Επιλογή Σελίδας

Του Βασίλη Σαμπράκου

Προ ημερών βρέθηκα να προσπαθώ να εξηγώ σε έναν Αγγλο αθλητικό δημοσιογράφο τα “πώς” και τα “γιατί” σχετικά με την κατάσταση που εξελίσσεται στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ανάμεσα στα άλλα, ο Αγγλος προσπαθούσε να καταλάβει πώς και γιατί μπλέκει τόσο πολύ στις ποδοσφαιρικές υποθέσεις ο υφυπουργός Αθλητισμού. Η, φυσιολογική για τους αναλυτές ποδοσφαίρου όλων των πολιτισμένων κρατών, απορία του ήταν διπλή: πώς γίνεται να μην λύνει μόνο του το ποδόσφαιρο αυτά τα προβλήματα και να αφήνει έναν υπουργό να το επιχειρεί; Και πώς γίνεται να το ανέχονται αυτό η FIFA και η UEFA, που έχουν χτίσει το οικοδόμημά τους πάνω στη βάση του αυτοδιοίκητου;

Ολα αυτά που συμβαίνουν στο ελληνικό ποδόσφαιρο στη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων δημιουργούν ένα ιστορικό δεδομένο, αυτό της σύμπνοιας και της σύμπλευσης των διεθνών συνομοσπονδιών με μια κυβέρνηση. Παρ’ όλο που η κάθε μια εκ των πλευρών έχει δική της ατζέντα, υπάρχει μια παραδοχή για να τους ενώνει: το γεγονός ότι δεν μπορούν να έχουν απολύτως καμία εμπιστοσύνη στον κόσμο που διοικεί το ελληνικό ποδόσφαιρο. Κι ενώ λοιπόν αυτό το ιστορικό νέο δημιουργεί μια συνθήκη που είναι παραπάνω από ευνοϊκή για ριζικές αλλαγές, ο υφυπουργός Αθλητισμού δεν την εκμεταλλεύεται. Ισως επειδή δεν έχει αντιληφθεί το μέγεθος του πλεονεκτήματος που έχει στα χέρια του.

Υπό κανονικές συνθήκες, με την FIFA και την UEFA να έχουν εκτεθεί τόσο όσο σήμερα σε σχέση με την αποδοκιμασία που έχουν εκδηλώσει για τη στάση της διοίκησης του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο Υφυπουργός θα έπρεπε να στέκεται μακριά από όλο αυτό που συμβαίνει και να ζητεί με τον δημόσιο και ιδιωτικό λόγο του από τη διοίκηση του ελληνικού ποδοσφαίρου να πράξει τα αυτονόητα, να σοβαρευτεί και από τις διεθνείς συνομοσπονδίες να πράξουν το αυτονόητο, δηλαδή να απαιτήσουν αλλαγές που θα εγγυώνται την εξομάλυνση και προοπτικά την αναβάθμιση του ελληνικού ποδοσφαίρου. Κι ενώ θεωρητικά το πρόβλημα δεν είναι δικό του, ο Βασιλειάδης επέλεξε όχι απλώς να το κάνει δικό του αλλά και να μπει πολύ μέσα σε αυτό, να λειτουργήσει ως υπουργός ποδοσφαίρου.

Ακόμη και αν το πράττει επειδή από τη μια δεν θέλει το GREXIT και από την άλλη δεν έχει εμπιστοσύνη στους Ελληνες που διοικούν το ποδόσφαιρο ότι θα το αλλάξουν και θα το φτιάξουν, είχε μια προφανή επιλογή: να θέσει το πρόβλημα σε όλες του τις διαστάσεις στην ελληνόφωνη διοίκηση της UEFA, δηλαδή στον γενικό γραμματέα Θόδωρο Θεοδωρίδη και να τον βάλει απέναντι στην ιστορική ευθύνη του: ξέρεις τι φταίει στο ελληνικό ποδόσφαιρο, έχεις τη δύναμη να επιβάλεις αλλαγές, καν’ το, αλλιώς πάρε εσύ προσωπικά την ευθύνη του GREXIT. Αν ο Θεοδωρίδης το αρνιόταν, ο Βασιλειάδης θα είχε λειτουργήσει ως υπηρέτης του εθνικού συμφέροντος. Δεν θα ήταν δικό του πρόβλημα το GREXIT. Την ευθύνη για το GREXIT θα την έπαιρνε αυτός που επέβαλε αρχικώς μια προσωρινή Επιτροπή Εξομάλυνσης και εν συνεχεία μια Επιτροπή Παρακολούθησης, δηλαδή η UEFA, και μαζί της η FIFA. Και όλα αυτά θα τα άκουγαν με πολύ ενδιαφέρον τα ξένα media αν ο Βασιλειάδης αποφάσιζε να τα κουβεντιάσει σε μια συνέντευξη Τύπου.

Αντί αυτής της στρατηγικής, ο Βασιλειάδης επέλεξε αυτή της πλήρους εμπλοκής στις ανοικτές υποθέσεις του ποδοσφαίρου. Περνάει τον καιρό του σε διαδοχικές συναντήσεις με την ΕΠΟ και την Superleague, συναντά τους ιδιοκτήτες των ΠΑΕ ή τους εκπροσώπους τους, προτείνει αλλαγές στον τρόπο διεξαγωγής του πρωταθλήματος, μπαίνει στην κουβέντα των τηλεοπτικών συμβολαίων, συζητά για αλλαγές στους κανονισμούς. Συνειδητά ή όχι, ο Βασιλειάδης βγάζει την UEFA, δηλαδή τον Θεοδωρίδη, από την δύσκολη θέση. Κι αν αύριο το ποδόσφαιρο αποβληθεί από τις διεθνείς διοργανώσεις θα έχει βρεθεί εκείνος μέσα στο κάδρο των ευθυνών, και η UEFA θα είναι και πάλι απ’ έξω.

Με τη στάση των τελευταίων ημερών η FIFA προσπαθεί να επικοινωνήσει τόσο προς την Ελλάδα όσο και προς τον υπόλοιπο κόσμο το μήνυμα ότι σοβαρολογεί με την απειλή της για GREXIT. Μια σειρά από ενδείξεις και γεγονότα οδηγούν στην εκτίμηση ότι η δημοσιοποίηση της “GREXIT” επιστολής του Χέρμπερτ Χούμπελ την Πέμπτη ήταν μια κίνηση διπλωματίας και όχι η αρχή της διαδικασίας για την αποβολή του ελληνικού ποδοσφαίρου. Οπως και αν έχει όμως, με τους χειρισμούς που κάνει στη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων η κυβέρνηση χάνει την ευκαιρία να πάρει το πάνω χέρι στην υπόθεση και να δημιουργήσει συνθήκες αλλαγής στο ποδόσφαιρο. Παίρνει επάνω της μια ευθύνη που δεν της αναλογεί, με το να σχεδιάζει νέες κατηγορίες πρωταθλημάτων και να κουβεντιάζει για τα έσοδα ανωνύμων εταιρειών, και απαλλάσσει την FIFA από την ευθύνη να ολοκληρώσει την αποστολή που ανέλαβε τον Οκτώβριο του 2016, δηλαδή πριν από ενάμιση χρόνο, όταν, και αφού είχαν προηγηθεί περίπου 7 μήνες στενής επιτήρησης της ΕΠΟ, αποφάσισε να επέμβει στην Ελληνική Ομοσπονδία και να ορίσει δική της διοίκηση. Αντί να απαιτεί από το ποδόσφαιρο να βρει λύση στα προβλήματα, η κυβέρνηση μπαίνει στο πρόβλημα, και μάλιστα δίχως τη γνώση και την εμπειρία που απαιτούνται για να εκπονήσει κάποιος ένα σχέδιο που θα έχει ρεαλιστική προοπτική ανασυγκρότησης του ποδοσφαίρου.

Ουδείς μπορεί να προβλέψει το τέλος αυτής της διαδικασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη. Προς το παρόν όμως η τακτική της κυβέρνησης έχει μεγάλο ρίσκο και, για την ώρα, δεν φανερώνει αποτελεσματική στρατηγική για την αλλαγή στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Παίρνει πάνω της την ευθύνη χειρισμών χωρίς καμία βεβαιότητα για το αποτέλεσμα αυτών. Κι αν αύριο, δηλαδή τον Μάιο, έρθει GREXIT, η κυβέρνηση θα έχει μέρος της ευθύνης, διότι έχει κινηθεί υπερβατικά και έχει χειριστεί το πρόβλημα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από αυτόν που της αναλογεί. Θα έχει μέρος ευθύνης σε μια κατάληξη που θα είναι απολύτως καταστροφική για το ελληνικό ποδόσφαιρο, όπως και για την οικονομία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Και θα πληρώσει το κόστος, είτε το λογαριάζει είτε όχι, όπως είπε σήμερα ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This