Επιλογή Σελίδας

Του Τάσου Κωνσταντινίδη

Οι στυλιστικές επιλογές των προπονητών σε υψηλό επίπεδο κινούνται μεταξύ αθλητικής φόρμας τύπου Γιούργκεν Κλοπ, κάζουαλ τύπου Πεπ Γκουαρδιόλα και ιταλικής φινέτσας τύπου Κάρλο Αντσελότι. Αυτές οι κατηγορίες μονοπωλούν στο συγκεκριμένο -προφανώς μικρής, έως και μηδαμινής σημασίας- θέμα στα ευρωπαϊκά γήπεδα.

Εξ ου και ο λόγος που ο Μαρσέλο Γκαγιάρδο κατάφερε να ξεχωρίσει πριν καν καθίσει στον πάγκο της μεγάλης αγάπης του, της Ρίβερ Πλέιτ. Ο Αργεντινός προσλήφθηκε στη θέση του προπονητή της ομάδας το καλοκαίρι του 2014 και εμφανίστηκε στην παρουσίαση σαν να είχε προγραμματίσει το ραντεβού με τη Ρίβερ απόγευμα Σαββάτου, έχοντας κατά νου ότι αμέσως μετά τον περίμεναν οι συμφοιτητές στο απέναντι μπαρ για την καθιερωμένη εβδομαδιαία έξοδο.

Τζιν και ζακέτα συμμορφωμένα με τους άγραφους κανόνες της μόδας, και φυσικά το “μουνιέκο” (σ.σ. πρόσωπο μωρού), όπως το χαρακτηρίζουν οι Αργεντινοί, που τον συνοδεύει σε όλη του τη ζωή. Η εικόνα θύμιζε περισσότερο νεαρό ποδοσφαιριστή που υπογράφει πρώτο επαγγελματικό συμβόλαιο, παρά προπονητή με στοιχειώδη εμπειρία.

Οι πρώτες κατ’ ιδίαν επαφές φανέρωσαν κάτι εκ διαμέτρου αντίθετο. Έναν τύπο ώριμο, ήπιο, συμπαθή, ανάλαφρο και με αυτοπεποίθηση που ξεχείλιζε. Τόσο που έκανε και τους γύρω του να αισθάνονται σίγουροι ότι θα πετύχει. Γνωρίζοντάς τον καλύτερα και κατανοώντας την ιδιοσυγκρασία του, όλοι άρχισαν να κάνουν λόγο για έναν άνθρωπο με τεράστια πίστη στις ιδέες του, που το ύφος του και οι παρατηρήσεις του χαρακτηρίζονται από μια μικρή δόση αλαζονείας, όπως πολλές φορές συμβαίνει με τέτοιου είδους προσωπικότητες.

Έχει παραδεχθεί ότι μέχρι τα εννέα χρόνια του δεν τον ενδιέφερε ούτε στο ελάχιστο το ποδόσφαιρο. Μάλιστα, τα είχε παρατήσει λίγες ημέρες αφότου γράφτηκε σε τοπική ακαδημία, στην ηλικία των επτά. Αργότερα επανήλθε στο άθλημα, απόφαση σοφή αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος, καθώς το ταλέντο του αποδείχθηκε τόσο μεγάλο ώστε να εισχωρήσει (κι εκείνος) στη λίστα με τους “νέους Μαραντόνα”.

Σαφώς και δεν έφτασε σε τέτοια επίπεδα, όμως διένυσε μια σπουδαία καριέρα, αγωνιζόμενος κυρίως σε Ρίβερ Πλέιτ και Μονακό, αλλά και σε Παρί Σεν Ζερμέν, DC Γιουνάιτεντ και Νασιονάλ ντε Μοντεβιδέο. Εκτός της -αδιαμφισβήτητα σπάνιας- τεχνικής κατάρτισης, ξεχώριζε λόγω της επινοητικότητας και της αντίληψης, αφού είχε τη δυνατότητα να προβλέπει καταστάσεις πάνω στο χορτάρι. Το τελευταίο στοιχείο, άλλωστε, ήταν εκείνο που υποδήλωνε πως το σημάδι που θα άφηνε στο άθλημα δεν θα παρέμενε στα πεπραγμένα του εντός των τεσσάρων γραμμών.

ΜΙΚΡΗ, ΑΛΛΑ ΛΑΜΠΡΗ ΠΡΟΠΟΝΗΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ

Η πρώτη φορά που κάθισε σε πάγκο ομάδας δεν ήταν στης Ρίβερ Πλέιτ, αλλά στης Νασιονάλ ντε Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης, την οποία -στη μοναδική σεζόν που βρέθηκε εκεί- οδήγησε στην κατάκτηση του πρωταθλήματος. Εν συνεχεία έμεινε δύο χρόνια χωρίς ομάδα, για να προσεγγιστεί τον Μάιο του 2014 από τη Ρίβερ Πλέιτ, που τα είχε μόλις “σπάσει” με τον κορυφαίο προπονητή της ιστορίας της, τον Ραμόν Ντίαζ. Αποτελεί πάγια τακτική του συλλόγου του Μπουένος Άιρες να στρέφεται σε δικά του παιδιά και η πρόσληψη του Γκαγιάρδο εντασσόταν σε αυτό το πλαίσιο. Στην πρώτη συνέντευξη Τύπου είπε πολλά. Την προσοχή όλων τράβηξε το “γεννήθηκα για να αναλαμβάνω μεγάλες προκλήσεις”.

Κοιτώντας επιφανειακά τα επιτεύγματά του κατά το διάστημα των δυόμιση ετών που βρίσκεται εκεί, ακόμη και το πιο αδαές ποδοσφαιρικό μάτι μπορεί να παρατηρήσει ότι ο Γκαγιάρδο έχει εκπληρώσει όλες τις… κλασικές προϋποθέσεις για να θεωρηθεί μεγάλος προπονητής. Κατέκτησε πολλούς τίτλους (1 Copa Sudamericana, 1 Copa Libertadores, 1 Supercopa Euroamericana, 1 Copa Argentina, 2 Recopa Sudamericana), με ένα υλικό ποιοτικό μεν, όχι κάτι το πολύ ιδιαίτερο δε, ενώ εξέλιξε ακόμη περισσότερους νεαρούς και τους πούλησε σε μεγάλα ευρωπαϊκά κλαμπ, βοηθώντας καθοριστικά την ομάδα του να αναβαθμίσει το οικονομικό επίπεδό της.

Οι πιο σημαντικοί παίκτες που έχει χάσει είναι ο Ματίας Κρανεβίτερ έναντι 8.000.000 ευρώ στην Ατλέτικο Μαδρίτης, ο Χιοβάνι Σιμεόνε με 5.100.000 στη Τζένοα, ο Εμάνουελ Μαμάνα με 7.500.000 στη Λιόν, ο Μάνουελ Λαντσίνι με 7.500.000 στην Αλ Τζαζίρα, ο Φούνες Μόρι με 12.900.000 στην Έβερτον, ο Γκαμπριέλ Μερκάδο με 2.200.000 στη Σεβίλλη, ο Έντερ Μπαλάντα με 3.500.000 στη Βασιλεία και ο Τεόφιλο Γκουτιέρες με 3.400.000 στη Σπόρτινγκ Λισαβόνας.

Πέραν των παραπάνω όμως, μια διεξοδικότερη ματιά στη δουλειά του δείχνει ότι πρόκειται για έναν τεχνικό ο οποίος μισεί τον ποδοσφαιρικό πραγματισμό. Ζητά η ομάδα του να έχει ρόλο πρωτοβουλίας και να εξελίσσει ένα στιλ παιχνιδιού με μακρόπνοη προοπτική, έστω κι αν χρειαστεί να θυσιάσει πολλά αποτελέσματα για να εκπληρώσει αυτό το στόχο. Η τελειομανία του θυμίζει έντονα τον Πεπ Γκουαρδιόλα, τον οποίο θαυμάζει όσο και τον Μαρσέλο Μπιέλσα, με τον τελευταίο μάλιστα να έχει υπάρξει προπονητής του στην εθνική Αργεντινής.

Χρησιμοποιεί διαφορετικά σχήματα, με κυρίαρχα το 4-3-1-2, το 4-2-3-1 και εσχάτως το 4-2-2-2. Αναφορικά με την ικανότητά του, πολλοί θεωρούν χαρακτηριστική την αγωνιστική συμπεριφορά της ομάδας του στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου Συλλόγων το 2015, όταν με ένα τακτικό σχέδιο αποκλειστικά δουλεμένο για το συγκεκριμένο ματς, επιχείρησε να ανακόψει τη φόρα της Μπαρτσελόνα. Και παρότι το τέλος τον βρήκε ηττημένο με 3-0, υπήρξε κοινή παραδοχή πως η διαφορά ποιότητας ανάμεσα στις δύο ομάδες ήταν ο μοναδικός λόγος που οι “μπλαουγκράνα” χαμογέλασαν εκείνη τη μέρα.

Ακολουθώντας το παράδειγμα αρκετών μεγάλων προπονητών, ζητά από όλους τους παίκτες του να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη, ξεκινώντας το λεγόμενο build-up από τον τερματοφύλακα και τους κεντρικούς αμυντικούς. Παράλληλα, επιθυμεί πίεση ψηλά όχι μόνο για να δυσκολέψει την κυκλοφορία του αντιπάλου, αλλά και γιατί θέλει η ομάδα του να κλέβει την μπάλα στο επιθετικό μισό της. Θεωρεί πως η άμυνα συνδέεται άμεσα με την επίθεση. Όπως για τον Γκουαρδιόλα, έτσι και για τον Γκαγιάρδο, μια ομάδα αμύνεται ανοργάνωτα, επειδή επιτίθεται ανοργάνωτα. Και το αντίστροφο.

Η ΚΙΝΗΣΗ – ΜΑΤ ΣΤΟ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ

Ο Γκαγιάρδο ήταν ο πρώτος που αποπειράθηκε να συνδυάσει ποδόσφαιρο και επιστήμη σε ένα πρωτόγνωρο επίπεδο για τα δεδομένα της Αργεντινής. Πριν καν ξεκινήσει να ασχολείται με την προπονητική, είχε φροντίσει να κατανοήσει την επίδραση που δύναται να έχει η επιστήμη στο σύγχρονο αθλητισμό και ήξερε πως το να την εισάγει στο ποδόσφαιρο της χώρας του θα τον έκανε να ξεχωρίσει. Πρόκειται για την πρωτοβουλία του να προσλάβει ειδικό στη νευροεπιστήμη.

Ο λόγος για την Σάντρα Ρόσι, η οποία πέραν του πρωτοποριακού ρόλου της και του γεγονότος ότι υποστήριζε από μικρή τη Ρίβερ, αποτέλεσε και την πρώτη γυναίκα σε τεχνικό επιτελείο ποδοσφαιρικής ομάδας της Νοτίου Αμερικής! Είχε υπάρξει στέλεχος έτερων μεγάλων αθλητικών ομάδων, αλλά ποτέ ποδοσφαιρικών. Κάποιοι δεν κατανόησαν την πρόσληψή της, άλλοι δεν ασχολήθηκαν καν. Όπως συμβαίνει πάντα με τέτοιους είδους προσθήκες, δεν έλαβε παρά ελάχιστη προβολή από τον περίγυρο της ομάδας.

Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε ότι ο στόχος της νευροεπιστήμης που εφαρμόζει η Ρόσι είναι να εκπαιδεύει τον εγκέφαλο και κατ’ επέκταση το υποσυνείδητο των ποδοσφαιριστών. Πιο απλοϊκά, ότι “καθαρίζει” το νου, ότι συνδέει καλύτερα μυαλό και σώμα. Σε ότι αφορά το αγωνιστικό κομμάτι, οι ασκήσεις βασίζονται πάνω στην ανίχνευση και στην ενδελεχή παρατήρηση. Με τον καιρό, οι εκπαιδευόμενοι αποκτούν ταχύτερη απόκριση σε ορισμένα ερεθίσματα, βελτιώνοντας τις αποφάσεις τους με την μπάλα και την αντίληψη του να κινηθούν στον κατάλληλο χώρο και χρόνο δίχως αυτήν.

Το άλλο μισό της δουλειάς της αφορά το ψυχολογικό σκέλος, καθώς παρέχει στους παίκτες τη δυνατότητα να διαχειριστούν την ασταμάτητη πίεση που δέχονται. Ταυτόχρονα, ο προπονητής γνωρίζει την ψυχοσύνθεση του καθενός και η επίδραση που έχει όλο αυτό στην ομαδική απόδοση είναι εντυπωσιακή. Η Ρόσι είχε τονίσει χαρακτηριστικά στην “Guardian”:“Μόνο όταν είσαι στο εσωτερικό συνειδητοποιείς πόσο μεγάλη πίεση δέχονται οι παίκτες, ακόμη και σε τόσο νεαρή ηλικία. Πολλοί από εμάς σε αυτήν την ηλικία κοιτάμε να ξεκινήσουμε τις σπουδές μας, ή να πιάσουμε δουλειά. Η ποσότητα της πίεσης που λαμβάνουν οι παίκτες κάθε μέρα είναι απίστευτη”.

Λαμβάνοντας υπόψη την επαγγελματική χημεία που έχουν αναπτύξει ο Γκαγιάρδο και η Ρόσι, η λογική λέει πως όποια ευρωπαϊκή ομάδα επιλέξει τον πρώτο, θα πάρει… πακέτο και τη δεύτερη.

ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΡΥΦΑΙΩΝ ΑΡΓΕΝΤΙΝΩΝ

Οι Ντιέγκο Σιμεόνε (Ατλέτικο Μαδρίτης), Μαουρίσιο Ποτσετίνο (Τότεναμ), Μαρσέλο Μπιέλσα (σύντομα στη Λιλ), Χόρχε Σαμπαόλι (Σεβίλλη), Εντουάρντο Μπερίσο (Θέλτα) και Μαουρίσιο Πελεγκρίνο (Αλαβές) λάμπουν και ανεβάζουν σταδιακά τις μετοχές τους στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Ο Τύπος της Αργεντινής δηλώνει σίγουρος πως ο Μαρσέλο Γκαγιάρδο είναι ο επόμενος που θα βαδίσει σε αυτό το μονοπάτι. Ο δημοσιογράφος Ατίλιο Κόστα τον είχε αποκαλέσει Ναπολέων κατά τη διάρκεια της μετάδοσης του δεύτερου προημιτελικού του Copa Libertadores απέναντι στην Κρουζέιρο το 2015, προσωνύμιο το οποίο καθιερώθηκε και υποδηλώνει τη δυναμική που έχει αποκτήσει στο αργεντίνικο κοινό.

Όπως έχει επιβεβαιωθεί δια επισήμου στόματος, τον ερχόμενο Δεκέμβριο θα αποχαιρετήσει τη Ρίβερ Πλέιτ και θα είναι ελεύθερος να “εξαργυρώσει” τις μετοχές του σε μια ευρωπαϊκή ομάδα. Η Ατλέτικο Μαδρίτης τον έχει στην κορυφή της λίστας για τη μετά – Σιμεόνε εποχή, η οποία αναμένεται να κλείσει το καλοκαίρι του 2018, παρότι η τακτική ιδεολογία των δύο προπονητών διαφέρει σε αρκετά σημεία. Γενικότερα, έχει εξαιρετικό όνομα στην ισπανική αγορά, τη στιγμή που οι άλλοι πιθανοί προορισμοί του είναι η Ιταλία και η Γαλλία. Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα έρθει για να αναλάβει ένα μεγάλο “καράβι”. Έχει ήδη αποδείξει ότι είναι υπερβολικά καλός για να κάνει κάτι λιγότερο.

Το πρωτοσέλιδο ενός ένθετου περιοδικού προς τιμήν του Γκαγιάρδο από την “Ole”:

Πηγή: Sport 24

Pin It on Pinterest

Shares
Share This