Επιλογή Σελίδας

Του Δημήτρη Ρούσσου

Oι τρόποι για να συστηθεί ένα παιδί με τη «στρογγυλή θεά» είναι είτε κλωτσώντας την στο σχολείο, στην αλάνα, στο 5Χ5 με τους φίλους του, είτε, συμπληρωματικά πολλές φορές, να χαζέψει στην τηλεόραση μπροστά από ένα γεμάτο γήπεδο, τεχνίτες παικταράδες που την «κολλάνε», σκοράρουν εντυπωσιακά και αποθεώνονται. Αν το θέλει πολύ, προσπαθεί να το γνωριστεί μαζί της βαθύτερα, μέσα σε μια ακαδημία ποδοσφαίρου, με προπονητή, συμπαίκτες και σύστημα. Εφόσον είναι καλός, μεγαλώνοντας βλέπει τι πιθανότητες έχει μια «ζαριά» στην προσπάθειά του να γίνει Μέσι, Ράμος, Φαν Μπάστεν, Μπέκαμ ή Μπάτζιο.

Δεν γίνονται όλοι, ή μάλλον, γίνονται ελάχιστοι. Δεν χρειάζεται όμως να γίνουν τέτοιοι για να το απολαύσουν. Απλά να παίξουν σε μια καλή ομάδα. Ίσως ούτε καν αυτό, απλά να βρεθούν σε ένα οργανωμένο πρωτάθλημα. Να αλλάξουν μερικές ομάδες, να παίξουν σε αξιοπρεπείς ομάδες, να βγάλουν και κάποια καλά λεφτά, παραπάνω σε σχέση με άλλα επαγγέλματα. Κι ούτε καν πολλά παραπάνω.

Στοπ. Κάπου εδώ σταματάνε οι συμβιβασμοί. Είναι η αγάπη για το άθλημα τέτοια, που μπορεί να σε βγάλει σε δρόμους δύσβατους επαγγελματικά, να απαιτήσει θυσίες, αλλά να μπορεί κανείς να τα υποστεί, ώστε να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. Όχι όμως και να τρώει ξύλο, ζητώντας τα δεδουλευμένα του. Ο Μερτσάν Τσαμ είναι ένας 22χρονος ποδοσφαιριστής που υπέστη σωματική βία από τον πρόεδρο της Σανλιουρφασπόρ, της 3ης επαγγελματικής ποδοσφαρικής κατηγορίας της Τουρκίας και το μόνο κοινό που έχει με τον Κριστιάνο Ρονάλντο είναι το σορτσάκι και τα εξάταπα. Τίποτε άλλο.

Γεννήθηκε στην Τραπεζούντα, στις 16 Νοεμβρίου 1995 και η Τραμζονσπόρ αποτέλεσε την πρώτη του ομάδα. Εντάχθηκε στις Ακαδημίες της σε ηλικία 13 ετών, αλλά το καλό δεξί του πόδι και η ικανότητά του να παίζει όλη την πλευρά, από μπακ ως εξτρέμ, δεν ήταν ικανοποιητική για να του χαρίσει πάνω από 4 συμμετοχές σε δυο σεζόν (2014-2016) με τα χρώματά της. Από κει βρέθηκε δανεικός στην ομάδα της Έδεσσας, στα βάθη της Ανατολής, στη Μεσοποταμία. Εκεί ήταν που ξεκίνησαν και τα μαρτύριά του, αυτά που πολλοί ζουν ως «επαγγελματίες» ποδοσφαιριστές, λίγοι ονειρεύονται κι ελάχιστοι έχουν τη δυνατότητα να μαρτυρήσουν και να επικοινωνήσουν στον λαμπερό «πρώτο» κόσμο, που καλύπτουν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης λεπτομερώς ανά τον κόσμο.

Στη Σανλιουρφασπόρ βρήκε χρόνο κι εμπιστοσύνη, παίζοντας σε 12 παιχνίδια στη 1.Lig, δεύτερη τη τάξει κατηγορία στο ποδόσφαιρο της Τουρκίας τη σεζόν 2015/16 και 26 την επόμενη (2016/17). Τότε η ομάδα υποβιβάστηκε και το σκοτάδι περικύκλωσε. Μαζί και τις ανομίες του κάθε τυχάρπαστου μαφιόζου, σαν τον πρόεδρο του συλλόγου, Εμίν Γετίμ.

Πριν από λίγους μήνες, ο -ξανά- βασικός Τσαμ ζήτησε από το κλαμπ να του πληρώσει δεδουλευμένα από την περσινή σεζόν. Η απάντηση που πήρε από τον σύλλογο ήταν κλωτσιές, βρισιές και κακοποίηση, από τα πλέον επίσημα… χείλη. Τον διοικητικό ηγέτη και τους μπράβους του. Συγκεκριμένα, οι ιθύνοντες του συλλόγου, προεξάρχοντος του αφεντικού, τον ξυλοκόπησαν, μετά τη δημόσια δήλωσή του εις βάρος της διοίκησης, την οποία κατηγορούσε για το γεγονός πως δεν του κατέβαλε τα χρωστούμενα. Σύμφωνα με τις καταγγελίες, ο Γετίμ, μαζί με τον οδηγό του και άλλο ένα διοικητικό μέλος του συλλόγου τον κλώτσησαν επανειλημμένα. Μάλιστα, παρών στο συμβάν ήταν ένας ακόμη από τους διοικούντες την Σανλιουρφασπόρ, που δεν επενέβη, αφήνοντας την ένταση να κλιμακωθεί. Ο Γετίμ αρνήθηκε τις κατηγορίες, όπως αναμενόταν.

Εκτός της FIFPro, ο τουρκικός σύνδεσμος αμειβομένων ποδοσφαιριστών κατήγγειλε το επεισόδιο και στην πειθαρχική επιτροπή της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας. «Η επίθεση αποτελεί κηλίδα στο τουρκικό ποδόσφαιρο», υποστήριξε ο επικεφαλής νομικός εκπρόσωπος, Μεχμέτ Γκοκτούρκ Ασιάν. «Οι υπεύθυνοι πρέπει να λογοδοτήσουν στη δικαιοσύνη».

Το περιστατικό αρκούσε από μόνο του για να ανοίξει το Κουτί της Πανδώρας. Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει συλλέξει η FIFPro από καταγγελίες, μαρτυρίες και άλλες πηγές πληροφόρησης, το 77% των παικτών που αγωνίζονται στη γειτονική χώρα πληρώνεται με καθυστέρηση, ενώ το 1/3 έχει δεχθεί παρενόχληση παντός είδους, λεκτική, σωματική, θεσμική, από οπαδούς, διοικούντες ομάδων ή από άλλους παίκτες, καθιστώντας τη χώρα εργασιακό κάτεργο κι εγκαθιστώντας έναν επαγγελματικό μεσαίωνα στις συνθήκες διεξαγωγής του αθλήματος.

«Στα οικονομικά στοιχεία των τουρκικών συλλόγων επικρατεί χάος», αναφέρεται στην έρευνα. «Οι πρόεδροι των συλλόγων φέρνουν στις ομάδες τους φημισμένους κι ακριβούς παίκτες, με λάμψη και υπέρογκες απολαβές, όμως δεν πληρώνουν τους υπόλοιπους παίκτες. Χρησιμοποιούν μάλιστα ένα κόλπο, να τιμωρούν τους παίκτες, στους οποίους χρωστούν χρήματα, εφευρίσκοντας πειθαρχικά παραπτώματα, λίγο πριν την εκπνοή του συμβολαίου τους».

Από τον κανόνα συνήθως διαφέρει η ελίτ των τουρκικών συλλόγων, που αγωνίζονται στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις της UEFA, που αποτελεί «μπαμπούλα» σε τέτοια ζητήματα και δεν αφήνει περιθώρια κακομεταχείρισης αθλητών, καθυστερήσεις στις πληρωμές και τεχνάσματα εις βάρος των επαγγελματιών. Το Financial Fair Play έχει αποκαταστήσει την τάξη στους μεγάλους συλλόγους, όπως η Γαλατάσαράι, η Φενέρμπαχτσε και η Μπεσίκτας, που προσπαθούν να προστατεύσουν, όχι πάντα πετυχημένα, τη δημόσια εικόνα τους. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως έτσι θα βελτιωθεί η δραματική κατάσταση που επικρατεί στην υπόλοιπη χώρα, με τις αρχές του αθλήματος να μοιάζουν ανίκανες προς το παρόν να βάλουν τους κανόνες και τις ομάδες να μετέρχονται ντροπιαστικών μεθόδων, επιβάλλοντας το νόμο του ισχυρού απέναντι σε ποδοσφαιριστές που δεν έχουν ούτε τη φήμη, ούτε τα χρήματα και την αναγνώριση των εκλεκτών συναδέλφων τους, τόσο στην Τουρκία, όσο και σε άλλες χώρες.

Φυσικά, ο Τσαμ δεν είναι ο μόνος που υφίσταται βία, στην προσπάθειά του να παίξει μπάλα.  Ούτε η Τουρκία είναι η μόνη χώρα στην οποία συμβαίνουν αυτά. Είναι εντυπωσιακό όμως, πόσα λίγα πράγματα θα βρει κανείς στο διαδίκτυο, ψάχνοντας περαιτέρω την υπόθεση. Η φωνή του μοιάζει καταδικασμένη να ακούγεται σε χαμηλή ένταση. Ο ίδιος μάλλον θα πρέπει να αισθάνεται τυχερός που υπάρχουν όργανα με εμβέλεια, όπως η FIFPro, για να επικοινωνήσουν κατάλληλα και επαρκώς το αίτημά του για αξιοπρέπεια. Το αν θα εισακουσθεί βέβαια, είναι παραπάνω από αμφίβολο, όταν σε χαμηλού επιπέδου κατηγορίας υπάρχουν εγκληματίες που λυμαίνονται το χώρο με όπλο τον τρόμο και την ισχύ, όντας αδίστακτοι έως και να ανοίγουν κεφάλια. Όσο ζει κανείς όμως, αγωνίζεται κι ελπίζει.

ΥΓ. Το «Dark Side of the Moon» είναι ο εμβληματικός δίσκος των Pink Floyd, ένα μουσικό αριστούργημα που πραγματεύεται τον πιεστικό τρόπο ζωής που μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην τρέλα, τον καταναλωτισμό, τον αυξημένο ρυθμό ζωής και μετακίνησης, την παρακμή των γηραιών ανθρώπων και τον θάνατο, την απανθρωπιά της κοινωνίας και τις πολεμικές συγκρούσεις. Εκεί που δεν φωτίζεται το φεγγάρι είναι που κυριαρχεί η δυστυχία, που καμιά τηλεοπτική εικόνα δεν (μπορεί να) μεταφέρει. Μια εικόνα που, αν έβλεπαν πολλοί σαν τον Τσαμ, και τη λάμβαναν υπόψιν τους ως εναλλακτική, ίσως είχαν διαφορετική άποψη για το αγαπημένο τους, πανέμορφο άθλημα και επανεξέταζαν τα όνειρά τους. Δεν θα ήταν απαραίτητα η σωστή επιλογή, αλλά την ύπαρξη πόσων Τσαμ γνωρίζουμε σήμερα άραγε;

Πηγή: Gazzetta – Four Four Two

Pin It on Pinterest

Shares
Share This