μπερτ Τράουτμαν (1947-’64)
Η ιστορία του είναι πραγματικά εκπληκτική. Ως αιχμάλωτος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βρέθηκε στην Αγγλία. Μετά την ήττα της πατρίδας του, αφέθηκε ελεύθερος, αλλά δεν επέστρεψε στη Γερμανία. Παρέμεινε στο Νησί, ξεκινώντας την καριέρα του από τη Β’ Κατηγορία και το 1949 τον πήρε η Μάντσεστερ Σίτι. Με τους Πολίτες έπαιξε σε 508 αγώνες πρωταθλήματος και έχει ψηφιστεί ως ο κορυφαίος παίκτης στην ιστορία του συλλόγου. Στην εποχή του θεωρούνταν ο κορυφαίος στη Μεγάλη Βρετανία και είχε ειδικότητα στα πέναλτι, έχοντας πιάσει το 60% όσων του εκτέλεσαν! Ωστόσο, δεν έπαιξε ποτέ στην Εθνική, επειδή όπως του είχαν ανακοινώσει, δεν αγωνιζόταν στην Γερμανία. Οι Αγγλοι τον έχουν τοποθετήσει στο Hall of Fame τους, κάτι που έκαναν αργότερα και οι συμπατριώτες του.

8. Αντρέας Κέπκε (1979-’01)
Με τον Μπόντο Ιλγκνερ έδιναν μάχη για το ποιος θα ήταν βασικός στην Εθνική. Ο Κέπκε έχασε την θέση στο Μουντιάλ του 1990, αλλά το 1996 ήταν εκείνος το Νο1 στην κατάκτηση του EURO. Γυρολόγος, έπαιξε σε αρκετές ομάδες, με τη Νυρεμβέργη να είναι όμως ο σύλλογος της καρδιάς του. Σε συλλογικό επίπεδο λοιπόν δεν κέρδισε τίποτα. Διάσημος έγινε μέσω της Νασιονάλμανσαφτ. Το 1993 ψηφίστηκε κορυφαίος Γερμανός ποδοσφαιριστής γενικά, το 1996 κορυφαίος τερματοφύλακας στην Ευρώπη και την ίδια χρονιά η IFFHS τον ονόμασε ως καλύτερο στον κόσμο.

7. Μαρκ Αντρέ Τερ Στέγκεν (2009-)
Από το 2009, όταν κατέκτησε με την Εθνική το EURO U-17, άπαντες έκαναν λόγο για τον διάδοχο του Μάνουελ Νόιερ. Και τελικά ο νυν πορτιέρο της Μπαρτσελόνα σε αυτό εξελίσσεται, εάν δεν το έχει ήδη κάνει δηλαδή. Τρομερά ρεφλέξ, ιδανικές αποφάσεις υπό πίεση και εξαιρετική λειτουργεία με την μπάλα στα πόδια. Ο Τερ Στέγκεν αποτελεί υπόδειγμα του πώς παίζεται η θέση στο σύγχρονο ποδόσφαιρο και το μόνο που του απομένει, είναι κάποια στιγμή νομοτελειακά να πάρει και το Νο1 των Πάντσερ από τον Νόιερ. Αυτή ήταν και η… κατάρα του, καθώς έπεσε πάνω στα καλύτερα χρόνια του μέντορα και αντίζηλού του. Ξεκίνησε στην Γκλάντμπαχ, μα το 2014 τον απέκτησε η Μπάρτσα και με εξαίρεση το 2017, κατέκτησε διαδοχικά τη La Liga. Ειδικά το 2015 πήρε τα πάντα, σηκώνοντας πρωτάθλημα, Κύπελλο, Champions League, Μουντιάλ Συλλόγων, Σούπερ Καπ Ευρώπης και έχασε μόνο το εγχώριο Σούπερ Καπ. Ψηφίστηκε κορυφαίος πορτιέρο στην Ευρώπη δύο φορές (2015, 2019) και 2ος στον κόσμο (2019).

6. Μπόντο Ιλγκνερ (1985-’01)
Τα πρώτα καλά του τα έκανε στα μέσα των 80ς. Αφού το 1984 πήρε το EURO U-16, έκανε την εμφάνιση του με την εξαιρετική Κολωνία, με την οποία έχασε έναν τελικό UEFA (1986). Κατάφερε ακόμα και χωρίς τίτλους να ξεχωρίσει και να βρεθεί βασικός στα Πάντσερ στο Μουντιάλ του 1990. Αφού απέκρουσε το πέναλτι του Στιούαρτ Πιρς στον ημιτελικό με την Αγγλία, έγινε κόντρα στην Αργεντινή ο πρώτος τερματοφύλακας που κράτησε απαραβίαστη την εστία του σε τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου. Δύο χρόνια αργότερα, είδε τους απίθανους Δανούς να του στερούν το τρόπαιο στον τελικό το EURO. Το 1996 βρέθηκε στη Ρεάλ Μαδρίτης και εκεί κέρδισε όσα συλλογικά του άξιζαν. Πρωτάθλημα Ισπανίας το 1996 και το 2001, αλλά και δύο Champions League (1998, 2000), στο πρώτο παίζοντας βασικός (σ.σ.: στο δεύτερο του πήρε την θέση ο 18χρονος Ικερ Κασίγιας). Επίσης πανηγύρισε και το Διηπειρωτικό του 1998. Το 1991 ψηφίστηκε κορυφαίος τερματοφύλακας της Ευρώπης, βραβείο που του δόθηκε και στη Μπουντεσλίγκα τέσσερις σερί χρονιές (1989-’92).

5. Χανς Τιλκόφσκι (1955-’70)
Αν και φόρεσε τη φανέλα της μόλις τέσσερα χρόνια (163-’67), έχει ψηφιστεί ως ο καλύτερος τερματοφύλακας στην ιστορία της Ντόρτμουντ. Με τις επεμβάσεις του την οδήγησε στο Κύπελλο του 1965, μα κυρίως στον πρώτο ευρωπαϊκό τίτλο της, το Κυπελλούχων του 1966. Την ίδια δηλαδή χρονιά που βρέθηκε με την Εθνική να διεκδικεί το Μουντιάλ (βασικός και σε εκείνο του 1962), το οποίο χάθηκε από ένα γκολ στην παράταση του τελικού που μπορεί και να μην μπήκε ποτέ. Κορυφαίος τερματοφύλακας σε τέσσερις χρονιές, ψηφίστηκε το 1965 καλύτερος Γερμανός ποδοσφαιριστής γενικά.

4. Χάραλντ Σουμάχερ (1972-’96)
Πρόκειται για σπουδαίο τερματοφύλακα, ο οποίος όμως στιγματίστηκε από εκείνο το δολοφονικό χτύπημα στον Πατρίκ Μπατιστόν στο Μουντιάλ του 1982. Είχε ίσως το πιο δυνατό χέρι που εμφανίστηκε ποτέ (σ.σ.: έστελνε τη μπάλα στο άλλο μισό του γηπέδου) και ήξερε να διαβάζει εκπληκτικά το παιχνίδι σε μία εποχή που το έκαναν ελάχιστοι όμοιοί του. Θρύλος της κορυφαίας Κολωνίας την οδήγησε στο πρωτάθλημα του 1979 και σε τρία Κύπελλα (1977, 1978, 1983). Πιο σημαντική όμως ήταν η συνεισφορά του στο να φτάσει η Εθνική στους δύο σερί χαμένους τελικούς Παγκοσμίου Κυπέλλου (1982, 1986). Τουλάχιστον νωρίτερα (1980) είχε κατακτήσει το EURO, ενώ σε 76 παρουσίες με το εθνόσημο, κράτησε 24 clean sheets. Το 1989 πήρε το πρωτάθλημα στην Τουρκία με την Φενερμπαχτσέ και έκλεισε την σπουδαία καριέρα του με τον τίτλο στη Μπουντεσλίγκα του 1996 (Ντόρτμουντ) αν και εκεί ήταν αναπληρωματικός. Οσο για τις ατομικές διακρίσεις του: δύο φορές κορυφαίος Γερμανός ποδοσφαιριστής γενικά (1984, 1986), καλύτερος τερματοφύλακας σε Μουντιάλ (1986), EURO (1984) και επτά φορές καλύτερος στη θέση του στη Γερμανία.

3. Ολιβερ Καν (1987-’08)
Τον είπαν «βασιλιά», «τιτάνα» και ό,τι άλλο υπάρχει σε υπερθετικό επίθετο. Το προσδιόριζε το παρουσιαστικό του. Οσοι τον αντιπαθούσαν, υποστήριζαν πως έχει χάσει κάποιον κρίκο από την εξέλιξη σε εκείνη την κλίμακα με τον πίθηκο που σταδιακά μετατρέπεται σε άνθρωπο. Ο,τι αρνητικό και να πουν όμως, δεν ακυρώνει το πόσο τεράστιος υπήρξε στη θέση του. Ενας πραγματικός ηγέτης με όλη τη σημασία της λέξης. Ηταν ο καλύτερος στον κόσμο στα τέλη των 90ς και στις αρχές των 00ς. Τότε που έχασε έναν (1999) τελικό Champions League και χάρισε το τρόπαιο στον επόμενο (2001) της ομάδας του, καθαρίζοντας στη διαδικασία των πέναλτι. Με το εκπληκτικό ποσοστό του 37% για clean sheets (204 σε 557 αγώνες) κατέχει την 1η σχετική θέση στην πατρίδα του. Εκεί όπου τον ψήφισαν εννέα φορές κορυφαίο στην θέση του και δύο ακόμα (2000, 2001) ως κορυφαίο Γερμανό ποδοσφαιριστή γενικά. Επίσης τέσσερις φορές θεωρήθηκε καλύτερος Ευρωπαίος κάτω από τα δοκάρια και τρεις ακόμα στον κόσμο σύμφωνα με την ΙFFHS. Με τη Μπάγερν πάλι πανηγύρισε οκτώ πρωταθλήματα, έξι Κύπελλα, άλλα τόσα Λιγκ Καπ, ένα Κύπελλο UEFA (1996) και ένα Διηπειρωτικό (2001). Το 1996 ήταν αναπληρωματικός στο νικηφόρο EURO, αλλά το 2002 υπήρξε ο βασικός λόγος που η Εθνική έφτασε μέχρι τον τελικό, ενώ το 2006 βρέθηκε 3η. Ισως περισσότερο τιμητικό απ’ όλα αυτά σε προσωπικό επίπεδο να είναι η δύο φορές 3η θέση (2001, 2002) στην ψηφοφορία της «Χρυσής Μπάλας».

2. Μάνουελ Νόιερ (2006-)
Τις ικανότητες του τις επέδειξε πρώτη φορά το 2009, κατακτώντας το EURO U-21. Αναμφίβολα στην καλύτερη πεντάδα της θέσης στην εποχή μας, ξεχωρίζει όχι μόνο για τις εκπληκτικές επεμβάσεις του, αλλά και για την φανταστική τεχνική του με τη μπάλα στα πόδια. Του αρέσει πολύ να παίζει ως λίμπερο και να στήνει ιδανικά το παιχνίδι από πίσω. Κάπως έτσι βρέθηκε το 2014 3ος στην ψηφοφορία για την «Χρυσή Μπάλα». Τούτο βέβαια συνέβη χάρη στην κατάκτηση του Μουντιάλ της Βραζιλίας (7 clean sheets σε 14 αγώνες). Κορυφαίος τερματοφύλακας σε αυτό το τουρνουά, έχει στο παλμαρέ του δύο τελικούς Champions League (2012, 2013), με τον δεύτερο νικηφόρο. Με τη Μπάγερν πάντως ζει μεγάλες στιγμές, έχοντας επτά διαδοχικά πρωταθλήματα, τέσσερα Κύπελλα, ισάριθμα Σούπερ Καπ Γερμανίας και από ένα Ευρώπης και Μουντιάλ Συλλόγων. Ψηφίστηκε τέσσερις φορές κορυφαίος στη θέση του στην Ευρώπη και στα 33 του πλέον έχει κερδίσει όλες τις ατομικές διακρίσεις σε εγχώριο και παγκόσμιο επίπεδο, αφήνοντας την αίσθηση ότι μπορεί στο φινάλε της καριέρας του να διεκδικεί ακόμα και την 1η θέση σε αυτή τη λίστα.

1. Ζεπ Μάγιερ (1961-‘1979)
Ο πραγματικός θρύλος του γερμανικού ποδοσφαίρου, δεν αγωνίστηκε ποτέ σε άλλη ομάδα πλην της Μπάγερν και υπήρξε μέλος της ίσως κορυφαίας φουρνιάς των Βαυαρών. Μαζί τους πήρε τέσσερα πρωταθλήματα (άλλα τόσα Κύπελλα), με τα τρία να είναι διαδοχικά (1972-’74), όσα δηλαδή και τα Κύπελλα Πρωταθλητριών σε εκείνη τη δυναστεία των 70ς (1974-’76). Είχε βέβαια προηγηθεί το Κυπελλούχων του 1967, ενώ ακολούθησε το Διηπειρωτικό του 1976. Η κορυφή της τεράστιας καριέρας του ήταν όμως το Μουντιάλ του 1974 (σ.σ.: εμφανίστηκε σε 4 διοργανώσεις), το οποίο σήκωσε μέσα στο σπίτι του. Εκεί ψηφίστηκε κορυφαίος της διοργάνωσης, όπως και για τρεις χρονιές (1975, 1977, 1978) βραβεύτηκε ως καλύτερος Γερμανός παίκτης γενικά, ενώ εννέα φορές του δόθηκε η διάκριση του καλύτερου κάτω από τα δοκάρια στη Μπουντεσλίγκα και μία (1975) της Ευρώπης. Το 1972 κατέκτησε και το EURO, το οποίο έχασε μετέπειτα στον τελικό του 1976. Για όλα αυτά και για 95 λόγους (οι εμφανίσεις του με την Εθνική, όπου έκανε 38 clean sheets) ο «Γάτος του Anzing» όπως τον αποκάλεσαν, είναι ο καλύτερος Γερμανός τερματοφύλακας όλων των εποχών. Για του λόγου το αληθές, η FIFA τον έχει συμπεριλάβει στους 100 σημαντικότερους όλων των θέσεων στην ιστορία του ποδοσφαίρου!

Πηγή: Gazzetta – Planet Football

Pin It on Pinterest

Shares
Share This