Επιλογή Σελίδας

Του Δημήτρη Ρούσσου

Αύγουστος 1996. Φιλικό προετοιμασίας μεταξύ της Μπενφίκα και της Φιορεντίνα στη Λισαβόνα. Παντελώς αδιάφορο στον μέσο ποδοσφαιρόφιλο, μετά από τόσα χρόνια δε, για τη συντριπτική πλειοψηφία των φιλάθλων. Είναι κάτι όμως που καθιστά το γεγονός αξιομνημόνευτο. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ο Ρούι Κόστα έπαιζε ως φιλοξενούμενος στο Ντα Λουζ.

Εκεί ανδρώθηκε ποδοσφαιρικά ο Ρούι Μανουέλ Σέζαρ Κόστα, όπως είναι το πλήρες όνομά του και τα κόκκινα των «αετών» πρωτοχρωμάτισαν την καριέρα του, κιόλας από την ηλικία των πέντε χρονών. Η Μπενφίκα ήταν η ζωή του έκτοτε, εκεί τον οδήγησε το ταλέντο και η «δίψα» του να παίξει μπάλα. Από την Αμαδόρα, όπου γεννήθηκε βρέθηκε στη Λισαβόνα και εντάχθηκε στις ακαδημίες της ομάδας, καθ’ υπόδειξη του Εουσέμπιο. Αυτός τον εντόπίσε και τον έβαλε να δουλέψει στις υποδομές των Λουζιτανών.

Ως Πορτογάλος, από μικρός δεν «κόλλησε» μόνο στο ποδόσφαιρο, αλλά και στο φούτσαλ. Μαθαίνοντας να χειρίζεται τη μπάλα στο δάπεδο, σε κλειστό χώρο και με περιορισμένες κινήσεις, ο Ρούι Κόστα έμαθε από μικρός τα «κόλπα» της μπάλας. Όπως και ο Μέσι, ο Ροναλντίνιο, ο Κουτίνιο, ο Ρονάλντο, αλλά και ο Κριστιάνο, που έχουν παραδεχθεί την επιρροή του φούτσαλ στην τεχνική τους, έτσι και το νέο «αστέρι» της Μπενφίκα άρχισε να «λάμπει». 10άρι, εξτρέμ, δεύτερος φορ, 6άρι, ο «μικρός» μπορούσε να παίζει και να διακρίνεται παντού κι αυτό θα έκανε και στη συνέχεια!

ΔΑΝΕΙΚΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑ… ΜΑΕΣΤΡΟΣ

Το 1990, έχοντας κλείσει τα 18, μετακομίζει με τη μορφή δανεισμού στη Φάφε, για να δείξει τι… ψάρια πιάνει. Με 6 γκολ σε 38 αγώνες, επιστρέφει δριμύτερος και με τα πρώτα του «γαλόνια» στη μεγάλη οικογένεια της Μπενφίκα. Μαζί με τον Βιέιρα Πίντο συνθέτουν ένα ικανότατο δίδυμο στον άξονα των «αετών», που κατέκτησαν ένα Κύπελλο Πορτογαλίας (1993), μέχρι να βρουν «ουρανό».

Αυτό συνέβη τη σεζόν 1993/94, όταν πια ο Ρούι Κόστα είχε αναλάβει τη μπαγκέτα του «μαέστρου». Με 10 γκολ σε 47 παιχνίδια, οδήγησε τη Μπενφίκα στην κορυφή του πορτογαλικού πρωταθλήματος, μετά από διακοπή τριών σεζόν. Η «μηχανή» φαινόταν να ζεσταίνεται, όμως, όπως φαίνεται, το μέλλον του ήταν μακριά από τον σύλλογο με τον οποίο είχε ταυτιστεί.

Η ΦΙΟΡΕΝΤΙΝΑ «ΞΗΛΩΘΗΚΕ» ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΡΤΙΣΤΑ

Οι «βιόλα» είδαν στο πρόσωπό του το δικό τους 10αρι κι έβγαλαν από τα ταμεία τους περίπου 1.2 δις εσκούδος (περίπου 6 εκατ. ευρώ στην ισοτιμία), για να τον φέρουν στη Φλωρεντία. Ο Ρούι Κόστα αποχώρησε θέλοντας και μη, αφού τα οικονομικά προβλήματα της Μπενφίκα δεν της επέτρεπαν να αγνοήσει μια τόσο σημαντική πρόταση. Κι ας έκαναν έκτοτε να ξαναπάρουν πρωτάθλημα 11 χρόνια…

Για τον ίδιο πάντως, η δόξα ήταν όλη μπροστά! Αν οι «αετοί» της Λισαβόνας ήταν το «σπίτι» του, η Φιορεντίνα έγινε ο σύλλογος με τον οποίο ταυτίστηκε σε απόλυτο βαθμό, κάνοντας τους οπαδούς της να τον ερωτευτούν. Από το 1994 ως το 2001 έπαιξε με τα χρώματά της 216 φορές, σημείωσε 38 γκολ, αλλά κυρίως έγινε το σημείο αναφοράς της. Σε ένα πρωτάθλημα με αντιπάλους τον Ντελ Πιέρο, τον Ζιντάν, τον Μπάτζιο, τον Βερόν, σε έναν κόσμο γεμάτο υπέροχους μέσους, όπως το calcio της εποχής, ήταν εκείνος που αναδείχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους μέσους του πρωταθλήματος, ενώ πανηγύρισε και την κατάκτηση δυο Κυπέλλων Ιταλίας (1996 & 2001) κι ενός Σούπερ Καπ (1996).

«ΜΑΓΕΙΑ» ΜΕ ΜΠΑΤΙΣΤΟΥΤΑ

Στη Φλωρεντία βρήκε τον Batigol και ο «κοιμώμενος γίγαντας» έμοιαζε έτοιμος να ξυπνήσει. Το πρωτάθλημα ήταν γεμάτο παιχταράδες, αλλά η Φιορεντίνα καμάρωνε για τον Μπατιστούτα και τον Κόστα, που ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να της συμβεί, ένα επιθετικό φαινόμενο, που έκανε τις καλύτερες ντρίμπλες σε ένα πρωτάθλημα γεμάτο τέτοιες.

Οι δυο τους συνεργάζονταν υποδειγματικά, τηλεπαθητικά, συνθέτοντας το απόλυτο ταίριασμα ανάμεσα στο «9» και το «10». Στο παραδοσιακά αμυντικογενές και συντηρητικό Campionato, μια ομάδα που δεν αμυνόταν ιδιαίτερα καλά και βάσιζε την επιτυχία της στην επίθεση, αποτελούσε μια νέα «Αναγέννηση», με τη Φλωρεντία ξανά στο επίκεντρο.

Μπορεί να μη σάρωσαν τους τίτλους, αλλά το θέαμα που προσέφεραν στους θαμώνες του Αρτέμιο Φράνκι περίσσευε. Άλλωστε, συνολικά, τον Ρούι Κόστα ως ποδοσφαιριστή οι περισσότεροι δεν τον θυμούνται για όσα πέτυχε, αλλά για το στυλ με το οποίο τα κατάφερε, όπως γράφει ο Εντ Νόρβαλ στο thesefootballtimes. Μπορεί να έμοιαζε πως, μαζί με τον Μπατιστούτα, δεν προσπαθούσαν ιδιαίτερα στον αγωνιστικό χώρο, κάτι που οι Ιταλοί αποκαλούν sprezzatura, δηλαδή να καταφέρνεις κάτι και να φαίνεται πως δεν καταβάλλεις ιδιαίτερο κόπο. Ο Ρούι Κόστα όμως στο στυλ ήταν σαν το… διαβατήριό του να έκανε λάθος και να τον ανέγραφε ως Πορτογάλο, ενώ ήταν βέρος Ιταλιάνος. Ο «αέρας» του, οι πάσες και η κυριαρχία του στο κέντρο του γηπέδου αποτελούσε την έμπνευση για όλους τους πιτσιρικάδες που τότε παρακολουθούσαν μανιωδώς το ιταλικό ποδόσφαιρο, από τις εξέδρες ή στην τηλεόραση και μετά έβγαιναν στις αλάνες για να μιμηθούν τους ήρωές τους.

ΞΑΝΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ

Για άλλη μια φορά, το 2001, έπρεπε να σώσει μια ομάδα από την οικονομική κατάρρευση! Με δυσθεώρητα χρέη να την πνίγουν και την καταστροφή προ των πυλών, η ομάδα της Φλωρεντίας αποφάσισε να παραχωρήσει τον Ρούι Κόστα και τον Φραντσέσκο Τόλντο στην Πάρμα, που της έδινε 140 δις λιρέτες, δηλαδή περίπου 70 εκατ. ευρώ και για τους δυο! Αμφότεροι αρνήθηκαν κι έτσι η Φιορεντίνα έψαξε άλλο τρόπο για να πετύχει τον στόχο της. Πούλησε τον Ιταλό πορτιέρε στην Ίντερ (26.5 εκατ.) και τον maestro στη Μίλαν (43 εκατ.), συγκεντρώνοντας το ίδιο ποσό.

Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η αντίστοιχη μετακόμιση του Φατίχ Τερίμ, που έκανε επίσης το δρομολόγιο Φλωρεντία-Μιλάνο εκείνο το καλοκαίρι και ήθελε στην ομάδα του εκείνον που είχε μάθει να εμπιστεύεται και δίνοντας για εκείνον τα περισσότερα χρήματα που είχαν δώσει ποτέ για μεταγραφή οι «ροσονέρι» ως τότε! Στη νέα του ομάδα θα έβρισκε τον Ιντζάγκι, που θα έπαιρνε τη «θέση» του Μπατιστούτα κι αντίστοιχα για τον Ιταλό θα «αντικαθιστούσε» στο γήπεδο τον Ζιντάν, με τον οποίο συνεργαζόταν ως τότε στη «Μεγάλη Κυρία».

Στο Σαν Σίρο κατέκτησε τα πάντα, αφού βρήκε την άμυνα του Μαλντίνι, του Νέστα και του Κοστακούρτα για να φυλάσσει τις «Θερμοπύλες» στα μετόπισθεν. Ένα πρωτάθλημα Ιταλίας (2004), που εμφανώς του έλειπε ως τότε, ένα Champions League, στον «ιταλικό» τελικό του Ολντ Τράφορντ με τη Γιουβέντους (2003), ένα Κύπελλο Ιταλίας (2003), ένα Σούπερ Καπ (2004), ένα Σούπερ Καπ Ευρώπης (2003). Εξάλλου, κέρδισε και την αναγνώριση όλης της Ιταλίας, στην οποία έζησε τα καλύτερα ποδοσφαιρικά του χρόνια για μια δεκαετία και πλέον!

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ «ΣΠΙΤΙ»

Η ανάδειξη του Κακά, που έκανε πάταγο στα μέσα των 00’s, αλλά και τα ποδοσφαιρικά γεράματα, που του χτύπαγαν εμφανώς την πόρτα στα 34, τον έφεραν σε ρόλο κομπάρσου στη Μίλαν. Η λήξη του συμβολαίου του το 2006 οδήγησε, σχεδόν αναπόφευκτα, στην πρόταση της Μπενφίκα να τον επαναπατρίσει, με το… αζημίωτο βεβαίως! Η ετήσια αμοιβή του με 4.6 εκατ. ετησίως ήρθε για να συμπληρώσει το «όνειρο» της επιστροφής, αν και πια, ποδοσφαιρικά-επιχειρηματικά, η κίνηση δεν είχε λογική για τον σύλλογο.

Το 2007 μπήκε στο χειρουργείο για να αποκαταστήσει ζημιά στο γόνατο, όμως επέστρεψε, για να αποχωρήσει από τα γήπεδα όρθιος, κάτι που δεν είναι σύνηθες και κοινό για όλους. Στο τέλος της σεζόν 2007/08, έχοντας συμπληρώσει 45 συμμετοχές και σκοράροντας 10 φορές, γνωρίζει την αποθέωση στο Ντα Λουζ, απέναντι στη Σετούμπαλ, όταν αντικαθίσταται στο 86’ και βάζει τίτλους τέλους στην τεράστια καριέρα του!

Στο τέλος της καριέρας του, έγινε αθλητικός διευθυντής των Λουζιτανών, με τον τότε προπονητή του συλλόγου, Ζόρζε Ζεζούς, να λέει χαρακτηριστικά πως «το μέλλον της Μπενφίκα περνάει από τον Ρούι Κόστα ή από κανέναν». Το κοστούμι πάντως δεν φαίνεται να του πηγαίνει και τόσο, αφού η προηγούμενη εικόνα του ήταν τόσο ωραία. Έπαιζε σαν παλιομοδίτικα, θυμίζοντας πόσο ωραίο άθλημα είναι το ποδόσφαιρο χωρίς σκοπιμότητες. Φαινόταν να μη χωράει σε κανένα σύστημα, σαν να ήταν απλά ικανός να παίρνει τη μπάλα και να κάνει τα δικά του. Δεν έγινε ο καλύτερος, αλλά δεν έμοιαζε και με κανέναν άλλον. Γι’ αυτό και τον θυμούνται όλοι ακόμα.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This