Επιλογή Σελίδας

Του Βασίλη Σκουντή

Να το γράψω από την αρχή, όχι επειδή τάχα δεν είναι γνωστό, αλλά διότι πολλές φορές το αγνοούμε: τα φιλικά  ματς δεν χαρίζουν μετάλλια και τίτλους, αλλά δείχνουν μπάρε μου (που λένε και στο χωριό μου) αν μια ομάδα μπορεί να βρεθεί στη ρότα της διεκδίκησης τους.  

Την κόβω εδώ αυτή την κουβέντα, διότι πρόκειται για μια υπόθεση, που θα κριθεί σε έναν μήνα από τώρα και δυστυχώς τα τελευταία χρόνια γίνεται τόσο δυσάρεστη, ώστε να καταντήσει ταμπού!

Η Εθνική, λοιπόν, νίκησε το Μαυροβούνιο (από το οποίο θα μπορούσε να ηττηθεί κιόλας ή να συρθεί στην παράταση, στην τελευταία φάση του αγώνα) και ως είθισται σε κάθε τέτοια περίπτωση, υπάρχουν τα καλά και τα κακά νέα…

Λέω να αρχίσω από τα δεύτερα, που χθες δεν απέβησαν μοιραία, αλλά αφορούν μια οφθαλμοφανή αδυναμία: μετά λοιπόν το ζήτημα των αμυντικών ριμπάουντ που μας ταλάνισε στον αγώνα με τη Μεγάλη Βρετανία, χθες η ελληνική ομάδα παρουσιάσθηκε ευάλωτη στην άμυνα μέσα στη ρακέτα και επέτρεψε στους Μαυροβούνιους και δη στον Νίκολα Βούτσεβιτς να κάνουν πάρτι!

Το θέμα της άμυνας στο low post ασφαλώς έχει να κάνει με τα ατομικά χαρακτηριστικά των παικτών που αποτελούν τη frontline της ομάδας: ο Παπαγιάννης, ο Μπόγρης και ο (απών στο χθεσινό ματς) Μπουρούσης δεν διακρίνονται για την ταχύτητα τους με αποτέλεσμα οι Μαυροβούνιοι ομόλογοι τους να βρουν πολλές ευκαιρίες να σημαδέψουν τα αργά πόδια τους και να εκτελέσουν μέσα από φάσεις pick n’ roll,  στο ένας εναντίον ενός και πάει λέγοντας…

AdTech Ad

Γενικώς πάντως η άμυνα δεν λειτούργησε και φάνηκε να αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα της Εθνικής, είτε στο low post, είτε από την περιφέρεια, όπου πρωταγωνίστησε ο Νίκολα Ιβάνοβιτς, ο οποίος –για να πω την αμαρτία μου- από πέρυσι μου φαινόταν πολύ καλός για να μη χωράει στο ρόστερ της ΑΕΚ και να δοθεί, μεσούσης της σεζόν, δανεικός στην Ορλαντίνα.   

Θέλω να πιστεύω ότι το αμυντικό πρόβλημα, που παρουσιάσθηκε χθες θα αποδειχθεί περιστασιακό, διότι αλλιώς την… κάτσαμε τη βάρκα! Επί τούτου, άλλωστε έχει τοποθετηθεί (την προηγούμενη Τρίτη στην Πάτρα), ο Κώστας Μίσσας, επισημαίνοντας ότι «χωρίς άμυνα δεν πάμε πουθενά».

Ασφαλώς είναι άλλες οι αμυντικές ανάγκες κόντρα στους Ουκρανούς και στους Βρετανούς και άλλες σε αγώνες σαν τον χθεσινό και κυρίως σαν τον αποψινό με την οικοδέσποινα Σερβία, οπότε χρειάζεται να κάνουμε τα κουμάντα μας!

Σε πείσμα του παθητικού των 81 πόντων ωστόσο λειτουργεί (πέραν της παραγωγικής επίθεσης που ανέβασε το σκορ στους 83 πόντους) η εμφανής επιθυμία όλης της ομάδας και ενός εκάστου των παικτών να ασκήσουν πίεση σε όλο το γήπεδο και να χαλάσουν το παιχνίδι των αντιπάλων, με τα deflections, τις αρνήσεις στις πάσες κοκ. Απλώς αυτή η δεδομένη επιθυμία άλλοτε έχει αποτέλεσμα και άλλοτε καθίσταται ατελέσφορη, επιτρέποντας στους αντιπάλους να σκοράρουν με ευχέρεια.

Ενίοτε συμβαίνουν και τα δυο, δίκην οξύμωρου σχήματος όπως χθες: η Εθνική ναι μεν «έφαγε» 81 πόντους, αλλά ανάγκασε τους Μαυροβούνιους να υποπέσουν σε είκοσι λάθη.

Λογικά, προϊόντος του χρόνου και μέχρι το ταξίδι με προορισμό το Ελσίνκι θα αυξάνονται τα χρονικά διαστήματα στα οποία αυτή η αμυντική επιθυμία θα καθίσταται αποτελεσματική και θα ρεφάρει κιόλας τις πιθανές επιθετικές «ατασθαλίες», κυρίως από την υστέρηση στα σουτ τριών πόντων.

Α, ναι, αυτό είναι άλλο ένα ζήτημα που δυστυχώς απασχολεί ανέκαθεν το ελληνικό μπάσκετ, υπό την έννοια ότι δεν παράγει συχνά κλασικούς, αξιόπιστους και σταθερούς (βρέξει – χιονίσει) σουτέρηδες, που λέει και ο Λάζαρος Λέτσιτς. Χθες για παράδειγμα η Εθνική άρχισε το ματς με 1/9 τρίποντα, αλλά στη συνέχεια «έγραψε» 4/7 και τελείωσε με 5/16.

Το τελείωσε επίσης και με 24/32 βολές, που δεν είναι ούτε λίγες, ούτε ευκαταφρόνητες και αυτή η επίδοση προφανώς εμπίπτει στην κατηγορία των καλών νέων, με τα οποία ασμένως συνεχίζω…

Λοιπόν, αυτά τα καλά νέα είναι κάμποσα, ενδιαφέροντα, αναμενόμενα ή αναπάντεχα και πάντως πολλά υποσχόμενα…

Μου άρεσε πολύ ο Νίκος Παππάς, στον οποίο τρέφω κιόλας μια ιδιαίτερη συμπάθεια, διότι μοιάζει βγαλμένος από την παλιά εποχή των βιρτουόζων και πάντως δεν είναι βιομηχανοποιημένο προϊόν.

Κτυπώ ξύλο για να μην τον ματιάσω, αλλά τον βλέπω σαν έτοιμο από καιρό όχι μονάχα να συμμετάσχει για πρώτη φορά με την Εθνική ανδρών σε ένα μεγάλο Τουρνουά, αλλά και να παίξει πολύ σημαντικό και δη ηγετικό ρόλο. Διαθέτει αυτή τη στόφα, άλλωστε πριν από τέσσερα χρόνια αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος και στο μεσοδιάστημα ωρίμασε με τη συμμετοχή του στην Ευρωλίγκα, με την προσπάθεια του να καθιερωθεί και βεβαίως με τα καψόνια που δέχθηκε από τους προπονητές του στον Παναθηναϊκό.

Δεν τον βάζω στη διαδικασία της σύγκρισης με τον Σλούκα, άλλωστε όλοι οι καλοί χωράνε στην ίδια ομάδα και μάλιστα (οι δυο τους) μπορούν να χωρέσουν και μαζί, όπως συνέβη στο τελείωμα του χθεσινού αγώνα…

Ο Παππάς είναι ο Παππάς, ο Σλούκας είναι ο Σλούκας και οι δυο τους- λέμε τώρα και καμιά βλακεία για να περάσει η ώρα- μπορούν ενίοτε και μάλιστα εκ περιτροπής να βγάλουν από μέσα τους έναν… Σπανούλη! Κανονικά τούτη η αντιπαραβολή θα συνιστούσε εκτροπή προς την ιεροσυλία, αλλά, διάβολε, δυο τρίποντα που «έσταξαν» οι λεγάμενοι χθες μου θύμισαν τον… ακατονόμαστο, ειδικότερα εκείνο το «πού σε πονεί και πού σε σφάζει» του Παππά στα 28 δευτερόλεπτα για το 80-76.

Επίτηδες άφησα για το τέλος και μάλιστα σε long play επίλογο τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, ο οποίος στην πρώτη και ως εκ τούτου μουδιασμένη εμφάνιση του και σε λιγότερα από 23 λεπτά συμμετοχής «έγραψε» 20 πόντους, 9 ριμπάουντ, 3 ασίστ και μία τάπα.

Ιδού μερικά tips από αυτή την παρουσία του;

Ο «Greek Freak» δεν συμπεριλήφθηκε στη βασική πεντάδα για την οποία τραβάνε μεγάλο ζόρι στο ΝΒΑ (Καλάθης, Παππάς, Παπανικολάου, Πρίντεζης, Παπαγιάννης), αλλά βεβαίως ήταν παρών σε εκείνη που έκρινε και τελείωσε το ματς.

Πάτησε για πρώτη φορά το παρκέ 4’47’’ πριν από τη λήξη της πρώτης περιόδου, αντί του Κώστα Παπανικολάου, με συμπαίκτες εκείνη τη στιγμή τον Σλούκα, τον Παππά, τον Πρίντεζη και τον Μπόγρη και στην πρώτη επιθετική δράση του αστόχησε σε δυο ελεύθερες βολές.

Δεν βρήκε αμέσως τους αγαπημένους του ανοικτούς χώρους, αλλά επειδή διαθέτει ένστικτο, μέχρι να τους βρει για πάρτη του, τους άνοιγε για τους συμπαίκτες του με μακρινές πάσες αιφνιδιασμού.

Υπήρξε παράγων του αγώνα και άσκησε επίδραση στην εξέλιξη του σε όλα τα επίπεδα: τόσο στην άμυνα με την ενέργεια που βγάζει, με το μεγάλο κορμί, με τα μακριά χέρια και με την ικανότητα του στο ριμπάουντ, όσο και στην επίθεση με το σωστό διάβασμα των φάσεων, με τα mismatches και με την έφεση του στο κεντρικό transition game και στα παιχνίδια απομόνωσης (isolation).

Έπαιξε ως επί το πλείστον στη θέση του σμολ φόργουορντ, αλλά στα τελευταία τρία λεπτά, που ο Μίσσας προς χάριν των αλλαγών σε όλα τα σκριν, επέλεξε ένα σχήμα χωρίς κλασικό πεντάρι (ούτε καν με τον Αγραβάνη σε θέση faux center) μετακινήθηκε πιο μέσα, με παρτενέρ στη frontline τον Πρίντεζη. Κάτι σαν τεσσεροπεντάρι δηλαδή…

Εδώ ήρθαμε, λοιπόν: στην πολυσυζητημένη θέση στην οποία θα παίζει ο Αντετοκούνμπο και μοιάζει γοητευτικά αδιευκρίνιστη και συναρπαστικά αφηρημένη!

Προσωπικά επιφυλάσσομαι να του βάλω μια ταμπέλα που θα γράφει τριάρι ή τεσσάρι, χώρια που  θα μπορούσε να λογίζεται και ως άσος όταν κατεβάζει το ριμπάουντ και κουβαλάει την μπάλα στην επίθεση και ως δυάρι, παίζοντας μαζί με τον Παπανικολάου ή ακόμη και ως κατά συνθήκην πεντάρι δίπλα στον Πρίντεζη.

Σε κάθε περίπτωση, σε όποια οργανική θέση και αν χρησιμοποιείται, είναι ένας point forward, ο οποίος έχει τα φυσικά προσόντα, το ταλέντο και τον εθισμό να ανοίγει το παιχνίδι, τον ρυθμό και το γήπεδο: είτε για να εκτελέσει ο ίδιος στο ένας εναντίον ενός, είτε (σε καταστάσεις πίεσης, παγίδων και ψαγμένων και προβοκατόρικων αμυνών που είναι περισσότερες στην Ευρώπη σε σχέση με τα ήθη και τα έθιμα του ΝΒΑ- να πασάρει σε ελεύθερο και προνομιούχο συμπαίκτη.

Εικάζω ότι λόγω της σχετικής αδυναμίας του στο μακρινό σουτ, ο Γιάννης βολεύεται και επιθυμεί να τελειώνει τις φάσεις όσο πιο βαθιά μέσα στη ρακέτα μπορεί να συμβεί αυτό: είτε με ποστάρισμα, είτε με λέι απ, είτε με κάρφωμα στον αιφνιδιασμό.

Εάν μετά απ’ όλα αυτά και βάσει της εικόνας που έχουμε αποκομίσει και από την παρουσία του στο ΝΒΑ, υπάρχει ακόμη αμφιβολία για τη θέση στην οποία αγωνίζεται, νομίζω ότι η απάντηση έχει δοθεί σε ανύποπτο χρόνο από τον Στιβ Γιατζόγλου!

Το καλοκαίρι του 1992, όταν ο Αρης ενέταξε στο δυναμικό του τον απαράμιλλο Ρόι Τάρπλεϊ, οι δημοσιογράφοι ρωτούσαν τον τότε προπονητή του «αυτοκράτορα» σε ποια θέση πιστεύει ότι πρέπει να παίζει ο πολυτάλαντος Αμερικανός.

Η απάντηση του Στιβ υπήρξε σπαρταριστή…

«Τι θέση παίζει ο Τάρπλεϊ; Αυτή είναι η πιο αστεία ερώτηση που έχω ακούσει στη ζωή μου. Ακου ρε τι θέση παίζει ο Τάρπλεϊ! Είναι σαν να ρωτάς που χέζει η αρκούδα στο δάσος! Ε, λοιπόν, όπου θέλει χέζει η αρκούδα και όπου θέλει παίζει ο Τάρπλεϊ»!

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This