Επιλογή Σελίδας

Του Αλέξη Σπυρόπουλου

Ο Ολυμπιακός, είπε ο Μαρινάκης, «τα τελευταία εφτά χρόνια» είναι δυνατός κ.λπ. Τα τελευταία εφτά χρόνια. Ηχησε, κτητικό. Όχι ο Ολυμπιακός, αορίστως. Ο δικός μου Ολυμπιακός, συγκεκριμένα. Ο Ολυμπιακός, των εφτά ετών. Ιδιοκτησιακό. Μία κόκκινη γραμμή. Το χωράφι μου, είναι από δω (2010) και μετά. Το είπε, εκ προμελέτης.Ακριβώς έτσι όπως (ο Βαγγέλης Μαρινάκης) στόχευε να ηχήσει στ’ αυτιά του Σωκράτη Κόκκαλη.

Ενώ, στην πραγματικότητα, ο (ας τον πούμε) σύγχρονος Ολυμπιακός δεν είναι 7 ετών, είναι 21. Κι έχει πάρει τα 19, στα 21, πρωταθλήματα. Εάν κανείς ακούσει για μια χώρα στην οποία ο πρωταθλητής είναι ο ίδιος 19 φορές στις 21, η σκέψη θα πήγαινε είτε σε καμιά Ανατολική Γερμανία με την όποια ομάδα ήταν η ευνοούμενη του Χόνεκερ είτε, σήμερα, σε καμιά ομάδα της Βόρειας Κορέας που να την έχει εκείνος ο παλαβιάρης, ο Κιμ.

Είναι, η ετήσια επανάληψη με τις μόλις δύο εξαιρέσεις σε 21 χρόνια, ο λόγος που ένα σεβαστό κομμάτι μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων, οπαδών του κλαμπ, θεωρεί τον Ολυμπιακό «κράτος». Και το διαλαλούν. Το διεκδικούν. Εάν έλεγαν οι άλλοι την ομάδα μου «κράτος», προφανώς θα δυσανασχετούσα. Θα το θεωρούσα, έως προσβλητικό. Τι είν’ αυτά που λέτε; Ακόμη κι αν κατά βάθος το αποδεχόμουν, πάντως δεν θα το φώναζα. Σίγουρα δεν θα το έκανα σύνθημα, μπαντιέρα, πανό.

Αλλ’ ένας κραταιός πρωταθλητής σ’ ένα κατεστραμμένο πρωτάθλημα, αυτό δεν είναι άμεσο πρόβλημα του πρωταθλητή τόσο. Οσο του πρωταθλήματος. Είναι σαν, στα 25 Τσάμπιονς Λιγκ, να είχε πάρει η Μπαρσελόνα τα 20. Αδιαφόρως, πώς. Με αξιοκρατία; Με μέσον; Από ένα σημείο κι έπειτα, ακόμη και αυτή η συζήτηση, πόσα με αξιοκρατία πόσα με μέσον, θα έχανε τη σημασία της. Η ουσία (δεν παύει να) ευρίσκεται στην ετήσια επανάληψη. Η UEFA, εάν έχει με κάτι να αμύνεται, είναι ότι τουλάχιστον ποτέ δεν κατέκτησε το, πράγματι «κλειστό» σε υποψήφιους νικητές, Τσάμπιονς Λιγκ η ίδια ομάδα δύο σερί χρονιές.

Εν πάση περιπτώσει ο Ολυμπιακός, ακούσαμε από τον εδώ και εφτά χρόνια ιδιοκτήτη, «και θα δυναμώσει και θα ενισχυθεί». Σαν να λέμε, και παίκτες θα πάρουμε και μετεγγραφές θα κάνουμε. Που μπορεί να είναι, δηλαδή θα ήταν ευχής έργον για το κλαμπ να είναι, ακριβέστατο. Και τους καλούς παίκτες να πάρει, ώστε να δυναμώσει. Και τις μετεγγραφές να κάνει, ώστε να ενισχυθεί. Μετεγγραφές δυναμικού. Στελεχών. Πιο πολύ απ’ την ποιότητα των παικτών, θα μετρήσει η ποιότητα των στελεχών.

Το πρώτο απ’ το οποίο θα καταλάβουμε πολλά, είναι η επιλογή του προπονητή. Εκείνου που θα κάνει καλούς παίκτες, να είναι καλοί συμπαίκτες, άρα καλή ομάδα. Το πιο βασικό είναι, εδώ, ο προπονητής να είναι…ένας. Ο όποιος, Ελληνας ή ξένος. Αλλά, ένας. Όχι πέντε. Ο ένας, που θα έχει την εμπιστοσύνη. Ενας κακός, είναι προτιμότερος από πέντε καλούς.

Το άλλο είναι, ποιανού δουλειά θα είναι ν’ αξιολογεί τη δουλειά του ενός προπονητή. Διότι ο Ολυμπιακός, πάντα αυτά «τα τελευταία εφτά χρόνια», δεν είναι ότι αστοχούσε στο να διαλέγει προπονητές. Ισα-ίσα σ’ αυτό, ας αφήσουμε την εφετινή περίοδο, γενικώς υπήρξε συντριπτικά ανώτερος του…πρότερου (προ 2010) εαυτού του. Οι καλύτεροι προπονητές στον σύγχρονο, τον 21χρονο, Ολυμπιακό είναι οι προπονητές που ο Μαρινάκης, όχι ο Κόκκαλης, προσέλαβε.

Αλλά ποιος, μετά, είχε τη γνώση και την ευθύνη να μετρήσει επιτυχώς το επίπεδο του έργου του προπονητή; Ο Λεονάρντο Ζαρντίμ απομακρύνθηκε, άναυδος! Η ελληνική, ομολογουμένως, είναι μία αγορά στην οποία σπανίζουν (διότι δεν εκπαιδεύονται, όχι άπαξ, διαρκώς) τα άρτια στελέχη για το ποδόσφαιρο. Πράγμα που, και πάλι, δεν νοείται ν’ αντέχει σαν δικαιολογία. Δεν μπορεί, αυτοί που είναι σήμερα εκεί, να είναι οι καλύτεροι που ο Ολυμπιακός θα μπορούσε να έχει. Σ’ αυτό, ακόμη «νικάει άνετα» ο Κόκκαλης…

Πηγή: Sport DNA

Pin It on Pinterest

Shares
Share This