Επιλογή Σελίδας

Του Νίκου Παπαδογιάννη

To πρώτο final-4 της σύγχρονης εποχής έγινε σε μία αποθήκη του εκθεσιακού κέντρου της Γάνδης. Άδειασαν τα ζαρζαβατικά, έστησαν κερκίδες και το βάφτισαν γήπεδο. Όταν κλείνω τα μάτια και ταξιδεύω στον χρόνο, μου έρχεται μέχρι σήμερα η μυρωδιά από τα μπρόκολα.

Εδώ, στο καλοκαιρινό και φιλόξενο Βελιγράδι, 30 χρόνια μετά, δεν μυρίζει τίποτε άλλο εκτός από μπάσκετ. Ακόμα και ο σπιτονοικοκύρης μου λέγεται Μπάνε Τόμιτς: όχι μόνο Τόμιτς, αλλά και Μπάνε!

Η πείρα μου έχει διδάξει να μην ξανοίγομαι πολύ σε μπασκετικές συζητήσεις με Σέρβους διότι ξέρουν πολλά και θυμούνται ακόμη περισσότερα.

«Επειδή ακριβώς είμαστε αδέλφια και προσκυνάμε τον ίδιο θεό, δεν περιμέναμε από εσάς να μας γιουχάρετε και να φωνάζετε Λιέτουβα τη στιγμή της απονομής», παραπονέθηκε ο ταξιτζής που μe μετέφερε στο γήπεδο, όπως ακριβώς είχε παραπονεθεί ένας συνάδελφός του το 2005.

Έχει και ηχώ, βλέπω, το Βελιγράδι.

Κοίταξα με τρόπο το ονοματεπώνυμό του, στην επαγγελματική του ταυτότητα: «Μπόσκο Βουγιόσεβιτς». Τον επόμενο θα τον λένε Κιτσάνοβιτς.

Η αρένα λέγεται πλέον «Σταρκ». Πιο πριν, τη φώναζαν «Κομμπάνκ». Για όσους ζήσαμε από κοντά την εποποιία του 2005, θα είναι για πάντα η Μπεογκράντσκα. Η δική μας Μπεογκράντσκα.

Μόλις πάτησα τον αγωνιστικό χώρο, έτρεξα για να επαναλάβω την ιεροτελεστία που τήρησα ευλαβικά στις 2 ή 3 προηγούμενες επισκέψεις μου.

Εντόπισα το σημείο από όπου άλλαξαν προς το καλύτερο οι ζωές μας, σε εκείνο τον ημιτελικό, βεβαιώθηκα ότι οι περισσότεροι κοίταζαν αλλού, έσκυψα και φίλησα το παρκέ.

Όσοι με είδαν ασφαλώς με πέρασαν για παλαβό. Μόνο ο Κώστας Σλούκας κατάλαβε. Τότε ήταν 15 ετών έφηβος και ετοιμαζόταν να ξεκινήσει τη συλλογή μεταλλίων με τις μικρές Εθνικές ομάδες.

Δεκατρία χρόνια αργότερα, μετράει 5+1+2 παρουσίες σε final-4 και τρεις ευρωπαϊκούς τίτλους. Πολλοί θα ισχυριστούν ότι είναι, στα 28 του, ο καλύτερος Έλληνας γκαρντ.

Αυτόν, πάντως, επέλεξαν οι διοργανωτές για την επίσημη αφίσα του Final-4. Tώρα που φλυαρώ γραπτώς μπροστά στον υπολογιστή μου, τον βλέπω μπροστά μου να μορφάζει από πάθος, καθώς εφορμά με τη μπάλα στα χέρια. Φοράει πλέον κίτρινα και μαύρα.

Η αποχώρησή του από τον Ολυμπιακό ήταν η μεγαλύτερη νίλα που έπαθαν οι Αγγελόπουλοι από τότε που ανέλαβαν τα ηνία της ομάδας. Τρία χρόνια τώρα, ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς δεν έχει σταματήσει να γελάει.

Το ριφιφί εκείνου του καλοκαιριού, όταν ο Σλούκας πατούσε με το ένα πόδι στην από δω ακτή του Αιγαίου και με το άλλο στην απέναντι, ήταν αντάξιο των κορυφαίων κατορθωμάτων της καριέρας του «Ζοτς».

Τον θυμάμαι, στη Γάνδη, παίκτη, τον Ομπράντοβιτς. Παίκτη του Ντούσκο Βουγιόσεβιτς, ο οποίος είναι δύο χρόνια μικρότερος, αλλά ανέλαβε τα ηνία της Παρτίζαν στα 27 του. Οι Σέρβοι έχουν ταλέντο στο να εντοπίζουν το ταλέντο.

Τον θυμάμαι και στο Προολυμπιακό τουρνουά της ίδιας χρονιάς τον Ομπράντοβιτς, όταν είχε τεχνικό καθοδηγητή τον Ντούσαν Ίβκοβιτς.

Ο παίκτης Ομπράντοβιτς στεκόταν πάντοτε δίπλα στον «Ντούντα», στα τάιμ-άουτ. Ουδείς άκουγε τις οδηγίες τόσο προσεκτικά, όσο ο μετέπειτα φίλος, κουμπάρος, μαθητής, και διάδοχος του Ίβκοβιτς.

Ήμουν παρών το ’88 στη Γάνδη, το ’89 στο Μόναχο, το ’90 στη Σαραγόσα: στα τρία χαμένα final-4 του Άρη, όπου, ωστόσο, η προσμονή του ταξιδιού ανατίναζε τον βυθό του μυαλού.

Τον πρώτο τίτλο του προπονητή Ομπράντοβιτς, το 1992 στην Πόλη, τον παρακολούθησα από την τηλεόραση, με μάτια γουρλωμένα διάπλατα από την έκπληξη.

Το 1994 και 1995, πια, όταν ταξίδεψα ξανά σε ξένο τρόπο για να καλύψω final-4, o «Ζοτς» ήταν κυρίαρχος του παιχνιδιού και κρατούσε την τράπουλα στα χέρια του.

Οι παντογνώστες Έλληνες τον φώναζαν «Γκαστόνε», αλλά οι συμπατριώτες του τον φώναζαν «μεγαλοφυία». Φέτος, επιδιώκει να κερδίσει αυτό που στην πόλη της καρδιάς του ονομάζουν: «La decima». Το δέκατο.

Ουδείς τολμάει να ποντάρει έστω μισό δηνάριο σε βάρος του και ουδείς ξεχνάει ότι οι υπόλοιποι προπονητές του φετινού final-4 είναι δικοί του ακόλουθοι και ζηλωτές. Για Γκαστόνε, μια χαρά τα έχει καταφέρει.

Η πιο ζωηρή εξωγηπεδική μου ανάμνηση από το Εurobasket του 2005 ήταν ο «μυστικός δείπνος» που πετύχαμε τυχαία, τη νύχτα του τελικού, στο εστιατόριο Que Pasa ιδιοκτησίας του Σάσα Τζόρτζεβιτς, κοντά στη Σκαντάρλια.

Σε ένα στενόχωρο σεπαρέ του μαγαζιού, συζητούσαν χαμηλόφωνα για το μέλλον μετά την παταγώδη αποτυχία της οικοδέσποινας Εθνικής Σερβίας, οι 10-12 απόστολοι του σερβικού μπάσκετ: Ντίβατς, Πάσπαλι, Ομπράντοβιτς, Τομάσεβιτς, Τζόρτζεβιτς, Ντανίλοβιτς, νομίζω και ο Ίβκοβιτς.

Τους πλησιάσαμε για καλησπέρες, μας γέμισαν με ελαφρώς ζηλόφθονα συγχαρίκια και συνέχισαν τη σύσκεψη κορυφής, μέχρι την ώρα που φύγαμε και ίσως αρκετά αργότερα.

«Να δεις που σε δύο χρόνια αυτοί θα είναι ξανά πρωταθλητές Ευρώπης», αποφάνθηκε η πλειοψηφία στο μεθυσμένο από ευτυχία ελληνικό τραπέζι.

Το 2007, η Σερβία δεν έφτασε ούτε στον β’ γύρο του Eurobasket (αποκλεισμένη από Ελλάδα και Ισραήλ στη Γρανάδα), αλλά κέρδισε τρία σερί χρυσά μετάλλια στις μικρότερες ηλικίες. Δύο χρόνια αργότερα, κέρδισε ασημένιο στους Άνδρες, με 3η τη δική μας Εθνική.

Και όσο εμείς βράζαμε στο ζουμί μας και ψάχναμε να βρούμε παίκτες ή προπονητή για την πάλαι ποτε «επίσημη αγαπημένη», οι Σέρβοι πανηγύριζαν από το Ολυμπιακό βάθρο του Ρίο ντε Ζανέιρο.

Με προπονητή τον Τζόρτζεβιτς του Que Pasa και πρόεδρο της Ομοσπονδίας τον Πρέντραγκ Ντανίλοβιτς.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This