Επιλογή Σελίδας

Του Νίκου Παπαδογιάννη

Η φράση «Έλληνες της Βοστώνης» δεν είναι για μένα κενή συναισθήματος ούτε εξαντλείται σε φολκλόρ με τσολιαδάκια, παραδοσιακούς χορούς και γραφικές λεξιλογικές μανιέρες τύπου «μπιλοζίρια» και «κάρο».

Για την οικογένειά μας, εάν μου επιτρέπετε το προσωπικό του σημειώματος, «Έλληνες της Βοστώνης» πάει να πει αγώνας επιβίωσης. Και, τελικά, επιβίωση.

Ο υποπτέραρχος Αθανάσιος Παπαδογιάννης ταξίδεψε με τον γιο του στη Βοστώνη τον Απρίλιο του 1991, για μία χειρουργική επέμβαση που ελπίζαμε ότι θα ήταν ρουτίνας. Δεν ήταν. Η περίπτωσή του ήταν δύσκολη και χρειάστηκε συνεργασία πολλών ειδικοτήτων για να αντιμετωπιστεί.

Ο νευροχειρούργος ήταν Αμερικανός, ο ακτινολόγος Ανατολικογερμανός, ο αναισθησιολόγος Κορεάτης. Και οι άνθρωποι που μας φιλοξένησαν στο σπίτι τους, χωρίς να μας έχουν ξαναδεί ποτέ στη ζωή τους, Έλληνες.

Ο κύριος Στάθης. Η κυρία Φούλα. Με το «Κ» κεφαλαίο, παρακαλώ. Πόντιοι της διασποράς. Τα παιδιά τους, ο Γιώργος και ο Κώστας, τον οποίο εξορίσαμε από το δωμάτιό του.

Μετά την πρώτη εβδομάδα, οι δύο φιλοξενούμενοι έγιναν τέσσερις και αργότερα πέντε. Το σπιτικό των Πανιτσίδηδων στο Άρλινγκτον, έγινε ο πιο φιλόξενος ξενώνας της οικουμένης.

Μας πήγαιναν και μας έφερναν στα νοσοκομεία. Προσφέρθηκαν να ξενυχτίσουν στο πλευρό μας. Μοιράζονταν μαζί μας το φαγητό τους. Μας βόλεψαν στα κρεβάτια τους. Μας δάνεισαν τα αυτοκίνητά τους. Μας μετέφραζαν τις ταινίες της τηλεόρασης για να ξεκουράζεται το μυαλό.

Μας ξεσήκωναν τα πρωινά της Κυριακής, να πάμε για ψάρεμα. Μας γνώρισαν τους συγγενείς και τους φίλους. Μας γύρισαν στην πολυπληθή ελληνική παροικία. Μας πήγαν ακόμα και στα μπουζούκια, μια βραδιά που όλα πήγαιναν καλά.

Και όταν κάποιος από την ταλαιπωρημένη οικογένεια έβλεπε λίγο ΝΒΑ για να ξεχαστεί πριν κοιμηθεί, προσγειωνόταν δίπλα του ένα σάντουιτς με φυστικοβούτυρο και μία κρύα Budweiser. Κάθε βράδυ. Με μαθηματική ακρίβεια. Σαν χάδι.

Δυόμισυ μήνες κράτησε αυτό. Και είχε μαρτύριο. Αλλά πήγε καλά. Και πέρασε. Η θετική ενέργεια ήταν το ιδανικό γιατρικό.

Έφυγα λίγο νωρίτερα από τους υπόλοιπους, για να προλάβω τους εορτασμούς για το Ιωβηλαίο του μπάσκετ. «Θέλω να σου δείξω κάτι, αλλά μη με παρεξηγήσεις», μου είπε την παραμονή της αναχώρησης ο πατριάρχης της οικογένειας.

Ο άνθρωπος που μου είχε παραχωρήσει το ησυχαστήριό του και τη γραφομηχανή του ζητούσε να μη τον παρεξηγήσω. Ποιος ξέρει, τι ήθελε να μου δείξει;

Άνοιξε ένα συρτάρι και έβγαλε ένα μπλε τετράδιο, από αυτά που είχαμε κάποτε στο σχολείο. Οι σελίδες του, με καλλιγραφική γραφή, ξεχείλιζαν από τις αναμνήσεις και τις αναζητήσεις ενός ανθρώπου που είχε αφήσει τον τόπο του μικρός για να γίνει μετανάστης σε μία άγνωστη, αφιλόξενη χώρα.

Ποιήματα, πεζά, περιγραφές εθίμων, μία μικρή, μεγάλη Ελλάδα μέσα σε 64 σελίδες. «Μη με παρεξηγήσεις». Απλώς, ντρεπόταν να μου τα δείξει.

Νόμιζε, ο ευλογημένος, ότι θα τον περνούσα για αγράμματο και θα τον κακολογούσα. Που, τα κείμενά του ήταν ωραιότερα από ο,τιδήποτε μπορούσα εγώ να διανοηθώ…

Όταν έφτασε η μέρα του συγκινητικού αποχωρισμού, οι Πανιτσίδηδες έκαναν αυτό που φοβόμουν. Αρνήθηκαν να παραλάβουν τα χρήματα που είχαμε εξαρχής συμφωνήσει για τη φιλοξενία.

Δεν ήθελαν ούτε να τα αγγίξουν. Δεν ήθελαν ούτε να ακούσουν. «Μα, δεν φτάνει πού ψωνίσατε τόσες φορές με δικά σας έξοδα από τη μαρκέτα;»  Χμ, όχι, κυρία Σοφία, δεν φτάνει. «Όταν έρθουμε στην Ελλάδα, να μας κάνετε ένα τραπέζι, τότε». Χμ, όχι κύριε Στάθη, δεν φτάνει.

Ήταν ανένδοτοι. Ανένδοτοι. «Μας αρκεί που περάσατε καλά και φεύγετε όρθιοι». Ε όχι ρε παιδιά, δεν φτάνει.

Τους αφήσαμε κρυφά τα χρήματα σε ένα απόμερο συρτάρι και φροντίσαμε να το κρατήσουμε κρυφό μέχρι να απομακρυνθούμε. Ειδάλλως, θα το έχωναν με τη σειρά τους μέσα στις βαλίτσες μας.

Δύο χρόνια αργότερα, τους συναντήσαμε ξανά στην Αθήνα, όπου τους έφεραν οι άνεμοι καθ’οδόν προς τη γενέτειρά τους, την Κοζάνη. Είχαν κρατήσει ανέπαφο το κομπόδεμα και επέμεναν να μας το επιστρέψουν. Δεν έχω ξανασυναντήσει τέτοια καλοσύνη.

Αρνηθήκαμε, αλλά μέχρι σήμερα φοβάμαι ότι θα ανοίξω το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου και θα βρω μέσα 5.000 δολάρια, μαζί με ένα βάζο φυστικοβούτυρο και ένα σημείωμα που θα γράφει: «Μη μας παρεξηγήσεις».

Μηχανικά, χθες κοίταζα τα πλάνα από τις κερκίδες του TD Garden και αναζητούσα γνώριμα πρόσωπα πάνω από τις γαλανόλευκες σημαίες. Είμαι βέβαιος ότι έχω συναντήσει κάποιους από αυτούς που υποδέχθηκαν τον Γιάννη Αντετοκούνμπο σε αυτή την τόσο ελληνική πόλη της Αμερικής.

Τα χαμόγελά τους μου ήταν τόσο γνώριμα, όσο και η συγκίνηση στα υπερήφανα πρόσωπά τους. Η ανθρώπινη  καλοσύνη δεν χάνεται, αλλά καρπίζει να ανθίζει. 

Οι μετανάστες γνωρίζουν καλά τι σημαίνει μετανάστης και πόσο ψηλά κυματίζει η σημαία όταν την κρατούν ξενιτεμένα χέρια. Άλλοι θα ‘χουν τον τρόπο τους και θα ευδοκιμήσουν και άλλοι ως να πεθάνουνε τη δίψα δεν θα σβήσουν.

Μερικοί θα τη διασκεδάσουν γράφοντας σε μπλε τετράδια. Άλλοι θα την ξεχάσουν μέσα από τα μάτια των παιδιών τους. Και, κάποιοι τυχεροί στην ατυχία τους, θα καρπωθούν τους ανθούς, σαν ένα κάρμα που διαιωνίζεται.   

Ο Στάθης Πανιτσίδης δεν μένει πια εδώ. Ο Θανάσης Παπαδογιάννης δεν μένει πια εδώ. Ο Τσαρλς Αντετοκούνμπο δεν μένει πια εδώ.

Τους είδα, όμως, και τους τρεις τους, χθες στο «Γκάρντεν». Το πρωί της Κυριακής θα πάνε μαζί για ψάρεμα.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This