Επιλογή Σελίδας

Επιμέλεια, Γιάννης Κουλουμπός

Ο “φάκελος” του Τάιλερ Χάνεϊκατ έκλεισε -και τυπικά- την περασμένη Πέμπτη (19/7), με το πόρισμα της ιατροδικαστικής έκθεσης να δείχνει αυτοκτονία. Οι χειρότεροι φόβοι επιβεβαιώθηκαν, με τον Αμερικανό forward να γράφει τον τραγικό επίλογο και το αίμα του να κυλάει, σχηματίζοντας τον κόκκινο κύκλο του μπάσκετ, όπου το τέλος συναντάει την αρχή.

HALL OF… DEATH

Στον δεκάλογο των εντολών της Παλαιάς Διαθήκης, που υπαγορεύτηκαν στο όρος Σινά από τον Θεό προς τον Μωυσή, περιεχόταν και η εξής: “Ου φονεύσεις”. Την εντολή αυτή παρέβησαν οι πρωταγωνιστές των παρακάτω ιστοριών… πορτοκαλί απόχρωσης, οι οποίοι εισήλθαν στο κλειστό κλαμπ των “καταραμένων” παικτών, που επέλεξαν τη λύση της αυτοκτονίας, σκοτώνοντας τον ίδιο τους τον εαυτό.

Το Sport24.gr καταγράφει την πεντάδα παικτών από τον χώρο του μπάσκετ, που άφησαν τα εγκόσμια με δική τους θέληση.

Ricky Berry (6 Οκτωβρίου 1964 – 14 Αυγούστου 1989)

Where… suicide happens. Πρώτος (και καλύτερος) της λίστας, ο Ricky Berry. Ένα αυθεντικό ταλέντο που θα άφηνε εποχή. Μια καριέρα που έμεινε στη μέση. Στα κολεγιακά του χρόνια θεωρήθηκε -εκκολαπτόμενος- σταρ. Ενδεικτικό της φήμης του, το γεγονός ότι η φανέλα του με το Νο34 είναι μία από τις τρεις που έχει αποσύρει το πανεπιστήμιο του San Jose.

Ο coach του San Jose State Spartans, Bill Berry, φοβόταν τους κραδασμούς εάν η σχέση πατέρα – γιου, μεταλλασσόταν σε σχέση προπονητή – παίκτη, όμως ο Ricky το 1984 παίρνει την απόφαση να σμίξουν κάτω από την ίδια μπασκετική στέγη. Υπό τις οδηγίες του πατέρα του, ο νεαρός guard/forward θα… άνθισε και θα μετατρέπονταν σε “μπομπέρ” ολκής με… σπεσιαλιτέ τις τρίποντες “ρουκέτες”.

Το 1988 το ΝΒΑ ανοίξει τις πύλες του για να τον υποδεχθεί, αποτελώντας επιλογή των Sacramento Kings, στο Νο18 του draft. Στη rookie του σεζόν με τη φανέλα των “Βασιλιάδων” άφησε πολλές υποσχέσεις, καθώς αναδείχθηκε σε δεινό σουτέρ με… οσκαρικά ποσοστά ευστοχίας, αφού μέτρησε 45% στα δίποντα, 40.6% πίσω από το τόξο των τριών πόντων, ενώ είχε 78.% από τη γραμμή της… φιλανθρωπίας. Στην παρθενική του χρονιά στο ΝΒΑ είχε απολογισμό 64 εμφανίσεις, με 11.0 πόντους, 3.1 ριμπάουντ και 1.3 ασίστ κατά μέσο όρο, ενώ στις 9 Φεβρουαρίου 1989 και στο παιχνίδι εναντίον των Golden State Warriors σημείωσε career high με 34 πόντους.

Το όνειρο της συμμετοχής στον μαγικό κόσμο του ΝΒΑ γρήγορα θα εξελισσόταν σε εφιάλτη για τον Αμερικανό all around άσο, ο οποίος μπορεί να ήταν πολυμήχανος εντός των τεσσάρων γραμμών, βρίσκοντας πολλαπλούς τρόπους να “συνδεθεί” με το αντίπαλο καλάθι, όμως αποτύγχανε παταγωδώς να «σκοράρει» εκτός court, αφού ο γάμος του με την εκλεκτή της καρδιάς του, Valerie, πήγαινε από το κακό στο χειρότερο.

Ο rising star της ομάδας από την California πάλευε να ξορκίσει τους προσωπικούς του δαίμονες. Στις 14 Αυγούστου 1989, μερικές εβδομάδες πριν σβήσει 25 κεράκια, στρέφει την κάννη του όπλου προς το μέρος του και πιέζει τη σκανδάλη, μετά από έναν καβγά που είχε με την επί 15 μήνες σύζυγό του. Το άψυχο σώμα του εντοπίζεται στο Fair Oaks της California, όπου διέμενε. Δίπλα του υπήρχε ένα σημείωμα αυτοκτονίας, στο οποίο έγραφε πως η γυναίκα του δεν τον αγάπησε ποτέ και το μόνο που ήθελε ήταν να τον εκμεταλλευτεί.

Όπως είχε πει και ο Γάλλος συγγραφέας και πολιτικός, Andre Malraux: “Το να πεθάνεις είναι παθητικότητα, το να αυτοκτονείς είναι ενεργητικότητα”, με τον Ricky Berry να διαλέγει το δεύτερο, αφαιρώντας την ίδια του τη ζωή.

Bill Robinzine (20 Ιανουαρίου 1953 – 16 Σεπτεμβρίου 1982)

I… hate this game. Στη “λίστα του θανάτου” περιέχεται ο Bill Robinzine. Το κοντέρ των επιδόσεών του κατέγραψε επτά χρόνια, τέσσερις ομάδες και 529 παιχνίδια, ενώ ήταν “διψήφιος” σε μέσο όρο πόντων (10.5). Σήμα-κατατεθέν του τα ριμπάουντ, καθώς συνέλεξε συνολικά 3.209 «σκουπίδια» (6.1). Παράλληλα, θεωρούνταν ένας από τους καλύτερους αμυντικούς παίκτες της λίγκας. “Αχίλλειος πτέρνα” το τρίποντο, αφού είχε ποσοστό καριέρας 25% από την γραμμή των 7.25μ. Όλα τα παραπάνω, φιλοτεχνούν το ψηφιδωτό του Αμερικανού power forward.

Το 1975 έγινε draft (Νο10) από τους Kansas City Kings (σ.σ.: νυν Sacramento Kings). Στους «Βασιλιάδες» από το Missouri θα “ρίζωνε” για μια πενταετία, βρίσκοντας το… λιμάνι του. Highlight, στις 13 Νοεμβρίου 1979, όταν έπεφτε «θύμα» του center των Sixers, Darryl Dawkins, με τον “Chocolate Thunder” να… κατεδαφίζει την μπασκέτα, διαλύοντας ολοκληρωτικά το ταμπλό. Μάλιστα, το κάρφωμα πήρε την ονομασία “Robinzine Cryin’” εξαιτίας της επικής αντίδρασης του άσου των Kings, ο οποίος υποδέχθηκε (στωικά) τα θρύψαλα του ταμπλό στο πρόσωπο, σε μία φάση που τον έκανε διάσημο.

Ο -γεννημένος στο Chicago- αριστερόχειρας forward πέρασε για ένα… φεγγάρι από τους Cleveland Cavaliers (1980), ενώ στη συνέχεια η μπασκετική του πυξίδα του τον κατεύθυνε στο Texas. Έπειτα από μία «λειψή» σεζόν ως “ρεζέρβα” στη front line των Dallas Mavericks (1980-81), βρίσκει μπασκετικό “καταφύγιο” στους Utah Jazz. Στην πόλη που αποκαλείται και “σταυροδρόμι της Δύσης”, θα βίωνε τον δικό του… λαβύρινθο, καταλήγοντας σε αδιέξοδο. Η off – season κυλούσε, όμως το (πολυπόθητο) συμβόλαιο δεν ερχόταν για τον Robinzine, ο οποίος παρέμενε καθηλωμένος στο… ταμείο ανεργίας.

“Το σημαντικό δεν είναι ποιος αρχίζει το παιχνίδι, αλλά ποιος το τελειώνει”, αναφέρει στο μπασκετικό του δόγμα ο coach, John Wooden, με τον 29χρονο free agent να υπογράφει στις 16 Σεπτεμβρίου 1982 το… game over, καθώς αυτοκτονεί στο αυτοκίνητό του, εισπνέοντας μονοξείδιο του άνθρακα.

Melvin Turpin (28 Δεκεμβρίου 1960 – 8 Ιουλίου 2010)

This is why we (don’t) play… Αυτούς που πρόκειται να καταστρέψουν οι θεοί, τους αποκαλούν πρώτα “πολλά υποσχόμενους”, λένε, με την περίπτωση του Melvin Turpin να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα (προς αποφυγή).

Υπήρξε επιφανές μέλος της εξαιρετικής φουρνιάς παικτών της τάξης του 1984, που ανέδειξε στον… αφρό της μπασκετικής επιφάνειας «ιερά τέρατα» του αθλήματος, όπως οι “αέρινος” Michael Jordan, Hakeem “The Dream” Olajuwon, “Sir” Charles Barkley, καθώς και ο “Mr. Assist” John Stockton.

Τα πρώτα δείγματα γραφής του Turpin στο πανεπιστήμιο του Kentucky ήταν εξαιρετικά, με τον Αμερικανό center να “σκαρφαλώνει” στο Νο6 του draft ως επιλογή των Washington Bullets (σ.σ.: σημερινούς Wizards).

Ο δρόμος στην ομάδα της αμερικανικής πρωτεύουσας, όμως, δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα, αλλά με αγκάθια, καθώς οι “σφαίρες” αποφασίζουν να μην τον κρατήσουν στο roster, με τον “θηριώδη” ψηλό (2.11 cm, 108 kg) να παίρνει… φύλλο πορείας για το Ohio και τους Cleveland Cavaliers. Έπειτα από τρεις σεζόν στους “Cavs”, ο big man από το Lexington μετακομίζει στους Utah Jazz.

Τα παραπανίσια κιλά που “κουβαλούσε”, του έδωσαν το προσωνύμιο “The Mealman”. Δεν θα… μακροημέρευε στο Salt Lake City, ωστόσο, στη σύντομη θητεία του στους “Μορμόνους” θα προλάβαινε να (συμ)πρωταγωνιστήσει σε ένα περιστατικό που θα έμενε ανεξίτηλα χαραγμένο στις μνήμες των φίλων της “πορτοκαλί θεάς”.

Στις 12 Δεκεμβρίου 1987 οι Chicago Bulls του Michael Jordan δοκιμάζονταν στην έδρα των Utah Jazz. Οι “ταύροι” διατηρούσαν “εύθραυστο” προβάδισμα (47-42) στην δεύτερη περίοδο, όταν ο “Air” αποφάσιζει να ποστάρει τον -κατά πολύ κοντύτερό του- John Stockton, τελειώνοντας τη φάση με θεαματικό κάρφωμα. Την στιγμή που ο “MJ” επέστρεφε στο άλλο μισό του γηπέδου για να αμυνθεί, ένας θεατής φέρεται να τον προκάλεσε: “Διάλεξε κάποιον στο μέγεθός σου”. Στην επόμενη κατεβασιά, η “αυτού εξοχότης” ελευθερώθηκε από τα μαρκαρίσματα και έκανε… poster τον Turpin, καρφώνοντας στα μούτρα του, ενώ -παράλληλα- έδωσε “πληρωμένη” απάντηση στο (κακόβουλο) σχόλιο του φίλου της Utah: “Ήταν αρκετά μεγάλος;“.

Ο αποκαλούμενος και ως “Dinner Bell Mel” διέσχισε την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού για να παίξει μπάσκετ στην Ιβηρική χερσόνησο, για λογαριασμό της ισπανικής CAI Zaragoza. Το πέρασμά του από την ομάδα της Αραγονίας αποδείχθηκε σύντομο, αφού μόλις έναν μετά, θα εγκατέλειπε τη “Γηραιά Ήπειρο” και θα έπαιρνε το μονοπάτι του γυρισμού στα πάτρια εδάφη, για χάρη της ομάδας που τον είχε επιλέξει στην αρχή της καριέρας του, τους Washington Bullets.

Αυτό θα ήταν και το τελευταίο συμβόλαιο που υπέγραφε, καθώς ο “πύργος” από το Lexington του Kentucky θα κατέρρεε σαν τραπουλόχαρτο, με τα προβλήματα βάρους να αποδεικνύονται ανυπέρβλητα, “εκτοπίζοντάς” τον στο μπασκετικό… περιθώριο. Το 1990, σε ηλικία 30 ετών, ρίχνει την αυλαία των παραστάσεών του, ύστερα από μόλις έξι σεζόν επαγγελματικής πορείας, μετρώντας συνολικά 361 αγώνες, 8.0 πόντους και 5.0 ριμπάουντ κατά μέσο όρο.

Αποφασίζει να γυρίσει κεφάλαιο και στα μέσα των 00’s βγάζει τα προς το ζην με την ιδιότητα του σεκιούριτι, ενώ ταυτόχρονα παλεύει με το “τέρας” της κατάθλιψης, που του είχε χτυπήσει την πόρτα.

“Αυτοκτονία δεν είναι να θέλεις να πεθάνεις. Είναι να θέλεις να εξαφανιστείς”, έλεγε ο Georges Perros, με την περίφημη ρήση του Γάλλου συγγραφέα να ηχεί σαν αντίλαλος στο απονενοημένο διάβημα του Turpin. Λίγο πριν το κατώφλι των 50 χρόνων, συνειδητοποιεί ότι χρειάζεται περισσότερο κουράγιο να ζεις από το να πεθάνεις, επιλέγοντας τη λύση της αυτοχειρίας. Στις 8 Ιουλίου 2010 αυτοπυροβολείται με καραμπίνα στο σπίτι του στο Lexington. 

Phil Hankinson (26 Ιουλίου 1951 – 19 Νοεμβρίου 1996)

Too old for… basketball, too young to die. Η καριέρα του Phil Hankinson στο καλύτερο πρωτάθλημα του πλανήτη ήταν σύντομη, αφού διήρκησε μόλις δύο χρόνια, όμως αρκούσε για να κατακτήσει το δαχτυλίδι του πρωταθλητή (1974) με τους Boston Celtics, οι οποίοι τον είχαν επιλέξει έναν χρόνο νωρίτερα στον δεύτερο γύρο του draft (Νο35).

Το 1975 ο small forward από την Georgia θα αναγκαζόταν να “κρεμάσει” τα παπούτσια του σε ηλικία 24 ετών, ρίχνοντας τίτλους τέλους, “προδομένος” από το γόνατό του. 

Πρόλαβε να καταγράψει 3.9 πόντους και 1.8 ριμπάουντ ανά αγώνα με τους “Κέλτες”, ενώ η πορεία του στο ΝΒΑ έμοιαζε με “κομήτη”. Η (πρόωρη) απόσυρση από τα παρκέ τον στιγμάτισε μια για πάντα. Τίποτε δεν θα ήταν το ίδιο. Κάτι μέσα του είχε σπάσει. Δεν ζούσε πια, απλά επιβίωνε. Στις 19 Νοεμβρίου 1996 το άψυχο κορμί του εντοπίζεται στο αμάξι του, με την τελευταία πράξη του δράματος να παίζεται στο Kentucky.

“Τα τέρατα είναι πραγματικά, όπως και τα φαντάσματα, επίσης. Ζουν μέσα μας. Και κάποιες φορές νικούν”, έγραφε ο Αμερικανός συγγραφέας τρόμου, Stephen King. Οι σπόροι της αυτοκαταστροφής φύτρωσαν ρίζες απελπισίας εντός του, βλασταίνοντας… κατάθλιψη, με τον Hankinson να τινάζει τα μυαλά του στον αέρα, σε ηλικία 45 ετών. Οι δαίμονες, τελικά, είχαν νικήσει…

Baskerville Holmes (5 Μαΐου 1964 – 18 Μαρτίου 1997)

Last but not least, ο Baskerville Holmes. Το (ασυνήθιστο) όνομά του εμπνεύστηκε η μητέρα του και προέρχεται από το αστυνομικό μυθιστόρημα “The Hound of the Baskervilles” του Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, με ήρωα τον ντετέκτιβ Σέρλοκ Χολμς. Πρόκειται για μία ιστορία απόπειρας δολοφονίας που προέρχεται από τον θρύλο ενός διαβολικού κυνηγόσκυλου, το οποίο διέθετε υπερφυσικές δυνάμεις και έβγαζε φλόγες από το στόμα. Μάλιστα, η νουβέλα του Σκωτσέζου συγγραφέα -σύμφωνα με μία θεωρία… συνομωσίας- ήταν μία από τις αγαπημένες του Αδόλφου Χίτλερ. 

Αν και σε νεαρή ηλικία γοητεύτηκε από το άλμα εις ύψος, το μπάσκετ ήταν εκείνο που θα τον κέρδιζε μετέπειτα. Οι εμφανίσεις του στο κολλέγιο με τους Tigers του Μέμφις δεν πέρασαν απαρατήρητες από τους Milwaukee Bucks, με την ομάδα του Ουισκόνσιν να τον επιλέγει στον τρίτο γύρο του draft (Νο68). Ο Αμερικανός power forward από το Tennessee, ωστόσο, δεν έμελλε να φορέσει ποτέ τη φανέλα των “ελαφιών”, καθώς το όνειρο της συμμετοχής στον μαγικό κόσμο του ΝΒΑ θα παρέμενε… όνειρο, με τις οδικές σημάνσεις προς την μπασκετική «Εδέμ» να αγνοούνται.

Ο Holmes έκανε το υπερατλαντικό ταξίδι ώστε να παίξει επαγγελματικά σε Φινλανδία, Ισπανία και Σουηδία, προτού επιστρέψει στη γενέτειρά του, το Μέμφις, για να γίνει οδηγός φορτηγού.

“Φλέρταρε” με τις ναρκωτικές ουσίες και την κατάθλιψη, που τον “στοίχειωναν” για χρόνια. Το θανατηφόρο αυτό “κοκτέιλ” ήταν η αιτία που όπλισε το χέρι του στις 18 Μαρτίου 1997, όταν έπειτα από καβγά με την επί μια εξαετία σύντροφό του, πάτησε την σκανδάλη και την πυροβόλησε θανάσιμα. Λίγες ώρες αργότερα, αποφάσιζε να δώσει τέλος στη ζωή του, «φυτεύοντας» μία σφαίρα στον κρόταφο. Ήταν μόλις 32 ετών.

Το τραγούδι με τίτλο “Suicide is painless” από τους Manic Street Preachers παίζει στο ραδιόφωνο και μία σκέψη κατακλύζει το νου. Ίσως ο αυτόχειρας να είναι ταυτόχρονα δειλός και γενναίος, αφού δεν έχει το θάρρος να παλέψει με τον χρόνο, αλλά δεν φοβάται την αιωνιότητα…

Πηγή: Sport 24

Pin It on Pinterest

Shares
Share This