Επιλογή Σελίδας

Του Νίκου Παπαδογιάννη

Τέτοια μέρα πριν από 15 χρόνια ακριβώς, Παρασκευή 13 Αυγούστου 2004 γύρω στις 6μμ, είχα πιάσει στασίδι στο ακόμη μισοάδειο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας και περίμενα με ανυπομονησία την Τελετή Έναρξης των Αγώνων που με καθυστέρηση οκτώ ετών επέστρεφαν στη χώρα που τους γέννησε.

Οι αντιρρήσεις και οι ενστάσεις είχαν αποτυπωθεί στα κείμενα μίας συναπτής επταετίας (από τον Σεπτέμβριο του 1997, όταν πήραμε το χρίσμα) και ήταν καιρός να τοποθετηθούν στο χρονοντούλαπο.

Ενάμισυ μήνα αργότερα, μετά το φινάλε των Παραολυμπιακών, θα έφτανε η ώρα του, θλιβερού, όπως φοβόμουν, οικονομικού και γεωπολιτικού απολογισμού.

Η Τελετή, ωστόσο, ήταν αντάξια -και ανώτερη- των προσδοκιών.

Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου παρουσίασε ένα αριστούργημα, όπου ισορροπούσαν επιδέξια στο τεντωμένο σχοινί του μέτρου το αρχαίο πνεύμα το ημιθανές, η σύγχρονη Ελλάδα των αντιφάσεων, ο ενθουσιασμός του οικοδεσπότη που είχε ξεθάψει μετά από καιρό τα κυριακάτικα ρούχα του και η αλεγκρία της συνάθροισης των λαών.

«Η τελετή που νίκησε το κιτς», έγραψα στην Ελευθεροτυπία της επόμενης ημέρας. Δυστυχώς, η αντίστοιχη Τελετή της Λήξης παραδόθηκε στο βλαχομπαρόκ και την κακογουστιά. Αλλά τα φώτα είχαν ήδη μισοσβήσει και ουδείς σκοτιζόταν πια για την έξωθεν μαρτυρία.

Κανείς δεν νοιάζεται για τα τελευταία λεπτά ενός πάρτι. Η ιστορία γράφεται νωρίτερα. Άλλωστε, η κακογουστιά αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της νεοελληνικής κουλτούρας.

Τα φάλτσα του Ρουβά και της Βίσση κατέχουν περίοπτη θέση στην καθημερινότητά μας και πάντως πιο περίοπτη από τις αρχαιοπρεπείς χορογραφίες, το ταξίμι του Γιάννη Παπαϊωάννου και το καραβάκι που σαλπάρει προς το μέλλον. Το δικό μας το καραβάκι συνήθως σαλπάρει με την όπισθεν.

Κατά έναν παράδοξο τρόπο, η χαραυγή των Αγώνων του 2004 βρήκε το τοπίο του ελληνικού αθλητισμού σε παρόμοιο φεγγάρι με το τωρινό.

Οι αστέρες του στίβου υπόσχονταν σωρεία από μετάλλια και ρεκόρ, τα ομαδικά σπορ με πρώτο το πόλο τρύπωναν όπου έβρισκαν μισάνοιχτες χαραμάδες διάκρισεις, ενώ αρκετά άλλα αθλήματα ζούσαν τον μύθο τους, και με τις δύο έννοιες της λέξης.

Τότε, βέβαια, είχαμε ως κυρίαρχο σημείο αναφοράς το «θαύμα» της άρσης βαρών, το οποίο σκόρπιζε ψήγματα υπερηφάνειας, χωρίς πολλές ερωτήσεις και κυρίως χωρίς πολλές απαντήσεις.

Στις 2,5 εβδομάδες των Αγώνων, η χώρα μας κατέκτησε 17 μετάλλια, από τα οποία αρκετά αμαυρώθηκαν στην πορεία. Ο Λεωνίδας Σαμπάνης το έχασε πριν καλά καλά το χαρεί, ενώ τρεις άλλοι Ολυμπιονίκες μας βρέθηκαν αργότερα σε καραντίνα λόγω ντόπινγκ (Χαλκιά, Δεβετζή, Τσουμελέκα).

Για τη ελεεινή ιστορία των Κεντέρη, Θάνου, Τζέκου ή για τον Ιακώβου και τα εκλεκτά τέκνα του δεν χρειάζεται να ανοίξουμε ξανά συζήτηση και να λερώσουμε τα χέρια μας.

Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και με κάμποσες μαρτυρίες, το ντοπάρισμα ήταν εθνική αθλητική πολιτική, στα χρόνια που προηγήθηκαν του «Αθήνα 2004».

Οι πρώτοι που προφανώς ευλόγησαν αυτή την τακτική ήταν οι ίδιοι οι αθλητές, ενώ εκείνη που την αγκάλιασε με μεγαθυμία ήταν η διψασμένη για πατριωτικές εξάρσεις κοινή γνώμη.

Η ιαχή «Κεντέρης-Κεντέρης», το βράδυ του τελικού των 200 μέτρων στο ΟΑΚΑ, παραμένει μέχρι σήμερα θλιβερή μουντζούρα στην ιστορία του –τρομάρα του- εν Ελλάδι αθλητικού κινήματος.

Τη χειροκρότησαν μάλιστα τρίτοι αθλητές, που αργότερα αποδείχθηκαν φαρμακωμένοι. Ήταν, σε πολλές περιπτώσεις, ένα χειροκρότημα συνενοχής.

Ο Κεντέρης και η Θάνου ουδέποτε πιάστηκαν ντοπέ, ωστόσο κλειδώθηκαν στο χρονοντούλαπο από τις διεθνείς αρχές όταν συσσωρεύτηκαν στο μητρώο τους οι χαμένοι έλεγχοι. Το ίδιο κάνει.

Στα χρόνια που ακολούθησαν τους πολυσυζητημένους θριάμβους του 2004, ο ερασιτεχνικός ελληνικός αθλητισμός κατέρρευσε, αφού, ελλείψει κινήτρου και «εθνικής καταξίωσης» η χρηματοδότηση στέρεψε.

Το ίδιο κοινό που με παυλώφεια αντανακλαστικά αποθέωνε τον άφαντο Κεντέρη εκείνο το βράδυ απέσυρε σιγά σιγά την ψήφο εμπιστοσύνης, όταν είδε τους ήρωες του 2004 να αποκαθηλώνονται ένας ένας.

Ακόμα και η ασυνάρτητη κραυγή περί «των ξένων που κυνηγάνε τη μικρή Ελλάδα» (την ίδια Ελλάδα που είχε συγκεντρώσει συνολικά μόλις 6 Ολυμπιακά μετάλλια μεταξύ 1900-1992) γελοιοποιήθηκε και αποσύρθηκε, όταν βρέθηκαν σε ανελέητο στόχαστρο εμβληματικοί πρωταθλητές από τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και άλλες ένοχες χώρες.

Τέσσερα χρόνια μετά τις εποποιίες του 2004, η χώρα μας κατέκτησε μόλις τρία μετάλλια στο Πεκίνο και μάλιστα σε «περιθωριακά» αθλήματα (τάε-κβον-ντο, ιστιοπλοϊα, κωπηλασία). Το μοναδικό που κερδίσαμε στον στίβο αφαιρέθηκε εκ των υστέρων λόγω ντόπινγκ (Δεβετζή).

Στους Αγώνες του 2012, περιοριστήκαμε σε δύο χάλκινα, από τον Ηλιάδη στο τζούντο και τις Τσιάβου-Γιατζιτζόγλου στα κουπιά. Ακόμα δεν είχαν ανεβεί στο παλκοσένικο η Στεφανίδη και ο Πετρούνιας.

Η πρόσφατη άνοιξη του ελληνικού αθλητισμού συνοδεύεται από έναν ενθαρρυντικό αστερίσκο. Οι περισσότεροι από τους αθλητές που την ενσαρκώνουν ασχολούνται με αθλήματα ή αγωνίσματα τεχνικά, όπου το ντόπινγκ βοηθάει ελάχιστα ή καθόλου.

Άλμα επί κοντώ. Ενόργανη γυμναστική. Σκοποβολή. Ιστιοπλοϊα. Υδατοσφαίριση. Τζούντο. Τάε-κβον-ντο. Τριπλούν. Τένις. Τα μετάλλια του Ρίο μοσχομύριζαν καθαριότητα, με πρώτο αυτό του συναρπαστικού Σπύρου Γιαννιώτη.

Βεβαίως, ουδείς δικαιούται πια αβασάνιστα την ετικέτα του «υπεράνω υποψίας», μετά από όσα συνέβησαν την προηγούμενη δεκαετία, άσχετα αν οι έλεγχοι είναι πλέον ενδελεχείς και αδυσώπητοι.

Πρόσωπα που συνδέθηκαν με τα παλαιά σκάνδαλα κυκλοφορούν μέχρι και σήμερα πίσω από τις κουίντες, ενώ τα λοξά βλέμματα και τα μισόλογα μετά βίας κουκουλώνονται από τα εκκωφαντικά εμβατήρια και τα φλας των φωτογράφων.

Θέλω να πιστεύω, ή μάλλον το πιστεύω στ’ αλήθεια, ότι δεν θα εμφανιστούν άλλα «τρομαγμένα περιστέρια» και ψυχωμένα άλματα πάνω από μάντρες στο προσεχές μέλλον.

Εάν υπάρχει στοιχείο που πολλαπλασιάζει τα αθλητικά χαμόγελα αυτή την εποχή είναι η έλλειψη καχυποψίας και κανεντρέχειας από την παμφάγο κοινή γνώμη. Τα παλαιά κατορθώματα της Βούλας Παπαχρήστου αποτελούν τη μοναδική παραφωνία, άλλου είδους ωστόσο – πιο σοβαρού, εάν θέλετε την ταπεινή γνώμη μου.

Πέρα από αυτό, η ομοβροντία των πρόσφατων επιτυχιών μπορεί σε μεγάλο βαθμό να αποδοθεί στην κληρονομιά που παρέδωσαν στον ελληνικό αθλητισμό οι αθλητικές επιτυχίες εκείνης της Ολυμπιάδας.

Ο Πετρούνιας είναι πνευματικό παιδί του Ταμπάκου, η Μπελιμπασάκη της Χαλκιά, ο Τσιτσιπάς της Δανιηλίδου, η Ασημάκη της Κοζομπόλη, η Παπαχρήστου της Δεβετζή, ο Τεντόγλου του Τσάτουμα.

Και ο 37χρονος Τσιάμης του …εαυτού του, αν και δεν έλαβε μέρος στους Αγώνες του 2004. Στον τελικό του 2004, κατετάγη 8ος ο ξεχασμένος Μελέτογλου, με επίδοση 17μ06, είκοσι πόντους πιο μακριά από εκεί όπου προσγειώθηκε φέτος ο χάλκινος πρωταθλητής Ευρώπης.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This