Επιλογή Σελίδας

Το FourFourTwo παρουσιάζει τους 100 καλύτερους παίκτες όλων των εποχών.

100. Γκεόργκε Χάτζι

Gheorghe Hagi

Ο Χάτζι πέρασε το καλύτερο μέρος της καριέρας του στην Ρουμανία, πριν δύο χρόνια στην Ρεάλ και άλλα τόσα στην Μπαρτσελόνα. Ανάμεσα στη θητεία του στις δύο μεγαλύτερες ομάδες της Ισπανίας βρέθηκε και στην Ιταλία, όπου ήταν μέρος της ρουμάνικης παροικίας του Λουτσέσκου στην Μπρέσια. Η ομάδα υποβιβάστηκε στην πρώτη του χρονιά, αλλά έμεινε πιστός και τη βοήθησε να επιστρέψει στη Serie A. Στα 30 του αποφάσισε να υπογράψει στην Γαλατάσαραϊ, μία κίνηση που του βγήκε σε καλό, κερδίζοντας 10 μετάλλια και μπαίνοντας στο κλαμπ των θρύλων. Στο Μουντιάλ του 1994 ο Χάτζι ενέπνευσε την Ρουμανία να φτάσει μέχρι τα προημιτελικά με το μαγικό αριστερό του πόδι.

99. Μάριο Κολούνα

Mario Coluna

Ο αρχηγός της Πορτογαλίας στο Μουντιάλ του 1966 ήταν εντυπωσιακή παρουσία στη μεσαία γραμμή και για την πατρίδα του και για την Μπενφίκα παρά το γεγονός ότι δεν ήταν πρώτο μπόι. Ένας αυθεντικός box-to-box μέσος, για τον οποίο ο Εουσέμπιο είχε πει ότι είναι η «η κόλλα που μας κρατάει ενωμένους». Το 1961 πέτυχε γκολάρα στη νίκη της Μπενφίκα με 3-2 επί της Μπαρτσελόνα στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών.

98. Μάριο Κέμπες

Mario Kempes

Μόλις τέσσερις Αργεντίνοι έχουν αναδειχθεί πρώτοι σκόρερ στην La Liga και ο Κέμπες είναι ένας από αυτούς. Φονικός με τη φανέλα της Βαλένθια, την οποία οδήγησε μέχρι την κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπέλλούχων το 1980. Παρόλα αυτά, έγινε περισσότερος γνωστός από την παρουσία του στο Μουντιάλ του 1978, όταν με έξι γκολ βρέθηκε στην κορυφή των σκόρερ.

97. Νεϊμάρ

Neymar

Μετά τον Μέσι και τον Ρονάλντο ο Βραζιλιάνος είναι το next big thing στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Και είναι ακόμα μόλις 25 ετών. Είναι απίστευτο να αντιληφθείς όλα όσα έχει πετύχει με την Σάντος και την Μπαρτσελόνα, ενώ έχει ήδη φτάσει τα 52 με την Βραζιλία, απειλώντας το ρεκόρ του Πελέ, που έχει 77. Οι καλύτερες μέρες βρίσκονται μπροστά του.

96. Ομπντούλιο Βαρέλα

Obdulio Varela

Ένας μέσος της Πενιαρόλ, που μπορούσε εύκολα να παίξει και ως κεντρικός αμυντικός. Αρχγηγός της Ουρουγουάης στο Μουντιάλ του 1950, όταν είχε έρθει η μεγάλη νίκη επί της Βραζιλίας. Ο προπονητής τον είχε αφήσει στα αποδυτήρια πριν από εκείνο το παιχνίδι και ο Βαρέλα είπε στους συμπαίκτες του να αγνοήσουν τις οδηγίες του, που τους ήθελαν να παίζουν αμυντικά, και αντ’ αυτού να επιτεθούν «χωρίς φόβο». Η Ουρουγουάη έκανε ακριβώς το τελευταίο και τη μεγάλη έκπληξη. Ο Βαρέλα είχε ξεκινήσει επίτηδες να διαμαρτύρεται συνεχώς στον διαιτητή Ρίντερ, προκειμένου να μην επιτρέψει στους Βραζιλιάνους να βρουν ρυθμό.

95. Tζαλμά Σάντος

Djalma Santos

Ο Τζαλμά Σάντος ήταν ο πρώτος που έφτασε τις 100 συμμετοχές με την Εθνική Βραζιλίας. Ξεκίνησε μόλις σε ένα ματς στο Mundial του 1958 αλλά έκανε εξαιρετικές εμφανίσεις και επιλέχθηκε ως ο κορυφαίος δεξιός μπακ της διοργάνωσης. Ως και ο αριστερός μπακ, Νίλτον Σάντος, σπάνια έμενε πίσω διατηρώντας την παράδοση των Βραζιλιάνων μπακ με το σούπερ επιθετικό παιχνίδι και τη βοήθεια στην ανάπτυξη. Στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1962 κόντρα στην Τσεχοσλοβακία, ο Σάντος έδωσε ασίστ για το γκολ που πέτυχε ο Βαβά για την Σελεσάο.

94. Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς

Zlatan Ibrahimovic

Ο Σουηδός αποδείχθηκε πρωταθλητής κατά συρροή με γκολ και τίτλους σε κάθε χώρα στην οποία έπαξε για να γίνει ίσως ο κορυφαίος επιθετικός της σύγχρονης εποχής. Η Αγγλία είναι η μόνη χώρα στην οποία δεν κατάκτησε το πρωτάθλημα, όμως στη μοναδική του σεζόν εκεί πέτυχε 28 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις δείχνοντας ότι δεν υπάρχει λίγκα στην οποία δεν μπορεί να μαγέψει. Λίγοι παίκτες είχαν τα φυσικά προσόντα σε συνδυασμό με την τεχνική του Ιμπραΐμοβιτς, του οποίου η πρώτη επαφή με την μπάλα είναι κάτι το σπάνιο. Μια στιγμή για την οποία θα μείνει αθάνατος είναι το ασύλληπτο σε σκέψη και εκτέλεση ανάποδο ψαλίδι με το οποίο σκόραρε σε βάρος της Αγγλίας το 2012. Τη σεζόν 2010-11, έχοντας μόλις φύγει από την Μπαρτσελόνα του Πεπ Γκουαρδιόλα, πήγε στην Μίλαν και της χάρισε το μοναδικό πρωτάθλημα που έχουν τα τελευταία δέκα χρόνια οι Rossoneri.

93. Φίλιπ Λαμ

Philipp Lahm

Ενας από τους παίκτες, που θα καταλάβουμε τι ήταν, όταν τα χρόνια περάσουν. Ο Λαμ ήταν καθοριστικός σε κάποιες από τις κορυφαίες ομάδες της σύγχρονης εποχής, όμως η Μπάγερν του Γιουπ Χάινκες, η Γερμανία του Γιόχιμ Λεβ και η Μπάγερν του Πεπ Γκουαρδιόλα. Ομως δεν παίζει πια ποδόσφαιρο. Ο Γερμανός κρέμασε τα παπούτσια του στο φινάλε της σεζόν 2016-17 ύστερα από μια καριέρα στην οποία αγωνίστηκε με απόλυτη επιτυχία σε δύο διαφορετικές θέσεις. Στο παλμαρέ του έχει όλους τους τίτλους με τους Βαυαρούς, με τους οποίους έκανε φινάλε κατακτώντας τρία σερί πρωταθλήματα. «Είναι ο πιο έξυπνος παίκτης τον οποίο προπόνησα σε όλη μου την καριέρα» είχε πει ο Γκουαρδιόλα. «Είναι σε άλλο επίπεδο».

92. Σάντος Κόκσις

Sandor Kocsis

Σίγουρα ο καλύτερος κεφαλοσφαιριστής όλων των εποχών, ο Κόκσις είχε εκπληκτικό ποσοστό σκοραρίσματος. Πέτυχε 75 γκολ σε 68 αγώνες με την Εθνική Ουγγαρίας κατακτώντας το Ολυμπιακό τουρνουά το 1952 και είχε μέσο όρο σκοραρίσματος πάνω από ένα γκολ ανα αγώνα στα 7 του χρόνια με την Χόνβεντ. Ο Κόκσις πήγε στην Μπαρτσελόνα το 1958 και κατέκτησε τη La Liga στα δύο του πρώτα χρόνια στην Καταλονία και η θητεία του εκεί διεκόπη από τραυματισμούς. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954 πέτυχε 11 γκολ, αν και η Ουγγαρία έχασε στον τελικό από την Γερμανία.

91. Ζεπ Μάιερ

Sepp Maier

Ο κορυφαίος τερματοφύλακας της Εθνικής Γερμανίας, ο Μάιερ ήταν ο keeper της Μπάγερν που κατέκτησε τέσσερα πρωταθλήματα από το 1968 μέχρι το 1974. Ηταν επίσης καθοριστικός στους Βαυαρούς που κατέκτησαν τρία σερί Κύπελλα Πρωταθλητριών (1974, 1975, 1976). Ο Μάιερ ήταν συνώνυμο της σταθερότητας σε απόδοση και παρουσία και έκανε ρεκόρ συμμετοχών στα 13 χρόνια του στην ομάδα (1966-1979) με 442, επίδοση που δεν έχει σπάσει μέχρι σήμερα. Με την Εθνική ήταν βασικός στην Mannschaft που κατέκτησε το Euro 1972 και το Mundial του 1974. Τότε, το 1974 κατέγραψε ένα εκπληκτικό τρεμπ, στην κορυφαία στιγμή της καριέρας του καθώς πανηγύρισε τον τίτλο της Bundesliga, το Κύπελλο Πρωταθλητριών και το Παγκόσμιο Κύπελλο.

90. Ρομπέρτο Κάρλος

Ο αέρινος Βραζιλιάνος πέρασε 11 χρόνια πετώντας στην αριστερή πλευρά του Μπερναμπέου, βοηθώντας την Ρεάλ να κατακτήσει τρεις φορές το Champions League. Η επιθετική ικανότητα του, αρχικά του χάρισε την κλήση στην εθνική ομάδα κάτω των 18 ετών, όταν έπαιζε στην Ουνιάο Σάο Ζοάο. Ακολούθησε η μεταγραφή του σε μια από τις καλύτερες Παλμέιρας όλων των εποχών και μετά στην Ιντερ, πριν τον καλέσει η Ρεάλ Μαδρίτης. Εκεί έγινε καλτ ήρωας επειδή είχε ένα χαμόγελο τόσο μεγάλο όσο και οι τερατώδεις μηροί του, οι οποίοι του επέτρεπαν να εκτοξεύει την μπάλα με 105χλμ. Καμία έκπληξη στο γεγονός ότι οι τερματοφύλακες ένιωθαν φόβο. Στην ισοπαλία της Βραζιλίας (1-1) με τη Γαλλία το 1997 έκανε την γνωστή εκτέλεση φάουλ με το απίστευτο φάλτσο αφού βρήκε την μπάλα με τα τρία δάχτυλα του ποδιού του.

89. Χρίστο Στόιτσκοφ

Τρομερά απρόβλεπτος, ήταν ένας από τους στυλοβάτες της Dream Team του Γιόχαν Κρόιφ στην Μπαρτσελόνα, η οποία κατέκτησε τέσσερα σερί πρωταθλήματα και το πρώτο κύπελλο Πρωταθλητριών του κλαμπ, στις αρχές των 90’s. Ο Βούλγαρος αυτοσχεδίαζε και παράλληλα ήταν θερμόαιμος, συμπληρώνοντας την ικανότητα του στις ντρίμπλες με την συνήθεια που είχε να πιάνει εκτός θέσης τους τερματοφύλακες εκτοξεύοντας… ρουκέτες από κάθε απίθανη απόσταση. Ο Στόιτσκοφ έκανε ανάλογες εμφανίσεις και για την εθνική ομάδα της χώρας του, ειδικά στο Μουντιάλ του 1994, όπου με έξι γκολ την οδήγησε στον ημιτελικό και βγήκε πρώτος σκόρερ του Μουντιάλ (μοιράστηκε τον τίτλο). Την σεζόν 1993-94 η συνεργασία του με τον Ρομάριο στην επίθεση της Μπαρτσελόνα είχε ως αποτέλεσμα 54 γκολ!

88. Αλαν Σίμονσεν

Δουλευταράς και αφοσιωμένος σέντερ φορ, με έφεση στα σημαντικά γκολ, ο Σίμονσεν έχει αναγνωριστεί ως ένας από τους σπουδαιότερους Δανούς ποδοσφαιριστές όλων των εποχών και απόλαυσε τρία υπέροχα χρόνια στην Μπαρτσελόνα. Οι πιο εντυπωσιακές επιδόσεις του, πάντως, ήταν στη Γερμανία, όπου βοήθησε την Γκλάντμπαχ να κατακτήσει τρία σερί πρωταθλήματα κατά τη διάρκεια των 70’s. Είναι επίσης ο μόνος ποδοσφαιριστής που έχει σκοράρει σε τελικό κυπέλλου Πρωταθλητριών, κυπέλλου ΟΥΕΦΑ και κυπέλλου Κυπελλούχων. Το 1977 κατέκτησε την Χρυσή Μπάλα, αφήνοντας πίσω του τους Κέβιν Κίγκαν και Μισέλ Πλατινί, για να γίνει ο πρώτος Δανός με αυτόν τον τίτλο.

87. Χαβιέρ Ζανέτι

Αν δεν είναι ο καλύτερος δεξιός μπακ που έχει δει ο πλανήτης, παρέμεινε σε world-class επίπεδο για περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Κατά τη διάρκεια των 19 χρόνων του στην Ιντερ έκανε ρεκόρ με 858 εμφανίσεις και κατέκτησε 16 τρόπαια, πριν αποσυρθεί στην ηλικία των 40 ετών. Η αντοχή και το ποδοσφαιρικό μυαλό που τον έκαναν τόσο υπέροχο πλάγιο μπακ συμπληρώνονταν σε απόλυτο βαθμό από την τεχνική που του επέτρεπε να παίζει με άνεση και στο κέντρο. Ηταν ο αρχηγός της Ιντερ στο treble του 2010, το οποίο έβαλε τέλος στην αναμονή 45 χρόνων για το κύπελλο Πρωταθλητριών.

86. Γκαμπριέλ Μπατιστούτα

Ποτέ κανείς άνθρωπος δεν κατάφερε να κλωτσήσει μια ποδοσφαιρική μπάλα με τέτοια αγριότητα όπως ο Γκαμπριέλ Μπατιστούτα. Ο Μπατιστούτα ήταν κάτι σαν τον Αλαν Σίρερ στα 90’s. Αμφοτεροι απόλαυσαν τις ωραίες μέρες τους και ήταν οι σέντερ φορ που δεν απολάμβαναν τίποτα περισσότερο από το να στείλουν την μπάλα στα δίχτυα από οποιαδήποτε γωνία ή απόσταση. Αμφότεροι, επίσης, ολοκλήρωσαν τις καριέρες τους με τροπαιοθήκες που ήταν προσβολή για το ταλέντο τους αλλά αυτό δεν πλήγωσε σε τίποτα την φήμη τους. Ο Μπατιστούτα υπερέχει ελαφρώς σε διεθνές επίπεδο, ολοκληρώνοντας την καριέρα του με 54 γκολ σε 77 συμμετοχές για την Αργεντινή. Ενας εκπληκτικά ολοκληρωμένος σκόρερ, τα 20 γκολ που πέτυχε οδήγησαν μια θρυλική Ρόμα, με τον Φάμπιο Καπέλο στον πάγκο και παίκτες όπως οι Καφού, Σάμουελ, Μοντέλα και Τότι, στην κατάκτηση μιας άγρια ανταγωνιστικής Serie A το 2001.

85. Ούβε Ζέελερ

Οταν ο Ζέελερ έκανε το ντεμπούτο του ως ένας 18χρονος το 1954, πέτυχε τέσσερα γκολ. Στα επόμενα 19 χρόνια ποτέ δεν σταμάτησε να τα βάζει για την Δυτική Γερμανία σε τρία Μουντιάλ, όπως και για το αγαπημένο του Αμβούργο, με το οποίο σκόραρε 404 φορές σε 476 συμμετοχές. Ηταν εκπληκτικά δυνατός και ευλογημένος με ένα τρομερό άλμα που του επέτρεψε να σκοράρει με πολλές κεφαλιές. Δεν κατέκτησε τόσους τίτλους όσους άλλοι θρύλοι της Δυτικής Γερμανίας, αλλά ο Ζέελερ κατέκτησε το πρωτάθλημα με το Αμβούργο το 1949-50, πετυχαίνοντας περισσότερα από 50 γκολ στη σεζόν.  

84. Τζιατσίντο Φακέτι

Στον τελικό του Μουντιάλ το 1970 η Βραζιλία είδε το μέλλον. Επαιζε αριστερό μπακ για τον αντίπαλο, τον οποίο νίκησε με 4-1. Ο Τζιατσίντο Φακέτι της Ιταλίας “ανακάλυψε” τον σύγχρονο φουλ-μπακ. Μεταφερόμενος από τον προπονητή της Ιντερ, Χελένιο Ερέρα, από τη θέση του φορ σε αυτή του αριστερού μπακ αν και δεξιοπόδαρος, ο Φακέτι ήταν μέλος της άμυνας του catenaccio που κυριάρχησε στο ιταλικό ποδόσφαιρο από τα μέσα των 60’s για τρεις δεκαετίες. «Αυτοί που με αντέγραψαν, με αντέγραψαν λάθος», είπε αργότερα ο Ερέρα για την δική του Ιντερ. «Είχα τον Πίκι σαν λίμπερο, ναι, αλλά είχα επίσης και τον Φακέτι, το πρώτο πλάγιο μπακ που σκόραρε τόσα γκολ όσα και ένας φορ». Στη 18χρονη καριέρα του με 629 συμμετοχές για τους Νερατζούρι και 75 γκολ, ο Φακέτι κατέκτησε τέσσερα πρωταθλήματα, δύο κύπελλα Πρωταθλητριών, δύο Διηπειρωτικά Κύπελλα και το Euro 1968 με την Ιταλία. Ξεχάστε τον Κάρλος Αλμπέρτο, τον Ρομπέρτο Κάρλος ή οποιονδήποτε άλλο Βραζιλιάνο: Με τον Φακέτι άρχισε να γίνεται όπλο ο πλάγιος μπακ.   

83. Ράιαν Γκιγκς

Αειθαλής Ουαλός εξτρέμ που πέρασε περισσότερα από 20 χρόνια προσπερνώντας πλάγιους μπακ στο αγγλικό πρωτάθλημα και στην Ευρώπη. Ο Γκιγκς έζησε όλη την καριέρα του στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, κάνοντας ρεκόρ συμμετοχών με 963 και κατακτώντας 13 πρωταθλήματα. Καθώς μεγάλωνε και η ταχύτητα του άρχισε να μειώνεται, χρησιμοποιήθηκε με επιτυχία από τον Σερ Αλεξ Φέργκιουσον σε διάφορους ρόλους στο κέντρο, απόδειξη της ευελιξίας του αλλά και καθοριστικό για να παραμένει στο τοπ του παιχνιδιού. Ενας πραγματικά σπουδαίος σύγχρονος και ίσως ο πρώτος σούπερσταρ της Premier League, ο Γκιγκς βασίλευσε για περισσότερο από όσο είχε δικαίωμα. Σπουδαιότερη στιγμή της καριέρας του, το treble το 1999.

82. Ούγκο Σάντσες

Εύκολα ο καλύτερος Μεξικάνος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών και ένας από τους μεγαλύτερους σκόρερ στην ιστορία της Ρεάλ Μαδρίτης και του ισπανικού πρωταθλήματος. Επαιξε και για τις δύο ομάδες της Μαδρίτης, αλλά ήταν στην Ρεάλ, όπου πήγε το 1985, που ο Σάντσες και ο πανηγυρισμός του στα γκολ έγιναν θρύλοι. Ο Σάντσες κατέκτησε πέντε συνεχόμενα πρωταθλήματα από το 1985 ως το 1990, ήταν ο πρώτος σκόρερ σε τέσσερα από αυτά και κόσμησε τα ισπανικά γήπεδα με τα εντυπωσιακά τελειώματα του. Εκτελεστής μέσα στην περιοχή, σίγουρα, αλλά και εκπληκτικά ταλαντούχος έξω από αυτό, επίσης. Το 1989 κατέκτησε το νταμπλ με την Ρεάλ Μαδρίτης και πέτυχε 45 γκολ σε 42 ματς, παίρνοντας και το Χρυσό Παπούτσι.

81. Ντράγκαν Τζάιτς

Ο Τζάιτς χρησιμοποιούσε το δεξί πόδι μόνο για να τρέξει αλλά το αριστερό ήταν απλά υπέροχο. Παίζοντας στην πτέρυγα, ήταν ικανός να ντριμπλάρει κάθε αμυντικό, οι σέντρες του ήταν άψογες και οι εκτελέσεις φάουλ μαγικές. Βοήθησε τον Ερυθρό Αστέρα να κατακτήσει πέντε πρωταθλήματα από το 1963 ως το 1973 και ήταν η καρδιά της εθνικής Γιουγκοσλαβίας για 14 χρόνια. Είναι πολύ κρίμα το γεγονός ότι στον Τζάιτς επιτράπηκε μόνο όταν έγινε 29 ετών να φύγει στο εξωτερικό, παίζοντας στη Γαλλία με την Μπαστιά. Ο Τζάιτς σκόραρε το πρώτο γκολ στον τελικό του Euro 1968 με την Ιταλία και ήταν κοντά στο να οδηγήσει στον τίτλο την Γιουγκοσλαβία, αλλά οι Ιταλοί ισοφάρισαν στο τέλος.

80. Τιερί Ανρί

Thierry Henry

Στα καλύτερά του χρόνια δεν είχε αντίπαλο. Οδήγησε την Άρσεναλ στις καλύτερες μέρες της ιστορίας της και το έκανε με στυλ. Ήταν από τους ελάχιστους παίκτες με trademark τελειώματα και ντρίμπλες, ενώ το πλασέ του έχει μείνει στην ιστορία. Πέτυχε 20+ γκολ για πέντε συνεχόμενες σεζόν, προσφέροντας στιγμές μαγείας. Μέσα σε όλα αυτά πέτυχε και 51 τέρματα για την Γαλλία, με την οποία φυσικά κατέκτησε και το Μουντιάλ και το Γιούρο.

79. Τζίτζι Ρίβα

Gigi Riva

Ένας από τους κορυφαίους σκόρερ στην ιστορία της Ιταλίας είχε τρομερό αριστερό πόδι και οδήγησε έναν σύλλογο-έκπληξη στο θρίαμβο. Ο Ρίβα αναγκάστηκε να βάλει τέλος στην καριέρα του σε ηλικία μόλις 32 ετών λόγω των συνεχών τραυματισμών, όμως μέχρι τότε είχε κάνει τη δουλειά του. Πέρασε 13 χρόνια στην Κάλιαρι και με τα 207 του γκολ (και άλλα 35 για την εθνική σε μόλις 42 εμφανίσεις) την οδήγησε στην κορυφή του Campionato το 1970 (21 γκολ σε 28 ματς εκείνη τη σεζόν), ένα πρωτάθλημα που παραμένει το μοναδικό στην ιστορία του συλλόγου. Από τους παίκτες-κλειδιά της Ιταλίας στην κατάκτηση του Γιούρο 1968 και στη δεύτερη θέση του Μουντιάλ του 1970.

78. Ζουστ Φοντέν

Just Fontaine

Ο Φοντέν μπορούσε να σκοράρει για πλάκα. Μαζί με τον Κοπά ήταν οι παίκτες πίσω από την τρομερή επιτυχία της Ρεμς. Ακόμη και όταν ο Κοπά έφυγε από τους Γάλλους για την Ρεάλ το 1958 εκείνος συνέχισε να σκοράρει με την ίδια συχνότητα. Στο τέλος είχε πετύχει 121 γκολ σε 6 χρόνια με τη φανέλα της Ρεμς. Ο Φοντέν είχε πετύχει χατ τρικ στο ντεμπούτο του με την Γαλλία απέναντι στο Λουξεμβούργο, αλλά έγινε πασίγνωστος για τα 13 γκολ που πέτυχε στο Μουντιάλ του 1958. Παραμένει τέταρτος στη λίστα με τους σκόρερ όλων των εποχών στη διοργάνωση, παρά το γεγονός ότι εμφανίστηκε μόλις σε ένα τουρνουά.

77. Φρανκ Ράικαρντ

Frank Rijkaard

Λίγοι παίκτες είναι τυχεροί ώστε να παίξουν σε μία κορυφαία ομάδα κατά τη διάρκεια της καριέρας τους. Ο Ράικαρντ αγωνίστηκε για τρεις (αν βάλουμε μέσα τις δύο του θητείες στον Άγιαξ). Μέλος του Άγιαξ υπό τις οδηγίες του Γιόχαν Κρόιφ, κατέκτησε στη συνέχεια δύο Κύπελλα Πρωταθλητριών με την Μίλαν του Σάκι το 1989 και το 1990, πριν επιστρέψει στον Αίαντα για να κατακτήσει το Champions League το 1995. Ο Ράικαρντ ήταν ο πρώτος από τους μεγάλους box-to-box μέσους που έκαναν την εμφάνισή τους στα μέσα της δεκαετίας του ’90.

76. Ντένις Λο

Denis Law

Λίγοι είχαν τη δική του αντίληψη εκείνα τα χρόνια, όταν πέτυχε 237 γκολ σε 404 εμφανίσεις με την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ο Λο βρήκε δίχτυα για πρώτη φορά στον τελικό του Κυπέλλου το 1963, κατέκτησε δύο φορές το πρωτάθλημα με την ομάδα του Ματ Μπάσμπι και ταίριαξε απόλυτα με τους άλλους δύο της «ιερής τριπλέτας», τους Τζορτζ Μπεστ και Μπόμπι Τσάρλτον. Στάθηκε άτυχος και έχασε τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1968 λόγω τραυματισμού, αλλά όντας πρώτος σκόρερ τη σεζόν 1964-65 κέρδισε την Χρυσή Μπάλα.

75. Καφού

 Cafu

Κανένας άλλος ποδοσφαιριστής δεν έχει παίξει σε τρεις διαδοχικούς τελικούς Μουντιάλ. Ο Καφού το έκανε και κέρδισε δύο από αυτούς το 1994 και το 2002. Οι συμπατριώτες του είχαν να λένε για τα πνευμόνια του, κάτι που φάνηκε κατά τη διάρκεια της καριέρας του. Στην Ιταλία τον φώναζαν Pendolino από το τρένο υψηλών ταχυτήτων. Πέρασε έξι υπέροχα χρόνια στην Ρόμα πριν την αφήσει για την Μίλαν, με την οποία κατέκτησε το Champions League το 2007.

74. Γιόσεφ Μάσοπουστ

 Josef Masopust

Ήταν από τους πρώτους που πήγαν το fair play σε άλλο επίπεδο. Όταν ο Πελέ είχε τραυματιστεί στο ματς της Βραζιλίας με την Τσεχοσλοβακία στο Μουντιάλ του 1962, αλλά έπρεπε να συνεχίσει να παίζει, ο Μάσοπουστ αρνήθηκε να του κάνει τάκλιν. Ο Πελέ είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό και πάντα τον θαύμαζε από εκείνη την ημέρα, τη στιγμή που μέχρι και ο Εουσέμπιο είχε πει ότι ένιωθε κατώτερος παίζοντας απέναντί του. Κέρδισε 8 πρωταθλήματα στην Τσεχοσλοβακία με την Ντούκλα Πράγας και ήταν γνωστός για τον τρόπο με τον οποίο μπορούσε να προωθήσει το παιχνίδι.

73. Ομάρ Σίβορι

Omar Sivori

Ταχύτατος και με εντυπωσιακή ικανότητα να εκμεταλλεύεται τους κενούς χώρους, ο Cabezon κέρδισε δύο τίλους με την Ρίβερ Πλέιτ στην Αργεντινή στα μέσα της δεκαετίας του ’50, πριν μετακομίσει στην Γιουβέντους για ποσό-ρεκόρ τότε. Μαζί με τους Τσαρλς και Μπονιμπέρτι συνέθεσαν το μαγικό τρίο, κατακτώντας τρία πρωταθλήματα την περίοδο 1957-61. Πέτυχε και το πρώτο γκολ της Γιουβέντους στην ιστορική νίκη επί της Ρεάλ, για να γίνουν οι μπιανκονέρι η πρώτη ιταλική ομάδα που κερδίζει στο Μπερναμπέου. Το 1961 ανακηρύχθηκε κορυφαίος παίκτης της Ευρώπης, κάτι που άξιζε και με το παραπάνω.

72. Ζοσέ Αντράντε

Jose Andrade

Αν και δεν γέμισε το μάτι με την κορμοστασιά του, ο αμυντικός μέσος ήταν κυρίαρχος στη μεσαία γραμμή και είχε εντυπωσιάσει με την Ουρουγουάη στους Ολυμπιακούς Αγώνες και στο Μουντιάλ του 1930. Το ποδόσφαιρο δεν ήταν ακόμα επαγγελματικό στην πατρίδα του και παράλληλα με το ποδόσφαιρο ήταν πλανόδιος μουσικός. Το «μαύρο διαμάντι», όπως τον αποκαλούσαν, δεν καταλάβαινε και πολλά και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924 είχε πετάξει πέτρες πίσω στους Αργεντίνους οπαδούς. Έγινε ο πρώτος μαύρος παίκτης που συμμετείχε σε Ολυμπιακούς Αγώνες.

71. Τζον Τσαρλς

John Charles

Το 1997 ο Τσαρλς είχε βρεθεί μπροστά από τους Πλατινί και Ζιντάν στις επιλογές των οπαδών της Γιουβέντους για τον καλύτερο ξένο όλων των εποχών που φόρεσε τη φανέλα της. Όταν αποκτήθηκε το 1957 από την Λιντς οι Ιταλοί είχαν αναγκαστεί να σπάσουν το ρεκόρ μεταγραφής και ο Ουαλός πέτυχε 108 γκολ σε 155 ματς. Κέρδισε δύο πρωταθλήματα, ενώ οδήγησε και την πατρίδα του στο Μουντιάλ του 1958. Όταν στην Λιντς αποφάσισαν να τον αλλάξουν θέση και να τον μετακινήσουν από τη μεσαία γραμμή στην επίθεση, πέτυχε 42 γκολ τη σεζόν 1953-54.

70. Πολ Μπράιτνερ

Paul Breitner

Ήταν από τους παίκτες με τεράστια επιρροή τόσο στην Μπάγερν όσο και στην Ρεάλ. Βοήθησε τους Βαυαρούς να κατακτήσουν τρία σερί πρωταθλήματα, ενώ το 1974 κατέκτησε και το Κύπελλο Πρωταθλητριών, πριν κατακτήσει και δύο πρωταθλήματα με την Ρεάλ μαζί με τον Γκούντερ Νέτσερ. Ο Μπράιτνερ επέστρεψε στην Μπάγερν το 1978 συνεχίζοντας την πετυχημένη του καριέρα.

69. Ντένις Μπέργκαμπ

Dennis Bergkamp

Μπορεί να ήταν Ολλανδός, αλλά είχε τεράστια επιρροή στο αγγλικό ποδόσφαιρο. Πάντα εντυπωσίαζε με το επίπεδο τεχνικής του και τα γκολ του με στο ματς με τη Νιούκαστλ και στο Μουντιάλ με την Αργεντινή έχουν μείνει στην ιστορία.

68. Σάντρο Ματσόλα

Sandro Mazzola

Πέρασε όλη του την καριέρα στην Ίντερ και ήταν κλειδί της μεγάλης ομάδας του Ελένιο Ερέρα. Στην τακτική του κατενάτσιο με τις αντεπιθέσεις-φωτιά ήταν ιδανικός για το σύστημα των νερατζούρι. Κατέκτησε τέσσερις φορές το πρωτάθλημα, το Κύπελλο Πρωταθλητριών το 1964 και στη συνέχεια το Euro με την Ιταλία το 1968. Μεγάλη του στιγμή όταν ο Φέρεντς Πούσκας τον αποθέωσε και του έδωσε τη φανέλα του μετά τον τελικό με την Ρεάλ το 1964, όταν πέτυχε δύο γκολ.

67. Φλόριαν Άλμπερτ

Florian Albert

Το φώναζαν «αυτοκράτορα», καθώς ήταν πολύ κλασάτος επιθετικός, που πάντα έπαιζε με αυτοπεποίθηση και σκεφτόταν διαφορετικά, βρίσκοντας απρόσμενες λύσεις για όλες τις περιπτώσεις. Έπαιξε για την Φερεντσβάρος για 16 χρόνια, αλλά εκεί που έκανε τη διαφορά ήταν στην εθνική Ουγγαρίας. Ψηφίστηκε καλύτερος νέος παίκτης στο Μουντιάλ του 1962 και βρέθηκε στην καλύτερη ενδεκάδα τόσο στο Euro του 1964 όσο και στο Μουντιάλ του 1966, κερδίζοντας και τη Χρυσή Μπάλα το 1967. Οδήγησε την Ουγγαρία στα προημιτελικά δύο Μουντιάλ, σκοράροντας τέσσερα γκολ σε εκείνο του 1962 σε ηλικία 20 ετών.

66. Τεόφιλο Κουμπίγιας

Teofilo Cubillas

Ο μεγαλύτερος Περουβιανός παίκτης όλων των εποχών και ο μόνος μη Γερμανός που κατάφερε να σκοράρει από 5 γκολ σε δύο διαφορετικά Μουντιάλ το 1970 και το 1978. Με εξαιρετική αντίληψη και πολύ δυνατό σουτ, ήταν σπεσιαλίστας στα στημένα, βάζοντας εκπληκτικό φάλτσο στην μπάλα. Σκόραρε για πλάκα με τη φανέλα της αγαπημένης του Αλιάνσα Λίμα, ενώ είχε επιτυχημένο πέρασμα και από την Πόρτο. Οδήγησε το Περού στον δεύτερο (και τελευταίο μέχρι σήμερα) θρίαμβο στο Κόπα Αμέρικα το 1975, κερδίζοντας την Βραζιλία στα ημιτελικά.

65. Τζίμι Τζόνστον

Jimmy Johnstone

Μέχρι να φτάσει ο Στέιν στο Parkhead το 1965 η Σέλτικ και ο Τζόνστον πάλευαν να βρουν τη σταθερότητα. Αρχικά, ο Στέιν ένιωσε ότι ο παίκτης του ήταν πολύ ατομιστής, αλλά τελικά τον πίστεψε. Ένα από τα «λιοντάρια της Λισαβόνας», κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών το 1967, ξεσήκωσε μέχρι και το κοινό του «Μπερναμπέου» με την εμφάνισή του στο φιλικό προς τιμή του Ντι Στέφανο αργότερα την ίδια χρονιά, με τους οπαδούς της βασίλισσας να φωνάζουν «όλε» σε κάθε του επαφή με την μπάλα.

64. Γιόχαν Νέεσκενς

Johan Neeskens

Ένας ακούραστος μέσος που μπορούσε να σκοράρει και με ευκολία, να δώσει ασίστ να κόψει, να μοιράσει μπάλα. Τέλειος για το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο του Άγιαξ και της Ολλανδίας. Το 1974 πήρε μεταγραφή για την Μπαρτσελόνα, έναν χρόνο μετά την κατάκτηση του τρίτου Κυπέλλου Πρωταθλητριών με τον Αίαντα. Ακολούθησε τον Κρόιφ στα επόμενα βήματά του.

63. Γκόρντον Μπανκς

Gordon Banks

Ο Μπανκς έκανε την απόκρουση που έχει «παίξει» τις περισσότερες φορές στον κόσμο. Πέρασε την καριέρα του σε Λέστερ και Στόουκ, αλλά οι εμφανίσεις του με την εθνική φρόντισαν να του εξασφαλίσουν θέση στην ιστορία. Κατέκτησε το Μουντιάλ το 1966, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα έκανε ίσως την κορυφαία απόκρουση στην ιστορία της διοργάνωσης στην προσπάθεια του Πελέ.

62. Ντίξι Ντιν

Dixie Dean

Πέτυχε 379 γκολ σε 437 παιχνίδια και είναι δίχως αμφιβολία ο κορυφαίος σκόρερ στην ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου. Πολύ δυνατός, κατάφερε να επιζήσει από ένα τροχαίο ατύχημα με μοτοσικλέτα νωρίς στην καριέρα του, για να σκοράρει το ένα γκολ μετά το άλλο για την αγαπημένη του Έβερτον και την Αγγλία. Τη σεζόν 1927-28 στην πορεία της Έβερτον για τον τίτλο πέτυχε 60 γκολ σε 39 εμφανίσεις!

61. Πέτερ Σμάιχελ

Peter Schmeichel

Πριν εμφανιστούν οι τερματοφύλακες που μπορούσαν να παίξουν και ως λίμπερο, ο Σμάιχελ ήταν η αφρόκρεμα στις εστίες. Μπορούσε να αποκρούσει με κάθε τρόπο και είχε ηγετική φυσιογνωμία. Η μέθοδος του «αστερία» έγινε πασίγνωστη και ήταν πολύ δύσκολο για οποιονδήποτε να τον κερδίσει σε τετ α τετ. Μέλος της μεγάλης Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του Φέργκιουσον που κατέκτησε τα πάντα, είχε φτάσει στην κορυφή της Ευρώπης και με την Δανία στο Euro του 1992.

60. Κέβιν Κίγκαν

Kevin Keegan

Ο «Mighty Mouse» έγινε ο πρώτος Βρετανός που εκμεταλλεύτηκε τα εμπορικά του δικαιώματα. Στο γήπεδο βοήθησε την Λίβερπουλ του Σάνκλι τη δεκαετία του ’70 να κερδίσει τίτλους, μεταξύ των οποίων ένα πρωτάθλημα και ένα Κύπελλο UEFA. Υπό τις οδηγίες του Πέισλι ήταν που πήγε το παιχνίδι του ένα επίπεδο πιο πάνω, βοηθώντας την Λίβερπουλ να φτάσει στην κορυφή της Ευρώπης το 1977. Αποφάσισε να υπογράψει στο Αμβούργο στη συνέχεια για να «επεκτείνει τους ορίζοντές του». Κατέκτησε την Bundesliga και δύο Χρυσές Μπάλες σε τρία χρόνια.

59. Αντρές Ινιέστα

Andres Iniesta

Η μοντέρνα εποχή μπορεί να μας έχει δώσει συναρπαστικούς ποδοσφαιριστές από τον Ινιέστα. Κανένας τους, όμως, δεν είχε τη δική του χάρη. Κατά κάποιον τρόπο στάθηκε άτυχος που έπαιξε σε κάποιες από τις καλύτερες ομάδες όλων των εποχών (Μπαρσελόνα, Ισπανία), καθώς έπεσε πάνω σε συμπαίκτες όπως ο Τσάβι και ο Μέσι. Το γκολ του στην παράταση του τελικού του Μουντιάλ του 2010 με την Ολλανδία είναι ίσως η μεγαλύτερη στιγμή του.

58. Αδόλφο Πεδερνέρα

Adolfo Pedernera

Ήταν γρήγορος, είχε… δύο μαγικά πόδια, εκπληκτική τεχνική και ήταν από τους καλύτερους παίκτες της Ρίβερ Πλέιτ, που ονομάστηκε «La Maquina», «η Μηχανή». Από τους πρώτους παίκτες που μπορούσαν να παίξουν σε όλες τις θέσεις της επίθεσης, ήταν το είδωλο του Ντι Στέφανο, όπως είχε αποκαλύψει ο τελευταίος. Κέρδισε πέντε πρωταθλήματα, ενώ οδήγησε τους συμπαίκτες του σε απεργία, απαιτώντας καλύτερους μισθούς, πριν φύγει για αυτόν τον λόγο για την Κολομβία. Κέρδισε δύο φορές το Κόπα Αμέρικα με την Αργεντινή το 1941 και το 1945.

57. Καρλ Χάιντς Ρουμενίγκε

Karl Heinz Rummenigge

Ένας εξαιρετικός ντριμπλέρ που χρησιμοποιούσε εξίσου καλά και τα δύο του πόδια. Ήταν από τους πιο αποτελεσματικούς επιθετικούς στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Η άψογη συνεργασία του με τον Πολ Μπράιτνερ βοήθησε την Μπάγερν να κερδίσει ένα κάρο τρόπαια, ανάμεσα στα οποία και τα τρία συνεχόμενα Κύπελλα Πρωταθλητριών, ενώ κέρδισε με την Γερμανία το Euro το 1980.

56. Ντανιέλ Πασαρέλα

Daniel Passarella

Θεωρείται ένας από τους καλύτερους κεντρικούς αμυντικούς όλων των εποχών. Και όχι άδικα. Ο Αργεντίνος ήταν τρομερός, δεν φοβόταν να κάνει τάκλιν και πάντα έπαιρνε τη σωστή θέση. Με δεδομένο το ύψος του το γεγονός ότι ήταν πολύ καλός στο ψηλό παιχνίδι αποτελεί παράδοξο. Πέτυχε 175 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις και μπορούσε εύκολα να ξεκινήσει μία επίθεση από την άμυνα. Ηγέτης σε όλα του, είχε το παρατσούκλι «ο μεγάλος αρχηγός». Δεν του έλειψαν ούτε οι τίτλοι, κατακτώντας έξι με την Ρίβερ Πλέιτ, πριν φύγει για την Ιταλία, όπου έπαιξε σε Φιορεντίνα και Ίντερ. Αρχηγός της Αργεντινής στο θρίαμβο του 1978 στο Μουντιάλ, στάθηκε άτυχος και έχασε εκείνο του 1986 λόγω τραυματισμού. Μπορεί να μην έπαιξε, αλλά ήταν στην αποστολή και πήρε το δεύτερό του μετάλλιο.

55. Ντίνο Τζοφ

Dino Zoff

Ο μόνος Ιταλός που κέρδισε και το Euro το 1968 και το Μουντιάλ το 1982. Βρέθηκε στην Γιουβέντους σε ηλικία 32 ετών και κέρδισε με τη φανέλα της 6 πρωταθλήματα, κάνοντας 330 εμφανίσεις. Γνωστός για τα εκπληκτικά του αντανακλαστικά και τις σωστές του τοποθετήσεις, έπαιζε σε υψηλό επίπεδο μέχρι την τέταρτη δεκαετία της ζωής του. Εγινε ο γηραιότερος παίκτης που παίζει σε τελικό Μουντιάλ, οδηγώντας ως αρχηγό την Ιταλία στον θρίαμβο επί της Δυτικής Γερμανίας.

54. Γκούναρ Νόρνταλ

Gunnar Nordahl

Με 210 γκολ στη Serie A παραμένει ο κορυφαίος σκόρερ στην ιστορία της Μίλαν. Ο Σουηδός αναδείχθηκε πέντε φορές πρώτες σκόρερ στην Ιταλία στα έξι χρόνια της παρουσίας του εκεί την περίοδο 1950-55. Τέτοια ήταν η επιτυχία του που η Μίλαν αποφάσισε να αποκτήσει άλλους δύο συμπατριώτες του, τους Λίντχολμ και Γκρεν. Οι τρεις τους είχαν διαμορφώσει το περίφημο «Gre-No-Li». Ο Νόρνταλ κατέκτησε δύο πρωταθλήματα και παραμένει ο κορυφαίος ξένος σκόρερ στην ιστορία της Serie A. Από τους παίκτες που έκαναν τη διαφορά στην πορεία της Σουηδίας προς την κατάκτηση των Ολυμπιακών Αγώνων το 1948. Με την εθνική πέτυχε 43 γκολ σε 33 ματς.

53. Γκαετάνο Σιρέα

Gaetano Scirea

Ένας από τους πιο έξυπνους και κλασάτους αμυντικούς. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του ως λίμπερο, με τον ίδιο να λέει ότι το γεγονός ότι ξεκίνησε ως μέσος τον βοήθησε να καταλάβει καλύτερα το παιχνίδι. Έφυγε από τη ζωή μόλις σε ηλικία 36 ετών σε τροχαίο ατύχημα και παραμένει ένας από τους πέντε Ευρωπαίους παίκτες που έχουν κατακτήσει όλα τα τρόπαια. Ήταν από τους κορυφαίους της Ιταλίας στην κατάκτηση του Μουντιάλ το 1982.

52. Ρομπέρτο Μπάτζιο

Roberto Baggio

Έμειναν στην ιστορία και τα θρυλικά του γκολ και το θρυλικό χαμένο του πέναλτι. Δυστυχώς, μάλλον η τελευταία στιγμή στον τελικό του Μουντιάλ το 1994 παραμένει η πιο γνωστή στην καριέρα του. Ένα εκπληκτικό δεκάρι, που μπορούσε να σκοράρει με φάουλ από οποιαδήποτε θέση και είχε απίστευτη πρώτη επαφή. Αποτέλεσε έμπνευση για τους επόμενους όπως ο Τζόλα και ο Ντελ Πιέρο. Κέρδισε τη Χρυσή Μπάλα το 1993, όμως έπρεπε να φτάσουμε στο 1995 για να κατακτήσει το πρώτο του πρωτάθλημα με τη φανέλα της Γιουβέντους.

51. Ζαϊρζίνιο

Jairzinho

Τα απίστευτα σπριντ του και το φονικό του σουτ του εξασφάλισαν μία θέση στην ιστορία μετά το Μουντιάλ του 1970. Εκείνη η Βραζιλία ενέπνευσε μία ολόκληρη γενιά ποδοσφαιριστών και ο Ζαϊρζίνιο ήταν ένα από τα μεγάλα της αστέρια, παρά το γεγονός ότι υπήρχε στην ίδια ομάδα με τον Πελέ και τον Τοστάο. Παραμένει ο μοναδικός παίκτης που κατέκτησε το Μουντιάλ, σκοράροντας σε όλα τα παιχνίδια. Το γκολ του με την Αγγλία σε εκείνο το τουρνουά παραμένει ένα από τα πιο διάσημα.

50. Τσάβι

Xavi

Ένας μέσος που σημάδεψε μία ολόκληρη εποχή και βρέθηκε στην καρδιά σε δύο από τις καλύτερες ομάδες όλων των εποχών: της Μπαρτσελόνα και της Ισπανίας. Όταν η καριέρα του έφτανε στο τέλος της, τότε φάνηκε και η επιρροή που είχε. Ο ρυθμός του, η ηρεμία του, η πάσα του, η ιδιοφυία του άλλαξαν τον τρόπο που αντιμετωπίσουμε τη θέση. Εγινε ο πρώτος αρχηγός της Μπαρτσελόνα που κατακτά το τρεμπλ, ενώ αποχώρησε από την Ισπανία, έχοντας κάνει 133 συμμετοχές. Το 2010 βρέθηκε στην τρίτη θέση των επιλογών για τη Χρυσή Μπάλα.

49. Νίλτον Σάντος

Nilton Santos

Ο άνθρωπος που έφερε την επανάσταση στη θέση του αριστερού μπακ τη δεκαετία του ’50 δεν φοβόταν να προωθηθεί και να επιτεθεί. Ο καλύτερος φίλος του Καρίντσα, ήταν μέλος μίας εκ των καλύτερων ομάδων της Βραζιλίας όλων των εποχών με την Μποταφόγκο, ενώ έπαιξε σε τέσσερα Μουντιάλ, κατακτώντας εκείνα το 1958 και το 1962. Έγινε γνωστός ως η «εγκυκλοπαίδεια του ποδοσφαίρου» για τις γνώσεις του γύρω από το ποδόσφαιρο.

48. Μίκαελ Λάουντρουπ

Michael Laudrup

Ένας πολύ κλασάτος οργανωτής και ένας από τους καλύτερους Δανούς όλων των εποχών. Ξεχώριζε στην Μπαρτσελόνα του Κρόιφ, κατακτώντας τέσσερα συνεχόμενα πρωταθλήματα, κάνοντας τη μακρινή μπαλιά έργο τέχνης. Αποφάσισε να υπογράψει στη συνέχεια στη Ρεάλ για να τελειώσει την κυριαρχία της πρώην του ομάδας. Ένας από τους καλύτερους μέσους των τελευταίων 40 ετών, που κατέκτησε και το Euro με τη Δανία το 1992. «Είναι ο καλύτερος παίκτης που έπαιξα μαζί», είχε πει ο Ραούλ, ενώ ο Ινιέστα τον είχε χαρακτηρίσει ως τον «καλύτερο παίκτη στην ιστορία».

47. Ριβελίνο

Rivellino

Ο πιο διάσημος… μουστακαλής του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου, είχε τόσο δυνατό αριστερό πόδι, που ονόμασαν το σουτ του «ατομικό χτύπημα». Ήταν ο καλύτερος παίκτης της Σελεσάο σε μία φανταστική ομάδα που διέλυσε κάθε αντίπαλο στο Μεξικό το 1970 και ο πρώτος που μας σύστησε την λεγόμενη ντρίμπλα «elastico».

46. Χουάν Αλμπέρτο Σκιαφίνο

Juan Alberto Schiaffino

Η τεχνική του ήταν εντυπωσιακή και τον έκανε απρόβλεπτο για κάθε αντίπαλο. Ήταν ένας από τους πιο επιβλητικούς επιθετικούς της εποχής του, κερδίζοντας τέσσερα πρωταθλήματα με την Πενιαρόλ στην Ουρουγουάη, πριν μετακομίσει στην Ιταλία και βοηθήσει την Μίλαν να κατακτήσει τρία πρωταθλήματα σε πέντε χρόνια. Το μεγαλύτερό του επίτευγμα είναι δίχως αμφιβολία η κατάκτηση κόντρα σε όλα τα προγνωστικά του Μουντιάλ το 1950.

45. Ολεγκ Μπλαχίν

Κάτοχος της Χρυσής Μπάλας το 1975, ο Μπλαχίν ήταν ένας ασταμάτητος επιθετικός στην εποχή του. Γρήγορος και τεχνίτης, μπορούσε να περάσει με ταχύτητα τους αμυντικούς και ήταν επίσης γνωστός για τις εξαιρετικές τοποθετήσεις του στην αντίπαλη περιοχή. Εγινε σταρ πολύ μικρός υπό τις οδηγίες του Βαλερί Λομπανόβσκι στην Ντιναμό Κιέβου και πέτυχε 266 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις. Με τον Μπλαχίν, οι Ουκρανοί κατέκτησαν τον τίτλο στο πρωτάθλημα της Σοβιετικής Ενωσης 6 φορές, έγινε η πρώτη Σοβιετική ομάδα που κατέκτησε τίτλο το (Κύπελλο Κυπελλούχων) το 1975 και το επανέλαβαν το 1986. Το 1975 όταν η Ντιναμό αντιμετώπισε την Μπάγερν ο Μπλαχίν ήταν εκπληκτικός πετυχαίνοντας και τα τρία γκολ στις νίκες 0-1 εκτός και 2-0 εντός επί των Βαυαρών.

44. Ντιντί

«Δεν είμαι τίποτα σε σχέση με τον Ντιντί. Δεν θα είμαι ποτέ ούτε καν κοντά στο πόσο καλός είναι. Αποτελεί το είδωλό μου, είναι ο άνθρωπος τον οποίο παρακολουθώ. Στα πρώτα μου χαρτάκια ποδοσφαιριστών είχα εκείνον» είπε ο Πελέ. Τι άλλο μπορείς να ζητήσεις; Ο Πρίγκηπας της Αιθιοπίας, όπως τον αποκαλούσαν λόγω του στιλ του, κατάκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο με την Βραζιλία το 1958 κα το 1962 και έγινε γνωστός για τον τρόπο με τον οποίο εκτελούσε φάουλ, ο οποίος από τους σημερινούς παίκτες μοιάζει με εκείνον τον Κριστιάνο Ρονάλντο. Ο Ντιντί, που είχε μικρό πέρασμα από την Ρεάλ Μαδρίτης, όμως δεν κατάφερε να τα βρει με τον Αλφρέδο Ντι Στέφανο, αναδείχθηκε κορυφαίος παίκτης στο Mundial του 1958.

43. Φριτς Βάλτερ

Ο Βάλτερ ήταν μέσος αλλά παρά το γεγονός αυτός κατάφερε να έχει μέσο όρο ένα γκολ ανά αγώνα κατά τη διάρκεια της 20ετούς θητείας του στην Καϊζερσλάουτερν, την αγαπημένη του ομάδα με την οποία κατέκτησε δύο πρωταθλήματα και την οποία αρνήθηκε να αφήσει αν και είχε πολλές προτάσεις από ομάδες του εξωτερικού. Παίζοντας μαζί με τον μικρότερο αδερφό του, Οτμαρ, ήταν ηγέτης όχι μόνο του club αλλά και της Εθνικής Γερμανίας που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο το 1954 κόντρα σε όλα τα προγνωστικά. Ο Βάλτερ πέτυχε τρία γκολ στη διοργάνωση αλλά η συνολική προσφορά του ήταν πιο σημαντική. Σήμερα, υπάρχει βραβείο με το όνομά του [Fritz Walter Medal], το οποίο δίνεται στα κορυφαία ταλέντα κάθε σεζόν. Κορυφαία στιγμή της καριέρας του ήταν ο τελικός του Mundial κόντρα στην Ουγγαρία στον οποίο έβαλε δύο γκολ.

42. Ματίας Σίντελαρ

Εχοντας το προσωνύμιο ο ‘Μότσαρτ του ποδοσφαίρου’, ο Σίντελαρ ήταν ένα από τα αστέρια του 1930 και ηγέτης της Αυστρίας που έμεινε γνωστή ως Wunderteam. Με μεγάλη φαντασία και εξαιρετική τεχνική έκανε τρομερά πράγματα με την Εθνική του πετυχαίνοντας 26 γκολ σε 43 αγώνες. Ηταν το αστέρι της Αούστρια Βιέννης, με την οποία κατέκτησε ένα πρωτάθλημα και πέντε κύπελλα. Ο Σίντελαρ έκανε γνωστές τις πολιτικές του πεποιθήσεις, πανηγυρίζοντας έντονα το γκολ του με την Αυστρία κόντρα στην Γερμανία. Ο μυστηριώδης θάνατός του στην ηλικία των 35 έκανε ακόμα μεγαλύτερο τον μύθο του. Ο Σίντελαρ ήταν αρχηγός της Αυστρίας που έφτασε στα ημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1934 στην Ιταλία, όπου η ομάδα του ηττήθηκε από τους διογανωτές.

41. Τζίτζι Μπουφόν

Οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές ωριμάζουν όταν φτάνουν στα 30 όμως ο Μπουφόν ήταν άντρας από τα 17 του. Τον Ιανουάριο γίνεται 40 και τα τελευταία 6 χρόνια έχει βοηθήσει την Γιουβέντους να κατακτήσει ισάριθμα πρωταθλήματα Ιταλίας και να παίξει σε δύο τελικούς Champions League. Μαζί με τον Ντίνο Τζοφ είναι ο μοναδικός τερματοφύλακας που έχει βρεθεί στους δύο κορυφαίους για την Χρυσή Μπάλα τα τελευταία 50 χρόνια. Το 2007 ανέβηκε στην Serie A με την Γιουβέντους, την οποία ακολούθησε στην Serie B, λίγο αφού είχε κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο με την Εθνική Ιταλίας. Η απόφασή του να μείνει ήταν σταθμός στην ιστορία των Bianconeri.

40. Κένι Νταλγκλίς

Kenny Dalglish

Ο «King Kenny» είχε ήδη κερδίσει τέσσερις τίτλους με την Σέλτικ, πριν βρεθεί το 1977 στην Λίβερπουλ του Πέισλι. Μπορεί να μην ήταν ο πιο γρήγορος, όπως είχε πει ο τελευταίος, αλλά ήταν ο πιο γρήγορος στη σκέψη. Μπορούσε να τρομοκρατήσει κάθε άμυνα, κερδίζοντας το ένα τρόπαιο μετά το άλλο. Μέσα σε όλες τις διακρίσεις του έγινε και ο πρώτος παίκτης που έφτασε τα 100 γκολ και στο αγγλικό και στο σκωτσέζικο πρωτάθλημα. Ήταν ο κορυφαίος στη νίκη επί της Μπριζ το 1978 στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών.

39. Νάντορ Χιντεγκούτι

Nandor Hidegkuti

Ήταν από τα πρώτα «ψευτο9άρια» στην ιστορία και σκόραρε με απίστευτη συχνότητα. Του άρεσε να γυρίζει πίσω και να οργανώνει το παιχνίδι, ενώ η αντίληψή του ήταν κορυφαία και τον έκανε έναν από τους καλύτερους παίκτες της χρυσής γενιάς του ουγγρικού ποδοσφαίρου, που έφτασε μέχρι τον τελικό του Μουντιάλ το 1954 και έπρεπε να είχε σηκώσει το τρόπαιο.

38. Τζιάνι Ριβέρα

Gianni Rivera

Όταν ο τεχνικός της Αγγλίας Ράμσεϊ ρωτήθηκε ποιοι ήταν οι τέσσερις κορυφαίοι παίκτες της Ιταλίας στο Μουντιάλ του 1970 έδωσε την εξής απάντηση: ο Ριβέρα, ο Ριβέρα, ο Ριβέρα και ο Ριβέρα. Όλες οι ομάδες της Μίλαν εκείνη την εποχή χτίστηκαν πάνω του. «Του ήταν τόσο εύκολο όσο να μου σερβίρει τσάι», είχε πει ο Αλταφίνι μετά τον θρίαμβο της Μίλαν επί της Μπενφίκα στο Κύπελλο Πρωταθλητριών το 1963 μετά τις ασίστ του Ριβέρα.

37. Ρουντ Γκούλιτ

Ruud Gullit

Είχε απίστευτη χάρη, τεχνική και μπορούσε να παίξει σε οποιαδήποτε θέση. Ο Γκούλιτ ήταν άξιος διάδοχος των μεγάλων Ολλανδών της δεκαετίας του ’70. Ξεκίνησε ως λίμπερο στην Φέγενορντ, πριν περάσει στη μεσαία γραμμή. Στην Μίλαν έπαιξε πιο μπροστά, ενώ στην Τσέλσι ως box-to-box μέσος. Κέρδισε τη Χρυσή Μπάλα και την είχε αφιερώσει στον Νέλσον Μαντέλα.

36. Πάκο Χέντο

Paco Gento

Άφησε την Σαντναντέρ και μετακόμισε στο Bernebeau το 1953. Μέχρι να αποσυρθεί το 1971 είχε κατακτήσει έξι φορές το Κύπελλο Πρωταθλητριών και 12 φορές το πρωτάθλημα. Πολύ γρήγορος, κορυφαίος σκόρερ και εξαιρετικός στο τρανζίσιον. Ήταν αρχηγός της Ρεάλ ως βετεράνος στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών με την Παρτιζάν το 1966. Ακόμη και η καταλανική La Vanguardia του είχε υποκλιθεί. «Εμψυχώνει τις ημέρες της δόξας», είχε γράψει.

35. Λουίς Σουάρεθ

Luis Suarez

Τον φώναζαν «ο αρχιτέκτονας» λόγω των ικανοτήτων του στη μεσαία γραμμή. Ακόμα και σήμερα πολλοί τον θεωρούν τον καλύτερο Ισπανό ποδοσφαιριστή στην ιστορία. Παραμένει ο μοναδικός Ισπανός που κέρδισε τη Χρυσή Μπάλα, έχοντας οδηγήσει την Μπαρτσελόνα στο πρωτάθλημα και σε ευρωπαϊκό τίτλο (Fairs Cup) το 1960. Έχοντας αποδοκιμαστεί στο Camp Nou γιατί πήρε τη θέση του Κουμπάλα, έφυγε για την Ίντερ το 1961 με τη μεταγραφή του τότε να γίνεται για ποσό ρεκόρ στην ιστορία, ώστε να βρεθεί ξανά με τον Ερέρα. Η συνεργασία τους έφερε δύο Κύπελλα Πρωταθλητριών στο Μιλάνο το 1964 και το 1965, ενώ κατέκτησε και το Euro το 1964.

34. Στάνλεϊ Μάθιους

Stanley Matthews

Ο «μάγος της ντρίμπλας» παραμένει ένας από τους πιο εντυπωσιακούς παίκτες που έβγαλε ποτέ το αγγλικό ποδόσφαιρο. Κατάφερε να παίξει για 30 χρόνια, κάνοντας 698 συμμετοχές στο πρωτάθλημα. Κέρδισε τη Χρυσή Μπάλα το 1956 και παραμένει ο γηραιότερος παίκτης που έχει αγωνιστική στην πρώτη κατηγορία της Αγγλίας σε ηλικία 50 ετών. Το Κύπελλο παραμένει ο μοναδικός τίτλος στην καριέρα του, καθώς αγωνίστηκε μόνο σε δύο ομάδες: τις Στόουκ και Μλάκπουλ.

33. Γκούντερ Νέτσερ

Gunter Netzer

Ένας από τους κορυφαίους πασέρ στην ιστορία και από τους πιο κλασάτους παίκτες. Ήταν ο απόλυτος ηγέτης της Γκλάντμπαχ, που κατέκτησε δύο πρωταθλήματα και έφτασε μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου UEFA, πριν την αφήσει για την Ρεάλ το 1973, με την οποία κέρδισε άλλα δύο πρωταθλήματα. Εκείνη η μεταγραφή τον άφησε εκτός εθνικής, κάτι το οποίο συζητιέται μέχρι σήμερα. Πρόλαβε, όμως, να λάμψει με τη Δυτική Γερμανία στο Euro του 1972 και εκείνη τη χρονιά έμεινε πίσω μόνο από τον Μπέκενμπαουερ στην ψηφοφορία για τη Χρυσή Μπάλα.

32. Πάολο Ρόσι

Paolo Rossi

Μπορούσε να ξεφύγει πολύ εύκολα από τους αμυντικούς και να βρεθεί από το πουθενά στην περιοχή. Μπορούσε να σκοράρει για πλάκα με τις Περούτζια και Βιντσέντζα, πριν αφήσει το στίγμα του με την Γιουβέντους στη Serie A και με την Ιταλία στο Μουντιάλ του 1982. Είχε τελειώσει εκείνο το τουρνουά, στο οποίο αναδείχθηκε MVP, στην κορυφή των σκόρερ.

31. Χοσέ Μανουέλ Μορένο

Jose Manuel Moreno

Ένας επιθετικός με εκπληκτικό ταλέντο, μέλος της Ρίβερ Πλέιτ τη δεκαετία του ’40, που ήταν πολύ σημαντική για την τακτική ανάπτυξη του ποδοσφαίρου όχι μόνο στην Αργεντινή αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Ήταν η πρώτη ομάδα της οποίας οι παίκτες άλλαζαν συνεχώς θέσεις στην επίθεση. Ο Μορένο έδειχνε να μην έχει ούτε μία αδυναμία στο παιχνίδι του και οδήγησε την ομάδα του σε έξι πρωταθλήματα. Αργότερα, κατέκτησε τίτλους στο Μεξικό, στη Χιλή και στην Κολομβία και έγινε ο πρώτος που το καταφέρνει σε τέσσερις χώρες. Οδήγησε και την Αργεντινή σε δύο Κόπα Αμέρικα το 1941 και το 1947.

30. Λόταρ Ματέους


Μέσος που έκανε τα πάντα, συνδύαζε το άγριο με την φινέτσα, χωρίς να συμβιβάζεται σε κανένα από αυτά, ο Ματέους ήταν μια ασταμάτητη παρουσία στο μηχανοστάσιο που περιγράφηκε από τον Ντιέγκο Μαραντόνα ως ο σκληρότερος αντίπαλος του. Η κορυφή του ήταν σαν το poster-boy της γερμανικής κυριαρχίας στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο στα τέλη των 80’s και αρχές των 90’s, εποχή στην οποία ο ίδιος κατέκτησε 13 τίτλους σε συλλόγους, μετάλλια σε Μουντιάλ και Euro, συν -για να τα περιβάλει όλα αυτά- την Χρυσή Μπάλα του 1990.

29. Ραϊμόν Κοπά


Ενας ευέλικτος playmaker, ο γιος Πολωνών μεταναστών έγινε σύντομα ο Γάλλος ήρωας του Stade de Reims, συνεργαζόμενος τέλεια με τον Ζιστ Φοντέν. Μια επιβλητική επίδειξη της Γαλλίας επί της Ισπανίας (η Marca τον ονόμασε Μικρό Ναπολέων) κέρδισε την προσοχή των ανθρώπων της Ρεάλ Μαδρίτης, στην οποία, δίπλα στον Πούσκας, κατέκτησε τρία Πρωταθλητριών. Η δεύτερη θητεία του στη Ρεμς ήταν επίσης γεμάτη επιτυχίες, με τον Κοπά να προσθέτει άλλα δύο πρωταθλήματα στη μεγάλη σύλλογη του.

28. Σόκρατες


Ισως ο τελευταίο μποέμ είδωλο στην ιστορία του ποδοσφαίρου, ένας βαθύς στοχαστής σε όλους τους τομείς της ζωής και ένας τρομερός μέσος για μία από τις σπουδαιότερες ομάδες που παρουσίασε ποτέ η Βραζιλία. Παιδίατρος παράλληλα, ήταν εξαιρετικά προικισμένος και μπορούσε να διαβάσει το παιχνίδι πιο γρήγορα από οποιονδήποτε. Ηταν αυτός που έκανε σήμα κατατεθέν του την πάσα με τακουνάκι χωρίς να βλέπει, με τον Πελέ να λέει κάποτε ότι ο Σόκρατες θα μπορούσε να παίξει καλύτερα πηγαίνοντας προς τα πίσω, σε σχέση με τους περισσότερους που θα πήγαιναν μπροστά. Εκτός γηπέδου, αμφισβήτησε την στρατιωτική κυβέρνηση της Βραζιλίας και ηγήθηκε του δημοκρατικού κινήματος.

27. Μπόμπι Μουρ


Το ίνδαλμα του αγγλικού ποδοσφαίρου, αυτός που παραμένει φρορός έξω από το Wembley 24 χρόνια μετά τον θάνατο του. Ο θρύλος της Γουέστ Χαμ Μουρ ήταν ένας ήρωας παραμυθιού για το άθλημα, κερδίζοντας την αθανασία σηκώνοντας το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966, γνωστός επίσης και ως ένας gentleman του παιχνιδιού. Ενα κεντρικός αμυντικός μπροστά από την εποχή του, παραμένει ως σήμερα το κριτήριο με το οποίο κρίνονται όλοι οι Αγγλοι αμυντικοί. Ο Πελέ ακόμη τον αναφέρει ως τον καλύτερο αμυντικό που αντιμετώπισε και ποτέ δεν σταμάτησε να εκθειάζει την ανθρώπινη ποιότητα του Μουρ.

26. Βαλεντίνο Ματσόλα


«Capitano Valentino… Εμπνευσμένος, εκκεντρικός, περίεργος, ομιλητικός, πικρός», ήταν τα λόγια με τα οποία ο Ιταλός δημοσιογράφος Nino Nutrizio περιέγραψε τον επιθετικό μέσο που έχασε την ζωή του στην αεροπορική τραγωδία του 1949 που έσβησε την θρυλική Grande Torino. Στα πέντε του χρόνια στο Τορίνο κατέκτησε πέντε πρωταθλήματα και έβαλε 102 γκολ. Γνωρίζοντας καλά την αξία του, ο Ματσόλα συχνά ζητούσε περισσότερα λεφτά και τσακωνόταν με τους συμπαίκτες του, αλλά ο πρόεδρος Νόβο πάντα στήριζε τον αρχηγό Βαλεντίνο, βασικά επειδή ήταν ανεκτίμητος. Το 1946-47 έβαλε, ως χαφ, 29 γκολ, έξι περισσότερα από τον επόμενο.

5. Κάρλος Αλμπέρτο


Ο αρχηγός έδειξε τον δρόμο για μια νέα γενιά πλάγιων μπακ και πάντα έπαιζε με κομψό στυλ. Μπορούσε να παίξει τόσο έξω όσο και μέσα στις αμυντικές θέσεις και η ηγεσία του ήταν καθοριστική στη Βραζιλία που κατέκτησε το Μουντιάλ του 1970. Ο Αλμπέρτο απόλαυσε επιτυχίες και δίπλα στον Πελέ στη Σάντος, όπου πέρασε οκτώ χρόνια και πανηγύρισε δύο πρωταθλήματα Βραζιλίας και πέντε του Σάο Πάουλο.

24. Ροναλντίνιο


Το χαμόγελο του, με τα μεγάλα δόντια του, τον έκανε ένα από τα πιο αναγνωρισμένα πρόσωπα του ποδοσφαίρου. Ο Ροναλντίνιο ήταν η σπάνια περίπτωση ενός ανθρώπου που μπορούσε να κάνει το απρόβλεπτο να μοιάζει κοινό στο γήπεδο. Ψηφίστηκε δύο φορές FIFA World Player of the Year και ήταν όντως ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του πλανήτη στα μισά της προηγούμενης δεκαετίας. Αν το μεγαλείο μπορούσε να μετρηθεί με την χαρά, ο Ροναλντίνιο θα άφηνε σε απόσταση τους άλλους στα πέντε του χρόνια στη Μπαρτσελόνα, όπου πανηγύρισε δύο πρωταθλήματα και το Champions League. Θα έκανε κάτι παρόμοιο αργότερα με την Ατλέτικο Μινέιρο, με την οποία κατέκτησε το Copa Libertadores.

23. Εουσέμπιο


Ενας σκόρερ πριν την εποχή του, αλλά και ένας αθλητής έξω από τα συνηθισμένα. Ο Εουσέμπιο ήταν γνωστός ως ο τέλειος συνδυασμός ταχύτητας και ικανότητας. Θεωρούμενος ο πρώτος σπουδαίος ποδοσφαιριστής που γεννήθηκε στην Αφρική, έφυγε από τη Μοζαμβίκη στα τέλη των 50’s για να πάει στη Μπενφίκα. Από το 1960 ως το 1975 κατέκτησε 11 πρωταθλήματα, ένα Πρωταθλητριών και είχε μέσο όρο περισσότερο από ένα γκολ άνα παιχνίδι σε έξι διαφορετικές σεζόν. Αν και η Πορτογαλία αποκλείστηκε στον ημιτελικό του Μουντιάλ 1966, κέρδισε το Χρυσό Παπούτσι και -μέχρι την άνοδο του Κριστιάνο Ρονάλντο- ήταν αναμφισβήτητα ο σπουδαιότερος Πορτογάλος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών.

22. Λεβ Γιασίν


Ντυμένος στα μαύρα από την κορυφή ως τα νύχια, ο Γιασίν ήταν ο πιο επιβλητικός από τους τερματοφύλακες. Καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος ξεκίνησε, δεν υπήρχε καμία περίπτωση η «μαύρη αράχνη» να απαξιωθεί σαν σοβιετικό προϊόν από τον δυτικό Τύπο. Μπροστά από την εποχή του, ο Γιασίν έβγαινε από τη γραμμή του για να σταματάει φάσεις, έστελνε μακριά την μπάλα και έδινε οδηγίες στους αμυντικούς του. Ο θρύλος λέει ότι απέκρουσε περισσότερα από 150 πέναλτι στην καριέρα του, την οποία πέρασε όλη στη Ντιναμό Μόσχας.

21. Ρομάριο


Ο Βραζιλιάνος ήταν ένας κοντός, φονικός στράικερ με εξαιρετικό κλειστό κοντρόλ και άψογη ικανότητα στο τελείωμα. Οταν ήταν σε θέση για γκολ, βασικά, ο τερματοφύλακας ήταν καταδικασμένος. Η καριέρα του Ρομάριο τον πήγε από την Βάσκο Ντα Γκάλα στην Αϊντχόφεν και από εκεί στην Μπαρτσελόνα του Γιόχαν Κρόιφ. Ηταν παραγωγικός όπου κι αν πήγε, αλλά όχι πάντα εύκολος στη διαχείρηση λόγω της δυναμικής προσωπικότητας του (και της πεποίθησης του ότι έπαιζε την καλύτερη μπάλα όταν ξενυχτούσε). Γενικά, όμως, άξιζε κάθε “ταλαιπωρία” και οι επιδόσεις του για τη Βραζιλία είναι υπέροχες. Τα 55 γκολ σε 70 συμμετοχές τον φέρνουν πίσω μόνο από τον Πελέ και τον Ρονάλντο στη λίστα με τους κορυφαίους σκόρερ της Σελεσάο.

20. Πάολο Μαλντίνι

Ο αυτοκρατορικός Ιταλός πέρασε 25 χρόνια στη Μίλαν αποκτώντας δόξα και μία θέση ως ένας από τους σπουδαιότερους αμυντικούς στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Ο Μαλντίνι δεν έπαιξε ουσιαστικά ποτέ στη θέση από την οποία ξεκίνησε, αυτή του δεξιού μπακ, καταφέρνοντας με πολύ δουλειά να χρησιμοποιεί το αριστερό πόδι το ίδιο καλά τελικά. Ο τρόπος ζωής του ήταν υπόδειγμα κορυφαίου επιπέδου επαγγελματισμού, η προσωπική του ζωή το ίδιο και η δουλειά του με το περίφημο Milan Lab εγγυήθηκε την παραμονή του σε υψηλό επίπεδο. Πολύ λίγοι παίκτες καταφέρνουν να φτάσουν τα 1000 ματς στην καριέρα τους και ο Μαλντίνι το έκανε κατακτώντας επτά πρωταθλήματα και πέντε Πρωταθλητριών/Champions League, έχοντας ως μοναδικό παράπονο τη 2η θέση της Ιταλίας στο Μουντιάλ 1994 και Euro 2000. Υπήρξε μέλος δύο εκ των κορυφαίων αμυντικών διδύμων όλων των εποχών, με τους Φράνκο Μπαρέζι και Αλεσάντρο Νέστα.

19. Μπόμπι Τσάρλτον

Ασταμάτητο τρέξιμο και σουτ-κεραυνοί από τον άνθρωπο που οδήγησε στη δόξα την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και την Αγγλία. Ο θρυλικός μέσος της Γιουνάιτεντ απόλαυσε μια απολύτως επιτυχημένη καριέρα στο Old Trafford, κατακτώντας τρία πρωταθλήματα. Αρχισε ως εξτρέμ αλλά μετατράπηκε σε προωθημένο playmaker ενώ η δουλειά που έκανε από μικρός είχε ως αποτέλεσμα να εξαπολύει κεραυνούς από οποιοδήποτε σημείο, πετυχαίνοντας 247 γκολ σε 754 συμμετοχές. Στα 60’s και 70’s αποτέλεσε μέλος της “Αγίας Τριάδας” της Γιουνάιτεντ μαζί με τους θρύλους Ντένις Λόου και Τζορτζ Μπεστ καθώς η Γιουνάιτεντ ζούσε την πιο ένδοξη εποχή της. Εχοντας επιβιώσει από την τραγωδία του Μονάχου το 1958, τα δάκρυα του όταν η Μάντσεστερ κατέκτησε το Πρωταθλητριών του 1968 δεν ήταν μόνο χαράς αλλά και λύπης καθώς θυμόταν τους φίλους και συμπαίκτες που είχαν χαθεί δέκα χρόνια πριν. Παίκτης-κλειδί και για την Αγγλία στο Μουντιάλ 1966, ήταν αυτός που την έστειλε στον τελικό με τα δύο γκολ στον ημιτελικό κόντρα στην Πορτογαλία.

18. Τζουζέπε Μεάτσα

Ο αμφιλεγόμενος σκόρερ σούπερσταρ της Ιντερ οδήγησε την Ιταλία στη δόξα στα παγκόσμια κύπελλα του 1934 και 1938. Οι εκπληκτικές ντρίμπλες του και τα φονικά τελειώματα του ήταν ξεκάθαρα από πολύ μικρή ηλικία, με αποτέλεσμα η Gazzetta dello Sport να γράψει μία μέρα μετά το ντεμπούτο του στην Ιντερ: «Ενα αστέρι γεννήθηκε». Οταν αποσύρθηκε το 1947, είχε κατακτήσει δύο Μουντιάλ και δύο πρωταθλήματα αλλά όπως και με άλλους Ιταλούς θρύλους, η ζωή του δεν ήταν ήρεμη. Οι οπαδοί της Ιντερ, οι οποίοι τον λάτρευαν, δεν τον συγχώρησαν ποτέ για το γεγονός ότι έπαιξε στη Μίλαν προς το τέλος της καριέρας του, παρά το γεγονός ότι επέστρεψε στους Νερατζούρι και παρέμεινε μέλος τους μέχρι και τον θάνατο του, το 1979. Στο γήπεδο κατηγορήθηκε από τους Ισπανούς και τους Αυστριακούς στο Μουντιάλ 1934 για το παιχνίδι του ενώ η εξωτερική του εμφάνιση βοήθησε ώστε η προσωπική του ζωή να απασχολεί τα ΜΜΕ. Σε μια εποχή που το ποδόσφαιρο αποτελούσε προπαγανδιστικό όπλο για το φασιστικό καθεστώς, ο Μεάτσα -του άρεσε ή όχι- συνδέθηκε έντονα από τους υπόλοιπους με τον Μουσολίνι. Από το 1980, ένα χρόνο μετά το θάνατο του, το San Siro πήρε και το όνομα του προς τιμήν του. 

17. Γκερντ Μίλερ

Το γερμανικό όπλο… σκότωνε άμυνες για 18 χρόνια με την ασύγκριτη ικανότητα του στα τελειώματα. Ο Γκερντ Μίλερ, απλά, υπήρξε ο σπουδαιότερος καθαρός φορ που είδε ποτέ ο κόσμος. Η τεχνική του ικανότητα δεν ήταν εξαιρετική, δεν ήταν ούτε καν γρήγορος ή δυνατός σωματικά, αλλά ττο γερμανικό φαινόμενο είχε το αξιοθαύμαστο ταλέντο να είναι στη σωστή θέση την σωστή στιγμή. Κανείς δεν ήταν ικανός να το κάνει σαν αυτόν. Οι επιδόσεις του είναι απίστευτες. Εβαλε 365 γκολ σε 427 ματς πρωταθλήματος με την Μπάγερν, κατακτώντας τέσσερις τίτλους. Σκόραρε 40 γκολ την σεζόν 1971-72, δύο σε τρεις ευρωπαϊκούς τελικούς με την Μπάγερν από το 1974 ως το 1976. Με την εθνική ομάδα βρήκε δίχτυα 68 φορές σε 62 εμφανίσεις, ένας από τους ελάχιστους που είχαν ή έχουν περισσότερα από ένα γκολ κατά μέσο όρο. Ηταν ο πρώτος σκόρερ του Μουντιάλ 1970 με 10 γκολ σε έξι ματς, έβαλε δύο στον ημιτελικό με το Βέλγιο στο Euro 1972, άλλα δύο στον τελικό με την Σοβιετική Ενωση και πέτυχε και το νικητήριο γκολ στον τελικό του Μουντιάλ 1974. Με λίγα λόγια, ήταν απλά ασταμάτητος και όλοι οι Γερμανοί τον λάτρεψαν, αποκαλώντας τον Der Bomber.

16. Ζίκο

Διασκέδαζε τον κόσμο με το παιχνίδι του, σκόραρε εύκολα και είναι είναι ό,τι πιο κοντινό στον Πελέ για τους Βραζιλιάνους. «Στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο ο Ζίκο συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε ο Πελέ», έγραψαν οι New York Times τον Ιούλιο του 1981 και είχαν δίκιο αφού η Βραζιλία επανήλθε στο προσκήνιο μετά από μια δεκαετή πτώση. Το 1982, ο σταρ της Φλαμένγκο ήταν σε μια από τις καλύτερες ομάδες που εμφανίστηκαν σε παγκόσμιο κύπελλο. Εγινε ένας από τους καλύτερους του παιχνιδιού και ονομάστηκε “λευκός Πελέ”, κάτι που δεν καταφέρνεις χωρίς λόγο. Είναι ο σπουδαιότερος Βραζιλιάνος που δεν κατέκτησε ποτέ Μουντιάλ, με τον Πελέ να λέει κάποτε ότι “ο παίκτης που πλησίασε πιο κοντά στον τρόπο παιχνιδιού μου ήταν ο Ζίκο”. Σκόραρε 333 γκολ στο περίφημο Maracana οδηγώντας την Φλαμένγκο σε τέσσερα πρωταθλήματα, ένα Λιμπερταδόρες και ακόμη ένα διηπειρωτικό στα 80’s. Η βραζιλιάνικη ομάδα διέσυρε με 3-0 την Λίβερπουλ και ο Ζίκο έκανε τους Κένι Νταλγκλίς, Γκρέιαμ Σούνες και Αλαν Χάνσεν να μοιάζουν με παίκτες της σειράς στην Ιαπωνία. Εβαλε 4 γκολ σε πέντε αγώνες στο Μουντιάλ 1982, μπήκε στην καλύτερη 11άδα του τουρνουά παρά την αποτυχία της Βραζιλίας και “ανάγκασε” τους Βραζιλιάνους να εύχονται ο ένας στον άλλον “καλά Χριστούγεννα” κάθε χρόνο στα γενέθλια του (3 Μαρτίου). Ούτε αυτό το πετυχαίνεις χωρίς λόγο.

15. Φράνκο Μπαρέζι


Αφοσιωμένος, έξυπνος και με… δίψα για clean sheets, ο Ιταλός κεντρικός αμυντικός έκανε και παιχνίδι από πίσω με μεγάλη ευκολία. Αν το να είσαι ο αρχηγός και παίκτης-κλειδί για μία από τις καλύτερες ομάδες της ιστορίας δεν είναι αρκετό για να θεωρηθείς σπουδαίος, τότε το να είσαι μάλλον ο πληρέστερος αμυντικός όλων των εποχών και να το να αναδειχθείς Παίκτης του Αιώνα για την Μίλαν, είναι. Η ομάδα του Αρίγκο Σάκι που κατέκτησε το Πρωταθλητριών το 1989 και το 1990 είχε την καλύτερη άμυνα που έχει εμφανιστεί ποτέ με Μπαρέζι, Πάολο Μαλντίνι, Αλεσάντρο Κοστακούρτα και Μάουρο Τασότι. Σε αυτή την τετράδα, ο Μπαρέζι ήταν ο ηγέτης. Ενας από τους λόγους που η Μίλαν τόσο συχνά ήταν ανώτερη από την συμπολίτισσα Ιντερ τις τελευταίες δεκαετίες, άλλωστε, είναι το γεγονός ότι οι Νερατζούρι σε μια δοκιμή του Φράνκο, του είχαν πει να φύγει και να επιστρέψει σε ένα χρόνο. Αντί να περιμένει, ο Μπαρέζι δοκιμάστηκε στη Μίλαν, με την οποία τελικά έκανε 719 συμμετοχές και κατέκτησε έξι πρωταθλήματα, τρία Πρωταθλητριών, τρία ευρωπαϊκά Σούπερ Καπ και τέσσερα κύπελλα Ιταλίας. Σχεδόν πάντα έβγαινε πρώτος στην μπάλα, ήταν αυτός που άρχιζε υπέροχα το παιχνίδι από πίσω ενώ στο Μουντιάλ 1994 ξεπέρασε ρήξη μηνίσκου μέσα σε μόλις 25 μέρες για να προλάβει να είναι στον τελικό.

14. Τζορτζ Μπεστ

Η προβληματική ιδιοφυρία της Β. Ιρλανδίας και της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ήταν ένα εκθαμβωτικό, θαρραλέο θέαμα στα καλύτερα του χρόνια. Το απίστευτο φυσικό ταλέντο του Τζορτζ Μπεστ δεν τον έκανε απλά ένα από τα μεγαλύτερα είδωλα και τους πιο θεαματικούς παίκτες όλων των εποχών, αλλά και τον καλύτερο από τα βρετανικά νησιά. Κάποτε, μάλιστα, για αυτόν ο Πελέ είπε ότι είναι ο «σπουδαιότερος ποδοσφαιριστής του κόσμου». Ο Μπεστ μπορεί να είναι και ο σπουδαιότερος ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ακόμη κι αν δεν είναι απαραίτητα ο σπουδαιότερος ποδοσφαιριστής της Γιουνάιτεντ. «Αν ήμουν άσχημος δεν θα είχατε ακούσει ποτέ για τον Πελέ», είπε κάποτε, με τα λόγια του να υπενθυμίζουν ότι τα… βίτσια του, δεν του επέτρεψαν να κάνει την καριέρα που μπορούσε. Ηταν το 1968 όταν σε ηλικία 22 ετών, με την ταχύτητα, την πίστη του, την τεχνική ικανότητα του, την ισορροπία του και την δημιουργικότητα του σε τέλεια συμμετρία, ο Μπεστ κατέκτησε την Χρυσή Μπάλα, ακολουθώντας τους άλλους δύο της “Αγίας Τριάδας” της Γιουνάιτεντ (Ντένις Λόου, Μπόμπι Τσάρλτον). Από τότε άρχισε η σταδιακή πτώση του… Στο τέλος της πρώτης εβδομάδας του 1972 τιμωρήθηκε επειδή, με το στοίχημα και το ποτό να έχουν έρθει σε πρώτο πλάνο, έλειπε από την προπόνηση. Ανακοίνωσε δύο φορές την απόσυρση του από την δράση, επανήλθε με περισσότερα κιλά και έκανε την τελευταία του εμφάνιση με την Γιουνάιτεντ την 1η Ιανουαρίου 1974 κόντρα στην ΚΠΡ.

13. Μάρκο Φαν Μπάστεν

Από την σχολή του Total Football βγήκε ο Total Finisher, ένας φορ που η λαμπερή καριέρα του διακόπηκε με σκληρό τρόπο. Ενας από τους πιο δοξασμένους ποδοσφαιριστές του τελευταίου μισού αιώνα και μία από τις μεγαλύτερες «what if…» ιστορίες όλων των εποχών. Με καθαρά στατιστικούς όρους, η καριέρα του Μάρκο Φαν Μπάστεν ήταν απολύτως γεμάτη. Πέτυχε 301 γκολ και κατέκτησε δύο Πρωταθλητριών, 14 εγχώριους τίτλους και τρεις φορές την Χρυσή Μπάλα. Αυτοί οι αριθμοί γίνονται διπλά εντυπωσιακοί λόγω του γεγονότος ότι έπαιξε, λόγω τραυματισμών, το τελευταίο του ματς στην ηλικία των 28 ετών… Πολυτάλαντος, ίσως ο πληρέστερος στράικερ όλων των εποχών, είχε κάθε τρόπο για να στείλει την μπάλα στα δίχτυα: Και με τα δύο πόδια, με κεραυνούς, με πλασέ, σε τετ α τετ, με φάουλ, με πέναλτι, με κεφαλιές, με ψαλίδι. Και το έκανε με τρομερή συχνότητα. Κι αν οι Αγιαξ και Μίλαν, όπου μοίρασε την καριέρα του, ήταν δύο σπουδαία κλαμπ, ο Φαν Μπάστεν υπήρξε και κάτι πρωτοφανές: Μέλος μιας εθνικής Ολλανδίας που νίκησε! Το μυθικό του γκολ στον τελικό του Euro 1988 χάρισε στους Οράνιε αυτόν που παραμένει μέχρι και σήμερα ο μοναδικός τίτλος της ιστορίας τους.

12. Μισέλ Πλατινί

Playmaker και πολύ καλός σκόρερ μαζί, ο Μισέλ Πλατινί ήταν ο καλύτερος Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής της δεκαετίας του ’80. Ενας από τους πιο elegant μέσους όλων των εποχών, ο Πλατινί ήταν… φονικός μπροστά στην εστία και είχε την νοοτροπία του νικητή. Αυτό τον βοήθησε να πετύχει όπου κι αν πήγε και να προσφέρει αυτή που αναμφίβολα υπήρξε η σπουδαιότερη παρουσία ενός ποδοσφαιριστή σε τελική διοργάνωση, όταν οδήγησε την Γαλλία στον θρίαμβο του Euro 1984 πετυχαίνοντας 9 γκολ σε πέντε αγώνες. Ο Πλατινί άρχισε την καριέρα του στη Νανσί, ως 19χρονος την βοήθησε το 1974-75 να κερδίσει την άνοδο και από τότε δεν κοίταξε πίσω ξανά. Το 1979 πήγε στη Σεντ Ετιέν, με την οποία κατέκτησε το πρωτάθλημα του 1981, για να ακολουθήσει η μεταγραφή στη Γιουβέντους το 1982. Εκεί έγινε ο καλύτερος παίκτης της Serie A, κατακτώντας δύο πρωταθλήματα, το Κυπελλούχων ενώ σκόραρε και το μοναδικό γκολ στον τραγικό τελικό των Βρυξελλών το 1985 κόντρα στη Λίβερπουλ. Στην εθνική Γαλλίας ήταν μαζί με τους Αλέν Ζιρές και Ζαν Τιγκανά μία από τις καλύτερες τριάδες ever, έφτασαν τόσο κοντά στο Μουντιάλ του 1982 και δύο χρόνια μετά στο Euro ο Μισέλ ήταν απλά ασταμάτητος. Ενας από τους καλύτερους εκτελεστές φάουλ όλων των εποχών, ο Πλατινί κατέκτησε τρεις σερί χρονιές την Χρυσή Μπάλα (1983, 1984, 1985), έκανε τους εραστές του ποδοσφαίρου να κλάψουν όταν η Γαλλία αποκλείστηκε ξανά στον ημιτελικό του Μουντιάλ το 1986 και σταμάτησε το ποδόσφαιρο πρόωρα, σε ηλικία 32 ετών.

11. Γκαρίντσα

Ο δύο φορές παγκόσμιος πρωταθλητής Βραζιλιάνος μνημονεύεται περισσότερο και από τους θριάμβους του, για τα κόλπα του. «Στην ιστορία του ποδοσφαίρου κανείς δεν έκανε πιο χαρούμενο τον κόσμο», είπε ο Ουρουγουανός συγγραφέας Εδουάρδο Γκαλεάνο. Μιλούσε για έναν άγγελο. Οχι έναν συνηθισμένο, αλλά έναν άγγελο με λυγισμένα πόδια. Ετσι έγινε γνωστός στη Βραζιλία ο Μανέ Γκαρίντσα μετά την κατάκτηση του Μουντιάλ 1958 ενώ τέσσερα χρόνια υπερασπίστηκε σχεδόν μόνος του τον τίτλο, με έναν τρόπο που μόνο ο Μαραντόνα θα έκανε αργότερα, το 1986. Ο Γκαρίντσα είχε αρκετές γενετικές “ανωμαλίες”. Η σπονδυλική στήλη ήταν στρεβλωμένη, το δεξί πόδι λύγιζε προς τα μέσα, το αριστερό πόδι ήταν πιο μακρύ κατά έξι εκατοστά και κυρτό προς τα έξω έπειτα από χειρουργική επέμβαση στην παιδική ηλικία. Κανένα από όλα αυτά δεν τον εμπόδισε να παίξει ποδόσφαιρο στο υψηλότερο επίπεδο και πολλές φορές επισκίαζε τον Πελέ ως ένας τύπος που έκανε τους αντιπάλους του να μοιάζουν ηλίθιοι. Επαιξε στη Μποταφόγκο και την εθνική Βραζιλίας με τον τρόπο που έζησε, ικανοποιώντας τον εαυτό του και χωρίς να ακολουθήσει καμία εντολή ή τακτική της ομάδας. Στην γενέτειρα του, το Pau Grande, λένε ότι έχασε την παρθενιά του με μια κατσίκα… Υποφέροντας από τα γόνατα του προς το τέλος της καριέρας του, το ποτό τον νίκησε και έφυγε από την ζωή σε ηλικία μόλις 49 ετών, αφήνοντας τρεις πρώην συζύγους και 14 παιδιά, ένα εξ αυτών στη Σουηδία.

10. Ρονάλντο

Το Φαινόμενο είχε κάθε ποιότητα που ένας στράικερ θα ήθελε. Μόνο οι τραυματισμοί και η φυσική κατάσταση μπορούσαν να τον σταματήσουν. «Το βιντεοσκοπήσατε αυτό;», ρώτησε τους δημοσιογράφους ο Ρονάλντο με ένα χαμόγελο αφού σκόραρε το 5ο του γκολ σε ένα ματς του 1993. Δεν ήταν ο Βραζιλιάνος Ρονάλντο τότε. Ηταν γνωστός σαν Ροναλντίνιο και είχε σκοράρει 12 φορές στην πρώτη του σεζόν με την Κρουζέιρο, πέντε εξ αυτών κόντρα στη Μπαχία, συμπεριλαβανομένου ενός αριστουργήματος όπου έκλεψε την μπάλα από τον βετεράνο Ουρουγουανό τερματοφύλακα Ροδόλφο Ροντρίγκες και την έσπρωξε στην κενή εστία. Τότε, ίσως δεν ήξερε ότι θα βιντεοσκοπηθούν πολλές τέτοιες στιγμές. Για την ακρίβεια, 420 γκολ στη διάρκεια της καριέρας του.

Ο Ρονάλντο ήταν μόλις 16 ετών όταν μπήκε στην πρώτη ομάδα της Κρουζέιρο. Πήγε στην Αϊντχόφεν ένα χρόνο μετά, έχοντας κληθεί στην εθνική Βραζιλίας για το Μουντιάλ 1994 και έχοντας την προστασία του Ρομάριο, ο οποίος επίσης είχε ξεκινήσει το ευρωπαϊκό ταξίδι του από την ολλανδική ομάδα. Ο Ρομάριο πήρε υπό την σκέπη του τον έφηβο Ρονάλντο και του υποσχέθηκε ότι θα κάνει τα πάντα για να παίξει, φτάνοντας στο σημείο να παραπονεθεί δημοσίως επειδή η Βραζιλία άρχιζε τα ματς με δύο επιθετικούς και όχι με τρεις. Ο Ρονάλντο δεν έπαιξε στο Μουντιάλ 1994 αλλά αν υπήρχε καμία αμφιβολία για το πόσο μακριά θα μπορούσε να φτάσει, δεν κράτησε πολύ.

Το φαλακρό, με τα μεγάλα δόντια παιδί, πήρε τη θέση του στο πάνθεον των σπουδαίων της σύγχρονης εποχής. Αναδείχθηκε για πρώτη φορά FIFA World Player of the Year στην ηλικία των 20 ετών το 1996, έγινε στη συνέχεια ο δεύτερος ποδοσφαιριστής που πήρε τρεις φορές αυτό το βραβείο, κατέκτησε δύο φορές την Χρυσή Μπάλα και έγινε ο πρώτος σκόρερ των Μουντιάλ το 2006 με το 15ο του γκολ, για να τον ξεπεράσει στη συνέχεια ο Μίροσλαβ Κλόζε (2014).

Πριν από αυτά, η Μπαρτσελόνα είχε πληρώσει το ποσό ρεκόρ των 19,5 εκατ. λιρών για να τον αποκτήσει το 1996. Υπήρξε ποτέ πιο εντυπωσιακή πρώτη σεζόν για μια ομάδα οπουδήποτε στον κόσμο; Ο Βραζιλιάνος πέτυχε 47 γκολ σε 51 ματς καθώς οι Καταλανοί κατέκτησαν το κύπελλο Ισπανίας και το κύπελλο Κυπελλούχων, χάνοντας στις λεπτομέρειες το πρωτάθλημα. Οταν διέλυσε την Κομποστέλα πετυχαίνοντας το πιο διάσημο γκολ του, ο προπονητής της Μπαρτσελόνα Μπόμπι Ρόμπσον φαινόταν σαν μην μπορεί να πιστέψει ότι υπάρχει τέτοια ιδιοφυία από ένα φορ που είχε γίνει 20 ετών μόλις ένα μήνα νωρίτερα.  Η Μπαρτσελόνα δεν μπόρεσε να τον κρατήσει πολύ, όμως. Ο Ρονάλντο υπέγραψε για την Ιντερ το 1997 και ήταν η ατραξιόν του Μουντιάλ 1998, όπου αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ με 4 γκολ. Το τελευταίο κεφάλαιο, όμως, δεν πήγε όπως το είχε σχεδιάσει: Υπέφερε πριν τον τελικό με την Γαλλία, ήταν στην 11άδα αλλά δεν κατάφερε να αποδώσει, καθώς η Βραζιλία έχανε με 3-0.  

Δυστυχώς, τα προβλήματα δεν σταμάτησαν εκεί… Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, ο τρομακτικός ρυθμός και η επιτάχυνση του απειλήθηκαν από τους τραυματισμούς. Πολλοί πίστεψαν ότι η καριέρα του έσβησε όταν το προβληματικό δεξί γόνατο διαλύθηκε στον τελικό του Coppa Italia το 2000 κόντρα στην Λάτσιο. Παρέμεινε εκτός δράσης για 15 μήνες μετά την εγχείρηση και έκανε ένα από τα σπουδαιότερα comebacks στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Φτάνοντας στην Ιαπωνία και τη Ν. Κορέα το 2002, άφησε πίσω του τους δαίμονες από το 1998, οδηγώντας την Βραζιλία στο 5ο παγκόσμιο κύπελλο της, ως πρώτος σκόρερ του τουρνουά με 8 γκολ.

Υπέγραψε για την Ρεάλ Μαδρίτης εκείνο το καλοκαίρι και είχε κάποιες αναλαμπές, δείχνοντας μερικές φορές ως ένας από τους galacticos τον καλύτερο του εαυτό. Ο Ρονάλντο, όμως, δεν ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος και αποσύρθηκε το 2011, σκοράροντας ακόμη αλλά με το παιχνίδι του να έχει αλλάξει λόγω του τρόπου ζωής του και των προβληματικών γονάτων του.

9. Φέρεντς Πούσκας

Ferenc Puskas

Η καριέρα του Πούσκας ήταν εξαιρετική καθώς είχε την τύχη να παίζει σε μία από τις καλύτερες Εθνικές όλων των εποχών και σε μία από τις κορυφαίες ομάδες όλων των εποχών. Ξεκίνησε από τους Mighty Magyars, μια εκπληκτική Εθνική ομάδα που έπαιζε τρομερό ποδόσφαιρο στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’50, που κατέκτησε το Χρυσή Μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1952 και που έκανε το τεράστιο «μπαμ» με τη νίκη επί της Αγγλίας με 6-3 στο Wembley αξίζοντας να κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954. Ηταν επίσης πολύ σημαντικό μέλος της θρυλικής ομάδας της Ρεάλ Μαδρίτης, με την οποία σήκωσε τρεις φορές το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης και πήρε πέντε σερί πρωταθλήματα Ισπανίας.

Γνωστός ως Καλπάζων Συνταγματάρχης, ο Πούσκας ήταν ένας σπάνιος παίκτης. Ηταν ο καλύτερος αθλητής, είχε ύψος 1.72μ., ήταν απίστευτα γρήγορος και είχε πολύ δυνατό σουτ. Ο Πούσκας είχε τη δυνατότητα να χτίζει επιθέσεις και να τις τελειώνει μόνος του, ενώ οι ηγετικές του ικανότητες ήταν κάτι που κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει. Μεγάλωσε ποδοσφαιρικά στην Χόνβεντ με τον πατέρα του να είναι προπονητής και αμέσως ξεχώρισε χάρη στο μυαλό του. Ηταν τέτοιο το ταλέντο του, που έκανε ντεμπούτο στα 16 και από εκείνο το σημείο και μετά συνεχώς βελτιωνόταν.

Ξεκίνησε να παίζει στην Εθνική ομάδα στα 18 και σκόραρε στην πρώτη του εμφάνιση. Βασικά, πάντα σκόραρε. Είχε μέσο όρο μεγαλύτερο του ενός γκολ ανά αγώνα κατά τη διάρκεια της φανταστικής καριέρας του φτάνοντας τα 87 γκολ σε 85 εμφανίσεις με το Εθνόσημο. Τέσσερα από αυτά σημειώθηκαν στο Mundial του 1954, στο οποίο ο Πούσκας φορούσε το περιβραχιόνιο του αρχηγού σκοράροντας μόλις στο 6′ του τελικού με την Δυτική Γερμανία. Η πολιτική κατάσταση στη χώρα του, του προκάλεσε όμως προβλήματα. Μετά την επανάσταση του 1956 επέλεξε να μην μείνει στην Ουγγαρία και συνέχισε την καριέρα του στο εξωτερικό.

Δυστυχώς για εκείνον, μια τιμωρία από την UEFA τον ανάγκασε να περιμένει δύο χρόνια για να παίξει στην Ρεάλ Μαδρίτης. Τελικά το έκανε στα 31 του το 1958, όμως κατάφερε να γίνει ένας από τους κορυφαίους σκόρερ στην ιστορία της με 242 γκολ σε 262 εμφανίσεις. Δημιούργησε φονικό δίδυμο με τον Αλφρέδο Ντι Στέφανο, όμως είχε μεγαλύτερη διάρκεια από τον σπουδαίο Αργεντινό, μένοντας στο club μέχρι το 1966.

Η Ισπανία έγινε η δεύτερη πατρίδα του και ο Πούσκας έπαιξε με τα χρώματά της στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962, αν και χωρίς επιτυχία. Ηταν κυρίαρχος σε Βουδαπέστη και Μαδρίτη, με το στιλ, την ικανότητά του στο σκοράρισμα και τη διάρκεια να τον κάνουν έναν από τους κορυφαίους παίκτες της ιστορίας. Ο Πούσκας πέτυχε τέσσερα γκολ, όλα στο δεύτερο μέρος, στη μοναδική του συμμετοχή σε τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών, όταν η Ρεάλ νίκησε 7-3 την Αϊντραχτ Φρανκφούρτης το 1960 στο Hampden Park. Εχασε τον προηγούμενο εξαιτίας τραυματισμού και δεν ήταν βασικός όταν η Βασίλισσα κατέκτησε τον τελευταίο τίτλο της δικής του θητείας το 1966.

8. Ζινεντίν Ζιντάν

Κάποιοι παίκτες είναι άγρια αποτελεσματικοί, κάποιοι άλλοι κομψοί. Λίγοι, αν υπάρχουν, κατάφεραν να φέρουν και τα δύο χαρακτηριστικά τόσο άνετα όσο ο ζωηρός Γάλλος. Οταν η εικόνα του Ζινεντίν Ζιντάν μεταδόθηκε στην Αψίδα του Θριάμβου του Παρισιού στις 12 Ιουλίου 1998, το συγκεντρωμένο πλήθος κράυγασε ενώ τα αυτοκίνητα που περνούσαν κόρναραν συνεχώς επικροτώντας. Ηταν το είδος της συμβολικά φορτισμένης στιγμής που μόνο ελάχιστοι άνθρωποι των σπορ, ή άνθρωποι οποιουδήποτε κλάδου, θα εμπνεύσουν ποτέ.

Δικαίως ή όχι, η γαλλική ομάδα εκείνη του Μουντιάλ -πολιτισμικά διαφορετική, εμφατικά πολυφυλετική- παρουσιάστηκε ως σύμβολο ένταξης σε μια εποχή που η σχετική συζήτηση ήταν έντονη και αμφιλεγόμενη σε όλη την χώρα. Το γεγονός ότι ο Γαλλοαλγερινός Ζιντάν αποδείχθηκε ο καθοριστικός παίκτης του τουρνουά, καθαρίζοντας τον τελικό με τα δύο γκολ του, ήταν τεράστιας σημασίας. Το γεγονός, επίσης, ότι ο Ζιντάν έτυχε να είναι ο πιο επιδέξια ταλαντούχος ποδοσφαιριστής της γενιάς του, ήταν ακριβώς η ουσία: Αν υπήρχε ποτέ μια έννοια για την μετανάστευση, την αφομοίωση, την ένταξη και την χαρά που έπρεπε να έχει κανείς αγκαλιάζοντας άλλες κουλοτούρες, ήταν αυτός. Η λέξη «ίνδαλμα» χρησιμοποιείται υπερβολικά στα σπορ, αλλά σε αυτή την περίπτωση δεν μπορεί να περιγράψει με ακρίβεια τον Γάλλο.

Τίποτα από όλα αυτά, πάντως, δεν χρειάζεται για να αναφερθούμε στη γοητευτική λαμπρότητα με την οποία ο Ζιντάν έκανε την δουλειά του. Η παρουσία του και μόνο στον αγωνιστικό χώρο είχε τη δική της παράξενη μαγνητική δύναμη: Ξεπερνούσε παίκτες χωρίς να σπριντάρει, επικρατούσε σωματικά χρησιμοποιώντας πολύ… ελαφρά τον ώμο του και η πρώτη του επαφή με την μπάλα ήταν ασύλληπτης ομορφιάς. Το γεγονός ότι μετά βίας είπε μία λέξη όλο τον χρόνο, με την ιδιοσυγκρασία του να είναι μόνιμα χαλαρή μέχρι την στιγμή που… δεν ήταν -και τότε ξεσπούσε μια ξαφνική και σκόπιμη βία- απλά πρόσθετε κι άλλο στην αύρα του.

Υπάρχει μια κοινή αντίληψη στο ποδόσφαιρο, σύμφωνα με την οποία τα πιο δημιουργικά ταλέντα είναι λιγότερο αποτελεσματικά. Είναι αυτό που περιγράφει τον παίκτη πολυτελείας. Ο Ζιντάν ήταν ο πιο πολυτελής παίκτης που μπορούσε να υπάρξει και το συνδύασε αυτό με υψηλά επίπεδα ανταγωνιστικής αποφασιστικότητας: Ενα ωραίο κοκτέιλ τεχνικής, χάρης, ανταγωνιστικότητας και της ξεχωριστής ικανότητας να επιλέγει τις στιγμές του. Για έναν ποδοσφαιριστή που η βασική του δουλειά ήταν να διευκολύνει το παιχνίδι των συμπαικτών του και να δημιουργεί, ήταν εξαιρετικά καθοριστικός, όπως αποδεικνύεται από τα γκολ σε δύο τελικούς Μουντιάλ και από ένα εκπληκτικό νικητήριο γκολ σε τελικό Champions League με την Ρεάλ Μαδρίτης το 2002. Οσο παραγωγικός κι αν ήταν όμως, είχες πάντα την αίσθηση ότι έβλεπες έναν καλλιτέχνη να δουλεύει.

Οι περισσότεροι αθλητές στρέφουν το παιχνίδι τους γύρω από το χαρακτηριστικό που είναι πιο πιθανό να τους φέρει επιτυχίες, θυσιάζοντας την αισθητική και το θέαμα στο βωμό των λαμπερών μεταλλίων. Για τον Ζιντάν, ένας τέτοιος συμβιβασμός ήταν κάτι σαν αίρεση: Η επίτυχία ήταν απλά το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ομορφιάς του στο γήπεδο.

Καθοριστικά γκολ σε τελικούς Μουντιάλ και Champions League είναι αυτά που ξεχωρίζουν, αλλά για πολλούς η καλύτερη στιγμή του ήταν στον προημιτελικό του Μουντιάλ 2006. Εχοντας επιστρέψει στην εθνική έπειτα από απουσία δύο ετών, το Παγκόσμιο Κύπελλο ήταν η τελευταία “πτήση” του πριν κρεμάσει τα παπούτσια του και πολλοί στη Γαλλία αμφισβήτησαν την απόφαση να επιστρέψει στην εθνική ομάδα ένας 34χρονος στο λυκόφως της καριέρας του. Κόντρα στη Βραζιλία, όμως, ο Ζιντάν έκανε μία από τις σπουδαιότερες εμφανίσεις όλων των εποχών, μια θεϊκή επίδειξη dribbling και παιχνιδιού από το κέντρο, γυρνώντας πίσω τον χρόνο, εξασφαλίζοντας για τον εαυτό του το βραβείο του καλύτερου παίκτη του τουρνουά και οδηγώντας την χώρα του στον τελικό.

7. Φραντς Μπέκενμπαουερ

Ο Γερμανός ηγήθηκε του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου ως ένας κομψός κολοσσός, επαναπροσδιορίζοντας τι πρέπει να κάνει ένας αμυντικός και κατακτώντας τα πάντα σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο. Γιος ενός ταχυδρομικού υπαλλήλου, ο Φραντς Μπέκενμπαουερ έμοιαζε προορισμένος για την Μόναχο 1860, την ομάδα που υποστήριζε ως παιδί. Γεννηθείς στο Γκίσλινγκ, το εργατικό προάστιο από όπου η Μόναχο 1860 αντλεί τους πιο φανατικούς οπαδούς της, ήταν έτοιμος να πάει στα τμήματα υποδομής της, όταν το 1958 σε ένα τουρνουά για ηλικίες κάτω των 11 ετών, ένα παιδί από την Μόναχο 1960 χαστούκισε τον Φραντς έπειτα από μια διαφωνία τους την ώρα του ματς.

Ακριβώς εκείνη την στιγμή, ο Μπέκενμπαουερ αποφάσισε ότι ποτέ δεν θα πήγαινε σε ένα κλαμπ, του οποίου οι παίκτες συμπεριφέρονταν έτσι. Ετσι, έκανε αίτηση για να γίνει μέλος της Μπάγερν Μονάχου, ένα κλαμπ που κατά βάση απευθυνόταν σε παιδιά πιο πλούσιων προαστίων, όπως το Schwabing. Εκείνη την εποχή, η Μπάγερν ήταν πίσω από τους αντιπάλους Οφενμπαχ και Φρανκφούρτη, αλλά είχε δυνατά τμήματα υποδομής, από όπου θα έβγαινε ο τερματοφύλακας Ζεπ Μάγερ, ο αμυντικός Χανς-Γιοργκ Σβάρτσενμπεκ και ο ολιγόλογος στράικερ Γκερντ Μίλερ. Με κάποιο τρόπο, ο Μπέκενμπαουερ εγκλιματίστηκε γρήγορα.

Οπως πολλοί σπουδαίοι ποδοσφαιριστές, ο Μπέκενμπαουερ είχε συνηθίσει να παίζει σε διάφορες θέσεις. Αρχικά σαν σέντερ φορ, έκανε το ντεμπούτο του με την Μπάγερν στη Regionalliga Sud σαν αριστερός εξτρέμ και στην πρώτη του κανονική σεζόν η Μπάγερν κέρδισε την άνοδο για την Bundesliga που είχε δημιουργηθεί πρόσφατα. Καθώς τα… προϊόντα των ακαδημιών της Μπάγερν άνθιζαν, η ομάδα σταδιακά έγινε η κυρίαρχη δύναμη στο ποδόσφαιρο της Δυτικής Γερμανίας.

Την σεζόν 1968-69 ο Μπέκενμπαουερ έγινε αρχηγός της Μπάγερν και την οδήγησε στον πρώτο της τίτλο στη Bundesliga. Ηρεμη και εγκεφαλική παρουσία που απέφευγε όσο μπορούσε την physical πλευρά του ποδοσφαίρου, είχε τέτοια άνεση ώστε να αρχίσει να πειραματίζεται με την θέση του λίμπερο, για να γίνει το πιο αποτελεσματικό παράδειγμα για την θέση στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο.

Υπάρχουν δύο εκδοχές της ιστορίας για το πώς αποδόθηκε στον Μπέκενμπαουερ το προσωνύμιο “Kaiser”. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι αυτό έγινε επειδή το 1968 πόζαρε δίπλα σε μια προτομή του πρώην αυτοκράτορα της Αυστρίας Φραντς Γιόζεφ, με τα ΜΜΕ να τον αποκαλούν “ποδοσφαιρικό αυτοκράτορα” από εκείνη την στιγμή. Η άλλη εκδοχή, λέει ότι το 1969 στον τελικό του γερμανικού κυπέλλου έκανε φάουλ στον Ράινχαρντ Λιμπούντα της Σάλκε, γνωστός και ως Konig von Westfalen, δηλαδή βασιλιάς της Βεστφαλίας, με τον Τύπο να πιστεύει ότι ο Μπέκενμπαουερ τον παρηγόρησε.

Οπως και να έχει, το προσωνύμιο ήταν απολύτως ταιριαστό: Η Μπάγερν κατέκτησε τρία σερί πρωταθλήματα από το 1972 ως το 1974, για να κατακτήσει και τρία σερί Πρωταθλητριών από το 1974 ως το 1976. Σε διεθνές επίπεδο, ο Μπέκενμπαουερ ήταν αρχηγός στους θριάμβους της Δυτικής Γερμανίας στο Euro 1972 και στο Μουντιάλ 1974.

Οπως η Μπάγερν όμως, έτσι και ο Μπέκενμπαουερ δεν ήταν αγαπητός σε όλους, εκφράζοντας συχνά το σοκ του για το κλίμα που υπήρχε εις βάρος της ομάδας του στους εκτός έδρας αγώνες της Bundesliga. Σε ηλικία 18 ετών, τιμωρήθηκε από την εθνική Νέων της Δυτικής Γερμανίας επειδή αρνήθηκε να παντρευτεί την έγκυο κοπέλα του και δεν επιλέχθηκε ξανά στην ομάδα μετά την μεταγραφή του στην New York Cosmos το 1977, όπου είχε μια απολύτως επιτυχημένη θητεία τεσσάρων ετών.

Ο Kaiser επέστρεψε στη Bundesliga στις αρχές των 80’s, όταν και οδήγησε το Αμβούργο στον τίτλο. Φυσιολογικό. Ηταν γεννημένος νικητής, ο αρχηγός της Μπάγερν Μονάχου στο Hampden Park το 1976, όταν κατέκτησε το τρίτο συνεχόμενο Πρωταθλητριών με τη νίκη επί της Σεντ Ετιέν. «Ακόμη έχω ένα δυνατό συναίσθημα υπερηφάνειας για αυτό», είπε αργότερα.

6. Αλφρέντο Ντι Στέφανο

Εχοντας κερδίσει τον θαυμασμό των Τσάρλτον, Μπέκενμπαουερ και Πούσκας, το Ξανθό Βέλος ξεκίνησε από τη Νότιο Αμερική και έφτασε στην Ισπανία για να γράψει ιστορία με την Ρεάλ Μαδρίτης. Κατά τη διάρκεια μιας λαμπερής 20ετίας, ο Ντι Στέφανο ήταν ο σταρ τριών επιτυχημένων ομάδων σε τρεις χώρες. Μεγάλωσε παίζοντας ποδόσφαιρο στους δρόμους του Barracas, ένα εργατικό προάστιο του Μπουένος Άιρες, και άρχισε στη Ρίβερ Πλέιτ. Επειτα από τέσσερα χρόνια στην πατρίδα του, πήγε στη Μιγιονάριος από την Μπογκοτά, στην Κολομβία, πριν κερδίσει δόξα, χρήμα και πολλούς τίτλους με την Ρεάλ Μαδρίτης στα τέλη των 50’s και αρχές των 60’s.

Δεν ήταν μόνο ένας ανώτερος και πλήρης σέντερ φορ που η απίστευτη αντοχή του, του έδωσε τη δυνατότητα να πετύχει έναν τεράστιο αριθμό γκολ στα τελευταία λεπτά των αγώνων, αλλά όπως οι πραγματικά μεγάλοι ποδοσφαιριστές μπορούσε να επηρεάσει το παιχνίδι σε οποιοδήποτε σημείο του γηπέδου.

«Ποιος είναι αυτός; Οπου κι αν βρίσκεται στο γήπεδο, είναι σε θέση για να πάρει την μπάλα. Μπορούσες να δεις την επιρροή του σε όλα όσα γίνονταν», έγραψε ο Μπόμπι Τσάρλτον αφού πρώτα είδε τον Ντι Στέφανο να παίζει για την Ρεάλ Μαδρίτης το 1957. Το Ξανθό Βέλος μπορεί να μην είχε το φυσικό ταλέντο παικτών όπως ο Ντιέγκο Μαραντόνα ή ο Τζορτζ Μπεστ, αλλά οι Τσάρλτον και Φραντς Μπέκενμπαουερ, μεταξύ άλλων, έχουν πει ότι ο Ντι Στέφανο ήταν πιθανότατα ο καλύτερος all-around παίκτης που ευλόγησε το ποδόσφαιρο.

Μετά τις εντυπωσιακές επιδόσεις του στο σκοράρισμα που οδήγησαν την Ρίβερ Πλέιτ στον τίτλο του 1947, ο Ντι Στέφανο μπήγε στη Μιγιονάριος στην λίγκα της Κολομβίας. Από την στιγμή που ήταν εκτός της “προστασίας” της FIFA, η Μιγιονάριος πλήρωσε τεράστια ποσά στους καλύτερους παίκτες της. Και ο Ντι Στέφανο κατέκτησε τρία πρωταθλήματα σε τέσσερα χρόνια στη Μπογκοτά. Οταν, όμως, η Κολομβία τα βρήκε ξανά με την FIFA το 1953, ο φονικός σκόρερ πήγαινε στην Ισπανία.

Η Ρεάλ Μαδρίτης πάλεψε μέχρις εσχάτων με την Μπαρτσελόνα για την υπογραφή του. Στη μέση μιας σκληρής μάχης ανάμεσα στους γίγαντεδς, η ισπανική ποδοσφαιρική ομοσπονδία πρότεινε στα δύο κλαμπ να μοιραστούν τον παίκτη, αλλά αμφιλεγόμενα έδωσε στη Ρεάλ τον πρώτο χρόνο. Οι παράγοντες της Μπαρτσελόνα ισχυρίστηκαν ότι η επιρροπή του Φράνκο ήταν αυτή που οδήγησε στην απόφαση της ομοσπονδίας, αλλά στη συνέχεια δέχθηκαν να πουλήσουν τα δικαιώματα τους στον ποδοσφαιριστή.

Η απώλεια των Καταλανών, ήταν το τεράστιο κέρδος των Μαδριλένων: Τέσσερις μέρες μετά, έκανε χατ-τρικ εις βάρος της Μπαρτσελόνα και με 27 γκολ οδήγησε τους los Blancos στην κατάκτηση του πρωταθλήματος για πρώτη φορά σε 21 χρόνια.

Στις υπόλοιπες 11 σεζόν, ο Ντι Στέφανο κατέκτησε οκτώ πρωταθλήματα, έβαλε 218 γκολ σε 282 ματς και πανηγύρισε πέντε συνεχόμενα κύπελλα Πρωταθλητριών. Φυσικά, σκόραρε και στους πέντε τελικούς. Συχνά δεν ήταν και τόσο θετικός στο να μοιραστεί την κεντρική σκηνή με κάποιους συμπαίκτες του, συμπεριλαμβανομένου και του σπουδαίου Βραζιλιάνου Ντιντί, ο οποίος υποστήριξε ότι το Ξανθό Βέλος αρνήθηκε να του πασάρει την μπάλα. Ακόμη κι ο σπουδαίος Φέρεντς Πούσκας έπρεπε να χορεύει στον ρυθμό του Ντι Στέφανο.

Στην τελευταία αγωνιστική του πρωταθλήματος 1958-59, με τους δύο παίκτες να έχουν πετύχει τον ίδιο αριθμό γκολ, ο Πούσκας προτίμησε να πασάρει στον συμπαίκτη του, από το να σκοράρει ο ίδιος. Ο Ούγγρος, άλλωστε, είπε για αυτόν: «Ο Ντι Στέφανο είναι ο καλύτερος που υπήρξε, ή που θα υπάρξει».

5. Κριστιάνο Ρονάλντο

Εκθαμβωτικό ταλέντο, αδυσώπητη αφοσίωση, big match-winner και δεν έχει τελειώσει ακόμη… Ο σπουδαιότερος σκόρερ που έβγταλε η Ευρώπη, ο Κριστιάνο Ρονάλντο θα μείνει στην ιστορία ως ένας από τους πιο σταθερούς και αμείλικτους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών. Τέσσερις Χρυσές Μπάλες δείχνουν την ικανότητα του αλλά και την διάρκεια του, αφού έχουν έρθει μέσα σε οκτώ χρόνια. Η 5η μπορεί να έρθει σύντομα.

Θα μπορούσε να γραφτεί βιβλίο για τα ρεκόρ του: Είναι ο πρώτος σκόρερ της Ρεάλ Μαδρίτης και της Πορτογαλίας, ο πρώτος σκόρερ στο Champions League, ο πρώτος σκόρερ στα EURO υπολογίζοντας και τα προκριματικά, ο πρώτος σκόρερ στα πέντε μεγάλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, προσπερνώντας τον Τζίμι Γκριβς με το 368ο του γκολ τον Μάιο. Εχει πετύχει 406 γκολ σε 394 ματς με την Ρεάλ. Δεν μπορεί να είναι δυνατόν.

Κάποιοι έχουν κατηγορήσει τον Ρονάλντο ότι θεωρεί πιο σημαντικά τα ατομικά βραβεία από τα ομαδικά, αλλά τα γκολ βοηθούν τις ομάδες. Ελαμψε σε μια από τις καλύτερες ομάδες της εποχής της Premier League, οδηγώντας την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ σε τρεις σερί τίτλους από το 2007 ως το 2009. Οδήγησε την Ρεάλ Μαδρίτης στην πιο επιτυχημένη εποχή της μετά τα 50’s, κατακτώντας το Champions League τρεις φορές σε τέσσερα χρόνια. Ηταν αρχηγός της Πορτογαλίας που κατέκτησε τον πρώτο της τίτλο στο Euro 2016.

Ολοι ξέρουμε τα χαρακτηριστικά του: Ενστικτώδες τελείωμα, γρήγορη κίνηση, ασύγκριτη συγκέντρωση. Εχει την εκρηκτικότητα ενός σπρίντερ, τους μύες ενός cage fighter, το άλμα ενός παίκτη του ΝΒΑ. Το ρεπερτόριο του περιλαμβάνει και τρελές κούρσες, φάουλ που αψηφούν την βαρύτητα, κεφαλιές στις οποίες μοιάζει να κρέμεται στον αέρα. Ως σκόρερ, είναι τόσο κοντά στην τελειότητα, όσο μπορεί να φανταστεί κανείς.

Ο Σερ Αλεξ Φέργκιουσον έχει πει πως ποτέ δεν προπόνησε πιο ταλαντούχο παίκτη, αλλά το ταλέντο είναι μόνο ένα κομμάτι αυτού που κάνει εντυπωσιακό τον Ρονάλντο. Ακόμη πιο τρομερή είναι η πνευματική δύναμη του. Αν κάποιοι έχουν υπάρξει καλύτεροι, ελάχιστοι -αν υπάρχει κανείς- υπήρξαν πιο επαγγελματίες, πειθαρχημένοι και αφοσιωμένοι. Η έντονη επιθυμία του να γίνει ο καλύτερος του κόσμου τον έστειλε από την φτώχεια στη Μαδέιρα στην περίφημη ακαδημία της Σπόρτινγκ, από όπου τον απέκτησε η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ το 2003. Ο έφηβος Ρονάλντο προσέλαβε τον προσωπικό του σεφ, απέκτησε μια ιδιωτική πισίνα για να βοηθήσει στην εκγύμναση των μυών και… ζούσε στο γυμναστήριο. Οταν οι συμπαίκτες του έκαναν ντους, αυτός έδενε βάρη στους αστραγάλους και γύμναζε τα πόδια του.

Ενας από τους σπουδαίους της Γιουνάιτεντ από τα 24 του, ο Ρονάλντο πήγε στην Ρεάλ, με μια μεταγραφή 80 εκατ. λιρών. Με τρόπαια να υψώνονται στον ουρανό και ρεκόρ να καταρρίπτονται, μετατράπηκε από εξτρέμ σε ασταμάτητος σκόρερ, επεκτείνοντας την παραμονή του στην κορυφή. Στα 32 του, μια ηλικία στην οποία οι περισσότεροι φορ έχουν αφήσει πίσω τους τα καλύτερα χρόνια τους, ο ασκητικός τρόπος ζωής του, τον βοήθησε να πετύχει κρίσιμα γκολ καθώς η Ρεάλ κατέκτησε πρωτάθλημα και Champions League το 2017. Ο χρόνος μπορεί να οδηγεί κάθε ποδοσφαιριστή στο τέλος, αλλά ο Ρονάλντο δείχνει προετοιμασμένος να δώσει μάχη.

Οταν θα γίνει η ανασκόπηση, η ιστορία ίσως τον χαρακτηρίσει άτυχο επειδή μοιράστηκε την ίδια εποχή με τον Λιονέλ Μέσι, αλλά πολλοί θα εμπνευστούν από τα κατορθώματα του. Λίγοι ποδοσφαιριστές έφτασαν την επιθυμία τους για μεγαλείο σε τέτοια επίπεδα. Για εκείνους που δεν μπορούν να στηριχθούν στο έμφυτο ταλέντο, τα ρεκόρ του Ρονάλντο θα αποτελούν μνημείο για την αποφασιστικότητα, την επιμονή και την θέληση.

4. Γιόχαν Κρόιφ

Εχοντας τόση επιρροή με τις ιδέες του όση και με τα πόδια του, η ιδιοφυία του Κρόιφ φαίνεται μέσω του σημερινού ποδοσφαίρου. Η απώλεια του μπέιζμπολ, ήταν το κέρδος του ποδοσφαίρου. Οταν ο Χέντρικ Γιόχαν Κρόιφ πήγε στον Αγιαξ στα 10 του χρόνια, προτιμούσε ένα καπελάκι στο κεφάλι παρά μία μπάλα στα πόδια. Χρειάστηκαν πέντε χρόνια για τον τότε προπονητή του ώστε να του εξηγήσει ότι το ποδόσφαιρο ήταν αυτό που έπρεπε να ακολουθήσει.

Μεγαλώνοντας σε πολύ κοντινή απόσταση από το γήπεδο του Αγιαξ στο Amsterdam East, ο Κρόιφ πέρασε ώρες στα σπίτια των Αγγλων προπονητών Κιθ Σπέρτζεον και Βικ Μπάκινχαμ, μαθαίνοντας τόσο την γλώσσα όσο και το ποδόσφαιρο. Εχοντας προφανώς σαν πεπρωμένο το να αλλάξει το ποδόσφαιρο, ο Κρόιφ άρχισε να δίνει εντολές σε όσους ήταν γύρω του, από όταν μπήκε στα αποδυτήρια του Αγιαξ ως ένας ψηλός αδύνατος 17χρονος. Συνήθως ήταν σωστός. «Πριν κάνω ένα λάθος», είπε κάποτε, «δεν κάνω αυτό το λάθος».

Δύο μήνες μετά το ντεμπούτο του με την πρώτη ομάδα, ο Κρόιφ γνώρισε τον Ρίνους Μίχελς. Μαζί, θα ανακάλυπταν το Total Football. Εξτρέμ και πλάγιοι μπακ με συνεχή overlaps κρατούσαν το γήπεδο… ανοιχτό, οι αμυντικοί έπρεπε να βγάζουν την μπάλα από πίσω (ένας μέσος γυρνούσε για να καλύψει τον χώρο) και ο επιθετικός, συνήθως ο Κρόιφ, μπορούσε να κινείται ελεύθερος σαν… μαέστρος εντός αγωνιστικού χώρου. Πέτυχε. Ο Κρόιφ κατέκτησε 20 τίτλους, συμπεριλαμβανομένων τριών σερί Πρωταθλητριών από το 1971 ως το 1973, πριν οδηγηθεί τελικά στην Μπαρτσελόνα έπειτα από μια εξέγερση των παικτών. Οχι ικανοποιημένος με το να εξελίξει μόνο μία ομάδα, ο El Salvador (ο σωτήρας) το έκανε ξανά, οδηγώντας τους Καταλανούς στο πρώτο τους πρωτάθλημα έπειτα από 14 χρόνια αναμονής. Κανείς δεν μπορούσε να φτάσει την ταχύτητα του, το πώς διάβαζε το ματς ή το πόσο εύκολα σκόραρε.

Μέλος της, αναμφίβολα, καλύτερης ομάδας που δεν κατέκτησε ποτέ το Μουντιάλ -η Ολλανδία έχασε με 2-1 από την Δυτική Γερμανία στον τελικό του ’74 ενώ είχε προηγηθεί χωρίς να ακουμπήσουν μπάλα οι γηπεδούχοι- ο Κρόιφ μπορεί να μην έπιασε το peak του με την εθνική ομάδα αλλά αυτό απλά προσθέτει στη γοητεία του. Αποσύρθηκε το 1978 σε ηλικία 31 ετών και αρνήθηκε να πάει στο Μουντιάλ εκείνου του καλοκαιριού. Την επόμενη χρονιά, όμως, επέστρεψε, έχοντας χάσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του σε μια επιχείρηση εκτροφής χοίρων στην Καταλωνία. Επαιξε στην Αμερική για τις Los Angeles Aztecs και Washington Diplomats, πριν επιστρέψει στον Αγιαξ για να κατακτήσει κι άλλους τίτλους, για να παίξει μια σεζόν και στην εχθρό Φέγενορντ.

«Ο Κρόιφ πάντα έμοιαζε να έχει τον έλεγχο. Εκανε τα πράγματα να συμβαίνουν», είπε ο Ρούντι Φαν Ντάτζινγκ, επί πολλά χρόνια συνεργάτης του σπουδαίου χορευτή Ρούντολφ Νουρέγιεφ, ο οποίος με την σειρά του ήταν στενός φίλος του Κρόιφ. «Υπήρχε κάτι πολύ δραματικό σε αυτόν, όπως ένα ελληνικό δράμα – ζωή ή θάνατος, σχεδόν, ακόμη κι όταν έπαιζε ένα απλό ματς του ολλανδικού πρωταθλήματος».

Ο θρύλος του Κρόιφ, όμως, εξαπλώνεται πολύ πιο πέρα από τις μέρες του ως ποδοσφαιριστής. Επιστρέφοντας στον Αγιαξ και στην Μπαρτσελόνα ως προπονητής, μετεξέλιξε το πώς θα πρέπει να παίζεται το σύγχρονο ποδόσφαιρο, δίνοντας προτεραιότητα στο ταλέντο αντί του σώματος και θέτοντας σε λειτουργία για δεκαετίες το ποδόσφαιρο κυριαρχίας, το οποίο ευνοούσε τους καλλιτέχνες πάνω από τους τεχνίτες. «Ετσι το κάνατε πάντα. Αλλά ήταν λάθος», είπε.

Οταν έκατσε στον πάγκο του Καμπ Νου το 1988, στο κλαμπ ίσχυε ακόμη το prueba de la muñeca, η εξέταση στην οποία μόνο οι 15χρονοι που θα μπορούσαν να φτάσουν στο 1.80μ. ύψος θα παρέμεναν. Καθώς τελείωνε η πρώτη του σεζόν, ο Κρόιφ το είχε καταργήσει. Ο Τσάβι, ο Αντρες Ινιέστα και ο Λιονέλ Μέσι είναι κάτω από 1.80μ… «Ο Γιόχαν Κρόιφ ζωγράφισε το παρεκκλήσι και οι επόμενοι προπονητές της Μπαρτσελόνα απλώς το αποκατέστησαν ή το βελτίωσαν κάπως», είπε κάποτε ο Γκουαρντιόλα.

Αν μη τι άλλο, καλό legacy για να σε ακολουθεί…

3. Πελέ

Ο πιο iconic ποδοσφαιριστής, σεβαστός από τη Ν. Αμερική ως την Ευρώπη, από τις ΗΠΑ ως την Αφρική… Είναι ο O Rei, ο Βασιλιάς αυτοπροσώπως.

«Γαμώτο, η Βραζιλία έχασε το Παγκόσμιο Κύπελλο», είπε ο 9χρονος Εντσον Αράντες ντο Νασιμέντο καθώς είδε τον πατέρα του να κλαίει μετά την ήττα της εθνικής ομάδας από την Ουρουγουάη το 1950. Το παιδί που δούλευε σαν λουστραδόρος παπουτσιών τότε, ποτέ δεν ξέχασε αυτή την ημέρα. Εχοντας πάρει το όνομα του από τον εφευρέτη Τόμας Εντισον, ο Εντσον ήταν υπερήφανος για το όνομα του αλλά δεν μπορούσε να αποφύγει το bullying από ένα συμμαθητή που επέμενε να τον αποκαλεί Πελέ. Το μισούσε γιατί θεωρούσε ότι ακούγεται πολύ παιδικό. Τελικά γρονθοκόπησε τον συμμαθητή του και αποβλήθηκε από το σχολείο για δύο μέρες. Οταν επέστρεψε στην τάξη, δεν ήταν ο Εντσον πια, ήταν ο Πελέ για όλους. Και έπρεπε να ευχαριστήσει τον συμμαθητή του για αυτό, γιατί συχνά οι Βραζιλιάνοι λένε ότι ο Εντσον και ο Πελέ είναι δύο διαφορετικοί άνθρωποι. Πάντα αγαπούν τον Πελέ, αλλά όταν πρόκειται για τον Εντσον δεν είναι το ίδιο.

Ισως για να προστατεύσουν όσα πέτυχε ο αθλητής Πελέ ώστε να γίνει ο πιο πλήρης παίκτης που είδε ποτέ το ποδόσφαιρο, αυτοί που δεν μπορούσαν να αποδεχθούν τις επιλογές του μετά την απόσυρση του (την απόφαση του να μην αναγνωρίσει την κόρη του ή την υποστήριξη του σε ανθρώπους όπως ο Σεπ Μπλάτερ) προτίμησαν να τον αποκαλούν Εντσον από την ημέρα που κρέμασε τα παπούτσια του.

«Ο Πελέ με το στόμα κλειστό είναι ένας ποιητής. Στο γήπεδο ήταν ο πατέρας μας, έξω από αυτό θα έπρεπε να έχει ένα παπούτσι στο στόμα», είπε κάποτε ο Ρομάριο για αυτόν. Φυσικά, αυτό δεν έχει να κάνει με τα 1.281 που πέτυχε και είναι περισσότερα και από αυτά του Ρομάριο.

Στην ηλικία των 17 ετών, το 1958, ο Πελέ έγινε ο νεότερος ποδοσφαιριστής που πήρε μέρος σε τελικό  Μουντιάλ. Σκόραρε έξι φορές στη Σουηδία, έχοντας χατ-τρικ στον ημιτελικό και δύο γκολ στον τελικό. Θα ήταν το πρώτο από τα τρία Παγκόσμια Κύπελλα που πήγε πίσω στο σπίτι ως απάντηση σε εκείνα τα δάκρυα που είχε δει στο πρόσωπο του πατέρα του.

Η συνεισφορά του το 1962 περιορίστηκε λόγω τραυματισμού, ενώ τα συνεχή φάουλ που του γίνονταν το 1966 τον έκαναν να ορκιστεί ότι εκείνο ήταν το τελευταίο Μουντιάλ. Δεν το τήρησε. Πείστηκε να επιστρέψει για ένα τέταρτο τουρνουά το 1970 και έγινε μέλος μιας από τις καλύτερες επιθέσεις όλων των εποχών – δίπλα σε Τοστάο, Ζαϊρζίνιο, Ριβελίνο, Κλοδοάλδο και Ζέρσον. Ο Ζαϊρζίνιο ήταν ο πρώτος σκότερ αλλά ο Πελέ πρόσθεσε άλλα τέσσερα γκολ στις επιδόσεις του σε Μουντιάλ.

Στα 60’s και στα 70’s ο Πελέ ταξίδεψε στον κόσμο με την Σάντος. Στη Νιγηρία, κηρύχθηκε διήμερη ανακωχή στον πόλεμο με την Biafra ώστε να τον δουν και οι δύο πλευρές να αγωνίζεται. Η επιρροή του στην ψυχολογία του ποδοσφαίρου της Νιγηρίας ήταν τόσο μεγάλη, ώστε όταν έκανε την πρόβλεψη ότι ένα αφρικανικό έθνος θα κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο πριν την είσοδο του 21ου αιώνα, οι ντόπιοι το είδαν να έρχεται. «Σε κάποιες χώρες ήθελαν να τον αγγίξουν, σε κάποιες ήθελαν να τον φιλήσουν. Σε κάποιες άλλες φιλούσαν το έδαφος που πάτησε», είπε ο πρώην συμπαίκτης Κλοδοάλδο.

Ο Βραζιλιάνος έπαιξε το τελευταίο του ματς με την Σάντος το 1974 και ανέβαλε τα σχέδια του για απόσυρση, προκειμένου να υπογράψει στη New York Cosmos. Είχε χρέη και ήθελε απελπισμένα να βελτιώσει τα οικονομικά του, οπότε επέλεξε να μετακινηθεί στη North American Soccer League. Αφού οδήγησε την Cosmos στον τίτλο του 1977, έπαιξε το αποχαιρετιστήριο παιχνίδι του σε μια βροχή μέρα στη Νέα Υόρκη. Πόσες μέρες, όμως, είχε φωτίσει πριν από αυτή…

2. Λιονέλ Μέσι

Στην ηλικία των 30 ετών, έχει σπάσει ρεκόρ όλων των εποχών σηκώνοντας μια σειρά από προσωπικά και ομαδικά βραβεία. Κι όμως, μόνο αν παρακολουθείς τον Μέσι μπορείς να εκτιμήσεις μια one-off ιδιοφυία.

Ενας τρόπος για να προσπαθήσεις να εκφράσεις την σπουδαιότητα του Λιονέλ Μέσι, είναι να αναφέρεις τα ρεκόρ του και τα βραβεία του: Τις πέντε Χρυσές Μπάλες, τους 30 τίτλους, τα 91 γκολ σε ένα ημερολογιακό έτος, το γεγονός ότι είναι πρώτος σκόρερ της Αργεντινής, της Μπαρτσελόνα και της La Liga. Και μετά, συνειδητοποιείς ότι αυτή η μέθος είναι εντελώς αναποτελεσματική. Τα βιβλία της ιστορίας θα υμνήσουν τον Μέσι, όμως οι περιορισμοί τους θα του κάνουν κακό. Σε 20 χρόνια, οι νέοι ποδοσφαιρόφιλοι θα διαβάζουν για μια μεσσιανική φιγούρα που η λαμπρότητα του σόκαρε τον κόσμο, έσπασε μια σειρά από ρεκόρ και άρχισε μια εποχή κυριαρχίας, αλλά μέχρι να δουν βίντεο με φάσεις του, δεν θα μπορούν να καταλάβουν τι έχασαν.

Η ποσότητα των γκολ του… χάνει σε σχέση με την ομορφιά τους. Το γκολ του μήνα ενδεχομένως να μην είναι καν στο δικό του top-20, είτε είναι ένα σόλο, είτε μια εκτέλεση φάουλ, είτε μια λόμπα, ένα χαλαρό τελείωμα ή ένα σουτ-κεραυνός. Ο Μέσι έχει τις περισσότερες ασίστ στην ιστορία της La Liga, αλλά αυτό είναι λιγότερο εντυπωσιακό σε σχέση με το πώς τις μοίρασε: Ασίστ με κάθε τρόπο, σαν να κοντρόλαρε την μπάλα με τηλεχειριστήριο. Επιπλέον, ένας μεγάλος αριθμός από εκπληκτικές πάσες του, δεν έγιναν ποτέ γκολ και δεν καταμετρήθηκαν.

Οι περισσότεροι, πια, ξέρουν την ιστορία του: Πώς ένα ακριβό φάρμακο για τις ορμόνες του τον οδήγησε από το σπίτι του στο Ροζάριο στην Μπαρτσελόνα, όπου το ντεμπούτο του το 2004 άρχισε μια εποχή δόξας. Ψηφίστηκε στους τρεις καλύτερους παίκτες του κόσμου για δέκα χρόνια και στους δύο καλύτερους για εννιά. Είναι ένα πράγμα να πιάσεις κορυφή, εντελώς διαφορετικό το να παραμείνεις εκεί. Υπάρχουν παιδιά στην εφηβεία, τα οποία δεν γνώρισαν ποτέ ένα κόσμο στον οποίο ο Μέσι δεν μας απασχόλησε σε εβδομαδιαία βάση.

Μόνο μέσω της εξέλιξης ο Αργεντίνος κατάφερε να διατηρήσει το επίπεδο του. Ο δεινός ντρίμπλερ έχει γίνει ένας ώριμος playmaker που υπαγορεύει τον ρυθμό του παιχνιδιού ενώ παράλληλα παραμένει καθοριστικός στην επίθεση. Ποτέ ο Μέσι, 30 ετών πλέον, δεν είχε τέτοια ισορροπία ανάμεσα στο playmaking, στο dribbling και στο σκοράρισμα. Οπως έχει πει ο Χαβιέρ Μασεράνο, είναι τρεις παίκτες σε ένα. Μπορείς να υποστηρίξεις ότι ένας από τους σπουδαιότερους σκόρερ όλων των εποχών είναι επίσης ο καλύτερος passer και θα βρεις επιχειρήματα για αυτό.

Η τελευταία δεκαετία θα μείνει στην ιστορία ως η εποχή της Μπαρτσελόνα του Μέσι. Καθώς οι προπονητές πήγαιναν και έφευγαν, αυτός ήταν πάντα εκεί, με τα τέσσερα από τα πέντε Champions League να έχουν κατακτηθεί στα χρόνια του. Τόσο καλός υπήρξε και είναι, ώστε κάποιοι να θεωρούν ότι αυτή η επίδοση δεν είναι καλή. Ακόμη, όμως, ο Μέσι δεν έχει τελειώσει. Το Μουντιάλ του επόμενου χρόνου αποτελεί ακόμη μία ευκαιρία για να κυνηγήσει την δόξα με την Αργεντινή, ενώ μπορεί να είναι εκεί και το 2002, με πιο αργά πόδια αλλά με το ίδιο κοφτερό μυαλό.

Στο μεταξύ, αναλυτές, οπαδοί και αρθρογράφοι θα προσπαθούν να εκφράσουν την σπουδαιότητα του με λέξεις και μεταφορές. Θα αποτύχουν όλοι, όπως και το άρθρο που διαβάζετε. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να ακούσουμε τον Πεπ Γκουαρντιόλα, ο οποίος είπε: «Μην γράφετε για αυτόν, μην προσπαθείτε να τον περιγράψετε. Απλά παρακολουθήστε τον».

1.Ντιέγκο Μαραντόνα

Η δύναμη του απίστευτου ταλέντου του και η πνευματική θέληση του γονάτισε τον ποδοσφαιρικό κόσμο στην πραγματικότητα του. Στη Νάπολι και για την Αργεντινή, υπήρξε απλά ο σπουδαιότερος.

Διαλέξτε το αγαπημένο σας άλμπουμ όλων των εποχών. Ποιο θα επιλέξετε; Το Thriller του Μάικλ Τζάκσον επειδή πούλησε σχεδόν τους διπλάσιους δίσκους από οποιοδήποτε άλλο; Το The QueEN Is Dead των The Smiths επειδή έτσι σας είπε το ΝΜΕ; Θα είναι το Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band, το Exile on Main St ή το Pet Sounds επειδή οι Beatles, οι Rolling Stones ή οι Beach Boys δούλεψαν τόσο για να τα γράψουν και να τα ηχογραφήσουν ώστε να ξεχάσουν τα ονόματα τους; Ή θα επιλέξετε το άλμπουμ που σας κάνει να νιώθετε περισσότερο ζωντανοί; Το άλμπουμ το οποίο, δεκαετίες μετά την κυκλοφορία του, απαιτεί ακόμη σχεδόν σταθερή επανεκτίμηση, ανεξάρτητα από τις χημικές βελτιώσεις που σχετίζονται με την δημιουργία του.

Ο Πελέ έβαλε περισσότερα γκολ. Ο Λιονέλ Μέσι κατέκτησε περισσότερους τίτλους. Αμφότεροι έζησαν πιο σταθερές ζωές από ό,τι ο υπέρβαρος πρώην εθισμένος στην κοκαΐνη τύπος που είναι στην κορυφή αυτής της λίστας, αυτός που η σχέση του με το ποδόσφαιρο έγινε όλο και πιο τεταμένη όσο η καριέρα του συνεχιζόταν. Οποιος έχει δει τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα με μια μπάλα στα πόδια του, καταλαβαίνει…

Κλωτσώντας μια μπάλα στις φτωχογειτονιές του Villa Florito, προσέλκυσε αμέσως το ενδιαφέρον του προπονητή της ομάδας πιτσιρικάδων Los Cebollitas, Φρανσίσκο Καρνέγιο. «Πόσων ετών είσαι;», ο Κορνέγιο ρώτησε τον Μαραντόνα. «Οκτώ», ήταν η απάντηση. Ο Κορνέγιο δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ένας 8χρονος ήταν ικανός να κάνει αυτά που είχε δει νωρίτερα και ζήτησε από τον μελλοντικό παγκόσμιο πρωταθλητή να τον οδηγήσει στο σπίτι του για να βεβαιωθεί από την μητέρα του για την ηλικία του.

Υπογράφοντας στους Αρχεντίνος Τζούνιορς, ο Μαραντόνα έκανε το ντεμπούτο του στην 1η κατηγορία της Αργεντινής στις 20 Οκτωβρίου 1976, δέκα μέρες πριν τα 16α γενέθλια του! «Μικρέ», είπε ο προπονητής Χουάν Κάρλος Μόντες στον Ντιέγκο καθώς ετοιμαζόταν να γράψει ιστορία ως ο νεότερος παίκτης του αργεντίνικου ποδοσφαίρου, «κάνε αυτό που ξέρεις. Δοκίμασε να περάσεις και την μπάλα κάτω από τα πόδια τους, αν μπορείς». Ο Μαραντόνα υπάκουσε, περνώντας την μπάλα κάτω από τα πόδια του αμυντικού Χουάν Ντομίνγκο Καμπρέρα μέσα σε λίγα λεπτά. Η… επιβράβευση του, ήταν μια αγκωνιά στο πηγούνι.

Σταδιακά, η φήμη του μεγάλωνε. «Είναι ένας χοντρούλης που παίζει καλά», είπε ο τερματοφύλακας της Μπόκα Τζούνιορς, Ούγκο Γκάτι, πριν το ματς τον Οκτώβριο του 1980. «Θα του βάλω τέσσερα γκολ», απάντησε ο Μαραντόνα. Η Αρχεντίνος νίκησε με 5-2 την Μπόκα και ο Ντιέγκο κράτησε τον λόγο του, σκοράροντας με ένα πέναλτι, με ένα τετ α τετ και με δύο υπέροχα φάουλ. Μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος με την Μπόκα Τζούνιορς το 1982, ο Μαραντόνα πήγε στην Μπαρτσελόνα για το ποσό-ρεκόρ των 5 εκατ. λιρών το ’82. Στην Καταλωνία δοκίμασε για πρώτη φορά κοκαΐνη, κόλλησε υπατήτιδα και είδε τον Αντονι Γκοϊκοετσέα να του σπάει τον αστράγαλο τον Σεπτέμβριο του 1983. Ο “Χασάπης του Μπιλμπάο” έχει κάνει… αθάνατο το παπούτσι που χρησιμοποίησε για να σπάσει τον αστράγαλο του Αργεντίνου, φυλάσσοντας το σε ένα γυάλινο κλουβί στο σπίτι του.

Ο Μαραντόνα πήρε την εκδίκηση του στον τελικό του Copa del Rey το 1984, ρίχνοντας μια κεφαλιά σε αντίπαλο, χτυπώντας έναν άλλο με αγκωνιά και ακόμη έναν με το γόνατο στο κεφάλι, βγάζοντας τους όλους νοκ άουτ. Και στη συνέχεια πωλήθηκε, για νέο ποσό-ρεκόρ, στη Νάπολι.

Η δύναμη του απίστευτου ταλέντου του και η πνευματική θέληση του γονάτισε τον ποδοσφαιρικό κόσμο στην πραγματικότητα του. Στη Νάπολι και για την Αργεντινή, υπήρξε απλά ο σπουδαιότερος.

Διαλέξτε το αγαπημένο σας άλμπουμ όλων των εποχών. Ποιο θα επιλέξετε; Το Thriller του Μάικλ Τζάκσον επειδή πούλησε σχεδόν τους διπλάσιους δίσκους από οποιοδήποτε άλλο; Το The QueEN Is Dead των The Smiths επειδή έτσι σας είπε το ΝΜΕ; Θα είναι το Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band, το Exile on Main St ή το Pet Sounds επειδή οι Beatles, οι Rolling Stones ή οι Beach Boys δούλεψαν τόσο για να τα γράψουν και να τα ηχογραφήσουν ώστε να ξεχάσουν τα ονόματα τους; Ή θα επιλέξετε το άλμπουμ που σας κάνει να νιώθετε περισσότερο ζωντανοί; Το άλμπουμ το οποίο, δεκαετίες μετά την κυκλοφορία του, απαιτεί ακόμη σχεδόν σταθερή επανεκτίμηση, ανεξάρτητα από τις χημικές βελτιώσεις που σχετίζονται με την δημιουργία του.

Ο Πελέ έβαλε περισσότερα γκολ. Ο Λιονέλ Μέσι κατέκτησε περισσότερους τίτλους. Αμφότεροι έζησαν πιο σταθερές ζωές από ό,τι ο υπέρβαρος πρώην εθισμένος στην κοκαΐνη τύπος που είναι στην κορυφή αυτής της λίστας, αυτός που η σχέση του με το ποδόσφαιρο έγινε όλο και πιο τεταμένη όσο η καριέρα του συνεχιζόταν. Οποιος έχει δει τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα με μια μπάλα στα πόδια του, καταλαβαίνει…

Κλωτσώντας μια μπάλα στις φτωχογειτονιές του Villa Florito, προσέλκυσε αμέσως το ενδιαφέρον του προπονητή της ομάδας πιτσιρικάδων Los Cebollitas, Φρανσίσκο Καρνέγιο. «Πόσων ετών είσαι;», ο Κορνέγιο ρώτησε τον Μαραντόνα. «Οκτώ», ήταν η απάντηση. Ο Κορνέγιο δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ένας 8χρονος ήταν ικανός να κάνει αυτά που είχε δει νωρίτερα και ζήτησε από τον μελλοντικό παγκόσμιο πρωταθλητή να τον οδηγήσει στο σπίτι του για να βεβαιωθεί από την μητέρα του για την ηλικία του.

Υπογράφοντας στους Αρχεντίνος Τζούνιορς, ο Μαραντόνα έκανε το ντεμπούτο του στην 1η κατηγορία της Αργεντινής στις 20 Οκτωβρίου 1976, δέκα μέρες πριν τα 16α γενέθλια του! «Μικρέ», είπε ο προπονητής Χουάν Κάρλος Μόντες στον Ντιέγκο καθώς ετοιμαζόταν να γράψει ιστορία ως ο νεότερος παίκτης του αργεντίνικου ποδοσφαίρου, «κάνε αυτό που ξέρεις. Δοκίμασε να περάσεις και την μπάλα κάτω από τα πόδια τους, αν μπορείς». Ο Μαραντόνα υπάκουσε, περνώντας την μπάλα κάτω από τα πόδια του αμυντικού Χουάν Ντομίνγκο Καμπρέρα μέσα σε λίγα λεπτά. Η… επιβράβευση του, ήταν μια αγκωνιά στο πηγούνι.

Σταδιακά, η φήμη του μεγάλωνε. «Είναι ένας χοντρούλης που παίζει καλά», είπε ο τερματοφύλακας της Μπόκα Τζούνιορς, Ούγκο Γκάτι, πριν το ματς τον Οκτώβριο του 1980. «Θα του βάλω τέσσερα γκολ», απάντησε ο Μαραντόνα. Η Αρχεντίνος νίκησε με 5-2 την Μπόκα και ο Ντιέγκο κράτησε τον λόγο του, σκοράροντας με ένα πέναλτι, με ένα τετ α τετ και με δύο υπέροχα φάουλ. Μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος με την Μπόκα Τζούνιορς το 1982, ο Μαραντόνα πήγε στην Μπαρτσελόνα για το ποσό-ρεκόρ των 5 εκατ. λιρών το ’82. Στην Καταλωνία δοκίμασε για πρώτη φορά κοκαΐνη, κόλλησε υπατήτιδα και είδε τον Αντονι Γκοϊκοετσέα να του σπάει τον αστράγαλο τον Σεπτέμβριο του 1983. Ο “Χασάπης του Μπιλμπάο” έχει κάνει… αθάνατο το παπούτσι που χρησιμοποίησε για να σπάσει τον αστράγαλο του Αργεντίνου, φυλάσσοντας το σε ένα γυάλινο κλουβί στο σπίτι του.

Ο Μαραντόνα πήρε την εκδίκηση του στον τελικό του Copa del Rey το 1984, ρίχνοντας μια κεφαλιά σε αντίπαλο, χτυπώντας έναν άλλο με αγκωνιά και ακόμη έναν με το γόνατο στο κεφάλι, βγάζοντας τους όλους νοκ άουτ. Και στη συνέχεια πωλήθηκε, για νέο ποσό-ρεκόρ, στη Νάπολι.

Πηγή: Gazzetta – Four Four Two

Pin It on Pinterest

Shares
Share This