Επιλογή Σελίδας

Του Βασίλη Σαμπράκου

Δεν θυμάμαι πότε και ποια ήταν η προηγούμενη φορά που έπιασα τον εαυτό μου μετά από αγώνα της Εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου να διαπιστώνει ότι η Ελλάδα κατάφερε να ψήσει τους Ελληνες με μια εμφάνισή της. Πιθανότατα πρέπει να γυρίσω πίσω στο Μουντιάλ του 2014 για να βρω μια τέτοια στιγμή. Ο Μίκαελ Σκίμπε σε δύο σερί παιχνίδια, σε διάστημα περίπου 3 μηνών, κατάφερε να πετύχει όσα δεν πέτυχαν οι προκάτοχοί του από το καλοκαίρι του 2014 μέχρι τον Οκτώβριο του 2015, όταν προσελήφθη. Και ακριβώς επειδή η εμφάνιση της Παρασκευής και το αποτέλεσμα στη Βοσνία ήρθαν σε συνέχεια της εμφάνισης που έκανε η Εθνική και του αποτελέσματος που πήρε στο Βέλγιο προ τριμήνου αλλά και της αρχής που είχε κάνει η ομάδα στο group H των European Qualifiers, ένα 0-0 ήταν αρκετό για να γυαλίσει στα μάτια των Ελλήνων ποδοσφαιρόφιλων σαν μια μεγάλη νίκη και να τους ενθουσιάσει. Φυσιολογικό, αν κανείς αναλογιστεί ότι αυτό το αποτέλεσμα μπορεί να αποδειχθεί αρκετό για να στείλει την Ελλάδα στα μπαράζ πρόκρισης στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2018. Πολύ φυσιολογικό αν κανείς αναλογιστεί ποια ήταν η Εθνική που παρέλαβε ο Γερμανός προπονητής και ποια είναι η Εθνική που έχει αρχίσει με συνέπεια πλέον να δείχνει στη διάρκεια των τελευταίων περίπου 10 μηνών.

Το ευτυχές για την Ελλάδα είναι ότι όλα αυτά που της συμβαίνουν σε αυτή την προκριματική φάση έχουν, ποδοσφαιρικά, λογική εξήγηση. Δεν συζητάμε για μια ομάδα που ευνοήθηκε από την τύχη, για μια ομάδα που “έκλεψε” αποτελέσματα επειδή “κοιμήθηκε” ο Θεός. Κάθε βαθμό, ίσως με εξαίρεση εκείνον στο Καραϊσκάκη με τη Βοσνία, η Εθνική τον δούλεψε, τον άξιζε, και τον πήρε χάρη στο αγωνιστικό σχέδιο που είχε και εφάρμοσε στο τερέν. Και σε δύο παιχνίδια, σε Βέλγιο και Βοσνία, έφυγε με τον καημό ότι ήταν εκείνη η άτυχη του παιχνιδιού και όχι ο αντίπαλός της. Γι’ αυτό και σήμερα, περίπου 4 μήνες πριν από την ολοκλήρωση της προκριματικής φάσης, η Ελλάδα έχει λόγους να πιστεύει στην παρουσία της στην τελική φάση του Μουντιάλ δίχως να μπορεί κανείς να της πει ότι αιθεροβατεί και εθελοτυφλεί.

Το τελευταίο δείγμα της Ελλάδας του Σκίμπε ήταν μια συνέχεια των προηγούμενων. Ηταν ακόμη ένα δείγμα που φανερώνει καλή προετοιμασία και αποτελεσματικό αγωνιστικό πλάνο. Ακόμη ένα δείγμα της ικανότητας του Γερμανού προπονητή να επιλέγει ποδοσφαιριστές, και ακόμη μια δικαίωση των επιλογών του είτε στην στήριξη “ξεθωριασμένων”, στα μάτια των Ελλήνων, ποδοσφαιριστών είτε στην προώθηση και ανάδειξη νέων μελών της Εθνικής ομάδας.

Οι κύριες εξηγήσεις για αυτά που είδαν τα μάτια μας το βράδυ της Παρασκευής είναι η συγκέντρωση και η προσήλωση των ποδοσφαιριστών στο αγωνιστικό πλάνο και η ικανότητά τους να μείνουν ανεπηρέαστοι από τον εκνευρισμό που δημιουργούσαν η ανάγκη για το αποτέλεσμα και η αντίπαλη έδρα. Ακόμη όμως και αν τα διέθετε αυτά η Εθνική, δεν θα τα κατάφερνε αν δεν είχε στο τερέν τον Ζέκα και τον Αλέξανδρο Τζιόλη.

Το περίπου τέλειο παιχνίδι που έκαναν οι δύο κεντρικοί μέσοι ήταν αυτό που έδωσε ισορροπία ανάμεσα σε ανασταλτική και δημιουργική δραστηριότητα, ήταν η βάση πάνω στην οποία έχτισε η Ελλάδα μια τόσο καλή εκτός έδρας εμφάνιση απέναντι σε μια ικανή ομάδα που καιγόταν για νίκη. Πάνω σε αυτούς τους δύο χτίστηκε όλη η στρατηγική για την εξουδετέρωση του Πιάνιτς στη φάση της άμυνας, και χάρη στην μεταξύ τους συνεννόηση και στον συντονισμό τους έφτασαν στο επίπεδο να αλλάζουν θέση στο τερέν και να δίνουν διαρκώς στήριξη ο ένας στον άλλο σε κάθε μαρκάρισμα και κάθε αμυντική ενέργεια, με συνέπεια η Εθνική να μην δεχθεί ουσιαστική και μεγάλη πίεση. Χάρη στο δικό τους παιχνίδι με τη μπάλα στα πόδια, και ειδικά χάρη στον Τζιόλη, το passing game της Εθνικής είχε ακρίβεια 86%, μεγαλύτερη ακρίβεια και στα δύο ημίχρονα από το passing game των Βόσνιων. Χάρη κυρίως σε αυτούς τους δυο η Εθνική κατάφερε να ελέγξει το παιχνίδι, να ελέγξει τον ρυθμό και να βρεθεί πολύ λίγες φορές εκτεθειμένη στο αμυντικό 1/3 του τερέν.

Το παιχνίδι που έκαναν ο Ζέκα και ο Τζιόλης στη Ζένιτσα στρέφει τον προβολέα πάνω στον Σκίμπε. Διότι εκείνος ήταν που πίεσε πολύ για να αποκτήσει το συντομότερο δυνατόν ο Ζέκα το δικαίωμα συμμετοχής στην Εθνική, και εκείνος ήταν που στήριξε τον Τζιόλη προσκαλώντας τον στην Εθνική τον καιρό που τον είχε περιθωριοποιήσει ο ΠΑΟΚ και ενθαρρύνοντάς τον, όπως και τον Γιάννη Μανιάτη, να βρει ομάδα για να παίζει προκειμένου να συνεχίσει να τον προσκαλεί. Και δεν ήταν μόνο αυτοί που δικαίωσαν τον Γερμανό προπονητή. Ηταν και ο Τάσος Δώνης, που μπήκε με θράσος και αυτοπεποίθηση ποδοσφαιριστή ώριμου για την Εθνική ομάδα, με συνέπεια να έχει μεγαλύτερη συνεισφορά στο παιχνίδι συγκριτικά με τον Τάσο Μπακασέτα και να συμμετέχει καθοριστικά στο χτίσιμο της καλύτερης επίθεσης, αυτής που έφτιαξε ο Κώστας Μήτρογλου με την συνεισφορά του Δώνη και έχασε ο Πέτρος Μάνταλος. Και αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Σκίμπε δικαιώθηκε για τις επιλογές στις προσκλήσεις, στην 11αδα ή στις αλλαγές. Αυτός ο κύκλος των 6 πρώτων αγώνων της προκριματικής φάσης είναι γεμάτος από επιλογές που έμοιαζαν ορθές τόσο προτού αρχίσουν τα παιχνίδια όσο και μετά το τέλος τους. Οχι, δεν τα κάνει όλα τέλεια ο Σκίμπε, και φυσικά έχει κάνει επιλογές που δεν βγήκαν, αλλά τα κάνει όλα με σχέδιο και λογική. Φτιάχνει αγωνιστικά σχέδια προσαρμοσμένα στα δεδομένα και τις απαιτήσεις κάθε παιχνιδιού και επιλέγει τους ποδοσφαιριστές που μπορούν να υπηρετήσουν αυτά τα σχέδια. Στα μάτια πολλών ο Σκίμπε κάνει απλώς τα αυτονόητα. Εχει όμως ήδη αποδειχθεί πολλές φορές ότι στις εθνικές ομάδες δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη επιρροής από τον προπονητή, αλλά και ότι συχνά υπάρχουν προπονητές που δεν κάνουν τα αυτονόητα και γι’ αυτό αποτυγχάνουν.

Η Ελλάδα κατάφερε να φύγει αήττητη από τη Βοσνία, με τον καημό ότι μπορούσε να βγει νικήτρια από αυτή τη μάχη και σήμερα να έχει αυξήσει τις πιθανότητές της για να κάνει την έκπληξη και να προσπεράσει το Βέλγιο. Ολο αυτό δεν θα είχε συμβεί αν δεν είχαν βάλει οι ποδοσφαιριστές το “εγώ” στην υπηρεσία του “εμείς”. Κι ακόμη και αν δεχθούμε ότι όλο αυτό δεν το προκάλεσε ο Σκίμπε αλλά το ξεκίνησαν οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές στην τουρνέ της Αυστραλίας το προηγούμενο καλοκαίρι, στον Γερμανό οφείλουμε να πιστώσουμε ότι ενθάρρυνε αυτή την προσπάθεια και ότι καταφέρνει να τη διαχειριστεί τόσο αποτελεσματικά που να συντηρεί το ομαδικό πνεύμα και κάπως έτσι να επιτυγχάνει εμφανίσεις και αποτελέσματα που θυμίζουν την Εθνική του Ρεχάγκελ και του Σάντος και όχι την Εθνική του Ρανιέρι και του Μαρκαριάν.

Θεωρητικώς έχουμε πολλούς λόγους να κρατάμε “πισινή”, να κάνουμε συντηρητικές εκτιμήσεις και να μην επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να πάρουν αέρα και να ποντάρουν στην πρόκριση και την παρουσία στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ρωσίας. Οσα ακούμε όμως από τους πρωταγωνιστές μετά από κάθε παιχνίδι, δηλαδή ο δημόσιος λόγος τους μετά από τις δημόσιες εμφανίσεις τους πείθουν ότι ο προπονητής και οι ποδοσφαιριστές πατούν γη, παραμένουν ταπεινοί, αντιλαμβάνονται ότι ακόμη δεν έχουν κάνει παρά μόνο τη μισή δουλειά, δεν βιάζονται να πιστέψουν ότι προκρίθηκαν. Μπορούμε δηλαδή να τους έχουμε εμπιστοσύνη. Η συμπεριφορά τους έχει, ευτυχώς, γίνει και πάλι ξένη με την συνήθη ελληνική ποδοσφαιρική συμπεριφορά. Οπως ήταν από το 2001 μέχρι το 2014. Σε όλη τη διάρκεια της χρυσής εποχής της, η Εθνική ήταν σαν ξένη στο ελληνικό περιβάλλον, διότι η νοοτροπία της δεν είχε καμία σχέση με την κλασσική ελληνική νοοτροπία. Αντιθέτως από τον Αύγουστο του 2014 μέχρι τον Οκτώβριο του 2015 είχε γίνει βέρα Ελληνίδα, συμπεριφερόταν ως τέτοια σε κάθε της στιγμή και γι’ αυτό έφτασε να διαγράψει την εξευτελιστική πορεία στην προκριματική φάση του Euro 2016.

Αν δεν αλλάξουν, δηλαδή αν παραμείνουν ξένοι με το ελληνικό ποδοσφαιρικό περιβάλλον, το τέλος αυτής της προκριματικής φάσης θα βρει τους σημερινούς διεθνείς ποδοσφαιριστές μπροστά στο συμπέρασμα ότι κατάφεραν να αλλάξουν την Εθνική, να ξαναγυρίσουν σελίδα. Διότι είτε εξασφαλίσει την πρόκριση είτε όχι, αν η Εθνική συμπεριφερθεί στα υπόλοιπα τέσσερα ματς όπως συμπεριφέρθηκε στα προηγούμενα έξι, θα έχει αφήσει πίσω της το μαύρο κεφάλαιο και οι σημερινοί διεθνείς θα έχουν αποδείξει ότι επρόκειτο για μια (πολύ) κακή παρένθεση ή μια (πολύ) κακή αρχή στη δική τους πορεία στην Εθνική ομάδα. Αν σκεφτείς ότι τέτοιες μέρες πριν από δύο χρόνια (13 Ιουνίου 2015) η Ελλάδα έγραφε ιστορία με τη 2η ήττα της από τα Νησιά Φερόε, και ότι τότε στην 11αδα της βρίσκονταν έξι παίκτες από αυτούς που βρίσκονταν το βράδυ της περασμένης Παρασκευής στο αρχικό σχήμα απέναντι στη Βοσνία, αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό που επιτυγχάνουν αυτή την εποχή με τον Σκίμπε δεν είναι καθόλου λίγο.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This