Επιλογή Σελίδας



Του Βασίλη Σαμπράκου

Ήταν ίσως η πρώτη φορά στον τελευταίο καιρό που τα όσα διάβασα σχετικά με την στάση των εκπροσώπων των ΠΑΕ και τις αποφάσεις που έλαβαν, στην τηλεδιάσκεψη της Πέμπτης, με άφησαν με την εντύπωση ότι οι επιχειρηματίες του ποδοσφαίρου αρχίζουν να μπαίνουν στην φάση της συνειδητοποίησης ότι το περιβάλλον του ποδοσφαίρου αλλάζει τόσο που θα τους υποχρεώσει να αλλάξουν και να αναθεωρήσουν τη στάση και την συμπεριφορά τους.

Ο πρόεδρος της Superleague 1 έκανε μια πρόταση, η οποία στο δικό μου μυαλό μοιάζει με αυτονόητη επιλογή για τους επιχειρηματίες που ζουν τις ΠΑΕ τους από τα – τηλεοπτικά – έσοδα του πρωταθλήματος. Στη δεδομένη στιγμή στην αγορά του ποδοσφαίρου δεν αναλογεί τίποτα παραπάνω από το να παρατηρεί και να μελετά τα δεδομένα που καθημερινά διαμορφώνονται προκειμένου να εκτιμήσει αν, πότε και πώς θα μπορέσει να ξαναπαίξει, να ξαναλειτουργήσει. Σε μια στιγμή που μοιάζει με φάση “άνω τελείας” το ποδόσφαιρο δεν έχει κανέναν λόγο να βιαστεί να πάρει αποφάσεις. Όλα σήμερα δείχνουν ότι δεν υπάρχει αναγκαιότητα για τη λήψη οριστικών αποφάσεων, διότι η ορθή διαδικασία λήψης αποφάσεων είναι αυτή που βασίζεται σε δεδομένα – και τα δεδομένα σήμερα δεν υπάρχουν.

Μας έχει ήδη γίνει κατανοητό ότι οι επιχειρηματίες επιχειρούν να οδηγηθούν στην ορθή επιλογή μέσα από μαθηματικές και λογιστικές πράξεις. Υπολογίζουν το κόστος της ζημιάς και νοιάζονται να την περιορίσουν. Στις πράξεις όμως δεν μπορεί κανείς να υπολογίζει μόνο τη σημερινή, πρέπει να υπολογίσει και την αυριανή ζημιά του. Και κοντά σε αυτά, το ποδόσφαιρο πρέπει να αναλογιστεί και την παράμετρο της κοινωνικής προσφοράς του, αλλά και της προσφοράς του στην οικονομία. Όσο πιο “σύντομα” ξανακυλήσει η μπάλα στο χόρτο, τόσο πιο “σύντομα” θα αρχίσει να νιώθει η ελληνική κοινωνία την ανακούφιση της επιστροφής σε μια κατεύθυνση προς την “κανονικότητα”. Όσο πιο “σύντομα” ξανακυλήσει η μπάλα στο χόρτο, τόσο πιο “σύντομα” θα αρχίσει να κυκλοφορεί οξυγόνο στους πνεύμονες μιας οικονομίας που στηρίζεται στα αθλητικά θεάματα, και κυρίως στο ποδόσφαιρο.

Και δεν θεωρητικολογώ. Εμείς, στο Gazzetta, το έχουμε ήδη διαπιστώσει μελετώντας και αναλύοντας την απήχηση των ψηφιακών ποδοσφαιρικών παιχνιδιών που προβάλλουμε. Ο κόσμος λαχταρά για ένα “ΠΑΟΚ – Ολυμπιακός” ακόμη και σε ψηφιακή πραγματικότητα. Τόσο του λείπει η μπάλα, η ψυχαγωγία του.

Μια πρωτόγνωρη, ιστορικά, συνθήκη, απαιτεί πρωτόγνωρη ψυχραιμία, οξυδέρκεια, διορατικότητα στη διαχείριση της κατάστασης. Κυρίως όμως απαιτεί ενσυναίσθηση. Δηλαδή, το ποδόσφαιρο χρειάζεται περισσότερο από ποτέ να βάλει τον εαυτό του στη θέση των ποδοσφαιρόφιλων ώστε να νιώσει και να αντιληφθεί ότι πρέπει να αλλάξει τη συμπεριφορά του. Περισσότερο από ποτέ το ίδιο το ποδόσφαιρο έχει την ανάγκη να λαμβάνει ομόφωνα αποφάσεις και να μην “σκοτώνεται”. Ο πλανήτης στον οποίο θα βγούμε, όταν μας το επιτρέψουν οι συνθήκες, δεν θα είναι ίδιος με αυτόν που αφήσαμε έξω από την πόρτα των σπιτιών μας όταν κλειδωθήκαμε. Η ελληνική κοινωνία δεν θα είναι ίδια με αυτή που αφήσαμε όταν μπήκαμε στην καραντίνα.

Ο πρόεδρος της Superleague έκανε ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση μέσα από την πρότασή του για την δημιουργία μιας ομάδας εργασίας με τη συμμετοχή όλων των μεγάλων ομάδων προκειμένου η Λίγκα να μελετά τα νέα δεδομένα που θα την βοηθήσουν να οδηγηθεί στην πιο συμφέρουσα επιλογή όταν θα κληθεί να πάρει μια οριστική απόφαση σχετικά με το πότε θα ξαναπαίξει ποδόσφαιρο. Ήταν αυτονόητο ότι πρέπει να συσταθεί μια τέτοια ομάδα, αλλά δεν ήταν αυτονόητο ότι θα συμφωνήσουν όλοι για συμμετοχή σε αυτή. Στο ελληνικό ποδόσφαιρο του χθες τίποτα δεν ήταν αυτονόητο. Γι’ αυτό και οι ομόφωνες αποφάσεις ήταν μια καλή στιγμή.

Στην Ιστορία υπήρξαν στιγμές δοκιμασίας των Ελλήνων κατά τις οποίες το ποδόσφαιρο είχε λειτουργήσει υποστηρικτικά. Είχε προσφέρει ψυχαγωγική διέξοδο, είχε αποτελέσει μια πλατφόρμα επικοινωνίας των ανθρώπων, είχε παράξει πολιτισμό, είχε κινηθεί συμβολικά, είχε ουσιαστική συμμετοχή στη ζωή της ελληνικής κοινωνίας. Ο τρόπος που συμπεριφερόταν το ελληνικό ποδόσφαιρο μέχρι την πρώτη ημέρα της καραντίνας δεν μας άφηνε απολύτως κανένα περιθώριο να ελπίζουμε ότι “αύριο”, δηλαδή στην πρώτη εποχή μετά τον σταδιακό τερματισμό της καραντίνας, το ποδόσφαιρο θα συνεισφέρει στην προσπάθεια για κοινωνική συνοχή. Μέχρι χθες το ποδόσφαιρο δεν “ένιωθε”. Όσα επικοινώνησε η Superleague μετά την τηλεδιάσκεψη της Πέμπτης αρχίζουν να δημιουργούν μια αίσθηση ότι το ποδόσφαιρο αρχίζει να νιώθει ότι το σύμπαν αλλάζει και ότι το νέο περιβάλλον δεν θα αντέχει τον φανατισμό και την τοξικότητα που παρήγαγε με την καθημερινή συμπεριφορά του.

Δεν είμαι μελλοντολόγος για να ξέρω σε τι κόσμο θα βγούμε όταν πάψει η καραντίνα. Ούτε οικονομολόγος με γνωστικά εφόδια που να με βοηθούν να εκτιμήσω πώς θα ζήσει το ποδόσφαιρο αύριο με όρους οικονομικούς. Κρίνοντας όμως από το περιβάλλον μου, δηλαδή από το άθροισμα των ερεθισμάτων που λαμβάνω αυτές τις μέρες που προσπαθώ να μελετήσω τις επιδράσεις της πανδημίας στην παγκόσμια αγορά του αθλητισμού και την συμπεριφορά των Ελλήνων ποδοσφαιρόφιλων οδηγούμαι στην εκτίμηση ότι όλα όσα συνέβαιναν στο “χθες” του ελληνικού ποδοσφαίρου αφήνουν παγερά αδιάφορη την συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων. Με άλλα λόγια, αν το ελληνικό ποδόσφαιρο συνεχίσει να μιλά στους Έλληνες όπως μιλούσε μέχρι χθες, η οικονομία του θα καταρρεύσει πλήρως και θα συνθλιβεί. Διαχρονικά οι κρίσεις δημιουργούν προκλήσεις. Αυτή η κρίση δημιουργεί την μεγαλύτερη πρόκληση στην ιστορία του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Αν όλοι αυτοί δεν καταλάβουν ούτε τώρα ότι πρέπει να αλλάξουν, η Ελλάδα θα ξεμείνει από ένα κοινωνικό αγαθό που είναι η “καλή μπάλα”. Και όλοι αυτοί θα το παρατήσουν, όταν το δουν κατεστραμμένο, και θα γυρέψουν ένα άλλο πεδίο της αγοράς για να το βάλουν στο χέρι και να το εκμεταλλευθούν.

Η “ομοψυχία” της Πέμπτης είναι εικονική, διότι είναι επιβεβλημένη από τις σημερινές συνθήκες. Εύχομαι η σημερινή συνθήκη να την ταράξει και να την ταρακουνήσει τόσο την υψηλή κοινωνία της αγοράς του ποδοσφαίρου που να της κουνήσει το κεφάλι και να της αλλάξει τη νοοτροπία. Χωρίς ενσυναίσθηση, το ελληνικό ποδόσφαιρο ως αγορά θα εξαφανιστεί. Διότι δεν θα ενδιαφέρει κανέναν. Και θα είναι ιστορικό κρίμα, διότι το κανονικό ποδόσφαιρο οι Έλληνες θα το χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ στην σύγχρονη ιστορία μας. 

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This