Επιλογή Σελίδας

Του Νίκου Παπαδογιάννη

Kάποιος αρχαίος σοφός έλεγε ότι, στο μπάσκετ τουλάχιστον, η στατιστική είναι ο επιστημονικός τρόπος για να κρύψεις την αλήθεια. Εγώ είχα κάνει κοπάνα από εκείνο το μάθημα, αλλά δεν είμαι και από τους στατιστικολάγνους, που αφθονούν στο στερέωμα. Οι μεταδόσεις μου έχουν ελάχιστη αριθμητική, ενώ το χάρτινο μασούρι που φέρνω μαζί μου στο γήπεδο περιλαμβάνει μισή σελίδα σημειώσεων και άφθονα υγρομάντηλα για το συνάχι.

Την παρακάτω στατιστική, όμως, δεν αντέχω να μη την αναφέρω. Ανοίξτε τα μάτια διάπλατα και αποστηθίστε, γιατί θα σας κάνω αιφνιδιαστικές ερωτήσεις, σε λίγο που θα σας ταξιδέψω στους βάλτους της Λουιζιάνα, για το AllStar Game του ΝΒΑ.

Πρώτα, πάρτε μια βαθιά ανάσα. Και αυτή θα σας χρησιμεύσει.

Στις περιοχές τις οποίες χτύπησε αλύπητα η φύση το 2005, με την ανεμοδαρμένη μορφή του τυφώνα Κατρίνα, ζούσαν 90.000 πολίτες με ετήσιο εισόδημα μικρότερο των 10.000 δολαρίων. Ελληνιστί, η γενιά των 700 ευρώ, μηνιαίως. Από αυτούς τους φτωχούς ανθρώπους, περίπου το 70% ήταν μαύροι. Το εισόδημα των μαύρων του νότου είναι, αναλογικά, περίπου 40% χαμηλότερο από το αντίστοιχο των λευκών γειτόνων τους.

Πριν την καταιγίδα, η Νέα Ορλεάνη μετρούσε 103.000 δημότες που ζούσαν κάτω από το όριο της πείνας. Το ποσοστό των φτωχών στην πόλη ξεπερνούσε το 23%, έναντι 13% που είναι ο εθνικός μέσος όρος. Το 57% των υπερηλίκων ήταν ανήμποροι. Το ετήσιο εισόδημα ενός νοικοκυριού στη Νέα Ορλεάνη υπολογίστηκε σε 31.000 δολάρια, ενώ ο μέσος κουμπαράς στις ΗΠΑ υπερβαίνει τις 45 χιλιάδες. Μόνο έξι πόλεις και κωμοπόλεις, σε ολόκληρη τη χώρα, έχουν χαμηλότερο δείκτη.

Το πάρτι της σακούλας

Ένας στους τέσσερις κατοίκους αυτού του μαρτυρικού τόπου δεν είχε πρόσβαση σε ιδιωτικό αυτοκίνητο. Το 38% του πληθυσμού το αποτελούν παιδιά και ηλικιωμένοι. Περίπου 134.000 άνθρωποι ακινητοποιήθηκαν μετά το ξέσπασμα του τυφώνα. Η πόλη είχε στη διάθεσή της 804 λεωφορεία των 60 θέσεων, χώρια οι όρθιοι. Με τρία ή τέσσερα δρομολόγια, μπορούσε να μεταφέρει όλους τους απελπισμένους σε ασφαλές έδαφος, μέχρι να κοπάσει η θύελλα και να υποχωρήσουν τα νερά. Όλους.

Αυτό θα συνέβαινε, εάν οι αρχές είχαν δεήσει να κινητοποιηθούν έγκαιρα. Εάν δεν ήταν η διοίκηση παροιμιωδώς ανίκανη και αδιάφορη. Εάν κάποιος, υψηλά ιστάμενος, νοιαζόταν.

«Αφού δεν έχουν ψωμί, ας φάνε παντεσπάνι». Αφού δεν έχουν μεταφορικό μέσο, ας φύγουν κολυμπώντας. Αφού δεν έχουν σπίτι να μείνουν, ας πάνε στα κλειστά γυμναστήρια. Αφού δεν γίνεται να επιζήσουν, ας πεθάνουν. Μαύροι και φτωχοί, ο συνδυασμός που σκοτώνει. Ο συνδυασμός που σκοτώνει τους ίδιους.

Ο αριθμός των ένστολων ανδρών που επιστρατεύτηκαν όταν έσπασαν τα φράγματα, για να βοηθήσουν τους εγκλωβισμένους στο έλεος της πλημμύρας, περιορίστηκε στους 2.800 για την πόλη της Νέας Ορλεάνης. Κάποιοι έλαβαν φύλλο πορείας για γειτονικές πολιτείες όπως το Μισισίπι, αλλά το νούμερο αποδείχθηκε απελπιστικά ανεπαρκές. Πού ήταν η εθνοφυλακή όταν τη χρειάστηκε το έθνος; Στο Ιράκ. Πολεμούσε κάποιο άλλο έθνος. Για το μεγαλείο μίας χώρας, που πρόδωσε οικτρά τους λιγότερο προνομιούχους πολίτες της.

Στις μέρες της απελπισίας, εκείνο τον Αύγουστο του θανάτου, η παρουσία των αρχών στη βυθισμένη κάτω από τοξικά απόνερα Νέα Ορλεάνη, ήταν έντονη και ζωηρή. Παντού, υπήρχαν αστυνομικοί. Για να προσφέρουν στιβαρή χείρα βοηθείας; Όχι. Η εντολή τους ήταν να εμποδίζουν τους βανδαλισμούς. Με κάθε μέσο.

Στην Αμερική, «με κάθε μέσο» σημαίνει ακόμα και χρήση όπλου. Η αδύναμη μητέρα που αναγκάστηκε να «κλέψει» λίγο γάλα για το νεογνό της, ώστε να σωθεί τουλάχιστον αυτό, πυροβολήθηκε χωρίς έλεος. Το πεινασμένο μωράκι πέθανε ορφανό.

Με τρία πήγαινε έλα, των αστικών και των σχολικών λεωφορείων, θα είχαν σωθεί άπαντες, μέχρι τον τελευταίο φουκαρά. Χωρίς εξαιρέσεις και διακρίσεις. Εάν η Αμερική ενδιαφερόταν για τα παιδιά της. Αλλά η ζωή των μαύρων μετράει λιγότερο. Ιδίως αυτών που φυσάνε κόντρα στην ανάλγητη κυβέρνηση των Ρεπουμπλικάνων.

Το 67% των κατοίκων της Νέας Ορλεάνης είναι μαύροι. Παραδοσιακά, η πτωχή πλην τίμια μεγαλούπολη με την αφρικανική, κρεόλ, πολυπολιτισμική και πολυεθνική κληρονομιά αποτελεί πανίσχυρο προπύργιο των Δημοκρατικών. Ας φάει, λοιπόν, παντεσπάνι για να επιβιώσει.

Το γκουβέρνο του νεώτερου Μπους άφησε τη Νέα Ορλεάνη να πεθάνει. Σχεδόν δύο χιλιάδες νεκροί, μέσα στα νερά και στις πλημμυρισμένες σοφίτες, στην καρδιά της πλουσιότερης χώρας της οικουμένης. Η κωλυσιεργία και η αδιαφορία της πολιτείας και των σωστικών υπηρεσιών έγιναν καρφί στο μάτι του «πολιτισμένου κόσμου», που απέστρεφε το βλέμμα μήπως ξορκίσει το κακό.

Στο πέρασμα των ημερών, οι απεγνωσμένες εκκλήσεις πολιτών και ιθυνόντων διανθίστηκαν με επίλεκτες βρισιές. «Βοηθήστε μας ρε παλιοτόμαρα της Ουάσινγκτον, είμαστε και εμείς Αμερικανοί πολίτες». Η απραξία της κεντρικής διοίκησης άγγιξε τα όρια εγκλήματος ενάντια στην ανθρωπότητα. Το θερμόμετρο της ανύπαρκτης συμπόνιας πάγωσε, τις μέρες που ακολούθησαν τις κηδείες.

Αγλαοί και αμέριμνοι ανάμεσα στα φέρετρα, οι αναλυτές της νέας τάξης πραγμάτων ξεστόμισαν ανερυθρίαστα τη βδελυρή θεωρία που οι χαροκαμένοι ντόπιοι έβλεπαν να γεννιέται ανάμεσα στα μανιασμένα σύννεφα της Κατρίνας. «Δεν αξίζει να την ξαναχτίσουμε, αυτή την πόλη. Στην επόμενη τροπική καταιγίδα, θα γίνουν τα ίδια και θα θρηνήσουμε πάλι νεκρούς».

Μόνο που τους νεκρούς τους θρηνούσαν άλλοι. Οι πένητες, οι μαύροι, οι απόκληροι, αυτοί που δεν είχαν μοίρα ούτε στον ήλιο ούτε στη βροχή. Αυτοί που πυροβολήθηκαν όταν προσπάθησαν να υπεξαιρέσουν ένα μπουκάλι γάλα για να θρέψουν το ετοιμοθάνατο βρέφος τους. Αυτοί που έβγαιναν στους φεγγίτες και εκλιπαρούσαν τα ελικόπτερα για ένα σχοινί σωτηρίας.

«Οι ριπές του ανέμου άνοιξαν δύο τεράστιες τρύπες στο ταβάνι. Μπορείς να το πιστέψεις αυτό που σου λέω;»

Όχι. Δεν μπορούσα. Ήταν αδιανόητο. Το κτίσμα με την ευάλωτη οροφή δεν ήταν κάποιο ταπεινό σπιτάκι του 9ου Διαμερίσματος που μας φιλοξένησε. Ήταν το γιγάντιο Σούπερντομ. Ένα θεόρατο τσιμεντένιο μαμμούθ, που δίνει την εντύπωση ότι αντέχει πυρηνική βόμβα. Τον Αύγουστο του 2005, ο αέρας πήρε κομμάτια από τη σκεπή του και τα εκσφενδόνισε εκατοντάδες μέτρα μακριά. Νομίζω ότι είναι το πιο απίστευτο πράγμα που έχω ακούσει στη ζωή μου.

Στο AllStar τριήμερο του ΝΒΑ το 2017, το πρώτο στην καριέρα του Γιάννη Αντετοκούνμπο, ο αχανής θόλος του Σούπερντομ, επισκευασμένος πια, στέγασε τον αγώνα των Διασημοτήτων και άλλες εκδηλώσεις. Τις μέρες της Κατρίνας, υπηρέτησε ως καταφύγιο όσων δεν είχαν τρόπο να εγκαταλείψουν την πόλη. «Να πάτε στο Σούπερντομ», ήταν η οδηγία που εκτοξευόταν από χείλη υπευθύνων και ανευθύνων. «Και να περιμένετε εκεί, μέχρι να περάσει η συμφορά».

Xτισμένο πάνω σε ένα τεράστιο κράσπεδο, το αχανές Παλέ βρέθηκε να στεγάζει περίπου 26.000 ανθρώπους, φίρδην μίγδην στριμωγμένους στις εξέδρες του. Το φαγητό και το νερό έφταναν για 1-2 μέρες. Τουαλέτες υπήρχαν ελάχιστες, τρεχούμενο νερό σχεδόν καθόλου. Για κρεβάτια και κουβέρτες ούτε λόγος. Μέσα σε λιγότερο από μία εβδομάδα, το κλειστό γήπεδο όπου τώρα χοροπηδούσε σαν κατσίκι μπροστά στα μάτια μας o Oυίν Μπάτλερ των Arcade Fire έζησε σκηνές ανθρωπιστικής κρίσης, ακήρυχτου πολέμου. Γεμάτο μαύρους, φτωχούς και παρίες.

Οι ομιλούσες κεφαλές, της σχολής «καλά να πάθουν», έβγαλαν γλώσσα, με γλώσσα διχαλωτή. «Καθημερινά γίνονται φόνοι και βιασμοί στο Σούπερντομ», διέδωσαν. «Συνέχεια ακούγονται πυροβολισμοί». Τι να περιμένει κανείς από φτωχούς τεμπέληδες αγράμματους μαύρους; Τα θέλουν και τα παθαίνουν.

Η δημοσιογραφική ομάδα της εφημερίδας ΤimesPicayune ξεσκέπασε τα αισχρά ψέματα και κέρδισε βραβείο Πούλιτζερ. Παρά την απελπιστική κατάσταση και τη διάχυτη μυρωδιά του θανάτου, οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες του Σούπερντομ διατήρησαν το μοναδικό πράγμα που τους είχε απομείνει. Την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Μόλις έξι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους μέσα στο απερίγραπτο χάος του σταδίου: τέσσερις από φυσικά αίτια, ένας από υπερβολική δόση, ένας που δεν άντεξε και αυτοκτόνησε. Άλλοι τέσσερις πέθαναν στο γειτονικό Συνεδριακό Κέντρο, το ίδιο που το 2017 υποδέχθηκε κατάφωτο τα ινδάλματα του μπάσκετ. Μόνο ένας από τους θανάτους αποδόθηκε σε  δολοφονία. Τα μοναδικά κρούσματα ανθρωποφαγίας ήταν αυτά που περνούσαν μέσα από τα δελτία ειδήσεων της «ψύχραιμης» λευκής Αμερικής.

Της λευκής Αμερικής, η οποία κάποτε, στις επαύλεις της ίδιας Νέας Ορλεάνης, καθιέρωσε τα «πάρτι της σακούλας». Όποιος είχε δέρμα πιο σκούρο από το χρώμα της καφετιάς σακούλας που καμάρωνε κρεμασμένη δίπλα στην είσοδο ήταν ανεπιθύμητος στο σουαρέ…  

Δεν είναι δική μου, όλη αυτή η οργή. Προέρχεται από τους ίδιους τους ανθρώπους που ξανάχτισαν με πενιχρά μέσα την κατεστραμμένη πόλη τους. Πουθενά δεν έχω δει περισσότερα κρούσματα αποστροφής ενάντια στον πεφωτισμένο πλανητάρχη Τραμπ, όσα τον Φεβρουάριο του 2017, όταν οι άνεμοι του μπάσκετ με οδήγησαν στη Νέα Ορλεάνη.

Η επιγραφή «Not My President», Όχι Ο Πρόεδρός Μου, κοσμούσε με κεφαλαία γράμματα προθήκες καταστημάτων, πίνακες ανακοινώσεων, γκραφίτι σε τοίχους, στίχους αυτοσχέδιων μπλουζ ασμάτων, βλέμματα γερόντων που είδαν τον χάρο με τα μάτια τους. Τον Τραμπ τον θεωρούν, όχι άδικα προφανώς, συνεχιστή της κερδοσκοπικής και ανάλγητης πολιτικής που σκόρπισε στην πόλη το βαρύ πένθος και πολλαπλασίασε τη φτώχεια.

Ο γυμνός οφθαλμός δεν τα αντιλαμβάνεται εύκολα, τα σημάδια της πανωλεθρίας. Το Κατώτερο 9οΔιαμέρισμα, όπου επιλέξαμε συνειδητά να μείνουμε σε σπίτι που νοικιάσαμε μέσω AirBnb, είναι τώρα στεγνό και ξέχειλο από πραγματική ζωή. Τις μέρες της αδυσώπητης Κατρίνας, είχε πνιγεί κάτω από πέντε μέτρα νερού.

Πέντε. Μέτρα. Νερού. Φαίνονταν μόνο οι στέγες. Και η πινακίδα με την επιγραφή: Desire St Το «Λεωφορείο Ο Πόθος» δεν σταματούσε πια σε τούτο τον πλημμυρισμένο δρόμο.

Έπεφτα τις νύχτες αποκαμωμένος για ύπνο, αλλά με ξυπνούσαν οι λυγμοί της γιαγιάς που αργόσβηνε. Η γιαγιά πέθανε πριν από δώδεκα χρόνια, αλλά ο θρήνος της αντηχεί μέχρι σήμερα ανάμεσα στους ξύλινους τοίχους. «Ναι, αλλά στην επόμενη καταιγίδα θα γίνουν τα ίδια».

Όσο ο Βασίλης ετοίμαζε την κάμερα για να μαγνητοσκοπήσει τη βαθυστόχαστη ανάλυσή μας για τον Αντετοκούνμπο και τους λοιπούς αστέρες του ΝΒΑ, γύρισα την καρέκλα μου ανάποδα και έστρεψα το βλέμμα στις έρημες, εκείνη την ώρα, κερκίδες. Πώς να πιστέψει ο επισκέπτης του σήμερα, ότι  στα τσιμέντα κάτω από τα καθίσματα κοιμόταν προχθές κόσμος;

Χωρίς μπουκιά φαϊ, χωρίς γουλιά νερό, χωρίς τουαλέτα για να κάνουν την ανάγκη τους και χωρίς ίχνος ελπίδας για το αύριο. Άστεγοι, άποροι και μισοπεθαμένοι. Δεν το χωρούσε το μυαλό.

Από τις 10-15 πόλεις που έχω επισκεφτεί στις ΗΠΑ, η Νέα Ορλεάνη είναι η πιο ελκυστική για να ζήσει κάποιος. Εκτός αν κάνει τυφώνα. Έχει σφυγμό, έχει ζωή, έχει παντού μουσική, έχει καλό φαγητό, έχει νερά, έχει πράσινο, έχει στυλ, έχει χρώματα, έχει αρώματα, έχει ψυχή, έχει μυαλό, έχει Τενεσί Ουίλιαμς, μέχρι και βάλτους με αλιγάτορες έχει στα περίχωρα. Είναι, ολάκερη, ένα μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.

Οι άθλιοι της Ουάσινγκτον, που μετράνε τις ζωές με κούφια ψηφαλάκια και φορολογήσιμα δολαριάκια, αποφάσισαν να την καταδικάσουν εις θάνατον και κατόπιν να θησαυρίσουν σκυλεύοντας το πτώμα της. Εκείνη, σε πείσμα των χαρτογιακάδων, επέζησε και μας καλωσόρισε ντυμένη με τα γιορτινά της, ημέρες καρναβαλιού και παρελάσεων άλλωστε.

«Μας κοστίζετε τόσα λεφτά», είπε, ανερυθρίαστα, αντί παρηγοριάς, ο τωρινός ηγέτης του ελεύθερου κόσμου, στους τσακισμένους κατοίκους μίας άλλης αμερικάνικης πολιτείας, που βρέθηκε στο έλεος καταστροφικής καταιγίδας. Έξι μήνες μετά το πέρασμα τoυ τυφώνα Μαρία από το Πουέρτο Ρίκο, το 2017, ο ηλεκτρισμός δεν είχε επιστρέψει ακόμη στο νησάκι. «Μας κοστίζετε τόσα λεφτά».

Χωνέψτε λοιπόν το παντεσπάνι σας και βγάλτε τον σκασμό. Δεν χρειάζεστε βοήθεια για να ξαναχτίσετε τα σπίτια σας ούτε την αξίζετε. Στην επόμενη καταιγίδα, πάλι τα ίδια θα πάθετε.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This