Επιλογή Σελίδας

Του Βασίλη Σαμπράκου

Η περίοδος των γιορτών και της διακοπής σου δίνει πάντοτε την ευκαιρία να πάρεις μια σχετική απόσταση από τα γεγονότα της καθημερινότητάς σου και να τα επεξεργαστείς. Σε εμάς, τους αθλητικούς δημοσιογράφους, συμβαίνει να βγαίνουμε για λίγο από τη ρουτίνα της στενής παρακολούθησης των αγωνιστικών δρώμενων και να κουβεντιάζουμε πιο αποστασιοποιημένα στις κοινωνικές συναναστροφές. Κι όσο περισσότερο βγαίνεις από το κλειστό αθλητικό περιβάλλον τόσο περισσότερο πλησιάζεις τον μέσο ποδοσφαιρόφιλο, δηλαδή αυτόν που γνωρίζει λιγότερα, μελετά λιγότερο και αντιλαμβάνεται πιο απλά την εξέλιξη των γεγονότων, δίχως να χάνεται στις λεπτομέρειες. 

Η εισαγωγή είναι απαραίτητη διότι λειτουργεί ως βάση στον συλλογισμό σχετικά με την εξέλιξη του τρέχοντος πρωταθλήματος της Superleague. Οι επαγγελματίες παρατηρητές συμφωνούσαμε καιρό τώρα στην εκτίμηση ότι η φετινή είναι ακόμη μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία για το ελληνικό ποδόσφαιρο σε σχέση με την προοπτική του να ξαναμπεί στις κορυφαίες επιλογές της ψυχαγωγικής λίστας του Ελληνα. Χρόνο με τον χρόνο που διαπιστώναμε ότι το ελληνικό πρωτάθλημα ενδιαφέρει όλο και λιγότερο τον μέσο Ελληνα με συνέπεια να χάνει σε απήχηση και μάλιστα με ποσοστά εγκατάλειψης που τρομάζουν, όλοι εμείς ποντάραμε στην εποχή που το πρωτάθλημα θα μοιάζει πιο αξιόπιστο, πιο “καθαρό”, που θα πείθει λίγο παραπάνω ότι επηρεάζεται λιγότερο από την διαφθορά. Και τώρα, που βλέπουμε να εξελίσσεται ένα, φαινομενικά, ελαφρώς καλύτερης ποιότητας και μεγαλύτερης καθαρότητας πρωτάθλημα, αυτό είχε κριθεί προτού κάνουμε Χριστούγεννα. Στην πραγματικότητα το φετινό πρωτάθλημα προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη φθορά στο ποδόσφαιρο, σε σχέση με την απήχηση του πρωταθλήματος, συγκριτικά με τα προηγούμενα. Διότι στην αρχή του έπεισε αρκετούς που είχαν αποστασιοποιηθεί να μειώσουν την απόσταση και να επιστρέψουν, είτε ως τηλεθεατές είτε ως θεατές, στα παιχνίδια του. Κι ήταν κυρίως οι οπαδοί των μεγάλων ομάδων πλην Ολυμπιακού αυτοί που επαναπατρίστηκαν ποδοσφαιρικά με την προσδοκία ότι θα δουν πιο ανταγωνιστικό πρωτάθλημα και την ομάδα τους να πρωταγωνιστεί. Δεν χρειάστηκε να περάσουν παρά μόνο δύο – τρεις μήνες για να διαψευστούν απολύτως οι προσδοκίες και φυσικά να αραιώσουν ή και να διακόψουν την “παρουσία” τους όσοι είχαν επιστρέψει ως θεατές σε αυτό το πρωτάθλημα. Κι αυτή είναι μια ήττα. Και των συλλόγων, αλλά και του πρωταθλήματος και, κατά συνέπεια, του ελληνικού ποδοσφαίρου. Διότι βγαίνει πάλι από την καθημερινότητα του μέσου Ελληνα προτού καλά καλά επιστρέψει.

Αφήνω έξω από το κείμενο τις συζητήσεις καφενειακού επιπέδου. Φυσικά και δεν δημιουργεί κανέναν νέο κανόνα και κανένα νέο αξίωμα το φετινό πρωτάθλημα. Ούτε αποδεικνύει ότι όλα τα προηγούμενα ήταν βρώμικα ούτε ότι ήταν καθαρά. Αν κάτι αποδεικνύει, στη συζήτηση αυτού του επιπέδου, είναι ότι σε συνθήκες που πλησιάζουν το “50-50” τη διαφορά την κάνουν τα χρήματα και η οργάνωση, το σχέδιο και η ορθόδοξη λειτουργία. 

Ο Ολυμπιακός καθαρίζει αυτό το πρωτάθλημα επειδή έχει ακριβότερο ρόστερ και, κατά συνέπεια, ποιοτικότερους ποδοσφαιριστές, επειδή έχει ακόμη ποδοσφαιριστές με ποιότητα και προσωπικότητα για να αποφασίζουν τον νικητή σε αγώνες, επειδή στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος. Ολοι οι υπόλοιποι του έκαναν την χάρη να του καλύψουν ή έστω να του μασκαρέψουν την λάθος επιλογή στην διαδοχή του Μάρκο Σίλβα και να τον βοηθήσουν να ξεπεράσει πολύ ομαλά το σοκ του αποκλεισμού από το Champions League. Και φυσικά δεν τον προκαλούν, δεν τον “βοηθούν” να γίνει καλύτερος, αφού του επιτρέπουν να τη βγάλει καθαρή, στον βαθμό του δυνατού, σε μια σεζόν που έχει κάνει τα περισσότερα λάθη από ποτέ στην σύγχρονη εποχή του στον τρόπο που έχτισε την φετινή έκδοσή του. Στην πραγματικότητα ο ίδιος ο Ολυμπιακός είναι πιο σκληρός στην αυτοκριτική του συγκριτικά με την κριτική που (δεν) καταφέρνουν να του κάνουν όλοι οι άλλοι, επειδή είναι χειρότεροι.

Για να προσπεράσεις τον Ολυμπιακό, μια ομάδα που έχει την βάση, την νοοτροπία, τον αέρα, το χρήμα και την επιρροή του μόνιμου πρωταθλητή χρειάζεσαι υπερβάσεις, ή τουλάχιστον κανονική λειτουργία και ορθόδοξες επιλογές. Κανένας εκ των διεκδικητών δεν κατάφερε να οδηγήσει εαυτόν σε υπερβάσεις, αλλά δεν είναι αυτό το χειρότερο. Το χειρότερο είναι ότι οι δύο εκ των τριών δεν είχαν ορθόδοξο σχέδιο, και ο ένας που είχε το βάσισε σε λάθος άνθρωπο. Δηλαδή δεν κατάφεραν να κάνουν σωστά ούτε τα βασικά.

Ο Παναθηναϊκός είχε σχέδιο. Αυτό όμως, το σχέδιο, ήταν στο μυαλό ενός. Κι αυτός ο ένας αποδείχθηκε αναποτελεσματικός. Ο Αλαφούζος πίστεψε τον Αντρέα Στραματσόνι, στήριξε το σχέδιό του και αυτό απέτυχε παταγωδώς. Θεωρητικώς όμως η στρατηγική επιλογή ήταν λογική. Εχασε επειδή υπηρετήθηκε από έναν που αποδείχθηκε αναποτελεσματικός κι επειδή αυτός που τον έκρινε, το αφεντικό, δεν είχε ούτε τη γνώση ούτε τα στελέχη για να προλάβουν την επιλογή του προσώπου ή τουλάχιστον να προλάβουν τη ζημιά στην αρχή της. 

Η ΑΕΚ δεν είχε σχέδιο. Εφτιαξε ένα ρόστερ δίχως στρατηγική, άλλαξε τεχνικό διευθυντή, διάλεξε έναν προπονητή στην τύχη, δίχως σχέδιο, τον απέλυσε όταν κατάλαβε το λάθος της, προσέλαβε έναν άλλο και πάλι στην τύχη, και τώρα, Ιανουάριο μήνα, έχει αποτύχει πλήρως, διότι ούτε τίτλο διεκδικεί, ούτε αγωνιστικό σχέδιο εξελίσσει, ούτε ποδοσφαιριστές αναδεικνύει, ούτε προοπτική για να φτιάξει μια καλή ομάδα δημιουργεί. 

Ο ΠΑΟΚ είχε προπονητή, και, υπό κανονικές συνθήκες, το γεγονός ότι συνέχισε με έναν τεχνικό που γνώριζε την ομάδα θα έπρεπε να τον έχει βοηθήσει πολύ στο χτίσιμο της νέας έκδοσης. Για κακή του τύχη όμως ο ΠΑΟΚ δεν έχει, στην κεφαλή, ούτε γνώση, ούτε στελέχη με γνώση. Εχει μεγαλομέτοχο που δεν ξέρει, έχει τεχνικό διευθυντή έναν πρώην διαιτητή, δεν έχει στρατηγικό σχέδιο που υποστηρίζεται με συνέπεια και επιμονή. Υπό αυτές τις συνθήκες θα μπορούσε να αλλάξει επίπεδο μόνο από τύχη, κατά τύχη. Και δεν είχε τύχη. Οσο ο Σαββίδης δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία της επιλογής να αφήσει τα κλειδιά, τις εξουσίες και τις ευθύνες σε έναν διευθυντή με γνώση για καιρό, και να περιορίσει τον εαυτό του και τον γιο του σε ρόλο υποστηρικτών της ομάδας, δεν θα βγάλει άκρη. 

Στη στιγμή που συζητάμε, στο ταμπλό της πρώτης 5αδας είναι πλασαρισμένες τρεις ομάδες με πολύ μικρότερο μπάτζετ από αυτό που έχουν ο Παναθηναϊκός, ο ΠΑΟΚ και η ΑΕΚ. Κι αυτό είναι ίσως ο μόνος λόγος για αισιοδοξεί ο παρατηρητής ότι η αγορά του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου θα παραδειγματιστεί και θα βάλει κάποτε μυαλό. Η Ξάνθη και ο ΠΑΣ έχουν εμπιστευθεί για καιρό έναν κανονικό προπονητή, ο οποίος συνεργάζεται με έναν τεχνικό διευθυντή. Συναρμολόγησαν ρόστερ με βάση τις ανάγκες του προπονητή και τη συνεννόηση του τεχνικού διευθυντή, και έδωσαν συνέχεια στα περσινά σχέδιά τους, με συνέπεια να έχουν συνέχεια σαν ομάδες και να ωριμάζουν, να έχουν συνοχή, βελτιωμένη ομαδική τεχνική, βελτιωμένη ομαδική λειτουργία. Περίπου το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για τον Πανιώνιο, ο οποίος άλλαξε προπονητή αλλά δεν άλλαξε αγωνιστική φιλοσοφία, δεν ξεπάτωσε το ρόστερ του, και πάτησε στη δουλειά του προηγούμενου. Φυσιολογικά πράγματα. Ποδοσφαιρικά.

Συμβαίνει και αλλού, και μάλιστα ακόμη και στην … προχωρημένη, ποδοσφαιρικά, Ευρώπη να μοιάζει το πρωτάθλημα ότι έχει κριθεί, σε σχέση με τον τίτλο, ακόμη και αν εκεί η διαφορά του πρώτου από τον δεύτερο είναι πολύ μικρότερη από αυτή που έχει ο Ολυμπιακός από τους δεύτερους. Δεν συμβαίνει όμως να παύουν οι ποδοσφαιρόφιλοι να παρακολουθούν το πρωτάθλημα. Διότι στην Ιταλία ο οπαδός της Νάπολι, της Ρόμα, ακόμη και της Μίλαν βλέπει ένα σχέδιο να υπάρχει και να εξελίσσεται. Κι είναι αυτή η πρόοδος που τον τρέφει και του δίνει κουράγιο, του καλλιεργεί ή του συντηρεί την προσδοκία ότι στο μέλλον θα δει καλύτερα πράγματα από την ομάδα του, και ότι θα δει την μονοτονία της κυριαρχίας της Γιουβέντους να σπάει. Ολα αυτά τον ψήνουν, του δίνουν κουράγιο και λόγους να θέλει να είναι κοντά, να συμμετέχει. Το ίδιο, με αντίστοιχα παραδείγματα συλλόγων που βρίσκονται στην σκιά της πρωτοπόρου, θα συναντήσει κανείς στην Γερμανία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Πορτογαλία. Αυτό που σήμερα απογοητεύει την ποδοσφαιρική ελληνική κοινωνία δεν είναι η καθαρότητα του πρωταθλήματος, για την οποία έτσι κι αλλιώς δύσκολα θα πάψει να αμφιβάλλει. Είναι κυρίως η έλλειψη προοπτικής. Είναι που δεν υπάρχει όραμα. Είναι που δεν ψήνεται κανείς, ούτε καν οι οπαδοί του πρωτοπόρου, ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες. Είναι που κανείς δεν φεύγει από το γήπεδο γεμάτος από την ποιότητα του ποδοσφαίρου και από την ψυχαγωγία που του προσέφερε αυτή η επίσκεψη στο γήπεδο. 

Στην εποχή της ΠΔΕ της FIFA στην ΕΠΟ σιγά σιγά η κουβέντα φεύγει από την διαιτησία. Τουλάχιστον ως στιγμής. Κι ευτυχώς η κουβέντα επιστρέφει λίγο στο ποδόσφαιρο, στο πραγματικό ποδόσφαιρο. Στο κέντρο του κάδρου έρχεται ο τρόπος που λειτουργούν οι σύλλογοι. Κι αυτός είναι ο δεύτερος, και πιο ουσιαστικός λόγος για να αισιοδοξεί κανείς. Διότι η πλειονότητα των οπαδών των συλλόγων αρχίζει να αντιλαμβάνεται την έλλειψη σχεδίου, να βλέπει τα λάθη, να αλλάζει νοοτροπία. Διότι εκτός των άλλων, ο μέσος Ελληνας παρακολουθεί σήμερα περισσότερο και πιο στενά από ποτέ τα μεγάλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα. Εχει παραστάσεις, έχει να κρίνει και να συγκρίνει. Κι όλα αυτά δεν αποκλείεται να δημιουργήσουν ένα ρεύμα σχετικό με την ανάγκη του ελληνικού ποδοσφαίρου να λειτουργήσει επιτέλους με σχέδιο και όχι με αποφάσεις της στιγμής που λαμβάνονται στο πόδι από ανθρώπους που δεν έχουν ούτε τη γνώση, ούτε το βιογραφικό, ούτε την δοκιμασμένη εμπειρία που να πείθει για την ορθότητα των επιλογών τους. Γι’ αυτό και δεν αποκλείεται να αποδειχθεί στο μέλλον ότι το φετινό πρωτάθλημα ήταν ένα απαιτούμενο βήμα για φτάσει το ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο στην εποχή της κανονικότητας.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This