Επιλογή Σελίδας

Επιμέλεια, Γιάννης Κουλουμπός

Αποτελεί ζωντανό θρύλο του ΝΒΑ και κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας των Golden State Warriors, καθώς υπηρέτησε τους «πολεμιστές» σχεδόν μια ολόκληρη μπασκετική ζωή, ωστόσο ανήκει στο κλειστό γκρουπ των μπασκετικών αστέρων, που δεν κατόρθωσαν ποτέ να φορέσουν το (πολυπόθητο) δαχτυλίδι του πρωταθλητή.

CHR1S MULL7N

Το “φαινόμενο” από το Brooklyn φημιζόταν για το “γλυκό” του σουτ. Με αριστερό χέρι… αλφάδι, θεωρούνταν χαρισματικός σουτέρ από μέση και μακρινή απόσταση, ενώ διακρινόταν για τον υψηλό του δείκτη μπασκετικού IQ. Το… κοντέρ του κατέγραψε 986 αγώνες, 17.911 πόντους, 4.034 ριμπάουντ και 3.450 ασίστ, έπειτα από 16 σεζόν στο καλύτερο πρωτάθλημα του πλανήτη, εκ των οποίων οι 13 με την φανέλα των Golden State Warriors.

Σε όλη την διάρκεια της πολυετούς καριέρα του, δεν αποχωρίστηκε τη φανέλα με το Νο17, προς τιμήν του μπασκετικού του ινδάλματος και μύθου των Boston Celtics, John Havlicek.

Την τροπαιοθήκη του κοσμούν δύο χρυσά μετάλλια σε Ολυμπιάδες. Το 1984 ανεβαίνει στο πρώτο σκαλί του βάθρου με την εθνική ομάδα των ΗΠΑ, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Los Angeles, ενώ το 1992 κατακτά την κορυφή ως μέλος της αυθεντικής Dream Team, παραδίδοντας δωρεάν μαθήματα μπάσκετ στη Βαρκελώνη. Συμμετείχε σε 5 All-Star Game (1989-1993), ενώ ψηφίστηκε και μία φορά στους starting five του πρωταθλήματος (1992). Ως επιστέγασμα των προσπαθειών του, το 2011 κερδίζει την μπασκετική “αθανασία”, εισερχόμενος στο Hall of Fame.

Στα πρώτα χρόνια του στον μαγικό κόσμο του ΝΒΑ δεν ήταν όλα… ρόδινα, αφού ο εθισμός του στο αλκοόλ, η μέτρια φυσική κατάσταση, καθώς και τα «εύθραυστα» γόνατά του, αναδείχθηκαν σε “αχίλλειο πτέρνα”, όμως δεν το έβαλε κάτω και κατάφερε να ανταπεξέλθει των δυσκολιών, προσθέτοντας το όνομά του στην “πορτοκαλί” Βίβλο, ως ένας από τους καλύτερους λευκούς small forwards που πάτησαν τα παρκέ.

ΑΠΟ ΤΑ ΓΚΕΤΟ, ΣΤΑ ΠΑΡΚΕ

“Αν δεν υπάρχει δρόμος, θα τον δημιουργήσουμε”, έλεγε ο Αννίβας, με τα λόγια του Καρχηδόνιου στρατηλάτη να αντανακλούν την “απόβαση” του Chris Mullin από τα γκέτο, στον λαμπερό κόσμο του ΝΒΑ.

Μεγάλωσε στην αποκαλούμενη “Μέκκα του μπάσκετ”, τη Νέα Υόρκη, σε απόσταση… αναπνοής από το θρυλικό Madison Square Garden. Παρακολουθούσε ανελλιπώς τα παιχνίδια των New York Knicks, ενώ αντέγραφε τις κινήσεις του σταρ της ομάδας στα 70s, Walt Frazier, στα γηπεδάκια των γειτονιών του Bronx και του Harlem -που παραδοσιακά κατακλύζονταν από έγχρωμους- ξεχωρίζοντας σαν τη… μύγα μες στο γάλα.

Στα σχολικά του χρόνια “μπουσούλισε” μπασκετικά στο Power Memorial Academy -ένα εργοστάσιο παραγωγής ταλέντων, όπου φοίτησε και ο Kareem Abdul-Jabaar- έχοντας στο πλευρό του τον μετέπειτα NBAer Mario Ellie.

Εν συνεχεία, μετακομίζει στη νοτιοδυτική πλευρά του Brooklyn και το Xaverian High School. Στο λύκειο, όταν είχε ως μότο τον στίχο (8:32) του Ιωάννη Βαπτιστή: “Η αλήθεια θα σε ελευθερώσει”, ο Mullin θα σπάσει τα δεσμά της εφηβείας και θα βρει τη δική του αλήθεια ενηλικίωσης, χαρίζοντας τον εθνικό τίτλο του 1981. 

Αφού ανακηρύσσεται “Mr. Basketball” της αμερικανικής μητρόπολης, στη συνέχεια αποδέχεται την πρό(σ)κληση του Hall of Famer coach, Lou Carnesecca, να παίξει για το St. John’s University, φτιάχνοντας βαλίτσες για τον ανατολικότερο από τους πέντε δήμους που σχηματίζουν τη Νέα Υόρκη, το Queens.

Το άστρο του δεν αργεί να λάμψει, καθώς ολοκληρώνει την πρώτη του χρονιά ως freshman με μέσο όρο 16,6 πόντων. Στα επόμενα τρία χρόνια της θητείας του στους Redmen (σ.σ.: Red Storm σήμερα) κατακτά ισάριθμες φορές τον τίτλο του “Καλύτερου Παίκτη της Ανατολικής Περιφέρειας”, ενώ ψηφίζεται τρεις φορές μέλος της καλύτερης πεντάδας.

Το 1984 κρεμάει στο λαιμό το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Los Angeles με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα των ΗΠΑ και έναν χρόνο αργότερα οδηγεί (εκ του ασφαλούς) την πανεπιστημιακή ομάδα του St. John’s, αρχικά, στο Final Four και μετά στην πρωτιά, ύστερα από 34 χρόνια προσμονής και το μακρινό 1951, ράβοντας παράλληλα ως “παράσημο” το βραβείο John Wooden.

Ο Mullin ολοκληρώνει την καριέρα του στους Redmen (1981-1985) από την πρώτη θέση των σκόρερ στην ιστορία του κολεγίου με 2.440 πόντους και 19.5 πόντους κατά μέσο όρο ανά παιχνίδι.

Τα επιτεύγματα δεν σταματούν εδώ για τον Mullin, ο οποίος κατακτά τρεις διαδοχικές χρονιές το βραβείο Haggerty (1983-1985) -μία τιμητική διάκριση που δίνεται στον καλύτερο κολεγιακό παίκτη της Νέας Υόρκης- όντας ο ένας εκ των τριών που τα έχουν καταφέρει στα μπασκετικά χρονικά.

ΚΑΘΕ ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΔΥΣΚΟΛΗ…

To 1985 o Κομισάριος του ΝΒΑ, David Stern, ανοίγει τον σφραγισμένο φάκελο και αναγγέλλει το όνομα του Chris Mullin, που γίνεται draft στο Νο7 του πρώτου γύρου από τους Golden State Warriors. 

Από το “Μεγάλο Μήλο”, κατευθύνεται στην California, σε ένα ταξίδι που θα διαρκέσει 12+1 σεζόν στους “πολεμιστές”, με μία τριετή παρένθεση στους Indiana Pacers.

Από την ανατολική ακτή των ΗΠΑ, σαλπάρει για τον Ειρηνικό Ωκεανό, με… βάρκα την ελπίδα ενός καλύτερου μπασκετικού αύριο. Κάθε αρχή και δύσκολη, όμως, με τον Mullin να υποφέρει τους πρώτους μήνες από μοναξιά και να εμφανίζει σημάδια κατάθλιψης. Είναι χαρακτηριστικό πως ξοδεύει περισσότερα από 600 δολάρια τον μήνα σε τηλεφωνικούς λογαριασμούς, προκειμένου να γεφυρώσει το γεωγραφικό χάσμα με την οικογένειά του.

Παίρνει το… βάπτισμα του πυρός στο ΝΒΑ σε μία ομάδα που έχει να αγωνιστεί σε play offs από το 1977. Το παιχνίδι δεν είναι πια διασκέδαση. Ο Mullin βαδίζει στα χνάρια του πατέρα και του θείου του, αντιμετωπίζοντας προβλήματα εξάρτησης από το αλκοόλ. Το ποτό είναι εκείνο που τον συντροφεύει στις μοναχικές νύχτες του.

Στη rookie του σεζόν μετράει 55 αγώνες με μέσο όρο 14.0 πόντους, 2.1 ριμπάουντ και 1.9 ασίστ με τους Warriors, ενώ την επόμενη χρονιά καταγράφει συνολικά 82 παιχνίδια με 15.1 πόντους, 2.2 ριμπάουντ και 3.2 ασίστ. Η τρίτη του σεζόν είναι αυτή που θα τον απογειώσει. Μέντοράς του, ο Don Nelson, ο οποίος αναλαμβάνει το “τιμόνι” της ομάδας του Oakland και μαζί την καθοδήγηση του -άγουρου- Mullin. Ο 24χρονος, τότε, Αμερικανός άσος απουσιάζει από κάμποσες προπονήσεις, ενώ χάνει αρκετούς αγώνες στη regular season, αφού το αλκοόλ προσπερνάει το μπάσκετ στην ιεραρχία των προτεραιοτήτων του. Πρόσκαιρα, όμως. Ο Nelson αποδεικνύεται δεύτερος πατέρας για τον Mullin, που πείθεται να εισαχθεί σε κλινική αποτοξίνωσης από το αλκοόλ για 30 ημέρες, ενώ ταυτόχρονα υποχρεώνεται να παρακολουθεί καθημερινά 6ωρες συνεδρίες. Έναν μήνα αργότερα, το χειρότερο πράγμα που του είχε συμβεί, θα μετατρεπόταν στο καλύτερο, σώζοντας την καριέρα του. Είχε γίνει άλλος άνθρωπος. “Χρειαζόμουν να επανακτήσω τον έλεγχο της ζωής μου. Δεν θα μπορούσα να κάνω το βήμα της αποτοξίνωσης, εάν ο coach Nelson δεν με είχε σπρώξει προς αυτή την κατεύθυνση. Όταν βγήκα από την κλινική, ήξερα τι ήθελα να πετύχω”, εξομολογείται σε συνέντευξή του στους New York Times ο Mullin, σχετικά με την οδύσσεια που πέρασε.

Ξορκίζει τους δαίμονες που τον κυνηγούσαν και αντικαθιστά τις σταγόνες από το αλκοόλ, με αμέτρητες… υπερωρίες στο παρκέ, ενώ βελτιώνει τη φυσική του κατάσταση και την αντοχή του, με το γυμναστήριο να γίνεται δεύτερο… στέκι του.

Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΕΚΤΟΞΕΥΣΗΣ

“Πρέπει να είσαι κάτι, προτού γίνεις κάτι”, έγραφε ο Βόλφγκανγκ Γκαίτε. Η ρήση του Γερμανού φιλοσόφου και συγγραφέα αντικατοπτρίζεται στην προσωπικότητα του Chris Mullin, ο οποίος αφού ανέκτησε την χαμένη του αυτοπεποίθηση, ξεδίπλωσε στο παρκέ τα αγωνιστικά του χαρίσματα και έγινε σημείο αναφοράς των Golden State Warriors. Ο coach Nelson -με το κοφτερό του μάτι- αποφασίσει να του αλλάξει θέση. Από το “2”, μετακομίζει στο “3” και μαθαίνει τα μυστικά του small forward.  Με όπλο το “φονικό” του σουτ καταστρέψει κάθε αμυντικό σύστημα, ενώ οι πρώτες συγκρίσεις με τον τεράστιο Larry Bird των θρυλικών Boston Celtics κάνουν την εμφάνισή τους. Μπορεί να μην πλησίασε καν τον επονομαζόμενο και ως “The Great White Hope”, όμως αποτέλεσε πρότυπο αθλητή για την αμερικανική λίγκα.

Τη σεζόν 1988-89 και υπό τις οδηγίες του Don Nelson, ο Mullin εκτοξεύει τους αριθμούς του, μετρώντας 26.5 πόντους, 5.9 ριμπάουντ και 5.1 ασίστ κατά μέσο όρο. Τερματίζει στην 5η θέση του πίνακα των σκόρερ, ενώ ψηφίζεται μέλος της δεύτερης καλύτερης πεντάδας του ΝΒΑ.

Για πέντε σερί σεζόν (1988-1993), ο μέσος όρος πόντων του “Mully” δεν πέφτει κάτω από τους 25, ενώ κατεβάζει περισσότερα από 5 ριμπάουντ ανά παιχνίδι και εξελίσσεται σε «game changer» για το Golden State.

Οι αφίξεις των Mitch Richmond (1988) και Tim Hardaway (1989) απογειώνουν την καριέρα του Mullin, ενώ παράλληλα ανεβάζουν επίπεδο τους “πολεμιστές”, οι οποίοι καταφέρνουν να γίνουν ξανά ανταγωνιστικοί, παραμένοντας συνεπείς στο ραντεβού τους με τα play offs επί πέντε συναπτά έτη.

Η τριπλέτα-φωτιά που συνθέτουν οι Chris Mullin, Mitch Richmond και Tim Hardaway… βαφτίζεται ως “Run TMC”, παρατσούκλι εμπνευσμένο από τα αρχικά των ονομάτων τους και το ραπ συγκρότημα Run-D.M.C. Οι “Big Three” αποτέλεσαν τον ακρογωνιαίο λίθο στα επιθετικά συστήματα του Nelson, ο οποίος στήριξε πάνω τους το run ‘n’ gun στυλ παιχνιδιού, με θεμελιώδη αρχή το υψηλό τέμπο.

Τη σεζόν 1993-94 καταφθάνει στο Oakland ο rookie power forward Chris Webber, με το αγωνιστικό πλάνο του coach Nelson να επαναπροσδιορίζεται, δίνοντας έμφαση στο inside game. Η πληθωρική παρουσία του Webber στο “ζωγραφιστό”, αφαιρεί λίγη από τη λάμψη του Mullin, ο οποίος ταλαιπωρείται από αλλεπάλληλους τραυματισμούς, χάνει την πλαστικότητα των κινήσεών του και μαζί αρκετούς αγώνες των “πολεμιστών”. Είναι χαρακτηριστικό πως μόλις μία φορά έκτοτε θα κατορθώσει να αγωνιστεί σε φουλ ρυθμούς μέχρι τους τίτλους τέλους της καριέρας του.

Η παραίτηση του Don Nelson κοστίζει τη φανέλα βασικού στον Mullin, αφού οι υπόλοιποι προπονητές που έρχονται τον θέτουν στο περιθώριο, χτίζοντας την ομάδα γύρω από τον Latrell Sprewell.

Το πλήρωμα του χρόνου είχε φτάσει, με τη σεζόν 1996-97 να είναι η τελευταία (μέχρι την επόμενη) στο Golden State για τον Mullin, που γίνεται trade στους Indiana Pacers, ως αντάλλαγμα για τον δευτεροετή θηριώδη center Erick Dampier και τον -μετέπειτα γυρολόγο- Duane Ferell.

ΣΤΟ… ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ

Το 1997 αλλάζει… ήθη και έθιμα και μετά από μια… ντουζίνα χρόνια στην California, τα παιχνίδια της μπασκετικής μοίρας τον οδηγούν στα ίχνη του παίκτη που θαύμαζε και τον παρομοίαζαν στα πρώιμα χρόνια του, τον Larry Bird, ο οποίος καθόταν στην άκρη του πάγκου των Pacers. Μάλιστα, ο -πάντοτε- ιδιόρρυθμος coach, Don Nelson, είχε αποκριθεί σε ερώτηση για το μπασκετικό ID του Mullin: “Είναι ένας κοντύτερος Larry Bird”. Στην παρθενική του χρονιά αγωνίζεται και στους 82 αγώνες της regular season, έχοντας απολογισμό 11.3 πόντους, 3.0 ριμπάουντ και 2.3 ασίστ, ενώ είναι πρώτος σε όλο το ΝΒΑ σε ποσοστό ευστοχίας από την γραμμή της… φιλανθρωπίας (93.9%) και τρίτος από τα 7.25μ. (44%).

Οι Chicago Bulls τραβούν “χειρόφρενο” στην ξέφρενη πορεία της ομάδας από την Indiana μέχρι τους τελικούς της Ανατολής, με τη σειρά να καταλήγει σε 7ο ματς και την παρέα του “Air” Michael Jordan να χαμογελάει στο τέλος.

Την επόμενη σεζόν ο Larry Bird αποφασίζει να ποντάρει στον ελπιδοφόρο Jalen Rose, με συνέπεια ο Mullin από βασική μονάδα, να παραμεριστεί σε ρόλο αναπληρωματικού. Ως… ρεζέρβα πολυτελείας, θα συνεισφέρει 5.1 πόντους, 1.6 ριμπάουντ και 0.8 ασίστ σε σύνολο 50 αγώνων.

Η τρίτη του χρονιά στην Indianapolis, θα ήταν και η τελευταία του. Αν και πατάει παρκέ μόλις σε 47 αγώνες, είναι αρκετό για να αναδειχθεί σε δεύτερο πιο εύστοχο “μπομπέρ” τριών πόντων της λίγκας με ποσοστό 46.5%, ενώ φτάνει μέχρι το τέλος της διαδρομής, επικυρώνοντας το εισιτήριο για τους μεγάλους τελικούς απέναντι στους Los Angeles Lakers (2000). Ο Mullin αγωνίζεται μόλις στα 3 από τα 6 παιχνίδια, έχοντας μηδαμινή προσφορά (4 πόντους), με τους “Λιμνανθρώπους” να στέφονται πρωταθλητές (4-2) και τους “Ινδιάνους” να μένουν με τη χαρά της συμμετοχής. Το τέλος της σεζόν σηματοδοτεί και το τέλος του Mullin, που αποδεσμεύεται από τους Pacers.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ “ΣΠΙΤΙ” ΤΟΥ

Home sweet home, λένε οι Αμερικανοί, με τον Mullin να επιστρέφει στα γνώριμα λημέρια του Oakland, για λογαριασμό των αγαπημένων του Warriors, τη σεζόν 2000-01. Στο comeback του ο “Mully” συμμετέχει συνολικά σε 20 παιχνίδια, προερχόμενος κυρίως από τον πάγκο, σε ρόλο εφεδρείας. Το 2001 κρεμάει τα παπούτσια του και αποχαιρετάει τον κόσμο της “πορτοκαλί θεάς”, μετρώντας συνολικά 18.2 πόντους, 4.1 ριμπάουντ, 3.5 ασίστ και 1.6 κλεψίματα κατά μέσο όρο, ενώ με ποσοστό καριέρας 50.9 % στα δίποντα και 86.5% από την γραμμή των ελευθέρων βολών.

Αξίζει να σημειωθεί πως ο Mullin είναι μόλις ο τρίτος παίκτης στην ιστορία των Warriors, που κατορθώνει να σκοράρει 2.000 πόντους, να μαζέψει 400 ριμπάουντ και να μοιράσει 400 ασίστ μέσα σε μία σεζόν, βαδίζοντας στα βήματα των “ιερών τεράτων” Wilt Chamberlain και Rick Barry, ενώ γίνεται μόλις ο 6ος παίκτης που οι “πολεμιστές” αποσύρουν τη φανέλα προς τιμήν του, με το Νο17 να κοσμεί την οροφή της Oracle Arena. 

Όπως είχε δηλώσει και ο παίκτης-σύμβολο των Los Angeles Lakers, Magic Johnson: “Όταν ο Θεός αποφάσισε να δημιουργήσει έναν μπασκετμπολίστα, έφτιαξε τον Chris Mullin”.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΡΧΗ

Μετά το τέλος των μπασκετικών του παραστάσεων, ο Mullin προσλαμβάνεται από το Golden State στο πόστο του ειδικού βοηθού, με καθήκοντα να “τρέξει” τις καθημερινές υποθέσεις της ομάδας. Στις 22 Απριλίου 2004  καταλαμβάνει τη θέση του εκτελεστικού αντιπροέδρου, όμως στις 11 Μαΐου 2009, η ομάδα της California ανακοινώνει πως το συμβόλαιό του δεν πρόκειται να ανανεωθεί.

Στις 22 Οκτωβρίου 2010 κάνει ντεμπούτο ως αναλυτής αγώνων για το δίκτυο ESPN και τον Σεπτέμβριο του 2013 προσχωρεί στους Sacramento Kings, έχοντας ρόλο συμβούλου. Επωμίζεται την μεταγραφική δραστηριότητα (προσθήκες, αποδεσμεύσεις) των “Βασιλιάδων”, ενώ παράλληλα επιβλέπει και το τμήμα scouting.

Στις 30 Μαρτίου 2015 φοράει το “κοστούμι” του προπονητή και επιστρέφει στις μπασκετικές του… ρίζες, για χάρη του St. John’s University.

“Τι είναι αγάπη για το μπάσκετ; Αγάπη είναι να παίζεις κάθε αγώνα σαν να είναι ο τελευταίος σου”, τάδε έφη Michael Jordan. Στα λόγια του MJ συνοψίζονται οι πράξεις του Chris Mullin, ο οποίος αποτελεί «πορτοκαλί» πρότυπο για την αφοσίωσή του στο άθλημα.

Πηγή: Sport 24

Pin It on Pinterest

Shares
Share This