Επιλογή Σελίδας

Του Κώστα Κεφαλογιάννη

Το καλοκαίρι του 1987  είχα πολλά και σοβαρά προβλήματα.  Δεν μπορούσα να φάω πάνω από δέκα παγωτά την ημέρα δίχως να πονέσει η κοιλιά μου. Δεν μου άρεσε να παίζω ποδόσφαιρο (επειδή ήμουν άμπαλος), γεγονός που ασφαλώς δεν βοηθούσε τη δημοφιλία μου στη γειτονιά. Το κορίτσι που αγαπούσα χόρεψε με άλλον σε κάποιο σχολικό πάρτι, μπροστά στα δακρυσμένα μάτια μου! Για μπάνια θα πήγαινα πάλι με γονείς, θείους, θείες και τον εκνευριστικό αδελφό μου στη γνωστή παραλία που πηγαίναμε πάντα!  Κυρίως, είχα μόλις τελειώσει το δημοτικό και ετοιμαζόμουν να πάω στο γυμνάσιο  –  πράγμα που ήταν,  όπως πίστευα ακράδαντα,  ό,τι πιο τρομακτικό μπορεί να αντιμετωπίσει ένας άνθρωπος στη ζωή του! Αφήστε, σας λέω, μιλάμε για μεγάλα άγχη!

Το καλοκαίρι του 1987 ήταν επίσης το χρονικό διάστημα όπου χωρίς καλά – καλά να το συνειδητοποιήσω, αποφάσισα ότι θα γίνω αθλητικός συντάκτης. Στα χρόνια που ακολούθησαν υπήρξαν παλινωδίες και δεύτερες σκέψεις. Αλλά όταν έφτασε η στιγμή να διαλέξω ,  κοιτάζοντας σήμερα προς τα πίσω, καταλαβαίνω ότι η εβδομάδα που μεσολάβησε από τις βολές του Αργύρη Καμπούρη έως την απόκρουση του Μύρωνα Σηφάκη στο πέναλτι του Αδάμου καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την επιλογή μου. 

Μια εβδομάδα που για εμάς τους Ηρακλειώτες πέρασε από τρία στάδια: Την έκρηξη χαράς για την κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ, την προσμονή για τον τελικό κυπέλλου του ΟΦΗ με τον Ηρακλή και ξανά την έκρηξη χαράς για την κατάκτηση του τροπαίου.  Η δεύτερη έκρηξη δε, είχε το χαρακτηριστικό ότι ήταν ολόκληρη δική μας. Δεν την μοιραστήκαμε με την υπόλοιπη Ελλάδα. Στις 14 Ιουνίου βγήκαμε στα Λιοντάρια, όπως οι Αθηναίοι στην Ομόνοια, οι Θεσσαλονικείς στον Λευκό Πύργο κ.οκ. Στις 21 Ιουνίου βγήκαμε στα Λιοντάρια για το δικό μας καμάρι, για τον ΟΦΗ μας.

Θυμάμαι τη βραδιά του τελικού του κυπέλλου  με τόσες λεπτομέρειες, όσο και την βραδιά του Ευρωμπάσκετ.  Πού τον είδα, με ποιους, πώς πανηγύρισα το γκολ του Χαραλαμπίδη, το άγχος μου στα πέναλτι, το ξέσπασμα στην δεύτερη απόκρουση του Σηφάκη, τους πυροβολισμούς χαράς σε ολόκληρη την πόλη (αυτό, παρακαλώ, ας το αφήσουμε ασχολίαστο…), τα πανηγύρια στα Λιοντάρια,  την μπερδεμένη, αξεδιάλυτη, απογειωτική έξαψη ενός δωδεκάχρονου που δεν μπορούσε, ούτε ενδιαφερόταν να καταλάβει τη διαφορά του ευρωπαϊκού τροπαίου από το κύπελλο Ελλάδος – αρκεί που κέρδισαν πάλι οι καλοί. Ο κόσμος για μια εβδομάδα ήταν ένα ατελείωτο πανηγύρι και το κορίτσι που χόρεψε με άλλον μια ασημαντότητα μπροστά στους χιλιάδες που χόρευαν στους δρόμους και τις πλατείες.

Κάπου εκεί, ανάμεσα σε συνθήματα, μπαταριές και κορναρίσματα, κυρίες με μπικουτί και ελληνικές σημαίες (αληθινή εικόνα), κυρίους με αμάνικα φανελάκια, παχιά μουστάκια  και κασκόλ του ΟΦΗ,  πίστεψα μάλλον ότι ο μόνος τρόπος για να ζεις τέτοιες χαρές συχνά είναι να ασχοληθείς με την μπάλα. Και καθώς ήμουν εξαιρετικά άμπαλος για ποδοσφαιριστής και εξαιρετικά στούμπος (και κάπως άμπαλος επίσης) για μπασκετμπολίστας, κατέληξα, καιρό μετά στη δημοσιογραφία.

Μεσολάβησαν πολλά απογεύματα στο «Γεντί Κουλέ», όπου η ομάδα του Ευγένιου  Γκέραρντ, μια από τις καλύτερες που έχω δει ποτέ στο ελληνικό ποδόσφαιρο τροφοδότησε την αγάπη μου για το άθλημα με ορισμένες εξαιρετικές παραστάσεις (παρεμπιπτόντως το κύπελλο του 1987 αποτελεί ελάχιστη ανταμοιβή για εκείνη την ομαδάρα) και εδραίωσε στο μυαλό μου τη βεβαιότητα για το τι θέλω να κάνω. Και μετά έφυγα.

Πέρασα περίπου δυο δεκαετίες  δουλειάς στην Αθήνα μέχρι να επιστρέψω. Εντωμεταξύ έφαγα τόνους παγωτό. Παρέμεινα δραματικά άμπαλος. Το κορίτσι που χόρεψε με άλλον,  παντρεύτηκε κάποιον τρίτο και είναι ευτυχισμένοι. Πηγαίνω ακόμα για μπάνιο με τους γονείς μου, θείους, θείες, τον εκνευριστικό αδελφό μου και τα ανίψια μου και με φίλους που επίσης έγιναν οικογένεια,  στην ίδια παραλία – και είμαι ευτυχισμένος για αυτό.  Και έμαθα ότι  υπάρχουν πιο τρομακτικά πράγματα στη ζωή από τη μετάβαση στο γυμνάσιο. 

Ο ΟΦΗ βρίσκεται στη Β΄ Εθνική. Και βρίσκεται επίσης πάντα στην καρδιά μου κι ας μην έγινα ποτέ οπαδός του. Πολλά από όσα έγινα άλλωστε, οφείλονται σε αυτόν – στον Σηφάκη, τον Γκουλή, τον Βασιλείου, τον Τσινό, τον Μιχαλίτσιο, τον Ίσις, τον Περσία, τον Παπαβασιλείου, τον Νιόπλια, τον Χαραλαμπίδη, τον Σαμαρά, τον Καριώτη και τον Ανδρεανίδη, τον Ευγένιο Γκέραρντ.  Και το καλοκαίρι του 1987 παραμένει μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς στην ερώτηση τι είναι ευτυχία.

Ευτυχία είναι να είσαι δώδεκα χρονών στο Ηράκλειο και να πανηγυρίζεις στους ώμους του πατέρα σου την κατάκτηση του κυπέλλου! Και δεν χρειάζεται να γυρίσεις τον χρόνο πίσω για να την ξαναβρείς. Αρκεί να συνειδητοποιείς που και που ότι αν είσαι υγιής,  ζεις στην πόλη που αγαπάς, κάνεις μια δουλειά που αγαπάς και έχεις κοντά σου ανθρώπους που αγαπάς, τότε ο Σηφάκης πιάνει το πέναλτι του Αδάμου κάθε βράδυ…

Πηγή: Sport DNA

Pin It on Pinterest

Shares
Share This