Επιλογή Σελίδας

Του Βασίλη Σαμπράκου

Στην αρχή έφτιαξα την καλύτερη ενδεκάδα τησ Superleague 2020. Κι ύστερα είπα να ξεκινήσω να δημιουργώ μια ενδεκάδα αμειγώς ελληνική, δηλαδή με τον περιορισμό της χρησιμοποίησης μόνο Ελλήνων ποδοσφαιριστών που αγωνίστηκαν στο ελληνικό πρωτάθλημα.

Μέσα από όλη αυτή την διαδικασία ήταν σαν να κάνω μια ανανέωση δεδομένων στο μυαλό μου, η οποία λειτούργησε σαν επανάληψη των προηγούμενων: για ακόμη μια φορά βρέθηκα μπροστά στην συνειδητοποίηση της φτώχειας των επιλογών του ομοσπονδιακού προπονητή για τον σχηματισμό του ρόστερ της εθνικής ομάδας.

Μα υπάρχουν και οι “ξένοι”, θα πει κανείς, δηλαδή οι Έλληνες μετανάστες ποδοσφαιριστές, είτε είναι πρώτης γενιάς είτε επόμενης – παιδιά που αγωνίζονται σε πρωταθλήματα υψηλότερης ποιότητας και έχουν μεγάλες παραστάσεις. Προφανώς ναι, αλλά δεν είναι εύκολο να το χωνέψει κανείς ότι ένα πρωτάθλημα 14 ομάδων, στο οποίο συμμετέχουν εκατοντάδες ποδοσφαιριστές πρέπει να το στραγγίξεις, κυριολεκτικά, για να βγάλεις μια ενδεκάδα “της προκοπής”, δηλαδή ένα σχήμα σχετικά ανταγωνιστικό, με τα διεθνή πρότυπα.

Φέρνω τον εαυτό μου στην θέση του Τζον Φαν’τ Σχιπ και σκέφτομαι αν θα πήγαινα, με την ενδεκάδα που έχω επιλέξει και μια αποστολή που θα απαρτιζόταν από ποδοσφαιριστές μόνο της Superleague, με την αυτοπεποίθηση ότι θα παρουσιάσω μια ομάδα ανταγωνιστική για να διεκδικήσει νίκες και πρόκριση σε μια μεγάλη διοργάνωση.

Το ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο έχει μπει στην εποχή που ζει το οξύμωρο σχήμα που δημιουργεί η πραγματικότητα: οι μεγάλοι σύλλογοι να χρησιμοποιούν περισσότερους Έλληνες ποδοσφαιριστές συγκριτικά με τους “μεσαίους’ και τους “μικρούς”. Κάποτε ζούσαμε στην εποχή που η ξενομανία είχε κατακλύσει τους “μεγάλους”, με συνέπεια να ψάχνεις Έλληνα ποδοσφαιριστή με το ντουφέκι την ώρα που κυκλοφορούσαν πολλοί στους μικρότερους συλλόγους. Σήμερα, που έχουμε φτάσει στην εποχή που οι μεγάλοι επιτέλους κατάλαβαν, σε κάποιο βαθμό, ότι μόνο η προώθηση των Ελλήνων σχηματίζει μια προοπτική δημιουργίας υπεραξιών από τις οποίες μια ΠΑΕ επιτυγχάνει την οικονομική ενίσχυσή της, οι μεσαίοι και οι μικροί επιλέγουν τις καραβιές των ανώνυμων ξένων, οι οποίοι στην πλειονότητα τους έχουν ήδη πιάσει ταβάνι στην εξέλιξη τους και κατά συνέπεια δεν αλλάζουν την δυναμική του ελληνικού συλλόγου που τους προσλαμβάνει.

Η ιστορία είναι νωπή, και γι’ αυτό δεν χρειάζεται μεγάλη τεκμηρίωση ο ισχυρισμός ότι οι σύλλογοι θα κέρδιζαν αν προικοδοτούσαν την Εθνική με ποδοσφαιριστές. Στο πρόσφατο παρελθόν, δηλαδή στη διάρκεια της δεκαετίας 2004-2014 οι ελληνικοί σύλλογοι πλούτισαν από την πώληση Ελλήνων ποδοσφαιριστών.

Δεν έχει νόημα να μπω στην διαδικασία να αναλύσω το γιατί σχετικά με την πεπατημένη που ακολουθούν πλειοψηφικά οι ελληνικοί σύλλογοι στην απόκτηση ποδοσφαιριστών. Δεν χρειάζεται να αναλύσω τα “γιατί” – τα έχουν αντιληφθεί και οι λιγότερο μυημένοι πλέον. Εύκολα μεροκάματα για τους μεσάζοντες, εύκολο “μπούλινγκ” από τα αφεντικά προς τους “ανώνυμους” ξένους, πιο εύκολο “1 ημίχρονο, 2 τελικό”. Κάπως έτσι έχουμε φτάσει εδώ.

Θεωρητικά, δεδομένης της κατάστασης που έχει δημιουργήσει στην παγκόσμια οικονομία του ποδοσφαίρου ο κορονοϊός, θα περίμενε κανείς ότι οι Έλληνες ιδιοκτήτες θα βάλουν, έστω και έτσι, μυαλό και θα προτιμήσουν περισσότερους νεαρούς Έλληνες ποδοσφαιριστές. Συμβαίνει ήδη στο εξωτερικό, γιατί να μην συμβεί και εδώ, θα σκεφτόταν ο κοινός νους. Δεν πρόκειται όμως να συμβεί. Ακόμη και σε τόσο ζόρικη συγκυρία οι Έλληνες θα προτιμήσουν και πάλι ξένους. Αυτοί ήμασταν, αυτοί είμαστε και δεν αλλάζουμε επειδή δεν θελουμε να αλλάξουμε. Αυτό είναι το σαφές μήνυμα της ποδοσφαιρικής αγοράς.

Και τι ασχολείσαι, θα πει κανείς. Επειδή δεν μου αναλογεί κάτι παραπάνω από αυτό που κάνω με αυτό το σημείωμα, να προσπαθώ να επηρεάσω την ελληνική επιχειρηματική νοοτροπία στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Προσέξτε, αναφέρομαι στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο, όχι στο “1 ημίχρονο, 2 τελικό” επάγγελμα του παραποδοσφαίρου. Και το κάνω προκειμένου να εκφράσω όλο αυτό που εισπράττω από όλους αυτούς που επιχειρούν να αναθρέψουν και να εκπαιδεύσουν σωστά τους Έλληνες ποδοσφαιριστές που προσπαθούν με το όραμα να γίνουν επαγγελματίες. Κυκλοφορούν ένα σωρό ταλέντα στα ελληνικά γήπεδα, στις μικρότερες ηλικίες. Ταλέντα πιο καλά εκπαιδευμένα από ποτέ. Δεν είναι εύκολο να το αποδεχθείς, ότι ενώ υπάρχουν ταλέντα κυνηγάς να βρεις έναν σέντερ φορ ή ένα δεξί μπακ σε ενδεκάδα της Superleague. Δεν είναι εύκολο να το αποδεχθείς όταν ξέρεις ότι το φυσιολογικό επιχειρηματικό συμφέρον στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο περνά μέσα από την ανάδειξη νεαρών ποδοσφαιριστών. Δεν είναι εύκολο να το αποδεχθείς ότι οι Έλληνες επιχειρηματίες του ποδοσφαίρου δεν έχουν το αυτονόητο ως κύριο επιχειρηματικό όραμα. Δεν είναι καθόλου εύκολο να το αποδεχθείς ότι οι Έλληνες ποδοσφαιριστές δίνουν φακελάκι για να πάρουν μια ευκαιρία.

ΥΓ. Και δύο λόγια σχετικά με τις επιλογές μου για την ενδεκάδα: Επέλεξα για το κέντρο της άμυνας τους δύο πιο εξελίξιμους στόπερ που είδα φέτος στο πρωτάθλημα. Μολονότι για τον Μιχαηλίδη έχουμε μόνο εντύπωση και όχι αποκρυσταλλωμένη άποψη, η πρώτη εντύπωση έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Θα σημειώσω το ίδιο και για τον Πούγγουρα, ότι έχει πολύ ενδιαφέρον, μολονότι τον έχασα στην εξέλιξη του χρόνου.

Όταν άρχισα να σκέφτομαι την θέση του σέντερ φορ δέχθηκα το σοκ της διαπίστωσης ότι δεν γέμιζαν παλάμη οι επιλογές μου. Ναι, δεν ήμασταν ποτέ “ποδοσφαιρομάνα”, και συχνά δυσκολευόμασταν να βρούμε κεντρικούς επιθετικούς υψηλού επιπέδου, αλλά οι θέσεις των κεντρικών επιθετικών έχουν υποστεί “αφελληνισμό”. Όταν δεν παίζουν, δηλαδή όταν δεν παίρνουν ευκαιρίες, πώς να αναδειχθούν;

Οι επιλογές ήταν περιορισμένες για αρκετές θέσεις: δεξί μπακ, στόπερ, κεντρικοί μέσοι, σέντερ φορ. Με θυμάμαι κάθε χρόνο να μπαίνω σε αυτή την διαδικασία. Και μολονότι η μνήμη μου είναι ασθενής και γι’ αυτό δεν θέλω να είμαι απόλυτος, η φετινή ήταν μια από τις πιο δύσκολες προσπάθειές μου να φτιάξω μια ελληνική ενδεκάδα της προκοπής από το ελληνικό πρωτάθλημα.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This