Επιλογή Σελίδας

Της Νίκης Μπάκουλη

Διαβάζεις πως ο Κριστιάνο Ρονάλντο διεκδικεί το δικαίωμα του να γίνει ο κορυφαίος σκόρερ όλων των εποχών, σε επίπεδο εθνικών ομάδων. Στο ΤΟΡ10 της λίστας υπάρχουν τρεις Ευρωπαίοι. Υπάρχει και ο Πελέ. Όλοι βλέπουν την πλάτη του Αλί Νταεΐ των 109 γκολ που έδωσε σε 149 συμμετοχές με την εθνική του Ιράν. Σε επίπεδο συλλόγων, έπαιξε σε 278 παιχνίδια λιγκών, με τη σούμα των γκολ να σταματά στα 112. Γιατί; Επειδή σε μια εποχή που οι καλύτεροι της Ασίας καλούνταν στην Ευρώπη, αλλά φοβούνταν να δοκιμαστούν μεταξύ των καλύτερων του κόσμου, εκείνος έκανε την προσπάθεια. Δεν θα έλεγες ότι ήταν άκρως επιτυχημένη. Τουλάχιστον όμως, το δοκίμασε. Δεν έχει απωθημένα.

Σε σχόλιο που έκανε για την απειλή του CR7 είχε πει “τα ρεκόρ υπάρχουν για να σπάνε. Νιώθω υπερήφανος για όσο κράτησε το δικό μου και θα είμαι ευτυχής να με ξεπεράσει ένας παίκτης, του βεληνεκούς του Ρονάλντο, ο οποίος κατ’ εμέ ανήκει στην καλύτερη τριάδα όλων των εποχών”. Τώρα θα σου πω και ποιος είναι ο ύψους 1.94 Νταεΐ, ο οποίος είχε γίνει η χαρά της κεφαλιάς και επί 15 χρόνια ήταν ο αρχηγός του Ιράν.

Η Daei Sportswear & Equipment είναι εταιρία αθλητικών ειδών του Ιράν, η οποία προμηθεύει όλο το υλικό στις ομάδες της Premier League της χώρας, ενώ για ένα χρόνο είχε αναλάβει και την εθνική. Ήταν το 2009, όταν απομακρύνθηκε ο Αλί Νταεΐ από τον πάγκο του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος, κατόπιν λαϊκής απαίτησης. Βλέπεις, είχαν προηγηθεί αρκετές ήττες ‘που απομάκρυναν την ομάδα από τους στόχους της’ όπως έγραφαν οι εφημερίδες. Ο κατ’ αρχάς στόχος ήταν η πρόκριση στο 2010 World Cup.

Όπου ‘λαϊκή απαίτηση’, προς τα τέλη του Μάρτη εκείνου του έτους, με το Ιράν να είναι στην 4η από τις πέντε θέσεις του δεύτερου γκρουπ της ασιατικής ‘ζώνης’, 10.000 άνθρωποι που βρέθηκαν στο γήπεδο φώναζαν για την απομάκρυνση του τύπου που από το 2006 έως σήμερα είναι στην κορυφή των σκόρερ εθνικών ομάδων. Το αίτημα τους δικαιώθηκε λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα.

Δεν σου είπα για τους ‘εθνικούς σκόρερ’.

O Φέρεντς Πούσκας πέθανε στις 17/11 του 2006, σε ηλικία 79 χρόνων. Έξι χρόνια νωρίτερα, είχε διαγνωστεί με Αλζχάιμερ. Στα 23 χρόνια που έπαιξε ποδόσφαιρο κατάφερε να δημιουργήσει κληρονομιά που ‘υπάρχει’ μέχρι σήμερα. Ο πρώτος διεθνής σταρ του σπορ που λέγεται ‘ποδόσφαιρο’ πριν γίνει ο προπονητής που οδήγησε τον Παναθηναϊκό σε τελικό ευρωπαϊκής διοργάνωσης (δεν ξέρω αν έχεις διαβάσει τι είχε να πει ο Χάρης Γραμμός για την πορεία προς το Γουέμπλεϊ και τον Πούσκας, αλλά κάνε έναν κόπο), είχε σκοράρει 84 γκολ σε 85 συμμετοχές με την εθνική Ουγγαρίας (στις τέσσερις εμφανίσεις με την εθνική Ισπανίας δεν έβαλε γκολ) και 514 σε 529 παιχνίδια στην ουγγρική και την ισπανική λίγκα -ως παίκτης της Ρεάλ.

Η σούμα των ‘εθνικών γκολ’ ήταν μεγαλύτερη της ιστορίας, από το 1956 έως τις 28/11 του 2003 και το παιχνίδι του Ιράν με το Λίβανο, για τα προκριματικά του Asian Cup. Εκείνη τη μέρα ο -35χρονος τότε- Νταεΐ έβαλε το 85ο γκολ, ως διεθνής και ‘έριξε’ τον Πούσκας από την κορυφή. Στο τέλος της διαδρομής του ως ποδοσφαιριστής, ως ‘θρύλος του ασιατικού ποδοσφαίρου’ και ο πρώτος που ως διεθνής έφτασε τα 100 τέρματα, είχε 109 γκολ σε 149 συμμετοχές και έτσι έγινε ‘σελίδα’ στα Guinness World Records.

Για την ιστορία, στα κατά μέσο όρο τέρματα, ο Πούσκας είχε 0.99 ανά ματς. Καλύτερο από αυτό δεν έχει υπάρξει. Ειρήσθω εν παρόδω, το ‘έπιασε’ και ο Ιάπωνας Κουνισκίγκε Καμαμότο, Νο8 στη λίστα όλων των εποχών, με 75 γκολ σε 76 συμμετοχές. Σημειωτέον, ήταν ο πρώτος Ασιάτης που ‘έφτασε’ τα 50 τέρματα.

Aς επιτρέψουμε στον Νταεΐ.

Η αρχαία πόλη του βορειοδυτικού Ιράν που λέγεται Αρνταμπίλ (και είναι γνωστή για το εμπόριο μεταξιού και χαλιών) είναι η γενέτειρα του Αλί Νταεΐ, ο οποίος απασχολήθηκε κατ’ αρχάς με τις σπουδές, στον τομέα της μηχανικής επιστήμης υλικών (αφορά τη μελέτη, το σχεδιασμό και την ανακάλυψη νέων υλικών). Ενόσω σπούδαζε -σημείωσε πως πήρε πτυχίο και έκανε και μεταπτυχιακό-, στα 19 άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο στην ομάδα της γειτονιάς (Esteghlal Ardabil). Μετακόμισε στα 590 χιλιόμετρα μακριά, στην Τεχεράνη ως πτυχιούχος, για την Taxirani και ένα χρόνο μετά πήγε στην Bank Tejarat F.C, όπου άρχισε το χόμπι των γκολ. Σε τέσσερις σεζόν, αγωνίστηκε σε 75 ματς και σκόραρε 49 γκολ.

Το 1994 και αφού είχε εντυπωσιάσει με τις εμφανίσεις του στο Asian Cup που διεξήχθη στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Σκόραρε 8 γκολ, τα 4 στο 6-2 επί της Κορέας, με την ομάδα του να μένει εκτός τελικού από τη Σαουδική Αραβία, σε αγώνα που κρίθηκε στα πέναλτι. Μετά τον πήρε η Persepolis, που είναι μέχρι σήμερα η πιο δημοφιλής ομάδα της Ασίας, με διαδοχικά ρεκόρ προσέλευσης κοινού, ένα Asian Cup (1991) και 13 πρωταθλήματα. Έδωσε 23 γκολ σε 38 ματς και το 1996 έφυγε για το Κατάρ, όπου είχε 10 γκολ σε 16 παιχνίδια, πριν συνεχίσει τις μετακομίσεις.

Η επόμενη ήταν για την Ευρώπη, τη Γερμανία και την Αρμίνια Μπίλεφελν, στη σεζόν που οδηγούσε στο 1988 World Cup. Η Αρμίνια είχε μόλις επιστρέψει στη Bundesliga, ως δευτεραθλήτρια της δεύτερης κατηγορίας. Το ταξίδι το έκανε με τον συμπατριώτη του και επίσης, διεθνή Καρίμ Μπαγκέρι και σε 25 αγώνες στην κορυφαία γερμανική λίγκα, έβαλε 7 γκολ. Μόλις άλλαξε φανέλα και έβαλε αυτήν με το εθνόσημο για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου, με την Αυστραλία, ενώπιον 95.000 φιλάθλων στη Μελβούρνη έγινε αυτός που ανέλαβε την ανατροπή και την πρόκριση.

Στη Γαλλία το Ιράν δεν έκανε θραύση, αλλά ο πρωταγωνιστής μας ήταν ο λόγος του 2-1 επί των ΗΠΑ, που έφερε την Μπάγερν στην πόρτα του. Προφανώς και την άνοιξε (το buy out ήταν στα 2.810.000 ευρώ) και έγινε ο πρώτος Ασιάτης που έπαιξε ποτέ σε αγώνα του UEFA Champions League, στις 26/8 του 1998, όταν μπήκε ως αλλαγή (στο 65′), στο δεύτερο παιχνίδι του β’ γύρου με την Όμπιλιτς. Έγινε και ο πρώτος που σκόραρε. Όχι στο ίδιο ματς. Περίμενε.

Στην Μπάγερν αντιλήφθηκε γρήγορα πως τα πράγματα δεν ήταν εύκολα -το επίπεδο ήταν πολύ πιο υψηλό και εκείνος δεν κατάφερνε να βρει λεπτά συμμετοχής. Συν οι υποχρεώσεις του στην εθνική (που έμπαιναν στη μέση, με τον παίκτη να αφήνει τη Γερμανία, μεσούσης της περιόδου για να παίξει στους Πανασιατικούς Αγώνες -τουλάχιστον έβαλε άλλα εννέα γκολ στο ‘κοντέρ’ και ένα χρυσό μετάλλιο), είχε γενικά θέματα. Έγινε πρωταθλητής Γερμανίας, δεν πάτησε όμως, στο χορτάρι του Camp Nou στον τελικό του UEFA Champions League με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Η ‘γιατρειά στον άρρωστο’ ήταν η ανάδειξη του σε καλύτερη Ασιάτη παίκτη, της χρονιάς. Επειδή όπως σου είπα, δεν έβρισκε χώρο στην Μπάγερν πήγε στη Χέρτα (έδωσε 2.95 εκατομμύρια για να τον αποκτήσει), πριν το τέλος της σεζόν που βρήκε τους Βαυαρούς πρωταθλητές. Θα πεις, συμβαίνουν αυτά. Υγεία.

Στο πλαίσιο του πρώτου αγώνα του τρίτου προκριματικού γύρου της σεζόν 1999-2000 του UEFA Champions League (11/8), εμφανίστηκε στο ματς με την Ανόρθωση και άνοιξε το σκορ, στο 2ο λεπτό (το ματς έληξε 2-0). Στις 21/9 σκόραρε -με κεφαλιά- εναντίον της Τσέλσι και στις 28/9, εναντίον της Μίλαν, στο San Siro -με σουτ που έκανε με το αριστερό πόδι.

Μετά τα 7 γκολ σε 26 συμμετοχές με την Αρμίνια, είχε 6 σε 32 παιχνίδια με την Μπάγερν και στην πρώτη του σεζόν με τη Χέρτα μέτρησε άλλα 7, σε 44 παρουσίες. Στη δεύτερη (2000-01) τα έκανε πέντε (σε 32 ‘παρών’) και στην τρίτη δεν έβαλε γκολ σε 12 εμφανίσεις. Κάπου εκεί έκρινε πως θα ήταν χρήσιμο να ολοκληρώσει το ‘ευρωπαϊκό όνειρο’, γιατί επηρεαζόταν και η παρουσία του στην εθνική (το 2001 δεν ήταν μεταξύ των κορυφαίων σκόρερ, στα προκριματικά της Ασίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο, ενώ το 2000 είχε 20 γκολ σε 19 συμμετοχές).

Δεν γύρισε στη χώρα του. Πήγε στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, για την Al Shabab. Δεν άντεξε πάνω από μια σεζόν και γύρισε στην Τεχεράνη, για την Persepolis, όπου πάλι δεν έμεινε πολύ και για να μη στα πολυλογώ είπε το ‘αντίο’ το 2007, ως παίκτης της Saipa, όπου είχε πάει εννέα μήνες νωρίτερα. Στο μεσοδιάστημα χτύπησε με το κεφάλι του, αντίπαλο και τιμωρήθηκε με 4 αγώνες και 2000 δολάρια.

Στη Saipa άρχισε και το δεύτερο κεφάλαιο της καριέρας του, αυτό του προπονητή, χωρίς να ‘χει εγκαταλείψει το πρώτο. Ανέλαβε ως υπηρεσιακός, μετά την απόλυση του Βέρνερ Λοράντ τον Οκτώβρη του 2006 (στα προκριματικά με το Λάος έφτασε τα 100 γκολ και έως το τέλος του έτους είχε 109 -τα ‘έπιασε’ σε φιλικό με την Κόστα Ρίκα). Σύντομα έγινε μόνιμος. Μετά έγινε και πρωταθλητής, με την ομάδα να φτάνει έως του ‘8’ του ασιατικού Champions League, πριν φύγει για να αναλάβει την εθνική.

Τον Απρίλιο του 2008 είχε ανακοινώσει πως έχει αρχίσει να γράφει την αυτοβιογραφία του. Ενημέρωσε ότι ‘κάποια μυστικά θα τα κρατήσω κρυμμένα στην καρδιά μου, για πάντα’. Αυτό το βιβλίο δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Θα μπορούσε να πάει με την εθνική στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Γερμανίας, αλλά ήταν 36 και οι καλές εποχές του είχαν περάσει ανεπιστρεπτί, με τον κόσμο να λέει πως δεν είχε δικαίωμα να πιάσει’ θέση. Ο Φραντζ Μπεκενμπάουερ ήταν εκ των ελάχιστων που τον στήριξαν, όταν είπε “ο Αλί υπήρξε ένας από τους καλύτερους παίκτες που είχαμε στην Μπάγερν”.

Όταν τον έτρεψαν σε φυγή από το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, ανέλαβε μια πανεπιστημιακή ομάδα και περίμενε. Τι; Να του δώσουν δουλειά στην Persepolis, που έως το Δεκέμβριο του 2009 είχε προπονητή (Ζλάτο Κράντσαρ). Δεν πρόλαβε να φύγει από την πόλη ο Κροάτης, μετά την απόλυση του και είχε ήδη ανακοινωθεί ο Νταεΐ. Υπό τις οδηγίες του η ομάδα πήρε τίτλους που δεν είχε δει για 13 σεζόν. Τον Ιούλιο του 2011 πήγε στην Rah Ahan, όπου βοήθησε να επιστρέψει ο κόσμος στο γήπεδο (γιατί ήταν ο θρύλος), πριν απολυθεί το Μάιο του 2013.

Την ίδια μέρα επέστρεψε στην Persepolis, από όπου απολύθηκε το Σεπτέμβριο του 2014. Τον Ιούλιο του 2015 πήγε στην Saba Qom από όπου έφυγε πριν την έναρξη της σεζόν 2016-17, λόγω αβεβαιότητας στα οικονομικά του συλλόγου, ακολούθησε η Naft Tehran από την οποία έφυγε αφότου πήρε ένα κύπελλο και το Μάιο του 2017 ξαναπήγε στη Saipa.

To ξέσπασμα για τον CEO/τρομοκράτη

Όταν απολύθηκε, στις 2/5 του 2019 έγινε το μάλε βράσε. Κατηγόρησε τον CEO του συλλόγου, Μοστάφα Μονταμπέρ για πλαστοπροσωπία. Υποστήριξε πως το πραγματικό του όνομα ήταν Γκαφούρ Νταράτζι και ήταν Ιρανός τρομοκράτης, εμπλεκόμενος σε δολοφονίες διάσημων -μια ήταν αυτή του Αμπντουλραχμάν Γκασεμλού, Γενικού Γραμματέα του Δημοκρατικού Κόμματος του Ιρανικού Κουρδιστάν, το 1989. Είχε διατελέσει executive manager στην Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας του Ιράν, της ασφάλειας της εθνικής τηλεόρασης και αυτής του Κοινοβουλίου.

Δεν ξέρω κάποιον πραγματικό άνθρωπο που τον λένε Μοστάφα Μονταμπέρ. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, τον ήξερα ως Commander Γκαφούρ, όταν ήταν επικεφαλής της ασφάλειας της εθνικής ραδιοτηλεόρασης” είχε πει χαρακτηριστικά “μου έκανε εντύπωση όταν ξαναβρεθήκαμε -στο στούντιο της πιο δημοφιλούς αθλητικής εκπομπής- και μου είπε πως τον λένε Μονταμπέρ. Κάτι μου θύμιζε η φωνή του, ώσπου θυμήθηκα από πού τον ξέρω. Εύχομαι κάποιος από τους κυβερνητικούς να ήταν εδώ, να ρωτήσω πώς κάποιος μπορεί να αλλάξει όνομα”. Τον ρώτησαν γιατί δεν έκανε νωρίτερα την αποκάλυψη. Δεν απάντησε.

Πηγή: Contra

Pin It on Pinterest

Shares
Share This