Επιλογή Σελίδας

Του Νίκου Παπαδογιάννη

Aφού ο Γιάννης σαρώνει τα πάντα στο διάβα του, αφού πάει να γίνει πρώτο φαβορί για το έπαθλο του MVP, αφού εκτοξεύει την απόδοσή του στη στρατόσφαιρα, αφού διαφημίζει τον ταλαίπωρο τόπο μας με τον καλύτερο τρόπο, αφού παραμένει ο γνωστός, σεμνός, ταπεινός, καταδεκτικός και χαμογελαστός Γιάννης που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε, τότε γιατί εγώ πηγαίνω σκασμένος στο κρεβάτι μου τα ξημερώματα;

Η εύκολη απάντηση είναι «λόγω Εθνικής». Η χαμένη ευκαιρία του Εurobasket 2017 ήταν, φοβάμαι, η τελευταία που θα βρει ποτε στον δρόμο της η επίσημη καταφρονεμένη.

Σκέφτομαι τις 50άρες και τα τριπλ-νταμπλ με τα οποία σίγουρα θα φόρτωνε τους αντιπάλους του ο Γιάννης στο Ελσίνκι και στην Κωνσταντινούπολη και με πιάνει μελαγχολία.

Χωρίς αυτόν και με τόσα προβλήματα στην καμπούρα της, η ομάδα έφτασε μισό βήμα από την τετράδα. Ποιος θα μπορούσε να αντισταθεί στον καλύτερο μπασκετμπολίστα του σύμπαντος;

Άλλο, όμως, είναι το στοιχείο που με κάνει να μελαγχολώ. Όχι αυτά που βλέπω, αλλά εκείνα που δεν βλέπω.

Οι νεανικοί Μιλγουόκι Μπακς σκαρφάλωσαν όλοι μαζί στις πλάτες του Γιάννη Αντετοκούνμπο και ατενίζουν με αισιοδοξία το μέλλον.

Θεωρούν, λέει, βέβαιη την πρόκριση στα πλέι-οφ και ελπίζουν να προχωρήσουν ένα ή περισσότερα βήματα πιο πέρα από τον περυσινό τίμιο αποκλεισμό στον πρώτο γύρο.

Και περιμένουν να έρθει το μέλλον, μόνο του…

Θα ήθελα να μου εξηγήσει με ανάλυση και επιχειρήματα κάποιος πανεπιστήμονας, που λέει και μια ψυχή, τι ακριβώς είναι αυτό που παίζουν οι Μπακς.

Εγώ είμαι από χωριό και δεν ξεύρω πολλά πολλά, αλλά το απαίδευτο μάτι μου βλέπει μία ομάδα δίχως σχέδιο, που ποντάρει τα ρέστα της στα φυσικά προσόντα των παικτών και στο πηγαίο ταλέντο του 22χρονου ηγέτη της.

Κάθε φορά που συγκρίνω το παιχνίδι της με καλοδουλεμένα σύνολα τύπου Σέλτικς, κλαίει η ψυχή μου. Φαντάζομαι τον Γιάννη στα χέρια του Πόποβιτς ή του Μπραντ Στήβενς ή του Κουίν Σνάιντερ και με πιάνει σύγκρυο – για λογαριασμό των αντιπάλων του.

Το υλικό των Μπακς είναι αναμφίβολα αξιόλογο, αλλά το δείγμα γραφής στο γήπεδο δυσανάλογο και η εξέλιξη αργή.

Τα επιθετικά πλάνα του Κιντ μετά βίας έδωσαν στους δικούς μας Ομοσπονδιακούς 2-3 έτοιμα συστήματα για ξεπατικωτούρα όταν ο Γιάννης ετοιμαζόταν για το Εurobasket.

Κάτι χλιαρά πικ-εντ-ρολ, μία ή δύο συνεργασίες που ποντάρουν στην ευστροφία του Greek Freak (ή των Ντελαβεντόβα-Μπρόγκντον) και ό,τι άλλο σκαρφιστεί ο δικός μας, μήπως βγουν ελεύθερα τρίποντα ή μπει η μπάλα με αντετοκούνμπειες μεθόδους στο καλάθι – που δεν αποτελούν δα το απαύγασμα του οργανωμένου μπάσκετ. 

Στα μετόπισθεν, οι Μπακς μοιάζουν να ξέμειναν στο σχέδιο που καταστρώθηκε προ τριετίας. Μαζεύουμε παίκτες με μακριά χέρια και γρήγορα πόδια και παίζουμε συνεχώς άμυνα με αλλαγές και παγίδες, για να κρύψουμε τους διαδρόμους και το καλάθι.

Αυτό είναι όλο. Κατά τα λοιπά, «παίξτε όπως σας φαντάζομαι». Έτσι δεν έλεγε ο Αλέφαντος;

Αλλά οι αντίπαλοι προπονητές εντόπισαν τα αδύνατα σημεία αυτής της άμυνας και έλυσαν γρήγορα τον γρίφο.

Η στατιστική ανάλυση αποκαλύπτει ότι καμία ομάδα δεν δέχεται τόσα πολλά λέι-απ μέσα από την αδύναμη καρδιά της όσα οι Μπακς και καμία ομάδα δεν προσφέρει τόσα αμαρκάριστα τρίποντα από τις γωνίες.

Αυτό σημαίνει, ότι δεν υπάρχει τεθωρακισμένο σημείο στην άμυνά τους, πέρα από την περιοχή ευθύνης του Γιάννη. Δεν γίνεται όμως ο ένας να μαρκάρει τους πέντε και να γεμίσει μισό γήπεδο με τις χερούκλες του.

Οι Μπακς εισπράττουν κατά μέσο όρο 108,7 πόντους στους πρώτους 10 αγώνες της κανονικής περιόδου. Τις περισσότερες φορές, ένας αντίπαλος ψηλός και ένας σούτινγκ-γκαρντ βρίσκουν τις τρύπες στην άμυνα και γίνονται ήρωες.

Χθες, στο Κλήβελαντ, ο Κέβιν Λαβ πέτυχε 32 πόντους με 14/16 βολές και μάζεψε 18 ριμπάουντ, ενώ ο Τζέι Αρ Σμιθ έβαλε μία εύκολη 20άρα τετραπλασιάζοντας τον μέσο όρο του.

Τις προάλλες, στη Σάρλοτ, ο ρούκι Μάλικ Μονκ έβαλε 25 πόντους και ο Ντουάιτ Χάουαρντ 17. Στο Ντιτρόιτ, ο Έιβερι Μπράντλεϊ 24 και ο Αντρέ Ντράμοντ 23.

Όλα αυτά, μέσα σε μία εβδομάδα. Να προχωρήσω και πιο πίσω ή σας έπεισε το δείγμα γραφής των τελευταίων τριών αγώνων;

Προσπαθώ να πω, ότι οι Μπακς υστερούν αισθητά σε προπονητικό στίγμα. Μπορεί αυτό να γίνεται βάσει σχεδίου, ώστε να μη μπει σε καλούπι ο ασυγκράτητος Γιάννης. Παραείναι σατανικό για να γίνει πιστευτό.

Προφανώς ο Τζέισον Κιντ και οι βοηθοί του κάνουν καλή δουλειά στην ανάπτυξη και προετοιμασία των παικτών και έχουν σημαντικό μερίδιο στην πρόοδο του Γιάννη, του Τζαμπάρι, του Μίντλετον, του Μπρόγκντον, του Μέικερ.

Αλλά η παρέμβασή τους στο παιχνίδι είναι υποτυπώδης. Όταν χρειάστηκε να βάλουν τη σφραγίδα τους στο φινάλε αγώνων που κρίνονταν στον πόντο, έκαναν μία ή περισσότερες τρύπες στο νερό.

Κάποια στιγμή τους πήραν στο ψιλό και οι αντίπαλοι.  «Ξέρουμε ότι έχουν μόνο δύο συστήματα μετά από τάιμ-άουτ, οπότε κλέψαμε εύκολα τη μπάλα», γέλασε ο Ντρέιμοντ Γκριν μετά το περυσινό διπλό των Ουόριορς στο Μιλγουόκι.

Αν οι Μπακς κέρδισαν σκόρπια ματς στην τελευταία φάση, το οφείλουν περισσότερο στην προσωπική κλάση του Γιάννη (όπως πέρυσι στη Νέα Υόρκη και φέτος απέναντι στους Μπλέιζερς) παρά σε οδηγίες του πάγκου.   

Στον επόμενο αγώνα τους, ξημερώματα Σαββάτου με τους Σπερς, οι Μπακς θα λανσάρουν τον νεοφερμένο Έρικ Μπλέντσο, ο οποίος αποκτήθηκε με αντάλλαγμα τον Γκρεγκ Μονρό και ένα μελλοντικό «πικ» από το ντραφτ.

Η εύκολη ανάγνωση βγάζει το Μιλγουόκι ωφελημένο, αφού ο πήχυς του ταλέντου ανεβαίνει ψηλότερα. Είναι όμως ο εξαίρετος Μπλέντσο αυτό που χρειάζονταν οι Μπακς;

Πρόκειται για έναν πόιντ-γκαρντ που θέλει τη μπάλα στα χέρια του και σκοράρει κατά 80% από ντράιβ και προσωπικές ενέργειες.

Δεν είναι από εκείνους που θα την πιάσουν και θα σουτάρουν (όπως π.χ. ο Μίντλετον ή ο Σνελ ή και ο Τελέτοβιτς), οπότε θα χρειαστεί αρκετή εκατέρωθεν προσαρμογή για να κουμπώσει το παιχνίδι του με αυτό του Αντετοκούνμπο.

Ο Μπλέντσο είναι κοντός και δεν διακρίνεται ιδιαίτερα για την αμυντική του προσήλωση. Παράλληλα, στερεί ζωτικό χώρο από τους Μπρόγκντον-Ντελαβεντόβα, χωρίς να έχει το σουτ ή την άμυνα του πρώτου και χωρίς να ξεχωρίζει για τις οργανωτικές ικανότητες όπως ο δεύτερος. 

«Μα, τον πήραν σχεδόν τζάμπα», θα επισημάνει ο αντιρρησίας. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Και δεν αναφέρομαι στο φρακάρισμα του σάλαρι-καπ. 

Ο Μονρό ήταν ο μοναδικός σέντερ των Μπακς που μπορούσε να τελειώσει φάσεις στο λόου-ποστ. Είχε συνεπή παρουσία στο σκοράρισμα και στα ριμπάουντ, ενώ υπήρξε και καθησυχαστική παρουσία στα αποδυτήρια.

Η φυγή του ξεγύμνωσε τη γραμμή των ψηλών, όπου έμειναν πια αβοήθητοι ο αθλητικός αλλά περιορισμένων δυνατοτήτων Χένσον και ο άγουρος λεπτεπίλεπτος Μέικερ, που απειλεί μόνο από το τρίποντο.

Στο πρώτο κιόλας παιχνίδι των Μπακς μετά τη φυγή του Μονρό, ο Αντετοκούνμπο χρειάστηκε να παίξει 15 λεπτά σέντερ. Όταν επιστρέψει ο Τζαμπάρι Πάρκερ, ο Γιάννης μπορεί να μετακινηθεί ακόμα πιο μέσα.

Αλλά τι δουλειά έχει στο «5»  -όπου γίνεται και πιο ευάλωτος στην απειλή των φάουλ- ο καλύτερος πόιντ-φόργουορντ («point-everything» κατά τον Κιντ) που εμφανίστηκε τα τελευταία χρόνια σε γήπεδο μπάσκετ;

Λίγο ακόμα και θα τον στείλουν στις γωνίες για να περιμένει τις πάσες του Μπλέντσο, όπως έγινε το 2015 στην Εθνική Ελλάδας με τον Σπανούλη…

Σημειωτέον, ότι ο περυσινός «ρούκι της χρονιάς» Μπρόγκντον είναι δύο χρόνια μεγαλύτερος από τον Γιάννη (24 έναντι 22), μολονότι ο Έλληνας σταρ παίζει πέντε χρόνια στο ΝΒΑ.

Ο Μπλέντσο βρίσκεται στην 8η σεζόν του και πήγε και έναν χρόνο στο κολέγιο, αλλά ακόμη δεν έχει κλείσει τα 28. Ο Μίντλετον είναι 26, ο Τζαμπάρι Πάρκερ 22, ο Θον Μέικερ μόλις 20.

Εφ’ όσον προστεθεί με κάποιον τρόπο στο κοκτέιλ ένας ικανός παίκτης ρακέτας, έστω προηγούμενης γενιάς, οι Μπακς θα προκαλέσουν τρόμο τα επόμενα χρόνια. Έστω και αν πέσουν λίγο τα εξωγήινα στατιστικά του Γιάννη.

Αρκεί να ενηλικιωθεί και ο Τζέισον Κιντ, μαζί με τους αμούστακους λεβέντες του.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This