Επιλογή Σελίδας

Του Αντώνη Καρπετόπουλου

Στο 81ο λεπτό του αγώνα της Εθνικής μας κόντρα στην Βοσνία στη Ζένιτσα τέσσερις παίκτες της ομάδας του Σκίμπε αλλάζουν τη μπάλα, ίσως για πρώτη φορά από το ξεκίνημα του ματς, κι ο Μάνταλος φτάνει σε θέση βολής απέναντι από τον τερματοφύλακα τον γηπεδούχων. Η Εθνική μας είναι έτοιμη για το τέλειο ριφιφί: αν ο παίκτης της ΑΕΚ σκοράρει, η Εθνική μας φτάνει δέκα λεπτά από τη νίκη, κλείνει θέση στα μπαράζ που οδηγούν στη Ρωσία και κυνηγάει και την πρώτη θέση που οδηγεί απευθείας στο μουντιάλ. Δυστυχώς, όμως, η μπάλα βρίσκεται στα πόδια του Μάνταλου κι όχι του Μήτρογλου, που είναι ο μόνος που στα ματς αυτά σκοράρει – λες και το επιβάλει κάποια παράξενη σύμβαση. Ο Μάνταλος αστοχεί, η Εθνική μας γυρίζει από την Βοσνία με το βαθμό της ισοπαλίας, που δίνει απλώς ελπίδεςκι όχι δυστυχώς βεβαιότητες.

Η συνταγή του Οττο

Ολοι μας έχουμε δει πολλά τέτοια ματς της Εθνικής. Θυμάμαι μετά την ισοπαλία με το Βέλγιο στις Βρυξέλλες υπήρχε μια γενική εκτίμηση του ελληνικού Τύπου ότι η Εθνική μας ξαναβρήκε τη συνταγή της επιτυχία της – η αλήθεια είναι ότι ακόμα και στα καταστροφικά προκριματικά του Euro του 2016, αυτά στα οποία η Εθνική μας τερμάτισε τελευταία πίσω από τα Νησιά Φερόε, καλές εκτός έδρας εμφανίσεις είχε κάνει: οι ισοπαλίες με τη Ρουμανία, την Φινλανδία και την Ουγγαρία είχαν έρθει μετά από ματς όπως το χθεσινό. Από το 2003, που ανέλαβε την ομάδα ο Οττο Ρεχάγκελ, εμφανίσεις όπως η χθεσινή, γίνονται σιγά σιγά για την Εθνική μας, μια υπόθεση ρουτίνας, μια ακόμα μέρα στη δουλειά. Είναι σαν ο Οττο να έγραψε κάποτε μια συνταγή και έκτοτε να την εκτελούν οι διάδοχοί του κατά γράμμα. Ματς, όπως το χθεσινό, ή το προηγούμενο στις Βρυξέλλες, είναι ολόιδια με πάρα πολλά άλλα. Με το 0-2 με την Ιρλανδία, με το 0-1 με την Ισπανία, με το 0-1 στην Τουρκία, με το 0-1 στην Ουκρανία στα μπαράζ του 2009, με το 1-2 με την Νιγηρία στα τελικά του μουντιάλ του 2010, με όλα τα 0-1 και τα 0-0 της εποχής του Σάντος. Όλα αυτά τα παιγνίδια έχουν το ίδιο ακριβώς σενάριο: η ομάδα αμύνεται, δυσκολεύεται να κρατήσει ή να κυκλοφορήσει τη μπάλα μολονότι μοιάζει να το θέλει, δεν αφήνει ποτέ τον αντίπαλο να τρέξει κρατώντας σταθερά επτά και οκτώ παίκτες στα τελευταία σαράντα μέτρα του γηπέδου και περιμένει τη στιγμή για να χτυπήσει είτε από μια αντεπίθεση είτε από μια στημένη φάση, δείχνοντας μια μεγάλη σιγουριά πως αυτό θα συμβεί. Το μόνο που διαφοροποιεί το σενάριο είναι η αποτελεσματικότητα: αν βρεθεί ο ήρωας της βραδιάς, ο Χαριστέας ή ο Κάρα ή ο Γιαννακόπουλος ή ο Σαλπιγγίδης ή ο Μήτρογλου, η Εθνική μας κερδίζει – αν όχι γυρνάμε με μια ισοπαλία και περιμένουμε το επόμενο ματς. Συγνώμη το επόμενο ριφιφί.

Αντικείμενο μεγάλης έρευνας

Κάποτε, όταν τα χρόνια περάσουν, πιστεύω πως κάποιοι θα ασχοληθούν σοβαρά προσπαθώντας να εξηγήσουν αυτού του είδους την ικανότητα της Εθνικής Ελλάδος να επαναλαμβάνει χωρίς πρόβλημα αυτά τα αξιοθαύμαστα, αν όχι και πάντα αξιαγάπητα, ματς. Η Εθνική μας από το 2003 έχει αλλάξει πέντε προπονητές και καμιά εκατοστή ποδοσφαιριστές – μην σας τρομάζει το νούμερο μπορεί να είναι και πιο πολλοί. Ακόμα κι αν υποθέσουμε πως αυτοί οι προπονητές έχουν επιλεγεί γιατί αγαπάνε όλοι τους αυτό το ποδόσφαιρο, και πάλι το γεγονός ότι η φυσιογνωμία της ομάδας παραμένει τόσο σταθερά ίδια είναι άξιο έρευνας: κανένας δεν μπορεί να απαντήσει πραγματικά στην ερώτηση πως αυτό συμβαίνει – απλώς γενικολογούμε λέγοντας ό,τι αυτό μπορούν, αυτό ξέρουν κτλ! Είναι αλήθεια ότι όλα αυτά τα χρόνια η Εθνική μας είχε την σπάνια τύχη να έχει κάποια τεράστια σέντερ μπακ: στη Ζένιτσα Μανωλάς και Παπασταθόπουλος, παρότι κιτρινισμένοι από νωρίς, κάνουν ένα καταπληκτικό ματς με αντιπάλους τους Ιμπίσεβιτς και Τζέκο – είχα να τους δω να συνεργάζονται τόσο καλά από τα τελικά του μουντιάλ της Βραζιλίας. Ωστόσο κάθε στόπερ που έχει περάσει από την Εθνική από το 2003 κι έπειτα μοιάζει παίκτης αλάνθαστος. Ο σπουδαίος Καψής έχει κάνει στην Εθνική τα ματς της ζωής του. Ο Σιόβας ήταν πάντα σοβαρότατος. Ο Μόρας όσες φορές χρειάστηκε ήταν ένας γίγαντας, ο Μαλεζάς έχει σχεδόν πάντα διακριθεί: αναφέρομαι σε αυτούς που έχουν παίξει σχετικά λίγο, κι όχι στον Δέλλα, στον Κυργιάκο, στον Νταμπίζα, στον Γκούμα κτλ για να γίνει κατανοητό ότι η φανέλα μεταμορφώνει. Ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η μεταμόρφωση των προπονητών. Εντάξει, ο Σάντος είναι από αυτούς που θεωρούν τη νίκη με 1-0 εργαλείο δουλειάς και το ξέρουμε. Αλλά η περίπτωση του Σκίμπε είναι καταπληκτική. Εμφανίζεται και προσπαθεί ν αλλάξει πολλά. Δοκιμάζει συστήματα όπως το 4-3-3, παίζει με τρεις κεντρικούς αμυντικούς και έξι χαφ, δίνει φιλικά στα οποία γίνονται φάσεις και μπαίνουν πολλά γκολ – όχι όλα από την ελληνική μας ομάδας. Κι όταν φτάνει η έναρξη των προκριματικών κι ο ίδιος έχει προσαρμοστεί, ανασύρει κι αυτός το εγχειρίδιο της κληρονομιάς του Οττο. Πάει στις Βρυξέλλες και στη Ζένιτσα και παίρνει δυο ισοπαλίες παίζοντας μάλιστα υποχρεωτικά και με κάμποσους διαφορετικούς παίκτες. Αλλά είπαμε: οι παίκτες αλλάζουν, η εικόνα ποτέ. Ο Σκίμπε μάλιστα χθες δεν ήθελε να κάνει ούτε αλλαγές, όπως ο Οττο σε ένα ματς με τη Γεωργία που δεν έκανε καμία! Μια έκανε ουσιαστικά, βάζοντας το Δώνη αντί του τραυματία Μπακασέτα – ο μικρός άρεσε.   

   

Κανένας δεν παίζει έτσι

Λένε πως ανεξαρτήτως προπονητή η Εθνική μας παίζει, όπως θέλουν οι παίκτες της. Είναι άξιο απορίας (και θαυμασμού…) πως γίνεται όλοι μα όλοι οι παίκτες να θέλουν η ομάδα να έχει το ίδιο παιγνίδι. Ολο αυτό γίνεται ακόμα πιο παράξενο, αν σκεφτείς ότι καμία από τις ομάδες στις οποίες οι ίδιοι αγωνίζονται δεν παίζει με αυτό τον τρόπο! Ούτε η Ρόμα, ούτε η Ντόρτμουντ, ούτε ο Ολυμπιακός, ούτε η ΑΕΚ, ούτε η Μπενφίκα δεν παίζουν έτσι. Στις δε μικρότερες εθνικές, στις Ελπίδων και στις Παίδων, όποτε αυτή η συνταγή υιοθετήθηκε ήρθαν ήττες και αποκλεισμοί, κυρίως γιατί οι μικροί δεν κατάφεραν να δείξουν την ίδια προσήλωση. Μπορεί σε πολλούς αυτό το ποδόσφαιρο να μην αρέσει, όποιος ωστόσο το θεωρεί εύκολο δεν έχει παρά να θυμηθεί πόσες φορές έχει δει την ομάδα του σε ευρωπαϊκά ματς να αδυνατεί να κρατήσει το μηδέν και να χάνει με κάτω τα χέρια πληρώνοντας τρύπες στην άμυνα. Και δεν είναι ζήτημα προσέγγισης όλα: ο Στραματσόνι πχ πήγε πέρσι να παίξει πρώτα από όλα άμυνα με τη  Θέλτα, τον Αγιαξ, την Σταντάρ – ο ΠΑΟ δεν κράτησε το μηδέν σε κανένα ματς. Για να μην θυμίσω την αδυναμία του Ολυμπιακού να μην δεχτεί γκολ από την Μπερ Σεβά ή τον ΑΠΟΕΛ.

Ετοιμοι για το επόμενο

Δεν ξέρω αν θα προκριθεί η Εθνική. Δυστυχώς παίζει με το Βέλγιο στην Αθήνα  πριν οι πανίσχυροι Βέλγοι παίξουν με τους Βόσνιους. Μια λύση θα ήταν να τους ζητήσουμε να ξαναπαίξουμε στις Βρυξέλλες. Αυτοί θα κατεβούν με έντεκα παίκτες πρώτης γραμμής. Κι εμείς το ίδιο. Μόνο που οι δικοί μας ξέρουν κι από ληστείες τρένων, ριφιφί, επιθέσεις σε χρηματοποστολές, ντου σε τράπεζες κτλ. Κανονικά θα πρεπε να είναι επικηρυγμένοι…

Πηγή: Κάρπετ Show

Pin It on Pinterest

Shares
Share This