Επιλογή Σελίδας



Του Sam Sheringham

Στα βάθη του Μέλανος Δρυμού, ο μαθητής Γιούργκεν Κλοπ εφηύρε την προπονητική του κλίση. Προτού την εξελίξει στο σύγχρονο πρότυπο manager, δίχως να ξεχάσει ποτέ τις ρίζες του.

Το σκοτάδι των αδύτων, σε μια αχανή, επίγεια δενδροφόρο έκταση, δεν μπόρεσε να κρύψει το άστρο ενός μελλοντικού all-time great.

Οι κάτοικοι του χωριού Γκλάτεν, που ξεπροβάλλει δίπλα στο «Black Forest» στο γερμανικό κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης, δεν είχαν συνηθίσει τις διάσημες προσωπικότητες να μεγαλώνουν στην περιοχή, ούτε καν την ιδέα τους.

Πώς να περίμεναν, λοιπόν, ότι ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, αντικριστά με τις πυκνές φυλλωσιές του Μέλανος Δρυμού (γερμανιστί Σβάρτσβαλντ), πετούσαν οι πρώτες σπίθες μιας εκκολαπτόμενης (ποδοσφαιρικής) διάνοιας.

Ο Γιούργκεν Κλοπ, ο πρωταθλητής Γερμανίας, Ευρώπης και (προσεχώς, καλώς εχόντων) Αγγλίας, ανέπτυξε τα πρώτα του ερεθίσματα στην προπονητική σκέψη ως σχολιαρόπαιδο ακόμα, στη διάρκεια των αγώνων του με την ομάδα παίδων της SV Glatten. Πολύ πριν περάσει διαδοχικά τα στάδια καταξίωσής του στην αφρόκρεμα των σημερινών manager.

Στο Μάιντς τον λατρεύουν. Στο Ντόρτμουντ τον νοσταλγούν. Στο Λίβερπουλ τον απολαμβάνουν. Όμως, ο 53χρονος coach των Reds αντλεί την υπερηφάνεια προς το πρόσωπό του, από τους ανθρώπους που είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν από παιδί και διέκριναν ότι είχαν να κάνουν με ένα χαρισματικό άνθρωπο.

Όπως έκανε άλλοτε συμπαίκτης του στην νεανική ομάδα, Γιενς Χάας:

«Ήμασταν έντεκα χρονών, όταν πηγαίναμε με το αμάξι στον αγώνα και ακούγαμε στο ράδιο το ματς της Στουτγάρδης στην Bundesliga. Ο Γιούργκεν άρχιζε να αναλύει τις τακτικές της ομάδας και πρότεινε τις αλλαγές που έπρεπε να κάνει κατά τη διάρκεια. Λίγο αργότερα, ο σπίκερ επιβεβαίωνε ότι έγιναν ακριβώς αυτές που πρότεινε εκείνος. Με εντυπωσίαζε η γνώση του και η κατανόησή του για το παιχνίδι, που μερικές φορές αισθανόμουν ότι ήταν ήδη προπονητής».

Ακόμα κι αν η κλίση του έμοιαζε με κοινό μυστικό σε όλους, ο «Κλόπο» ακολούθησε κατά γράμμα την εξελικτική πορεία ενός ανερχόμενου ποδοσφαιριστή. Ο πατέρας του (πρώην ερασιτέχνης τερματοφύλακας), Νόρμπερτ Κλοπ, αλλά και το περιβάλλον στο σχολείο του στον Μέλανα Δρυμό του έδιναν ακούσια τα ερείσματα που θα τον οδηγούσαν να σπουδάσει αθλητική επιστήμη ως φοιτητής. Μέχρι τότε, δεν εγκατέλειψε ποτέ το όνειρο του επαγγελματία ποδοσφαιριστή, έστω κι αν στο ημι-επαγγελματικό του ξεκίνημα στην Μάιντς το 1990, είχε γίνει αντικείμενο χλευασμού από τους οπαδούς της ομάδας.

Ο τότε αρχηγός, Μίκαελ Σουμάχερ αναπολεί τις μνήμες από την πρώτη του επαφή με τον 23χρονο τότε Κλοπ:

«Όταν ήρθε σε μας έπαιζε φορ. Ήταν γρήγορος, καλός στον αέρα, αλλά υστερούσε στην τεχνική. Ήταν δύσκολο για εκείνον. Κατά την παρουσίαση των παικτών, οι οπαδοί τον αποδοκίμαζαν, μέχρι που μια μέρα ήρθε και με βρήκε, λέγοντας ‘’Τι να κάνω; Ο προπονητής θέλει να με βάζει να παίζω’’. Ήξερε ότι δεν ήταν ο καλύτερος παίκτης, αλλά έκανε αυτό που του έλεγαν».

Ο Κλοπ, όμως, ήξερε επίσης ότι είχε πόδια για δεύτερη κατηγορία και μυαλό για πρώτη. Και σ’ αυτό επέλεξε να επενδύσει, χρόνια αφού είχε εγκατασταθεί στο κέντρο της άμυνας και διένυε μια αξιοπρεπή καριέρα στην ομάδα του Καρναβαλιού. Αυτήν που ανέλαβε ως πρώτος προπονητής τον Φεβρουάριο του 2001 και ήταν η επίσημη αρχή για την μετέπειτα κορύφωση της μενταλιτέ του, σχεδόν μια εικοσαετία αργότερα.

Πέραν των τακτικών στοιχείων που διέπουν τις αρχές του, τον καθαρά αγωνιστικό σκοπό, το φαινόμενο «Κλοπ» ως γνωστόν δεν περιορίζεται σε όσα σχεδιάζει καθημερινά στους πίνακες του Μέλγουντ.

Η στόφα του ηγέτη, η ικανότητα της ρητορείας και του «να ξέρει πάντα τι λέξεις να χρησιμοποιήσει», η πηγή δύναμης και αυτοπεποίθησης για κάθε ομάδα του, προκειμένου να μεταφραστεί σε ορμή εντός του γηπέδου, η τέχνη της αγκαλιάς προς τους παίκτες του που έγινε σήμα-κατατεθέν του, ήταν στοιχεία που αναγνώρισαν όσοι τον είχαν από κοντά από τα προεφηβικά του κιόλας βήματα.

Ο προπονητής του στην SV Glatten, Ούλριχ Ρατ, είχε εντοπίσει τον σφυγμό του αρχηγού, στην πρώιμη προσωπικότητά του:

«Έμπαινε πάντα μπροστά και μιλούσε ανοιχτά όταν κάτι του φαινόταν λάθος. Ήταν φιλόδοξος, δεν του άρεσε να χάνει και πάντα προέτρεπε τους συμπαίκτες του ‘’Πάμε’’ και τους ενθάρρυνε».

Κι αν αυτά τα στοιχεία χάραξαν το προφίλ του εν δυνάμει top-coach των ευρωπαϊκών γηπέδων, τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο αν η δημοφιλία και η δόξα επηρέαζαν τον προσανατολισμό του. Η φιλολογία προς την εικόνα του θα είχε ολότελα διαφορετικό νόημα, αν η κατάκτηση του Champions League με την Λίβερπουλ το 2019 φερ’ ειπείν ήταν αφορμή για να προβάλει τον εγωισμό του, μια ακόμα ώθηση για αν ξεφύγει από το μέρος που άρχισαν όλα.

Ωστόσο, ο ίδιος δεν ξέχασε ποτέ τα χρόνια στο Γκλάτεν, στον Μέλανα Δρυμό, στα δάση που έβρισκε την ελευθερία, προτού την σκιάσουν τα βιομηχανικά νέφη του Μάιντς και του Λίβερπουλ. Τρανή απόδειξη του χαρακτήρα του, η σκηνή της επιστροφής στο γήπεδο των ακαδημιών, αμέσως μετά την κατάκτηση της Bundesliga με την Μπορούσια το 2011.

«Ήταν απίθανο. Τη μια στιγμή ήταν ο επαγγελματίας της Ντόρτμουντ και την επόμενη ο παλιός συμμαθητής μου. Ενδιαφερόταν για το χωριό, για τον καθένα μας και μιλούσε σε όλους στην τοπική διάλεκτο».

Ή όπως ανακαλεί ο Ρατ, από την ημέρα που έκλεινε τα 75 του χρόνια:

«Με πήρε τηλέφωνο και μου ευχήθηκε τα καλύτερα. Αυτό είναι το σπίτι του. Και δεν το ξέχασε ποτέ».

Πηγή: BBC

Pin It on Pinterest

Shares
Share This