Επιλογή Σελίδας

Του Βασίλη Σαμπράκου

Κυκλοφορώντας ανάμεσα σε ανθρώπους που ασχολούνται με τις υποδομές, το αναπτυξιακό ποδόσφαιρο, δηλαδή με τις επιστήμες που είναι σχετικές με την ανάπτυξη του ταλέντου, είχα «κουραστεί» να ακούω, στη διάρκεια της τελευταίας 2ετίας, την ίδια κουβέντα: «Ο Ολυμπιακός και ο ΠΑΟΚ έχουν ξεφύγει, είναι χαοτική η απόσταση που τους χωρίζει από τους υπόλοιπους στο κομμάτι των υποδομών». Προσέξτε, οι συναναστροφές μου δεν ισχυρίζονταν/ισχυρίζονται ότι τα κάνουν όλα σωστά οι δύο αυτοί σύλλογοι στις ακαδημίες και το δίκτυο που έχουν στήσει. Όμως όσοι έχουν εμπειρία και παραστάσεις αναπτυξιακού ποδοσφαίρου ξεχωρίζουν τους δύο συλλόγους από τους υπόλοιπους όχι μόνο σε σχέση με το ύψος των επενδύσεων που έχουν κάνει προκειμένου να συγκεντρώσουν νεαρούς ποδοσφαιριστές με ταλέντο, αλλά και σε σχέση με τον τρόπο λειτουργίας των ακαδημιών τους. Σου μιλούν για την τεχνογνωσία, τα εργαλεία που χρησιμοποιούν, τις διαδικασίες αναζήτησης ταλέντων, την χαρτογράφηση του ποδοσφαίρου και την παρακολούθηση των ποδοσφαιριστών, αλλά και την εκπαίδευσή τους.

Ακούγοντας όλα τα παραπάνω, εδώ και χρόνια ευχόμουν να έχει αυτή η δουλειά όσο γίνεται πιο σύντομα εμφανή αποτελέσματα. Όχι μόνο προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι ίδιοι οι σύλλογοι για να συνεχίσουν και να εντείνουν την προσπάθειά τους για την καλλιέργεια και την ανάδειξη ταλαντούχων ποδοσφαιριστών, αλλά και με την ελπίδα να δημιουργηθεί επιτέλους ένα ρεύμα και να μεγαλώσει τόσο που να επηρεάσει τη νοοτροπία του μέσου Ελληνα ιδιοκτήτη συλλόγου.

Για τους παραπάνω λόγους είχα υποδεχθεί ως χαρμόσυνο νέο για το ελληνικό ποδόσφαιρο την πώληση του Κώστα Τσιμίκα στην Λίβερπουλ. Για τους ίδιους λόγους ενθουσιάστηκα από τις πρώτες φορές που είδα – κυρίως αυτόν – τον Γιάννη Μιχαηλίδη και τον Χρήστο Τζόλη να παίζουν στον ΠΑΟΚ. Μάλιστα τον πρώτο «βιάστηκα» να τον βάλω στην ενδεκάδα των Ελλήνων που ξεχώρισα από την περσινή Superleague, κι ας ήταν λιγοστές οι συμμετοχές που πρόλαβε να κάνει.

Βλέποντας τα «καμώματά» τους στα πρώτα τρία επίσημα παιχνίδια του ΠΑΟΚ στη νέα σεζόν ενθουσιάζομαι με την προοπτική τους και με την επίδραση που θα έχει η δική τους απόδοση στην νοοτροπία των ιδιοκτητών των ΠΑΕ. Διότι δεν γίνεται να μη ζηλεύεις, με την καλή έννοια, όταν βλέπεις έναν 20χρονο και έναν 18χρονο να φτάνουν τόσο έτοιμοι, τόσο ώριμοι, με τέτοια επίγνωση και τέτοια ωριμότητα στη διαχείριση των καταστάσεων του παιχνιδιού και στην λήψη αποφάσεων. Δεν γίνεται να μη ζηλεύεις τις αντιδράσεις ενός 20χρονου που παίζει προκριματικό Champions League απέναντι σε μια ομάδα πολύ μεγάλης χρηματιστηριακής αξίας και να κυκλοφορεί ως κεντρικός αμυντικός την μπάλα με επαφές που έχουν ποιότητα κεντρικού μέσου. Δεν θαυμάζεις λοιπόν μόνο το ταλέντο, αλλά και την δουλειά που έχει γίνει για την προετοιμασία του και την ωρίμανσή του. Θαυμάζεις, δηλαδή, την ακαδημία του.

Ακούγοντας τον Αμπελ Φερέιρα μετά το παιχνίδι με την ΑΕΛ να δηλώνει έτοιμος να εμφανίσει στην ενδεκάδα του ΠΑΟΚ κι άλλα μέλη της ακαδημίας έτριβα τα χέρια μου και συγχρόνως σταύρωνα τα δάχτυλά μου με την ευχή η συνέχεια να ενθαρρύνει τον Πορτογάλο προπονητή για να συνεχίσει να τολμά και να εμπιστεύεται νέα παιδιά. Φυσικά την ίδια ευχή έκανα βλέποντας τον Πογιάτος να δίνει ευκαιρίες στον Σερπέζη και τον Αλεξανδρόπουλο, τον Καρέρα να βάζει τον Μαχαίρα στον τελικό του κυπέλλου, τον Ενινγκ να βάζει τον Μπαγκαλιάνη. Χαίρομαι με κάθε «μικρό» που παίρνει ευκαιρία στους «μεγάλους» και σπεύδω να ευχηθώ να αποδειχθούν όλοι τους, εκτός από ταλαντούχοι, ώριμοι, έτοιμοι, κατάλληλα εκπαιδευμένοι και προετοιμασμένοι να ανταπεξέλθουν ψυχικά και πνευματικά στις απαιτήσεις και να καθιερωθούν.

Όπως συνέβη με τον Τσιμίκα, εύχομαι όλοι οι νέοι να «τα σπάσουν» στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις με τους συλλόγους τους (και τις εθνικές) και να προκαλέσουν το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον. Εύχομαι όχι απλώς να τους πουλήσουν το συντομότερο, αλλά να τους μοσχοπουλήσουν οι σύλλογοι. Διότι οι ιδιοκτήτες καταλαβαίνουν μόνο από λεφτά. Πείθονται μόνο με λεφτά. Κι αν αρχίσουν να αλληθωρίζουν με τα εκατομμύρια ευρώ, θα αρχίσουν επιτέλους να βλέπουν λίγο πιο πέρα από τη μύτη τους. Εκτός από εκατομμύρια ευρώ στα ταμεία, αυτές οι μεταγραφές μπορεί να προσφέρουν και μια υπηρεσία ανεκτίμητης αξίας: την αλλαγή της επιχειρηματικής νοοτροπίας στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

Μερικά χρόνια πίσω είχα ρωτήσει έναν ιδιοκτήτη ομάδας, ο οποίος είχε επενδύσει πολλά χρήματα στην ανάπτυξη της ακαδημίας του συλλόγου του, για ποιο λόγο δεν ζητά από τον προπονητή να βάλει ως προτεραιότητα την εξέλιξη και προώθηση των νεαρών ποδοσφαιριστών της ακαδημίας. «Δεν το αντέχει ο κόσμος, γκρινιάζει πολύ η κερκίδα», ήταν μέσες άκρες η απάντησή του. Κι αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος για τις ευχές και τις προσευχές μου. Η μεταγραφή του Τσιμίκα, του Μπάρκα, του Λημνιού, του Γιαννούλη, του Μιχαηλίδη, του Τζόλη, θα αρχίσουν να αλλάζουν μυαλά και στις κερκίδες και κάπως έτσι οι μεγαλομέτοχοι θα αρχίσουν να μετρούν λιγότερο το «πολιτικό κόστος» της επιλογής να βάλουν ελληνικά νιάτα στη θέση «ληγμένων» ξένων. Φυσικά αναφέρομαι σε ιδιοκτήτες ομάδων που βάζουν ως επιχειρηματικό στόχο το να βγάλουν καθαρά λεφτά από το ποδόσφαιρο και όχι μέσα από την παραγωγή «1 ημίχρονο, 2 τελικό» αποτελεσμάτων.  

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This