Επιλογή Σελίδας

Ο Βασίλης Σαμπράκος φτιάχνει μια λίστα με τους προπονητές που ξεχωρίζει από όσους γνώρισε στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ 

Η στιγμή με βρίσκει να έχω συμπληρώσει 28 χρόνια από την πρώτη ημέρα που η μελέτη του ελληνικού ποδοσφαίρου άρχισε να γίνεται η “δουλειά” μου. Κοιτάζοντας προς τα πίσω με τα σημερινά μου μάτια, αυτά που εκπαιδεύτηκαν στην εξέλιξη του χρόνου να αναλύουν και να αξιολογούν καλύτερα το ποδόσφαιρο και τους προπονητές, επιχείρησα να δημιουργήσω μια λίστα με τους καλύτερους προπονητές που έζησα να δω στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

Στην πλειονότητά τους, τους προπονητές που θα βρείτε σε αυτά τα σημειώματα τους έζησα από κοντά. Τους συναναστράφηκα, άλλους περισσότερο άλλους λιγότερο. Τους μελέτησα σε προπονήσεις και αγώνες. Επεξεργάστηκα τα ερεθίσματα που δεχόμουν από τον δημόσιο λόγο και την γενικότερη δημόσια συμπεριφορά τους. Και έκανα το ίδιο μέσα από τις πληροφορίες που έφταναν σε εμένα από ανθρώπους που συνεργάστηκαν μαζί τους με διαφορετικές ιδιότητες. 

Προσέξτε, δεν επιχειρώ να δημιουργήσω μια λίστα με τους καλύτερους προπονητές του ελληνικού ποδοσφαίρου στη διάρκεια των τελευταίων 30 ετών. Πρόκειται για μια λίστα με αυτούς που ξεχωρίζω από όσους γνώρισα και μελέτησα στη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος. Είμαι βέβαιος ότι κυκλοφόρησαν αρκετοί ακόμη αξιόλογοι και σημαντικοί προπονητές, τους οποίους δεν είχα την ευκαιρία να γνωρίσω ή να μελετήσω σε ικανοποιητικό βάθος για να εκτιμήσω τη δουλειά, τη μέθοδο και την προσωπικότητά τους. Εκτιμώ βέβαια ότι στη λίστα αυτή υπάρχουν οι προπονητές με τη μεγαλύτερη θετική επιρροή στο ελληνικό ποδόσφαιρο, δηλαδή όλοι αυτοί που επηρέασαν περισσότερο τη νοοτροπία και την κουλτούρα των Ελλήνων προπονητών των επόμενων γενιών, αυτοί που άφησαν περισσότερους “μαθητές” πίσω τους.

Προτού προχωρήσουμε παρακάτω, δύο βασικές διευκρινίσεις. 

Στον πρώτο κύκλο των σημειωμάτων, έχω ξεχωρίσει τους 11 ξένους προπονητές που θαύμασα περισσότερο κατά τη διάρκεια των τελευταίων 27 ετών που μελετώ επαγγελματικά το ελληνικό ποδόσφαιρο. Άλλους τους γνώρισα από πιο κοντά κι έτσι είχα την ευκαιρία να τους μελετήσω καλύτερα, βαθύτερα, περισσότερο στα χρόνια που κάλυπτα τα ρεπορτάζ της ΑΕΚ και της Εθνικής Ομάδας. Άλλους τους παρατηρούσα από μεγαλύτερη απόσταση, αλλά φρόντιζα να παίρνω απαντήσεις στις ερωτήσεις που εξηγούσαν και αποσαφηνίζαν τις μεθόδους τους, τόσο από ποδοσφαιριστές και συνεργάτες όσο και από δημοσιογράφους που κάλυπταν το ρεπορτάζ των συλλόγων τους. 

Δεν τους έχω βάλει στη σειρά, διότι δεν μπορώ, δεν μου αναλογεί να επιχειρήσω τόσο απόλυτες κρίσεις και συγκρίσεις παρόλο που έχω ολοκληρώσει μια σειρά από μαθήματα προκειμένου να φέρω τον εαυτό μου στη θέση να αντιλαμβάνεται και να κατανοεί καλύτερα τις μεθόδους, την ηγεσία τους, τη στάση τους. Το αντιλαμβάνομαι άλλωστε ως ελάχιστης σημασίας αυτό το ζήτημα, το να τους συγκρίνω σε αυτό το επίπεδο. Και εκτός των άλλων είναι και άδικο, διότι εργάστηκαν ή εργάζονται σε διαφορετικές εποχές του ποδοσφαίρου. Έχω ξεχωρίσει τους 11 καλύτερους, στα μάτια μου, προπονητές που “συνάντησα” στο ελληνικό ποδόσφαιρο στη διάρκεια των τελευταίων περίπου 30 ετών, και μοιράζομαι μαζί σας τις εντυπώσεις και τις σκέψεις μου. 

Φερνάντο Σάντος

Τον θαυμάζω γιατί: Ήταν ένας από τους πρώτους της γενιάς του που αντιλήφθηκαν ότι η επιρροή της τεχνολογικής εξέλιξης στην προπονητική και το ποδόσφαιρο άλλαξε εντελώς τη φύση της δουλειάς του προπονητή και τον μετέτρεψε σε διευθυντή προπονητικής. Εκσυγχρονίστηκε πολύ νωρίς, μεγάλωσε και ανανέωσε την ομάδα των συνεργατών του, εξοικειώθηκε απολύτως με την τεχνολογία. Ήταν ένας από τους πρώτους προπονητές με την αντίληψη ότι προκειμένου να γίνει αποτελεσματικός σε μια ξένη χώρα ένας προπονητής πρέπει να μελετήσει την κουλτούρα της χώρας που τον φιλοξενεί ώστε να κατανοήσει τον κόσμο που θα εργαστεί: τους ποδοσφαιριστές, τους συνεργάτες, τη διοίκηση, τους ποδοσφαιρόφιλους, τα media, την ευρύτερη κοινωνία. Ο Σάντος δεν “έγινε Ελληνας” μόνο επειδή μας συμπάθησε ή επειδή τον συμπαθήσαμε, αλλά και επειδή το αντιλαμβανόταν ως αναγκαίο προκειμένου να καταφέρει να λειτουργήσει αποτελεσματικά σε μια ξένη χώρα. Αυτό που έκανε ο Σάντος στην Ελλάδα το 2001 ο Γκουαρδιόλα και ο Κλοπ το έκαναν επικρατούσα αντίληψη στην προπονητική από τα μέσα της περασμένης, πλέον, δεκαετίας. 

Το συγκριτικό πλεονέκτημά του: Για την Ελλάδα ήταν ένας “Γκουαρδιόλα” διότι ήταν ο πρώτος που έδινε σαφείς και τεκμηριωμένες απαντήσεις σε κάθε ερώτηση του ποδοσφαιριστή σχετικά με τα “γιατί;” μιας άσκησης, μιας τακτικής, μιας στρατηγικής, μιας αλλαγής, μιας επιλογής. Μετέδιδε τη βαθιά γνώση του και έπειθε τον ποδοσφαιριστή ότι δείχνει τον σωστό δρόμο. Προσγειώθηκε στο ελληνικό ποδόσφαιρο σε μια εποχή που ο μέσος προπονητής έδινε την “έτσι έκρινα” απάντηση σε κάθε τεχνικοτακτική ερώτηση. Ήταν διαφωτιστικός, και γι’ αυτό αναδείχθηκε από το ίδιο το ελληνικό ποδόσφαιρο σε κορυφαίο προπονητή της δεκαετίας 2000-2010. Δημιουργούσε πολύ ισχυρούς δεσμούς με τους ποδοσφαιριστές του, έπαιρνε άριστα στην διαχείριση των έντονων προσωπικοτήτων και των “μεγάλων” ονομάτων. Βάσισε την μέθοδό του στην απόλυτη συνέπεια όλων των μελών μιας ομάδας στην τήρηση των κανόνων λειτουργίας και συμπεριφοράς της. Έδωσε χώρο στους παίκτες με προσωπικότητα για να γίνουν ηγέτες και να επηρεάσουν την νοοτροπία της ομάδας και την συμπεριφορά της εντός αγωνιστικού χώρου. Έβαζε τη συλλογική κουλτούρα στο μυαλό των παικτών του, και προσπάθησε φιλοσοφικά να νικήσει όλα τα ελληνικά κουσούρια που εντόπιζε στη νοοτροπία των ποδοσφαιριστών. 

Ότο Ρεχάγκελ

Τον θαύμασα γιατί: Η αδιανόητα υψηλή αυτοπεποίθησή του, η εμπιστοσύνη στις ιδέες, τις μεθόδους του, η συναισθηματική ευφυία του τον έβαλαν στον πιο ιδιαίτερο δρόμο που έχει βαδίσει προπονητής στο ελληνικό ποδόσφαιρο: εργάστηκε μένοντας ξένος με την ελληνική κοινωνία. Αδιαφόρησε πλήρως για την άποψη και τη στάση των media, της αγοράς και της υψηλής κοινωνίας του ελληνικού ποδοσφαίρου και νοιάστηκε μόνο για την άποψη, την κουλτούρα και την “εργασιακή ηθική” των ποδοσφαιριστών του. Παρέμεινε “στον κόσμο του”, ανεπηρέαστος από το τοξικό ελληνικό περιβάλλον, και πηγαίνοντας από αυτόν τον δρόμο πέτυχε τον άθλο να μετατρέψει την Εθνική σε Ομάδα. Για τον Ρεχάγκελ στην Ελλάδα υπήρχαν μόνο οι ποδοσφαιριστές του και ο πρόεδρος της ΕΠΟ. Δεν τον απασχολούσε στο ελάχιστο η άποψη όλων των υπολοίπων. 

Τα συγκριτικά πλεονέκτηματά του: “Σε έπειθε ότι είσαι καλύτερος από τον αντίπαλό σου, ακόμη και αν αυτός ήταν ο Ζιντάν”, μου είχε πει κάποτε σε μια φράση ο Γιάννης Γκούμας. Ο τρόπος της ηγεσίας του μέσα από πράξεις και μέσα από την δική του παραδειγματική συμπεριφορά έχει μελετηθεί από πανεπιστήμια που διδάσκουν διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού και ηγεσία. Ο τρόπος που σχημάτιζε στο μυαλό του το παζλ της ομάδας κάθε φορά που μελετούσε έναν ποδοσφαιριστή και έκρινε αν είναι ή όχι συμβατός με την ιδέα του για το παιχνίδι της Εθνικής ήταν διαχρονικά ένα από τα μεγαλύτερα χαρίσματα του. Αν για κάτι τον θαυμάζουν οι Γερμανοί προπονητές είναι κυρίως για αυτό: για το χάρισμα της προεκτίμησης. Η ιδέα του να μετατρέψει την Εθνική σε σύλλογο με “κλειστό” ρόστερ επηρέασε πολλούς προπονητές εθνικών ομάδων. Ο τρόπος του να δώσει ποδοσφαιρική ταυτότητα σε μια ομάδα που δεν ήξερε τι είναι αγωνιστικό σχέδιο, τι είναι στρατηγική και πώς μπορεί να γίνει αποτελεσματική είναι το βασικό συστατικό μιας εκ των πιο επιτυχημένων συνταγών στην ιστορία του ποδοσφαίρου. 

Ντούσαν Μπάγεβιτς

Τον θαύμασα γιατί: Ήταν άπειρα χρόνια μπροστά από τους σύγχρονούς του στην Ελλάδα. Το βασικό του όπλο ήταν η καθημερινή δουλειά, ο τρόπος του να βελτιστοποιεί την γνωστική δομή των ποδοσφαιριστών του. Μέσα από τις ασκήσεις, το “ποδοτένις”, τη δική του “πρωτόγονη” έκδοση των “rondo” του Κρόιφ και του Πεπ, τις ασκήσεις για την εκπαίδευση της ομάδας του στην ανάπτυξη του παιχνιδιού και την ανασταλτική λειτουργία, και το προπονητικό δίτερμα ο Μπάγεβιτς εκπαίδευε τους ποδοσφαιριστές του να βρίσκουν λύσεις σε ένα τόσο απρόβλεπτο άθλημα σαν το ποδόσφαιρο. Δεν ήταν πολύ αναλυτικός. Τους έδινε όμως τόσο πολύ χρόνο παιχνιδιού, που οδηγούσε τους ποδοσφαιριστές του στην εξεύρεση λύσεων και την ανάπτυξη αυτοματισμών. Μάθαιναν τόσο καλά ο ένας το παιχνίδι του άλλου, εντός του πλαισίου των βασικών και γενικών κανόνων που έβαζε ο προπονητής, που έφταναν, οι ποδοσφαιριστές να “βρίσκονται” με “κλειστά μάτια”. Κρίνοντας από την παραδοτέα ύλη των μαθημάτων που έκανα στην ακαδημία προπονητών της Μπαρτσελόνα, σκέφτομαι ότι ο Μπάγεβιτς εκπαίδευε στην δεκαετία του ’90 τους ποδοσφαιριστές της ΑΕΚ και του Ολυμπιακού με την ίδια αντίληψη που προπονούσε τον καιρό εκείνο ο Κρόιφ τους ποδοσφαιριστές της Μπαρτσελόνα. Οι ιδέες τους συνέπιπταν. Απλώς ο ένας λειτουργούσε στο ισπανικό ποδόσφαρο και ο άλλος στο ελληνικό.

Τα συγκριτικά πλεονεκτήματά του: Η αύρα του, το παράστημά του, η γοητεία που ασκούσε στους ποδοσφαιριστές από τον πρώτο καιρό του, δηλαδή προτού ακόμη κατακτήσει τίτλους. Ο τρόπος του να χρησιμοποιήσει τη σύνδεση με το κοινό, στην ΑΕΚ που τον λάτρευαν από τον καιρό του ως ποδοσφαιριστή, και να τη μετατρέψει σε επιρροή εντός αποδυτηρίων. Η στάση του απέναντι στους προέδρους. Ο διαχωρισμός της διοίκησης από το ποδοσφαιρικό τμήμα. Η ηγεσία του, μέσα από την καθημερινή επικοινωνία εντός αποδυτηρίων με τους ποδοσφαιριστές. Ο τρόπος που χρησιμοποιούσε τους συνεργάτες του προκειμένου να αφουγκράζεται τα αποδυτήριά του. Η προεκτίμησή του για την εξέλιξη ενός αγώνα κατά το στάδιο της προσέγγισης και της προετοιμασίας της ομάδας του. 

Ο Μπάγεβιτς ήταν ένας εμπειρικός, σχεδόν αυτοδίδακτος προπονητής. Στον καιρό της ακμής του τα βασικά εφόδιά του ήταν η αντιληπτική ικανότητα του και η ηγεσία του στη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού. Ήταν ο πρώτος και σίγουρα ο καλύτερος μάνατζερ αγγλικού τύπου που εμφανίστηκε στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Αν είχε ακαδημαϊκό υπόβαθρο και νοιαζόταν για την εξέλιξη του ποδοσφαίρου, αν μελετούσε το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο και νοιαζόταν να αντιληφθεί τις αλλαγές προκειμένου να παραμείνει πάνω στο κύμα της εξέλιξης, ο Μπάγεβιτς θα είχε κάνει μεγάλη καριέρα στην Ευρώπη.

Ερνέστο Βαλβέρδε

Τον θαύμασα γιατί: Ήταν ο πρώτος προπονητής “νέας τεχνολογίας” που προσγειώθηκε στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Σύγχρονες αντιλήψεις, σύγχρονες μέθοδοι εκπαίδευσης των ποδοσφαιριστών, σημασία στη λεπτομέρεια, πολλή δουλειά στην προετοιμασία ενός αγώνα και την εκπόνηση ολοκληρωμένου αγωνιστικού σχεδίου, έμφαση στην ψυχοπνευματική προετοιμασία των ποδοσφαιριστών – την κουλτούρα της ομάδας και τη συνείδηση της όταν έμπαινε στο τερέν για έναν αγώνα. Ενσωμάτωσε όλα τα τεχνολογικά υποστηρικτικά εργαλεία, δημιούργησε μεγάλου εύρους επιτελείο επιστημονικών συνεργατών, αξιοποίησε την ανάλυση σε πραγματικό χρόνο των δεδομένων του αγώνα. Περισσότερο από όλα όμως τον θαύμασα για τον πολιτισμό του και την ανθρώπινη προσωπικότητά του. Στην εξέλιξη του χρόνου πάντοτε μια ομάδα φτάνει να συμπεριφέρεται σαν αντανάκλαση του προπονητή της. Ο Ολυμπιακός του Βαλβέρδε ήταν, σε αγωνιστική συμπεριφορά, μια αξιοθαύμαστη ομάδα.

Τα συγκριτικά πλεονεκτήματά του: Στο αγωνιστικό στιλ του Βαλβέρδε το ελληνικό ποδόσφαιρο ανακάλυψε στοιχεία παιχνιδιού τα οποία προηγουμένως παρακολουθούσε μόνο από την τηλεόραση. Το οργανωμένο και συντονισμένο άμεσο πρέσινγκ στην απώλεια κατοχής της μπάλας στην επίθεση, η υπεραριθμία που δημιουργούσε ο Ολυμπιακός σε διαφορετικά σημεία του τερέν χάρη στις μετατοπίσεις ποδοσφαιριστών, τα συστήματα επιθετικής ανάπτυξης με εναλλαγές στις θέσεις, οι εναλλαγές στον ρυθμό του παιχνιδιού μέσα από το παιχνίδι με λιγότερες επαφές με την μπάλα ανά ποδοσφαιριστή. Ο Βαλβέρδε παρουσίασε μια ομάδα που έπαιζε επιθετική/ενεργητική άμυνα με 10 ποδοσφαιριστές και είχε το ένστικτο να μεταβεί άμεσα από τη φάση της άμυνας στην φάση της επίθεσης προκειμένου να επιτεθεί απέναντι σε μια ανοργάνωτη άμυνα. Και επιπλέον όλων αυτών είχε τον τρόπο να διαλύει τον εφησυχασμό εντός αποδυτηρίων: χρησιμοποιούσε τεχνητές κρίσεις και εντάσεις για να “ταράζει” την ομάδα του και να μη της επιτρέπει να χαλαρώσει κατά την προετοιμασία της για έναν αγώνα με αντίπαλο χαμηλότερης δυναμικότητας. Μέσα από ένα δημοκρατικό μάνατζμεντ, ο Βαλβέρδε κατάφερνε να κρατά τα ηνία την ίδια ώρα που έδινε στους ποδοσφαιριστές του τον χώρο και την ενθάρρυνση για να εκφραστούν ελεύθερα στο τερέν και να δείξουν τις ικανότητές τους.

Άνχελ Ιορντανέσκου

Τον θαύμασα γιατί: Όπως με τον Ρεχάγκελ και τον Σάντος, είχα εντυπωσιαστεί και μόνο που τον έβλεπα στην Ελλάδα μετά τα επιτεύγματά του με την Ρουμανία. Και αυτή την αύρα ο Ιορντανέσκου την έφερε μαζί του και την εκμεταλλευόταν κατά τη συναναστροφή με όλους – παράγοντες, ποδοσφαιριστές, δημοσιογράφους. Με αυτή την αύρα, με την ικανότητά του στην επικοινωνία και με τη χρήση ελληνικών λέξεων που θυμόταν από τη θητεία του ως ποδοσφαιριστής στον ΟΦΗ, ο Ανχελ έγινε πολύ γρήγορα “Αγγελος”. Σε μια εποχή που η Εθνική ήταν “καφενείο” ο Ιορντανέσκου μίλησε στην ΕΠΟ για την ανάγκη της οργάνωσης και της επαγγελματικής νοοτροπίας. Χρησιμοποιούσε λέξεις και έννοιες που ήταν άγνωστες όχι μόνο στο εθνικό ποδόσφαιρο αλλά και στο συλλογικό. Άρχισε να εξηγεί τη σημασία της αναβάθμισης των υπηρεσιών που πρέπει να προσφέρει στην Εθνική Ομάδα όλος ο υποστηρικτικός μηχανισμός της. 

Τα συγκριτικά πλεονεκτήματά του: Οι παραστάσεις του από την Εθνική Ρουμανίας τον είχαν γεμίσει από σύγχρονες ιδέες, τις οποίες υποστήριζε με πολύ μεγάλη αυτοπεποίθηση. Ήταν ένας επιστήμονας ανάμεσα σε “αμόρφωτους”. Το λάθος που έκανε στην προεκτίμησή του, όταν αποφάσιζε να αναλάβει την Εθνική, ήταν ότι θα τύχει μεγάλης υποστήριξης από την Ομοσπονδία σε θέματα οργάνωσης, και ότι στα αποδυτήρια θα καταφέρει να επιβάλει την πειθαρχία που αποτελούσε τη βάση του επιτυχημένου έργου του στη Ρουμανία. Περίπου 15 χρόνια μετά, τον Δεκέμβριο του 2013, ο Ιορντανέσκου ήρθε ως προπονητής των παλαίμαχων Ρουμάνων ποδοσφαιριστών της τάξης του ’94 για να παίξει έναν φιλανθρωπικό αγώνα στην Τούμπα με τους Legends 2004. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την εικόνα που αντίκρισα στο εστιατόριο που δειπνήσαμε μαζί με τις δύο αποστολές μετά από τον αγώνα. Πρώην ποδοσφαιριστές και μεγάλες προσωπικότητες σαν τον Χάτζι, τον Ποπέσκου και τον Πετρέσκου, στα 50+ τους χρόνια, να περιμένουν για αρκετή ώρα δίχως να αγγίζουν τα μαχαιροπήρουνά τους μέχρι να βρεθεί και να καθίσει στο τραπέζι ο προπονητής τους. Αυτό που είδα το 2013, στην Ελλάδα του 1998 δεν θα μπορούσε να συμβεί στην Εθνική ομάδα. 

Όσα έλεγε στην ΕΠΟ ο Ιορντανέσκου για την επαγγελματική οργάνωση της Εθνικής αποδείχθηκαν προφητικά. Όταν βρέθηκε μια διοίκηση που είχε τους πόρους και το μυαλό για να αναβαθμίσει την λειτουργία της Ομοσπονδίας σε σχέση με την Εθνική κι όταν αφίχθηκε ένας προπονητής που μπορούσε να επιβάλει τους κανόνες του στα αποδυτήρια, η Ελλάδα δεν κατάφερε μόνο να προκριθεί στην τελική φάση μιας διοργάνωσης. Κατέκτησε το Euro. 

Συνεχίζεται…

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This