Επιλογή Σελίδας



Του Βασίλη Σκουντή

Φεύγουν ο ένας μετά τον άλλον… Λιγοστεύουν και πάνε οι θρύλοι του ελληνικού μπάσκετ. Για την ακρίβεια οι πρώιμοι θρύλοι του. Οι προπομποί. Οι ιχνηλάτες. Εκείνοι που διάνοιξαν τον δρόμο…

Και εν προκειμένω (όχι οι κινηματογραφικοί, αλλά) οι αληθινοί, μπασκετικοί γίγαντες της Κυψέλης!

Ενας τέτοιος ήταν και ο Πάνος Μανιάς που βρήκε (ή επιδίωξε ο ίδιος) έναν τραγικό θάνατο: τραγικό, αλλόκοτο, κατάφωρα άδικο μα κάπου κιόλας αναπόδραστο γι’ αυτό που επέπρωτο να συμβεί στη ζωή του…

Τα γράφω λίγο μπερδεμένα και βαριά, μα ήταν κιόλας μπερδεμένο και βαρύ το νήμα της ζωής του…

Μπερδεμένο σαν τα πλεκτά που κατασκεύαζε η βιοτεχνία την οποία είχε ανοίξει κάποτε…

Και βαρύ σαν τη φασολάδα, που όπως λένε οι φίλοι του έφτιαχνε και όσοι την γεύονταν, έγλειφαν τα δάχτυλα τους!

Ενας τραγικός επίλογος σε μια ζωή που όπως λένε οι φίλοι του είχε πάρει από πολύ νωρίς μια δραματική τροπή…

Την Τετάρτη το πρωί στα δελτία ειδήσεων μεταδόθηκε ότι είχε εντοπισθεί ένα πτώμα στην παραλία Βοτσαλάκια του Πειραιά, μάλιστα το πρόσωπο του άγνωστου ανδρός ήταν, λέει, καλυμμένο με μια πλαστική σακούλα…

Ήταν το δικό του πτώμα, που αναγνωρίσθηκε και ταυτοποιήθηκε την Παρασκευή…

«Έμαθα τώρα ότι υπήρχαν αίματα στο πίσω μέρους του κρανίου του. Δεν ξέρω… Τι να πω; Να τον σκότωσαν ή μήπως κτύπησε πέφτοντας στις πέτρες;» μου είπε πριν από λίγη ώρα ο Βασίλης Γκούμας, που δεν τον πρόλαβε ως παίκτη στον Πανελλήνιο, «αλλά όλοι αυτοί οι κολοσσοί ήταν τα πρότυπα μας».

Ο «Αυτοκράτωρ» μίλησε με τον Μανιά το μοιραίο βράδυ που είχε αποφασίσει (εάν όντως συνέβη αυτό και δεν επρόκειτο για ατύχημα ή για κάτι άλλο) να βάλει τέλος στη ζωή του…

«Με ξέχασες ρε Βασίλη» είπε στον Γκούμα, όταν του τηλεφώνησε την Τετάρτη στις έντεκα το βράδυ…

«Σώπα ρε Πάνο που σε ξέχασα. Ξεχνιούνται τέτοιοι άνθρωποι σαν εσένα; Ξεχνάω ότι μου χάρισες τα πρώτα παπούτσια μου για να παίξω στον Πανελλήνιο, εκείνα τα Converse Αll Star; Αλλά να με την καραντίνα και όλα αυτά έχουμε καιρό να βρεθούμε» του απάντησε ο Βασίλης.

«Α, να σου πω; Πριν από μερικές μέρες μπήκα σε ένα ταξί και ο οδηγός με γνώρισε και μου είπε ότι τον λένε Γιάννη και έπαιζε παλιά στον Πανελλήνιο. Μπας και θυμάσαι ποιος είναι;» ρώτησε ο Μανιάς.

«Δεν πάει το μυαλό μου» αποκρίθηκε ο Γκούμας.

Εκείνη τη στιγμή το μυαλό του Γκούμα δεν πήγαινε ούτε στο κακό που θα ακολουθούσε την ίδια νύχτα…

Αμ’ το άλλο; Με τον ίδιο τρόπο, από πνιγμό, είχε πεθάνει πριν από χρόνια και ο μικρότερος αδερφός του Πάνου!

Ο Μανιάς εδώ και χρόνια είχε πολλές διακυμάνσεις στη συμπεριφορά του, ήταν απογοητευμένος με την τροπή της ζωής του και έβγαζε παράπονα. Πριν από λίγο καιρό ο παλαίμαχος παίκτης του Παναθηναϊκού, Γιάννης Μακρίδης, ο οποίος εδώ και πολλά χρόνια είναι μονίμως εγκατεστημένος στο Γιοχάνεσμπουργκ έστειλε μερικά χρήματα για να δοθούν ως μια μικρή ενίσχυση σε παλιούς φίλους και φίλες του από το μπάσκετ…

Ο Μανιάς αντέδρασε κακότροπα. «Μα πεντακόσια ευρώ; Ο Σλούκας και ο Καλάθης παίρνουν από δυο εκατομμύρια»!

Ο κύκλος άρχισε να στενεύει πολύ και η χρυσή πεντάδα του Πανελληνίου ξεπαστρεύεται σταδιακά και μάλιστα με αναπάντεχο τρόπο…

Έφυγε πρώτος, στις 18 Αυγούστου του 1986, σε ηλικία 62 ετών, ο προπονητής της, ο πανεπιστημιακός καθηγητής θεολογίας, φιλόσοφος και μέλος της ΔΟΕ, Νικόλαος Νησιώτης, σε τροχαίο δυστύχημα στο 41ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Αθηνών Κορίνθου…

Στις 30 Δεκεμβρίου του 2007 τον ακολούθησε σε αυτό το ταξίδι στα έγκατα της Αχερουσίας λίμνης ο πρεσβύτερος από τους παίκτες εκείνης της θρυλικής ομάδας, ο μεγάλος πλέι μέικερ και μετέπειτα προπονητής και σπουδαίος δάσκαλος, Θέμης Χολέβας, στα 81 του…

Έμειναν τέσσερις που έγιναν τρεις στις 13 Ιανουαρίου του 2018, όταν από ένα σπυρί στην πλάτη και μια μόλυνση την οποία άρπαξε στο νοσοκομείο, άφησε την τελευταία πνοή του σε ηλικία 86 ετών ο «Μπουλντόζας» Αριστείδης Ρουμπάνης. 

Είχα μιλήσει εκείνη την ημέρα με τον Μίμη Στεφανίδη, όπως και σήμερα…

Έκλαιγε γοερά τότε ο «Κούκλος». Έκλαιγε γοερά πάλι σήμερα…

Όταν πέθανε ο Ρουμπάνης, ο Στεφανίδης μου είπε κάτι που ακουγόταν υπερβολικό και σε κάθε περίπτωση ήταν τραγικό και έμελλε να επιβεβαιωθεί χθες…

«Μίμη τώρα θέλω να πεθάνω κι εγώ» είχε εκμυστηρευθεί μέσα στον θρήνο του για τον παλιό τους συμπαίκτη και σύντροφο ο Μανιάς!

Πέθανε και αυτός και έμειναν ο Μίμης Στεφανίδης και ο Ντίνος Παπαδήμας για να κρατούν ζωντανή τη θύμηση μιας ομάδας που ούτως ή άλλως θα μείνει άσβεστη και ανεξίτηλα χαραγμένη στη συλλογική μνήμη…

Εδώ χρειάζεται να ανοίξω μια αναγκαία ιστορική παρένθεση και να επισημάνω ότι ο Πανελλήνιος αποτελεί μια κατηγορία από μόνος του σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες ομάδες που έχουν ακμάσει στη εκατόχρονη ιστορία του ελληνικού μπάσκετ.

Δεν είναι η ομάδα που έφερε το μπάσκετ στην Ελλάδα (ΧΑΝΘ, 1919), ούτε εκείνη η οποία κατέκτησε το πρώτο πρωτάθλημα (Ηρακλής, 1928)…

Δεν είναι επίσης η ομάδα που κατέκτησε τον πρώτο ευρωπαϊκό τίτλο (ΑΕΚ, 1968), ούτε εκείνη η οποία έκανε σεφτέ ως πρωταθλήτρια Ευρώπης (Παναθηναϊκός)…

Για να μην μακρηγορώ, εάν στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ο Αρης ήταν εκείνος που έκανε τους Έλληνες να αγαπήσουν το μπάσκετ, το έβαλε στα σπίτια όλης της χώρας και το διαφήμισε στο εξωτερικό, ο Πανελλήνιος υπήρξε αυτός ο οποίος προπολεμικά και στη δεκαετία του ‘50 έκανε τους Έλληνες να το μάθουν!

Τους έκανε επίσης να συνωστίζονται στον σταθμό Λαρίσης για να τον υποδέχονται την ομάδα όταν επέστρεφε σιδηροδρομικώς από τους θριάμβους στα μεγαλύτερα Τουρνουά της Ευρώπης (Σαν Ρέμο, Βρυξέλλες κοκ) αλλά έπεσε στην περίπτωση: όταν η FIBA καθιέρωσε το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης (σεζόν 1957-58), η περιβόητη χρυσή πεντάδα του Πανελληνίου είχε αρχίσει να υποχωρεί, χώρια που οι παίκτες της είτε μεταγράφηκαν στο εξωτερικό, είτε αποφάσισαν να αποσυρθούν και να αφοσιωθούν στις επαγγελματικές δραστηριότητες τους.

Γενικώς ο Πανελλήνιος στάθηκε άτυχος και πάντοτε έπεφτε στην περίπτωση: η «χρυσή πεντάδα» δεν πρόλαβε τα Κύπελλα Ευρώπης, ενώ την πρώτη μεγάλη ομάδα του συλλόγου (Σβολόπουλος, Πανταζόπουλος, Σκυλογιάννης, Κωστόπουλος, Ελευθερουδάκης) την πρόλαβε και ανέκοψε την κυριαρχική πορεία της ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Η χρυσή πεντάδα που αποτέλεσε και τη βάση της Εθνικής ομάδας, απαρτιζόταν από τον Θέμη Χολέβα, τον Μίμη Στεφανίδη (τον περιβόητο «κούκλο» που διέπρεψε και στην Ολίμπια Μιλάνο), τον Ντίνο Παπαδήμα, τον Πάνο Μανιά και τον Αριστείδη Ρουμπάνη, με προπονητή Νικόλαο Νησιώτη.

Εκείνη η ομάδα προϋπήρξε της εποχής της και παρουσίασε ένα πρωτόγνωρο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα στιλ μπάσκετ, το οποίο στηριζόταν στην ταχύτητα, στο θέαμα, στα υψηλά σκορ και στον ανελέητο αιφνιδιασμό, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί κατά κράτος και να μην αφήνει τους αντιπάλους της να πάρουν ανάσα. Τόσο πρωτοποριακό και αξιοζήλευτο υπήρξε αυτό το (επηρεασμένο από το αμερικάνικο μπάσκετ) δόγμα που λάνσαρε ο Νησιώτης και υποστηρίχθηκε από το ταλέντο, τη δεξιοτεχνία και τη χημεία των παικτών, ώστε ο Πανελλήνιος μετατράπηκε σε αντικείμενο διεθνούς κατασκοπείας!

Προς επίρρωσιν τούτου, αξίζει να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή συνέρεαν στο γήπεδο πίσω από το Πεδίον του Άρεως πλείστοι όσοι Ευρωπαίοι προπονητές που κινηματογραφούσαν τις προπονήσεις και τους αγώνες του Πανελληνίου: πλείστοι όσοι, συμπεριλαμβανομένων και των Γιουγκοσλάβων, οι οποίοι έχουν παραδεχθεί δημοσίως ότι χρησιμοποίησαν αρκετά στοιχεία της χρυσής πεντάδας, για να δημιουργήσουν τη δική τους μεγάλη σχολή, που τότε εκτεινόταν στα όρια του… νηπιαγωγείου!

Ο Χολέβας και ο Παπαδήμας ήταν (με τη σύγχρονη ορολογία0 οι δυο γκαρντ, ο Μανιάς έπαιζε δεξιό ελ, ο Στεφανίδης αριστερό ελ και ο Ρουμπάνης σέντερ φορ. «Δεν είχαμε θέσεις εμείς. Παίζαμε ένα γρήγορο, επιθετικό, θεαματικό και ολοκληρωτικό μπάσκετ και για δυο τρία χρόνια καμιά ομάδα δεν μπορούσε να μας παραβγεί. Πήραμε αήττητοι τα πρωταθλήματα, είχαμε μέσο όρο 84 πόντους διαφορά, διαλύαμε τους αντιπάλους μας και όσοι μας παρακολουθούσαν εκείνη την εποχή, έμεναν με το στόμα ανοικτό» υπενθυμίζει ο Στεφανίδης.

Παρόντος του Μανιά ο Πανελλήνιος κατέκτησε τα τελευταία τρία από τα έξι πρωταθλήματα της ιστορίας του (1929, 1939, 1940, 1953, 1955, 1957). Εκτός από την επονομαζόμενη «χρυσή πεντάδα», στην ομάδα αγωνίζονταν επίσης οι επίσης διεθνείς Νομικός, Κωστόπουλος, Μπουρνέλος, Σακέλης, Ξένος, Ζαγοραίος, Τσιφλάκος, Αναγνωστόπουλος, Μαυρολέων, ενώ αργότερα εντάχθηκαν ο Γιώργος Μόσχος και ο Αντώνης Χρηστέας, οι οποίοι στη συνέχεια μεταγράφηκαν στην ΑΕΚ.

Τι σόι παίκτης ήταν ο Μανιάς; «Ένας Γκάλης σε ψηλότερη έκδοση για εκείνη την εποχή» απαντά ο Γκούμας. «Είχε μπόι 1μ.90 , ήταν δυνατός, γρήγορος, πολύ ανθεκτικός, περπάταγε κι αυτός στον αέρα. Δυστυχώς δεν πρόλαβα να παίξω μαζί τους, αλλά όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’60 πρωτοπήγα στον Πανελλήνιο, η φήμη και ο θρύλος τους πλανιόντουσαν παντού. Τους βλέπαμε σαν θεούς και υποκλινόμασταν μπροστά τους. Ηταν παικταράδες, ψηλοί, ομορφόπαιδα, bon viveurs και άντρες με τα όλα τους. Ολοι μας, νιώθαμε τότε ότι ανήκαμε στην ίδια αδελφότητα και όποτε φεύγει κάποιος από τη ζωή αισθανόμαστε ότι χάνουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας. Ο Νίκος Καμπούρης μου είπε κάποτε ότι ο Μανιάς με τρία βήματα από τη σέντρα βρισκόταν μέσα στη ρακέτα και άφηνε την μπάλα. Πάθαμε πλάκα όταν το ακούσαμε και δοκιμάσαμε να το κάνουμε κι εμείς, αλλά γκρεμοτσακιζόμασταν»!

Άρα (συμπληρώνω εγώ) και Νίκος Γκάλης και Κώστας Πετρόπουλος μαζί!

Ολοι εκείνοι τότε παίκτες του Πανελληνίου δεν ήταν μονάχα μπασκετμπολίστες, αλλά πολυαθλητές που είχαν περάσει ή ασχολούνταν παράλληλα και με άλλα σπορ.

Ο Αριστείδης Ρουμπάνης, αδερφός του χάλκινου Ολυμπιονίκη του άλματος επί κοντώ το 1956 στη Μελβούρνη, Αριστείδη Ρουμπάνη υπήρξε σπουδαίος ακοντιστής και σφαιροβόλος, επί σειρά ετών κάτοχος των πανελληνίων ρεκόρ (65μ.98 και 16μ.97 αντιστοίχως) και με σημαντικές επιτυχίες σε διεθνείς διοργανώσεις.

Ο Μανιάς ήταν σπουδαίος αθλητής στα άλματα. Ως έφηβος πέτυχε επιδόσεις 6μ.97 στο μήκος και 1μ.88 στο ύψος, αλλά παράτησε τον στίβο για να αφοσιωθεί στο μπάσκετ και εν συνεχεία στις σπουδές του στην Ελλάδα και στην Αμερική. Συν τοις άλλοις ασχολήθηκε επισταμένως με το μπριτζ, έλαβε μέρος σε δυο Ολυμπιάδες (10 1976 στο Μόντε Κάρλο και το 1980 στο Βάλκενμπουργκ) και επίσης διετέλεσε και διοικητικός παράγων σε αυτό το σπορ.

«Μιλάμε για έναν υπεραθλητή. Εγώ από τότε τον έλεγα “μαινόμενο ταύρο”, διότι όρμαγε και δεν μπορούσε κανείς να τον αναχαιτίσει. Ο συνδυασμός της ταχύτητας, της δύναμης και των αθλητικών προσόντων του τον έκαναν ακαταμάχητο» καταθέτει ο Μίμης Στεφανίδης και δεν έχει άδικο…

Με τον Πανελλήνιο ο Μανιάς στέφθηκε τρεις φορές πρωταθλητής Ελλάδος (1953, 1955, 1957), ενώ βγήκαν τρεις φορές δεύτεροι και άλλες τρεις τρίτοι. Παράλληλα φόρεσε 24 φορές τη φανέλα της Εθνικής ομάδας με την οποία είχε μέσο όρο 7.6 πόντους, ενώ στην πιο μεγαλειώδη εμφάνιση του, στις 10 Ιουνίου του 1954 σκόραρε 30 εναντίον της Γιουγκοσλαβίας (90-76).

Σε εκείνο το ματς, όπως έγραψε στο Facebook, o Νίκος Χαλάς, «σε έναν αιφνιδιασμό έφυγε μπροστά και άφησε την μπάλα στο καλάθι πηδώντας πάνω από έναν αντίπαλο του, μάλιστα τότε έλεγαν για πλάκα ότι το άλμα του έπρεπε να μετρηθεί γιατί μπορεί να ήταν πανελλήνιο ρεκόρ»!!!

Με την Εθνική ο Μανιάς έλαβε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1952  (στην προκριματική φάση που διεξήχθη πριν από το Τουρνουά και αποτελεί αντικείμενο ενός διαχρονικού debate για το οποίο μάλιστα έχει εκδώσει βιβλίο ο Πέτρος Λινάρδος), στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1951 και στους Μεσογειακούς Αγώνες του 1951 και του 1955.

Όταν ο Στεφανίδης και ο Ρουμπάνης ξενιτεύτηκαν για να παίξουν στην Ιταλία (ο μεν στη Σίμενταλ, νυν Αρμάνι, Μιλάνο ο δε στη Μοτομορίνι Μπολόνια), ο Μανιάς παράτησε το μπάσκετ, σε ηλικία μόλις 24 ετών και τράβηξε πολύ πιο μακριά: στο Λος Αντζελες για σπουδές στους τομείς των μαθηματικών, της στατιστικής και των οικονομικών, μάλιστα έκανε και το μεταπτυχιακό του στο περίφημο πανεπιστήμιο του UCLA με τους έντεκα κολεγιακούς τίτλους και τον μύθο που δημιούργησαν εκεί ο Τζον Γούντεν, ο Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ, ο Μπιλ Γουόλτον κοκ.

Από εκεί και πέρα άρχισαν τα προβλήματα, οι περιπέτειες, τα μεγάλα ζόρια που κατέληξαν χθες. Όπως κατέληξαν…

Ο Μανιάς γεννήθηκε το 1933 στο Βέλο της Κορινθίας και ήταν γόνος μιας πολύ εύπορης οικογένειας, που δραστηριοποιούνταν στο εμπόδιο και δη σε αυτό των κρεάτων, αλλά…

«Αλλά που να πάρει η οργή, όλη η ζωή του ήταν ένα δράμα. Ένα μεγάλο λάθος» σχολιάζει κλαίγοντας ο Στεφανίδης…

Στην τρίτη στροφή του ποιήματος «Περιγιάλι» ο Γιώργος Σεφέρης γράφει «Με τι καρδιά, με τι πνοή, τι πόθους και τι πάθος, πήραμε τη ζωή μας· λάθος! κι αλλάξαμε ζωή».

Πριν από τη λέξη «λάθος» ο Νομπελίστας ποιητής είχε βάλει μια άνω τελεία, με ό,τι αυτό σημαίνει. Προειδοποίησε κιόλας πριν από την ηχογράφηση του τραγουδιού τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση γι’ αυτό το πολύ σημαντικό στη ροή των νοημάτων σημείο στίξεως, αλλά δεν έδωσαν σημασία και σε αντίθεση με αυτό που εννοούσε ο Σεφέρης, προέκυψε το «πήραμε τη ζωή μας λάθος»…

Ο δόλιος ο Μανιάς όντως πήρε τη ζωή του λάθος. Λάθος μεγάλο. Λάθος χωρίς άνω τελεία!

«Πολύ λάθος. Δράμα. Τραγωδία» υπερθεματίζει ο Στεφανίδης. «Οι περισσότερες επιλογές της ζωής του ήταν λανθασμένες λες και το έκανε επίτηδες. Και στα επαγγελματικά του και στα οικογενειακά του και στα προσωπικά του πήρε πολλές άσχημες αποφάσεις και εγώ που τον ξέρω από μωρό και μεγαλώσαμε μαζί, είχα πάντοτε την αίσθηση ότι βαδίζει προς τον γκρεμό»…

Όλα αυτά ίσως ακούγονται υπερβολικά, αλλά δεν είναι. «Ο Πάνος έπρεπε να είναι σε όλη του τη ζωή ένας πρίγκιπας και να μην καταντήσει έτσι» συνεχίζει ο «Κούκλος» που θυμήθηκε και μια άλλη περιπέτεια του. «Όταν μια από τις δουλειές του δεν πήγε καλά, υπήρχαν απλήρωτες επιταγές στην αγορά εξαιτίας των οποίων μπήκε στη φυλακή και τότε τρέχαμε για να τις καλύψουμε και να τον βοηθήσουμε. Κρίμα… Κρίμα γιατί δεν του άξιζαν τέτοια ζωή και τέτοιο τέλος».

Αυτό το τέλος γράφτηκε χθες με την ταυτοποίηση του πτώματος που βρέθηκε στα Βοτσαλάκια του Πειραιά. Σαν την τελευταία πράξη ενός δράματος…

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This