Επιλογή Σελίδας

Του Βασίλη Σκουντή

Οι Κινέζοι λένε πως μια εικόνα αξίζει όσο χίλίες λέξεις, μα για τον Ορέστη Αγγελίδη η αξία μιας από δαύτες υπήρξε ανεκτίμητη…

Τον Οκτώβριο του 2016, όταν ο παλαίμαχος διεθνής παίκτης, πρωταθλητής Ευρώπης με την Εθνική το 1987 και νυν τεχνικός διευθυντής του ΠΑΟΚ, Νίκος Σταυρόπουλος βρισκόταν στη φάση ολοκλήρωσης του βιβλίου «Οι πρωταγωνιστές: 90 χρόνια καλαθοσφαίρισης», που είναι αφιερωμένο στο χρονικό της ομάδας, έμαθε ότι ο πρώην προπονητής του είχε στο αρχείο του μια ανέκδοτη φωτογραφία από την κατάκτηση του τίτλου το 1959…

Τηλεφώνησε στον Ορέστη, που όμως φάνηκε πολύ επιφυλακτικός για να την παραχωρήσει. «Δεν τη βγάζω από εκεί που την έχω» έλεγε και ξανάλεγε, κινώντας την περιέργεια του «Magic»..

Το μυστήριο λύθηκε όταν ο άλλοτε συμπαίκτης και συνεργάτης του στην έκδοση, ο Θανάσης Κουμαντσιώτης πήγε επί τούτου στο σπίτι του Αγγελίδη στην Περαία και τι να δει; Τη φωτογραφία της πεντάδας του ΠΑΟΚ, ο Ορέστης την είχε σε μια ακριβή κορνίζα, πάνω στο κομοδίνο του.

«Μ’ αυτή κοιμάμαι κάθε βράδυ και μ’ αυτή ξυπνάω. Την κρατώ ως κειμήλιο εδώ και 57 χρόνια και ευτυχώς που η συχωρεμένη η γυναίκα μου, η Μαρία, την έβαλε σε κορνίζα. Τόσα χρόνια δεν τσαλακώθηκε, δεν λερώθηκε και δεν χάθηκε, γι αυτό δεν θέλω να τη δώσω. Άντε όμως Θανασάκη, μιας και ήρθες, πάρ’ την, κάντε μια αντιγραφή και αύριο να μου την επιστρέψεις» έδωσε το παράγγελμα του ο Αγγελίδης και όντως ο Κουμαντσιώτης την πέρασε από επεξεργασία, τη σκάναρε και πρωί πρωί την επόμενη μέρα την επέστρεψε στον δικαιούχο.

Στις 22 Δεκεμβρίου του 2016, ημέρα Πέμπτη, που ο ΠΑΟΚ παρουσίασε το ιστορικό λεύκωμα σε μια λαμπρή εκδήλωση στο «Μακεδονία Παλλάς», ο Ορέστης ήταν απών. Τα χρόνια και τα προβλήματα υγείας βάραιναν πια πάνω του και δέκα τέσσερις μήνες αργότερα, χθες το πρωί έφυγε από τη ζωή στα 87 του…

Τον «Τζο», όπως ήταν το παρατσούκλι του, τον γνώρισα από τις πρώτες μέρες μου στη δημοσιογραφία –σε μια προπόνηση της Εθνικής Εφήβων, εάν θυμάμαι καλά- και τον αγάπησα. Δεθήκαμε ακόμη περισσότερο λόγω της στενής φιλίας μου με τον γιο του Μιχάλη, ο οποίος έπαιξε στον ΠΑΟΚ, στον Ιωνικό Νικαίας και στον Απόλλωνα Πατρών και εδώ και είκοσι πέντε χρόνια ζει στο Σικάγο όπου εργάζεται ως προπονητής σε ομάδες λυκείων.

Οι παλιοί που τον θυμούνται στα νιάτα του, λένε πως ο συχωρεμένος ήταν πολύ καλός ως παίκτης και ως προπονητής, αλλά υπήρξε ακόμη καλύτερος ως διαιτητής! Έπιασε τη σφυρίχτρα στα τελευταία χρόνια της αγωνιστικής καριέρας του, αξιολογήθηκε για να λάβει το χρίσμα του διεθνούς, αλλά εντέλει προτίμησε την προπονητική και ακύρωσε τη συμμετοχή του στο stage της Βιέννης.

Ο Ορέστης, «ο Ορέστης απ’ την Προύσα», όπως αυτοπροσδιοριζόταν, υπήρξε εμβληματική φιγούρα στην ιστορία του ΠΑΟΚ και συνέδεσε το όνομα του με την κατάκτηση του τίτλου στο πανελλήνιο πρωτάθλημα της σεζόν 1958-59, φορώντας το Νο 8 που αργότερα το κληρονόμησε ο γιος του.

Η τελική φάση εκείνου του πρωταθλήματος διεξήχθη στο ανοικτό γήπεδο της ΧΑΝΘ και συνέπεσε με τις παραστάσεις του (μεταφρασμένου από τον Μάριο Πλωρίτη) έργου «Καλοκαίρι και καταχνιά» του Τενεσί Ουίλιαμς, που ανέβαζε ο Κάρολος Κουν στο ανοικτό θέατρο των Μακεδονικών

Σπουδών. Το αποτέλεσμα; Ο αείμνηστος σκηνοθέτης έγινε έξω φρενών και σιχτίριζε διαρκώς επειδή οι φωνές των φιλάθλων και ειδικότερα οι θριαμβευτικές ιαχές των ΠΑΟΚτσήδων στη λήξη του πρωταθλήματος έφταναν μέχρι τη σκηνή και έκαναν τους ηθοποιούς να χάνουν τα λόγια τους!

Τουτέστιν σε αυτό το ιδιότυπο ντέρμπι ο Οικονόμου, ο Αγγελίδης, ο Δαπόντε, ο Αστεριάδης, ο Στάλιος, ο Κόκκος, ο Κωνσταντινίδης και οι υπόλοιπους παίκτες του ΠΑΟΚ με προπονητή τον Ηράκλειο Κλάγκα νίκησαν τη Ζαβιτσιάνου, τον Μπιρμπίλη, τη Σώκου, την Κωνσταντάρου, τον Χρηστίδη τον Λαζάνη, τον Κωνσταντίνου, τον Κωνσταντόπουλο και τα υπόλοιπα μέλη του θιάσου του θεάτρου Τέχνης με σκηνοθέτη τον Κουν…

Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο τότε δεκαπεντάχρονος Ορέστης περιδιάβαινε στη ΧΑΝΘ και εντέλει γράφτηκε στον ΠΑΟΚ, όπου αγωνίσθηκε από το 1948 έως το 1963. Τι σόι παίκτης ήταν; Κοντός, όπως οι περισσότεροι εκείνη την εποχή, αλλά γρήγορος και αεικίνητος, σκέτη σβούρα. Και επίσης εξαιρετικός μπασιματάκιας, σκυλί στην άμυνα, παθιασμένος στο παιχνίδι του…

Όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση ο Αγγελίδης αφοσιώθηκε στην προπονητική και πέρασε από τους πάγκους του ΠΑΟΚ (στα τέλη της δεκαετίας του ’60, στα μέσα της δεκαετίας του ’70 και μάλιστα αφιλοκερδώς και τη σεζόν 1986-87), του Ηρακλή, του Αετού Θεσσαλονίκης, του Αρίωνα Θεσσαλονίκης, του Δημόκριτου και της Νίκης Βόλου.

Η φιγούρα του αξεπέραστη. Συχνά με τα χέρια στην τσέπη και πάντοτε με το τσιγάρο στο χέρι. Aσσο άφιλτρο κάπνιζε σε όλη του τη ζωή, όπως ο Βασίλης Τσιτσάνης!

Μια εποχή που το γήπεδο του Αετού δεν είχε ηλεκτροδοτηθεί, καλούσε τους παίκτες για προπόνηση είτε στις έξι το πρωί, προτού πάνε στις δουλειές ή στο σχολείο, είτε στις δέκα το βράδυ όταν ήταν αναμμένα τα φώτα του δρόμου!

Είχε μάτι στο scouting ο Ορέστης και ήταν τόσο επίμονος που αποκλείεται να του ξέφευγε παίκτης, με πρώτο και καλύτερο τον Παναγιώτη Φασούλα, τον οποίο είδε μια μέρα στη στάση ενός λεωφορείου το 1980 και τον πήγε σούμπιτο στον ΠΑΟΚ!

Από τις 8 Απριλίου του 1971 (Ελλάδα- Λουξεμβούργο 77-69) έως τις 25 Νοεμβρίου του 1990 (Ελλάδα-Γιουγκοσλαβία 75-99) ο Αγγελίδης βρισκόταν στον προμαχώνα όλων μα όλων των εθνικών ομάδων, τις οποίες κοούτσαρε συνολικά σε 141 αγώνες, με ρεκόρ 71 νίκες και 70 ήττες, χώρια τα 46 ματς με την ιδιότητα του assistant coach (18-28).

Μεταξύ άλλων ο Ορέστης κάθισε στον πάγκο της Εθνικής ανδρών σε 10 αγώνες ως πρώτος προπονητής (5-5) και 29 ως συνεργάτης του Κώστα Πολίτη, στο πλευρό του οποίου βρέθηκε στο Εurobasket του 1983 και στο Mundobasket του 1986.

Για να καταστεί σαφές το εύρος των παικτών που πέρασαν από τα χέρια του, αξίζει να αναφέρω τις συνθέσεις της πρώτης και της τελευταίας Εθνικής ομάδας, που κοούτσαρε…

Στις 8 Απριλίου του 1971 στο Μανχάιμ είχε τους Χάρη Παπαγεωργίου, Τάσο Σπάρταλη, Σωτήρη Σακελλαρίου, Χάρη Παπάζογλου, Ζαφείρη Γκίνη, Μιχάλη Σπηλιώτη, Θόδωρο Μπολάτογλου, Αρη Κομνηνάκη, Γιάννη Λυκουσά και Κώστα Ρέτσο και στις 25 Νοεμβρίου του 1990 στα Σκόπια τους Αγγελο Κορωνιό, Θύμιο Μπακατσιά, Αργύρη Παπαπέτρου, Γιάννη Παπαγιάννη, Χρήστο Κουντουράκη, Νίκο Φάσουρα, Κώστα Πεππέ, Νίκο Τόλλια, Λευτέρη Κακιούση, Αντώνη Σταμάτη, Κώστα Μωραίτη και Χρήστο Τσέκο.

Μετά την αποστρατεία του από τους πάγκους ο Αγγελίδης ανέλαβε επικεφαλής του αναπτυξιακού προγράμματος της ΕΟΚ και συνέχισε το παιδομάζωμα και την ανίχνευση ταλέντων. Σε ένα από αυτά τα ταξίδια, στις 4 Μαίου του 1996 στη Σύρο, όπου διεξαγόταν η τελική φάση του πρωταθλήματος των Ενώσεων, υπέστη καρδιακό επεισόδιο και υποβλήθηκε σε εγχείριση στον Ευαγγελισμό, αλλά και πάλι δεν το ‘βαλε κάτω και συνέχισε να αλωνίζει την Ελλάδα.

Ο Ορέστης ήταν άλλοτε γκρινιάρης και άλλοτε πλακατζής, ενίοτε και γκαφατζής, όπως συμβαίνει με κάθε προπονητή, που μπορεί να θολώνει μέσα στην πίεση ενός αγώνα..

Το γράφω αυτό διότι είναι παροιμιώδης ο διάλογος που διημείφθη μεταξύ του «Τζό» και του νυν προπονητή του Κοροίβου, Ντίνου Καλαμπάκου σε ένα ματς της Εθνικής Εφήβων το 1984…

Σε ένα τάιμ άουτ ο Αγγελίδης ήθελε να αλλάξει την άμυνα αλλά μπερδεύτηκε με τη διάταξη και είπε «θα γυρίσουμε σε ζώνη 2-3-1», οπότε γύρισε ο Ντίνος και του είπε: «Εγώ λέω κόουτς ότι είναι καλύτερα να παίξουμε ένα 4-4-2 που το ‘χουμε πιο εύκολο από το ποδόσφαιρο»!

Η το άλλο πάλι: Σε έναν αγώνα με τους Γιουγκοσλάβους ο Δημήτρης Δημακόπουλος επιχείρησε μπάσιμο, ωστόσο στο πρώτο κιόλας βήμα ένας αντίπαλος έκλεψαν την μπάλα, έφυγε στον αιφνιδιασμό και κάρφωσε. Ο Δημακόπουλος δεν γύρισε στην άμυνα, αλλά σε μια εκπληκτική σκηνή, συνέχισε το λέι απ χωρίς την μπάλα (!) με αποτέλεσμα ο Ορέστης να γίνει πυρ και μανία!

«Τι έκανες ρε;» του είπε με τη χαρακτηριστική φωνή του και ο γίγας ο Δημακόπουλος τον ξέρανε με την απάντηση του…

«Κόουτς ήταν ωραία η προσπάθεια, κρίμα να την αφήσω στη μέση»!

Ο Αγγελίδης δεν ήξερε αγγλικά, αλλά δεν ήταν και πολλοί που τα κατείχαν εκείνη την εποχή; Σε ένα ταξίδι ήθελε να παραγγείλει αυγά τηγανητά, αλλά αυτός μιλούσε μόνο ελληνικά και το γκαρσόνι δεν καταλάβαινε. Τότε λοιπόν ο Ορέστης κουλούριασε τα δάχτυλα του, τα έβαλε σαν γυαλιά μπροστά στα μάτια του και είπε στον σερβιτόρο σε μια αδιευκρίνιστη γλώσσα εσπεράντο και με πανηγυρικό ύφος…

«Λοιπόν, two αυγά μάτια από… κοκοκό»!

Όπως κάθε προπονητής ομοίως και ο συχωρεμένος είχε τα κλισέ του, ένα μάλιστα το χρησιμοποιούσε κατά κόρον, όταν ήθελε να μαλώσει για ένα λάθος κάποιον παίκτη του ο οποίος είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του ή διεκδικούσε πιο πρωταγωνιστικό ρόλο…

«Εμ, τα μεταξωτά βρακιά κύριε, θέλουν και επιδέξιους κώλους»!

· ΥΓ: Καλοστραθιά, που λέμε και στην Κρήτη, αγαπημένε μου Ορέστη. Καλό Παράδεισο να ‘χεις…

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This