Επιλογή Σελίδας

Του Λευτέρη Ελευθερίου

Σε σειρά, τέσσερις Ολυμπιακοί Αγώνες απέχουν 12 χρόνια. Η μέτρηση ισχύει από την έναρξη των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων και τη λήξη των τελευταίων. Εκτός πια κι αν τύχει κάποιος πόλεμος ή πανδημία, που η απόσταση μπορεί να είναι 13 χρόνια. Θεός φυλάξοι, αν είναι μεγαλύτερη.

Κάθε ένας από τους χρόνους, εκτός από τρεις, αυτούς των δεύτερων, των τρίτων και των τέταρτων Ολυμπιακών, έχει 365 μέρες. Πολλαπλασιάζοντας το 365 με το 12, δίνει 4.380 μέρες. Προσθέτεις και 3, που είναι η 29η Φεβρουαρίου των δίσεκτων. Βγάζει 4.383 μέρες. Για να νικήσει ένας αθλητής 4 φορές σε αυτό το χρονικό διάστημα, οι πιθανότητες είναι ελάχιστες. Συγκεκριμένα, 0,091%. Αυτό είναι το ποσοστό, ακόμα κι αν πρόκειται για 4 διαδοχικές μέρες. Δεν αυξάνεται αν μοιραστεί, αλλά μόνο αν η διαίρεση προσδιοριστεί για οργανισμούς που δεν έχουν αντανακλαστικά και δεν νιώθουν φόβο. Δηλαδή σε κάτι που ούτε καν προσομοιάζει στο ανθρώπινο είδος. Βεβαίως, η αδυναμία του ατελούς δεν γίνεται να προστεθεί στους αριθμούς ή να αφαιρεθεί. Κι αυτό φανερώνει τη δύναμη του άψογου, που περιέχεται στα μαθηματικά.

Ο πρώτος που το έκανε ποτέ ήταν ο Αμερικανός δισκοβόλος Αλ Έρτερ. Στην περίπτωσή του, το διάστημα ήταν λιγότερο, αλλά όχι κατά πολύ. Στις 27 Νοεμβρίου του 1956 πήρε το πρώτο χρυσό του, στη Μελβούρνη, στις 15 Οκτωβρίου 1968 το τέταρτο, στο Μεξικό. Αν αφαιρεθούν 43 μέρες, το νούμερο είναι 4.347 και η πιθανότητα νίκης… 0,091%. Ουσιαστικά, η αλλαγή αφορά στο 5ο δεκαδικό ψηφίο.

Σε αντίθεση με το μήκος και το κατόρθωμα του Καρλ Λιούις με τα 4 χρυσά, στη δισκοβολία είχε γίνει πριν από τον Αμερικανό και επαναλήφθηκε, να κερδίσει ένας ρίπτης διαδοχικά μετάλλια. Το έκανε ο επίσης Αμερικανός Μάρτιν Σέρινταν στο Σεντ Λούις και το Λονδίνο, το 1904 και το 1908 αντιστοίχως, το έκανε αργότερα ο Λιθουανός Βιργκίλιους Αλέκνα στο Σίδνεϊ το 2000 και στην Αθήνα το 2004. Διάβολε, το έκαναν και δύο αδέλφια! Ο Ρόμπερτ Χάρτινγκ το 2012 στο Λονδίνο και ο Κρίστιαν Χάρτινγκ το 2016 στο Ρίο. Αυτό το σενάριο πρέπει να συγκεντρώνει ακόμα λιγότερες πιθανότητες, ακόμα κι αν πρόκειται για δύο ανθρώπους, αντί για έναν. Πόσο εφικτό θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος ότι είναι να κατακτήσουν διαδοχικά ολυμπιακά μετάλλια δύο αθλητές που μεγάλωσαν στο ίδιο σπίτι;

Ο Αλ Έρτερ σε στιγμιότυπο του τελικού της δισκοβολίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες 1956 στο 'Μέλμπουρν Κρίκετ Γκράουντ', Μελβούρνη | Τρίτη 27 Νοεμβρίου 1956

Η ιστορία του Έρτερ στους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν είναι εκείνη ενός γεννημένου νικητή. Προκαταβολικά ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι αν έχεις νικήσει σε 4 διαφορετικές τέτοιες διοργανώσεις, τότε θα πρέπει να είσαι ο απόλυτος κυρίαρχος στο αγώνισμά σου. Αλλά ο από την 1η Οκτωβρίου του 2007, στα 71, μακαρίτης Νεοϋορκέζος δεν είχε σχέση με αυτό. Εκείνη την εποχή, βεβαίως, δεν γινόταν Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στίβου, ένας θεσμός που θεσπίστηκε το 1983, αρχής γενομένης από το Ελσίνκι, αλλά ο Έρτερ δεν είχε νικήσει στα αμερικανικά τράιαλ. Ούτε μία φορά.

Το βιογραφικό του περιέχει ακόμα ένα χρυσό μετάλλιο, το 1959 στους Αμερικανικούς Αγώνες του Σικάγου και πήρε κι ένα παράλογο ασημένιο ολυμπιακό μετάλλιο, όταν πια είχε σταματήσει, το 1980 στο Liberty Bell Classic, ένα τουρνουά που έγινε στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανία στη Φιλαδέλφεια και ήταν ένα μνημείο ναρκισσισμού, αφού οι Αμερικανοί το αποκάλεσαν Ολυμπιακούς Αγώνες του μποϊκοταρίσματος: ήταν μία διοργάνωση δύο ημερών, 16 και 17 Ιουλίου, που έγινε με συμμετέχοντες από χώρες που δεν θα πήγαιναν, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, στη Μόσχα για τη μεγάλη αθλητική διοργάνωση του καλοκαιριού, η οποία άρχισε δύο μέρες αργότερα.

Η ιστορία του είναι πολύ αμερικανική. Από εκείνες που δείχνουν τυχαία γεγονότα, τα οποία οδηγούν σε έναν ανεπανάληπτο θρίαμβο. Ένα μίγμα ντοκιμαντέρ και χολιγουντιανής υπερπαραγωγής, η οποία περιγράφει με την απαραίτητη γλυκύτητα την πορεία ενός νεαρού προς την επιτυχία. Ο Έρτερ δεν μπήκε στο στάδιο για να κάνει δίσκο. Όταν ξεκίνησε να ασχολείται με το στίβο, ήταν σπρίντερ. Ο δίσκος έπεσε κυριολεκτικά ουρανοκατέβατος στη ζωή του. Συγκεκριμένα, ο αστικός μύθος του Φλόραλ Παρκ στην Αστόρια τον φέρνει στο στάδιο του λυκείου Σιγουανχάνκα, στο οποίο είναι έτοιμος να τρέξει ένα κατοστάρι. Ένας δίσκος που φεύγει από το χέρι ενός μαθητή, τον χτυπάει στο πόδι. Ο Έρτερ πονάει, αλλά κυρίως είναι θυμωμένος. Πιάνει το δίσκο και παίρνοντας φόρα τον εκσφενδονίζει. Με βάση τη μυθολογία, που αφορά στη συγκεκριμένη στιγμή, ίπταται πάνω από τις κερκίδες και βγαίνει στον εξωτερικό χώρο. Ο προπονητής είναι εκστασιασμένος. Και, λογικά, ο 15χρονος, τότε, μαθητής βρίσκει ένα νέο ενδιαφέρον. Τη δισκοβολία.

Δεν αρχίζουν πάντα έτσι τα πράγματα. Είναι πάρα πολλοί πρωταθλητές που αναγκάζονται να κάνουν ό,τι είναι αυτό στο οποίο διαπρέπουν, διότι είναι εξαιρετικοί στο αντικείμενο. Και για τον Έρτερ η δισκοβολία δεν ήταν ο κεραυνοβόλος έρωτας. Δεν την είδε να έρχεται. Το θέμα του, προφανώς, ήταν ότι σε αυτό το κομμάτι θα είχε περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας. Η υποτροφία του στο Πανεπιστήμιο του Κάνσας, επειδή έγινε πολύ γρήγορα δισκοβόλος στο υψηλότερο επίπεδο και, μάλιστα, ακατέργαστος, πάει να πει με προοπτικές μεγάλης βελτίωσης, ήταν ο πρώτος κρίκος στην αλυσίδα. Οι δύο πρωτιές του στο NCAA, το 1957 και το 1958, ήρθαν μετά το πρώτο χρυσό σε Ολυμπιακούς Αγώνες.

Ως όψιμος σπουδαστής του αγωνίσματος, ο Αμερικανός δεν φάνταζε απειλητικός στους πρώτους Αγώνες που έγιναν στο νότιο ημισφαίριο. Οι Αμερικανοί ήταν κυρίαρχοι στο αγώνισμα, από την Αθήνα και έπειτα είχαν χάσει μόλις 3 φορές το χρυσό και δεν είχαν λείψει από τουλάχιστον ένα σκαλί του βάθρου. Είναι, πια, κοινωνικό πρόβλημα ότι για να βρεις τους τελευταίους ολυμπιονίκες που έχουν κατακτήσει μετάλλιο για λογαριασμό των ΗΠΑ στη δισκοβολία, πρέπει να πας στους Μακ Γουίλκινς και Τζον Πάουελ -και αυτό στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984 στο Λος Άντζελες, όταν έλειπε η συντριπτική πλειονότητα των ανατολικών, όλοι οι Σοβιετικοί και οι Ανατολικογερμανοί. Απουσίες σημαντικές, μια και στις υπόλοιπες διοργανώσεις το χρυσό πήγε 4 φορές στη Γερμανία, με τον Λαρς Ρίντελ και τους αδελφούς Χάρτινγκ γεννημένους στο Ζβικάου και το Κότμπους αντιστοίχως, αμφότερα ανατολικογερμανικά εδάφη, και 3 στη Λιθουανία.

Ο Έρτερ, λοιπόν, έκανε κάτι πολύ σημαντικό. Κι αν εξαιρεθούν το 1964 κι οι Αγώνες του Τόκιο, όπου ήταν όντως ο καλύτερος των δισκοβόλων της εποχής, ήταν αουτσάιντερ στις υπόλοιπες 3 διοργανώσεις:

Ο Αλ Έρτερ με το χρυσό στην απονομή μεταλλίων του τελικού της δισκοβολίας (δεξιά ο 'χάλκινος' Ντέσμοντ Κοχ, αριστερά ο 'αργυρός' Φόρτσιουν Γκόρντιεν) στους Ολυμπιακούς Αγώνες 1956 στο 'Μέλμπουρν Κρίκετ Γκράουντ', Μελβούρνη | Τρίτη 27 Νοεμβρίου 1956

Το 1956 ήταν 20 χρόνων και ο Φόρτσουν Γκόρντιεν, αντίπαλός του, είχε το παγκόσμιο ρεκόρ, με ρίψη στα 59,08μ. Ο Έρτερ έκανε 56,36μ. στην 1η προσπάθειά του, υπερκερνώντας το 54,75μ. του αντιπάλου του. Ήταν η πρώτη βολή που είχε απόσταση μικρότερη των 6 μέτρων από την καλύτερη του Γκόρντιεν και ατομικό ρεκόρ του με διαφορά 9 μέτρων από το προηγούμενο και αποτέλεσε ολυμπιακό ρεκόρ. Ο τελευταίος δεν τον έφτασε ποτέ. Αντιθέτως, αποχώρησε από τους στίβους για να γίνει ό,τι λέγεται escape artist. Από εκείνους που τους κλείνεις μέσα σε ένα κλουβί με τα χέρια δεμένα, μέσα σε στολή και με ένα σπαθί να κρέμεται από τρίχα του αλόγου πάνω από το κεφάλι τους, βρίσκουν τον τρόπο να δραπετεύσουν. Παρεμπιπτόντως, 3ος ήταν ο Ντέσμοντ Κοχ και αυτή ήταν η δεύτερη και προτελευταία φορά που οι Αμερικανοί έκαναν το 1-2-3 στο βάθρο.

Ένα χρόνο αργότερα, χτύπησε άσχημα σε αυτοκινητικό ατύχημα. Ήταν από εκείνα που οι κοντινοί σου λένε “μην ανησυχείς για το αμάξι, λαμαρίνες είναι, σημασία έχει ότι είσαι εσύ καλά”. Η πρώτη εκτίμηση, με τα τραύματα στην πλάτη και τους ώμους, ήταν ότι το σενάριο πρώιμης αποχώρησής του δεν ήταν αποκύημα φαντασίας. Ο Έρτερ είχε χρόνο μπροστά του για να αποθεραπευθεί και βρέθηκε σε μία κατάσταση που του επέτρεψε να προκριθεί στους Αγώνες της Ρώμης μέσω των αμερικανικών τράιαλ.

Στο Ολυμπιακό Στάδιο της ιταλικής πρωτεύουσας, το 1960, είχε να αντιμετωπίσει το συμπατριώτη του, Ρινκ Μπάμπα. Η απουσία του από τα στάδια έδιναν στο συνομήλικο ρίπτη ελαφρύ προβάδισμα. Ο Έρτερ έκανε νέο ολυμπιακό ρεκόρ στους προκριματικούς (58,43μ.), στη 2η ρίψη του, αλλά στον τελικό της 7ης Σεπτεμβρίου ο Μπάμπα τον έβαλε από κάτω στην 1η προσπάθεια, με 58,02μ. Ο Έρτερ δεν μπορούσε να το βρει με τίποτα. Ήταν κοντά στο συναθλητή του, αλλά δεν ήταν. Βλέποντάς τον να στραγγαλίζεται έπειτα από 4 προσπάθειες, ο Μπάμπα τον πλησίασε και του έδωσε μια δυο συμβουλές. Ο Έρτερ τις απορρόφησε σαν σφουγγάρι κι η 5η ρίψη ήταν στα 59,18μ., ολυμπιακό ρεκόρ, που του χάρισε το 2ο διαδοχικό χρυσό.

Ο Μπάμπα παράτησε το στίβο κι έγινε… ζωγράφος, ενώ αργότερα ο Έρτερ τον έχρισε πρεσβευτή του κινήματος ΑΟΤΟ που δημιούργησε, δηλαδή του Art of the Olympians, με ολυμπιονίκες και παραολυμπιονίκες να κηρύσσουν τα ολυμπιακά ιδεώδη. Το 2006 ίδρυσε το κίνημα κι η πρώτη επίδειξη έγινε με πίνακες και γλυπτά από 14 ολυμπιονίκες, μεταξύ των οποίων και ο Μπάμπα.

Στις 15 Οκτωβρίου του 1964, ο Έρτερ έμοιαζε φαβορί. Είχε κάνει εξαιρετική Ολυμπιάδα, δηλαδή έβγαλε έναν ολυμπιακό κύκλο χωρίς προβλήματα. Όμως, τον Αύγουστο εκείνου του έτους ο Τσεχοσλοβάκος Λούντβικ Ντάνεκ, που το όνομά του ακούγεται ακόμη, αφού δόθηκε σε ένα στάδιο στο Τουρνόφ της Τσεχίας, είχε κάνει παγκόσμιο ρεκόρ στην ίδια πόλη, επίδοση 64,55μ. Ο Ντάνεκ μπήκε, με 59,73μ., από την αρχή μπροστά στον αγώνα του Τόκιο. Ο Έρτερ είχε καλύτερη προσπάθεια τη 2η με 58,34μ. και ο Ντάνεκ στην 4η πέρασε το φράγμα των 60μ. κατά 52 εκατοστά. Ήταν η 5η βολή που καθόρισε το ‘χρυσό’ ολυμπιονίκη, με τον Έρτερ να κάνει 61,00μ. ακριβώς, που φυσικά δεν αποτελεί είδηση ότι ήταν ολυμπιακό ρεκόρ

Ακριβώς 4 χρόνια μετά, στο Μεξικό, η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική. Τα 68,40μ. που είχε ρίξει το δίσκο ο Τζέι Σιλβέστερ 27 μέρες πριν, σε μίτινγκ του Ρένο, ήταν δυσθεώρητη επίδοση. Ο Έρτερ ήταν στα 32 και υπήρχε κι ο Λόταρ Μίλντε, ο Ανατολικογερμανός, ο οποίος αργότερα άσκησε το επάγγελμα του ηλεκτρολόγου, έγινε μέλος της αθλητικής ομοσπονδίας DVfL της Ανατολικής Γερμανίας και φέρεται να πέρασε κάποιες νύχτες στα… κάτεργα, όταν αποκαλύφθηκαν, έπειτα απ’ την πτώση του Τείχους, κάποιες δυσάρεστες παραβάσεις. Εκείνη την εποχή όμως, παρ’ ότι δύο χρόνια μεγαλύτερος του Έρτερ, ο οποίος θεωρούταν όντως… τελειωμένος για τη δισκοβολία, ήταν σε εξαιρετική κατάσταση. Τα 63,08μ. στη 2η βολή του τον έβαλαν μπροστά από τον Χάρτμουντ Λος, που είχε πετάξει το δίσκο στα 62,12μ., ενώ ο Ντάνεκ πέρασε 2ος στην 3η βολή, με 62,92μ. Ο Έρτερ, ξανά, δεν τον άφησε να χαρεί πολύ. Τα 64,78μ. ήταν η κορυφαία επίδοση της καριέρας του ως τότε και αποτέλεσε, αν δεν το είχατε μαντέψει, ολυμπιακό ρεκόρ. Ήταν, πράγματι, ολυμπιονίκης, κάθε 4 χρόνια ένιωθε στο στοιχείο του.

Στεροειδή

Ένας αφορισμός αναφέρει ότι “κλασικό είναι ένα έργο που η μία φορά που το βλέπεις είναι υπεραρκετή και δεν θέλεις να το ξαναδείς. Προφανώς, οι επιδόσεις δεν έχουν τόσο πολλή πλάκα, αλλά για τον Έρτερ τα εκατοστά έφεραν αυτό το μνημειώδες κατόρθωμα, που ισοφάρισε ο Λιούις με το χρυσό στο μήκος στην Ατλάντα το 1996, και το έκανε και ο Μάικλ Φελπς στα 200μ. μεικτή ατομική στο Λονδίνο το 2012. Οι άλλοι δύο είναι ο Πολ Έλβστρομ από τη Δανία, με 4 διαδοχικά χρυσά στα Firefly/Finn στην ιστιοπλοΐα από το 1948 έως το 1960 κι η Γιαπωνέζα Καόρι Ίτσο στην ελεύθερη πάλη, που κέρδισε το χρυσό στην κατηγορία των 63κ. σε Αθήνα, Πεκίνο και Λονδίνο και των 58κ. στο Ρίο.

Θα ήσουν τρελός αν συνέχιζες ύστερα από 4η διοργάνωση, έτσι ο Έρτερ αποχώρισε για να… επιστρέψει ξανά το 1976. Το αγώνισμα είχε αλλάξει και ο ίδιος προσπάθησε να ακολουθήσει. Πήρε στεροειδή υπό ιατρική παρακολούθηση, για να ανακτήσει μυϊκό βάρος. Η διαδικασία κράτησε δύο μήνες. Έγινε ο χειρότερος εχθρός τους, όμως, όταν διαπίστωσε ότι ανέβασαν την πίεσή του και δεν έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η φωνή του ήταν εκείνη που επιτακτικά ζητούσε περισσότερους ελέγχους στο στίβο.

Η αθλητική ζωή του παρέμεινε ενδιαφέρουσα. Το 1980, στα 43, μπήκε στα αμερικανικά τράιαλ και προσπάθησε να προκριθεί στους Αγώνες της Μόσχας. Έμεινε 4ος, αλλά η ρίψη στα 69,46μ. ήταν η κορυφαία στην καριέρα του, σχεδόν 4 μέτρα πάνω από την αμέσως επόμενη, δηλαδή εκείνη που του χάρισε το τελευταίο χρυσό στο Μεξικό. Η ανάτασή του οφειλόταν στο γιατρό Γκίντεον Άριελ, έναν Ισραηλινό που ειδικευόταν στη βιομηχανική. Το 1983, στη ζωντανή τηλεοπτική εκπομπή ‘Future Sports’, έριξε βολή κοντά στα 75μ., φυσικά ανεπίσημη. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ήταν εκείνος που άναψε την ολυμπιακή φλόγα στο Λος Άντζελες.

Συνέχιζε να αθλείται, συνέχιζε να είναι κυρίαρχος. Νικούσε σε αγώνες βετεράνων, κάνοντας ηλικιακά παγκόσμια ρεκόρ τη δεκαετία του ’90. Προερχόμενος από γερμανική οικογένεια, θεωρούσε τα λαχανικά κάτι σαν εξωγήινο στη διατροφή. Από το 1985, όταν και παντρεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του, δεν ξανάφαγε κρέας. Δεν σταμάτησε να μιλάει, να δίνει εμπνευσμένες ομιλίες, να προσπαθεί να απομακρύνει τους αθλητές από το ντόπινγκ.

Ο 4 φορές ολυμπιονίκης στον δίσκο Αλ Έρτερ, με τη σύζυγό του, Κορίν, τις κόρες του Κριστιάνα (9) και Γκαμπριέλε (7) στο σπίτι τους στο Γουέστ Ίσλιπ του Λονγκ Άιλαντ, το 1986

Τα στεροειδή, μακρόχρονα, του στοίχισαν τη ζωή του. Στις αρχές του 2000, πριν πιάσει τα 70, διαγνώστηκε με την καρδιαγγειακή νόσο. Τον Μάρτιο του 2003 η κατάσταση χειροτέρεψε, με αποτέλεσμα να ανακηρυχθεί κλινικά νεκρός. Επανήλθε, αλλά η καρδιά του ήταν αδύναμη. Οι γιατροί τού πρότειναν να κάνει μεταμόσχευση.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν πια ήταν για τα καλά στη μέση ηλικία, παρ’ ότι αειθαλής, ο Έρτερ είχε πει ότι “βλέπω πολλούς ανθρώπους που φοβούνται τη θνησιμότητα. Έχω μια διάσταση αθανασίας κρυμμένη μέσα μου. Βγες έξω, διασκέδασε τη ζωή”. Όταν ήρθε η ώρα, η απάντηση που έδωσε στους γιατρούς ήταν παρόμοια: “Έζησα μια ενδιαφέρουσα ζωή και θα φύγω με ό,τι έχω”. Την 1η Οκτωβρίου του 2007 πέθανε στα 71, από καρδιακή προσβολή, στο Φορτ Μάιερς στη Φλόριντα. Λιγότερο από δύο χρόνια αργότερα, στις 7 Μαρτίου του 2009, εγκαινιάστηκε το ‘Al Oerter Recreation Center’, ένας πολυχώρος με το όνομα κάποιου που αγαπούσε πολύ και ουδέποτε παράτησε τον αθλητισμό.

Και που, βασικά, ειδικευόταν στο να πετάει πράγματα μακριά. Πολύ μακριά.

Πηγή: Contra

Pin It on Pinterest

Shares
Share This