Επιλογή Σελίδας

Του Αλέξη Σπυρόπουλου

Ο Σαργκάνης, ο Ιωσηφίδης, ο (Ανθιμος) Καψής, ο Κούης, ο Αρδίζογλου, είμαι έως βέβαιος πως, βλέποντας την Εθνική στο Ζάγκρεμπ, θυμήθηκαν ένα δικό τους ματς, μια φορά κι ένα καιρό στο Σπλιτ. Τουλάχιστον…το θυμήθηκα εγώ! Ηταν σαν να παρελαύνουν ξανά στη σκηνή ο Χαλίλχοτζιτς, ο Βούγιοβιτς, ο Ζάγετς, ο Σέστιτς, ο Σλίβο. Καθεμιά επίθεσή τους, για γκολ. Déjà vu. Τότε, το 1981, 5-1. Τώρα, η μόνη διαφορά, 4-1.

Υπάρχουν και αυτές οι νύχτες, στον υψηλό (πρωτ)αθλητισμό. Καμιά φορά, ναι, έρχονται και συμβαίνουν στις πιο ακατάλληλες στιγμές. Αλλά πάλι, εάν εμπλέκεσαι στο ποδόσφαιρο, το ξέρεις πως οφείλεις να τις αποδέχεσαι. Δίχως να ισοπεδώνεις, τίποτα και κανένα. Η Κροατία είναι καλύτερη, έπαιξε και καλύτερα, η Ελλάδα τους το παραέκανε εύκολο, στα δύο γκολ…άλλα δύο δώρο, τόση γενναιοδωρία ούτε σε πιτσαρία, end of story.

Για την ακρίβεια, η ελληνική ομάδα δεν ήταν υποδεέστερη σε σχέση με την κροατική. Η ελληνική ομάδα ήταν κατά κυριολεξίαν αγνώριστη, σε σχέση με τα δικά της «κατοχυρωμένα» χαρακτηριστικά. Πολύ ανοιχτή στο γήπεδο, πολύ σοφτ στην πίεση της μπάλας που διακινούσαν οι Κροάτες, πολύ διστακτική και ανασφαλής στα μαρκαρίσματα και στις επεμβάσεις, πολύ…χαζή (και καθόλου «ποδοσφαιρική») στα τρεξίματά της.

Ο Σκίμπε έκανε ένα copy paste του πλάνου με το Βέλγιο τον Σεπτέμβριο στον Πειραιά. Απλώς, αντί του Μανωλά έπαιξε ο Παπαδόπουλος. Κι ο σέντερ-φορ, αυτή τη φορά, ήταν ο Μήτρογλου και όχι ο Δώνης. Πολύ καλά. Άλλο ο σχηματισμός, όμως. Και άλλο, οι αποστάσεις των γραμμών και των παικτών. Η ένταση των κινήσεων. Η ίδια, κατ’ ουσίαν, ομάδα έδωσε δύο τόσο διαφορετικά, σε ανταγωνιστικότητα, παιγνίδια.

Μπορεί να παίξεις με τρία εξάρια, και να μη κόβεις ούτε με βαλέ. Μπορεί να παίξεις με δύο αριστερούς μπακ, και να σε κάνει κόσκινο ο Βρσάλικο. Μπορεί να παίξεις με τρεις στόπερ, και να τους ψάχνεις στο γκολ του Κάλινιτς. Το πνεύμα, το spirit που λένε, ήταν εκεί. Η επιθυμία, επίσης ήταν εκεί. Αλίμονο, πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο παίζεται. Δεν ήταν εκεί, η συγκέντρωση. Το μυαλό. Το μυαλό ήταν αλλού.

Στο τέλος της ημέρας, εδώ που τα λέμε, αληθινή έκπληξη θα ήταν να κάνει 4-1 η Ελλάδα, όχι ότι το έκανε η Κροατία. Για κάποιον λόγο αυτοί είναι το τρέχον νούμερο-18 στον κόσμο, κι εμείς το νούμερο-47. Για κάποιον λόγο, μετά την ανεξαρτησία τους στα 90s, πάνε πια καρφί για 10/12 προκρίσεις στις μεγάλες διοργανώσεις. Εχουν χάσει, όλ’ αυτά τα χρόνια, μονάχα το EURO 2000 και το Μουντιάλ 2010.

Για κάποιον λόγο οι χαφ της Κροατίας παίζουν (βασικοί) στην Ιντερ, στη Μπαρσελόνα, στη Ρεάλ και βγάζουν, υπό τη διεύθυνση του απαράμιλλου σολίστ Μόντριτς, ακρίβεια στις πάσες 86% με κατοχή 58%. Εντός δε, το ξέραμε, είναι πάντοτε γρήγοροι (αν τους αντιληφθούμε σαν σπρίντερ) στην «αντίδραση εκκίνησης». Σκοράρουν, την κάθε φορά που θα παίξουν, πρώτοι. Σκόραραν. Και πάντοτε, στην πίεση, θα φάνε φάσεις. Εφαγαν.

Ένα καθαρό έναυσμα, το πόσες φάσεις έφαγαν στην ελάχιστη πίεση, να τους πρεσάρει κανείς ψηλά αντί να τους περιμένει πίσω. Ούτε για μια στιγμή δεν χώνεψα, εμείς στο Μάκσιμιρ γιατί τους περιμέναμε τόσο πίσω. Τέλος πάντων ό,τι έγινε, έγινε και δεν ξεγράφει. Το έναυσμα είναι, πλέον, για τη ρεβάνς την Κυριακή. Το έναυσμα οδηγεί απευθείας στη μοναδική επιλογή της Εθνικής. Να τους πιέσει, στο Καραϊσκάκη, με έντεκα Ζέκα.

Πηγή: Sport DNA

Pin It on Pinterest

Shares
Share This