Επιλογή Σελίδας

Του Νίκου Παπαδογιάννη

Tη φράση «δυσαναπλήρωτο κενό» (στον δημόσιο βίο) τη γράφουμε συχνά, αλλά την εννοούμε στην κυριολεξία της πολύ σπανιότερα. Δυσαναπλήρωτο κενό αφήνει μόνο ένας θάνατος, ανθρώπου που εν ζωή επηρέασε τους πάντες και τα πάντα και προκάλεσε κύμα λατρείας, χωρίς να έχει όμοιό του στο στερέωμα όπου βασιλεύει.

Του Ντέιβιντ Μπόουι, ας πούμε. Του Ντράζεν Πέτροβιτς. Του Λέμμυ. Του Μάνου Ελευθερίου, για να περιοριστούμε στην ποπ κουλτούρα.

Του Νέλσον Μαντέλα, αν πρέπει να πάμε στα μεγάλα και στα ιστορικά.

 Δεν είναι δυσαναπλήρωτο το κενό που αφήνει πίσω του ένας αθλητής, όταν εγκαταλείπει την ενεργό δράση. Εκτός αν είναι ο Μάνου Τζινόμπιλι.

Υπάρχει άραγε προηγούμενο, όπου σύσσωμη η κοινότητα του μπάσκετ ενώνεται για να αποχαιρετήσει έναν αθλητή των 13,3 πόντων; Ως αγωνιστική αξία, ο Τζινόμπιλι δεν υπήρξε ποτέ Κόμπι ή ΛεΜπρόν ή Ντάνκαν.

Ενσάρκωσε, όμως, όλα όσα θα ήθελαν να έχει και ο τελευταίος συνάδελφός του, μειράκιο ή βετεράνος, απανταχού της οικουμένης.

Πνεύμα νικητή, αυταπάρνηση, επαγγελματισμό, αλεγκρία, βλέμμα που γελάει και κλαίει την ίδια στιγμή, μυαλό που πετάει φωτιές, συνδυασμένα όλα με σπάνιο ταλέντο που εμφανιζόταν στο παρκέ με τους δείκτες να πλησιάζουν το περίφημο 110 τοις εκατό.

Ο Τζινόμπιλι υπήρξε ο ηγέτης που όλοι θα ήθελαν στη δική τους ομάδα και ουδείς ευχόταν να βρει αντίπαλο. Στα 40 του, ήταν καλύτερος από δύο 20άρηδες.

Το πρότυπο για τα παιδιά σας. Το πρότυπο των παιδιών σας για τον μπαμπά τους. Το πρότυπο, χωρίς άλλους προσδιορισμούς.

Αν είχε γεννηθεί Έλληνας, θα ήταν ο Παναγιώτης Γιαννάκης. Αν είχε γεννηθεί Έλληνας, η Εθνική μας θα κέρδιζε μετάλλια μέχρι τα μέσα της δεκαετίας που διανύουμε.

Πρωτάκουσα το όνομά του τον Ιούνιο του 2000, όταν ο Ολυμπιακός επιδόθηκε σε καλοκαιρινό, ατυχές μπρα-ντε-φερ με την Κίντερ Μπολόνια για να τον πάρει από τη Ρέτζιο Καλάμπρια.

Ναι, στην αρχαία Καλαβρία, στο τακούνι της «μπότας». Ο  Μάνου Τζινόμπιλι δεν αγωνίστηκε ποτέ σε ελληνικό σύλλογο, αλλά έζησε για δύο χρόνια στη Μεγάλη Ελλάδα, απέναντι από τη Σικελία των μαφιόζων.

Και έπαιξε μπάσκετ όχι μόνο στην 1η, αλλά και στη 2η κατηγορία του ιταλικού πρωταθλήματος! Τόσο …παρακατιανός ήταν στα 21 του, όταν άφησε την Αργεντινή. Ο θρύλος λέει ότι τότε τον φλέρταρε και ο Ηρακλής του Ντράγκαν Σάκοτα.

Ο Τζινόμπιλι –που αγωνιζόταν στην Ιταλία ως …γηγενής- υπέγραψε στη Βίρτους, την οποία οδήγησε στον τίτλο της παρθενικής Εuroleague τη χρονιά του διχασμού (2001) και στον εντός έδρας τελικό του 2002. Προσκύνησε τον Παναθηναϊκό του Ομπράντοβιτς στο «Παλαμαλαγκούτι» της Μπολόνια και έφυγε για τους Σπερς, οι οποίοι είχαν αποκτήσει τα δικαιώματά του από το 1999.

Με το νούμερο 57 του ντραφτ. Αυτός, ένας μελλοντικός Hall Of Famer. Η κλοπή του αιώνα.

Αφήστε με, γιατί δεν έχω συνέλθει ακόμη, από τη δηλητηριασμένη πάπια Πεκίνου.

Η ερασιτεχνική ανάλυση του προημιτελικού μεταξύ Ελλάδας-Αργεντινής είχε εντοπίσει την …αχίλλειο πτέρνα των «γκάουτσος» από απόσταση χιλιομέτρων, λες και οι προπονητές ήταν τίποτε καλαμπόρτζηδες.

«Έχουν μόνο έναν πόιντ-γκαρντ, τον Πριχιόνι. Θα τον κουράσουμε και θα τους φάμε». Εμείς, με Διαμαντίδη, Παπαλουκά, Σπανούλη, Ζήση. Αυτοί, με τον γερο-Πριχιόνι «αβοήθητο».

Λες και στέκει να θεωρηθεί κάποιος αβοήθητος, όταν έχει ολόκληρο Τζινόμπιλι δίπλα του.

Η κυρίαρχη εικόνα που έχει μείνει στο μυαλό μου από εκείνο το αλήστου μνήμης παιχνίδι  δεν ήταν ούτε το άστοχο σουτ του Σπανούλη στην εκπνοή ούτε τα τρίποντα του ασταμάτητου Ντελφίνο, ούτε το φύλλο της στατιστικής με τα 5 κλεψίματα, τα 6 ριμπάουντ, τις 3 ασίστ, τους 7 πόντους, το 1 φάουλ και τα 36 λεπτά του «αβοήθητου».

Είναι οι επελάσεις του Τζινόμπιλι, με αφετηρία φυσικά τη θέση του πόιντ-γκαρντ και συνήθη κατάληξη το ελληνικό καλάθι. Τον έβλεπες και νόμιζες ότι δεν θα έχανε ποτέ τη μπάλα ή την αυτοκυριαρχία ή το θάρρος του.

Ο λεγάμενος έβαλε 24 πόντους με 6/13 τρίποντα. Και το σχεδόν νικητήριο καλάθι, με μία απίθανη Τζινομπιλιά ανάμεσα σε Φώτση, Τσαρτσαρή, Παπαλουκά, 48’’ πριν το φινάλε , όταν το σκορ ήταν 78-75.

Ο Βασιλόπουλος μείωσε με τρίποντο (80-78), ο Τζινόμπιλι αστόχησε για μια φορά, αλλά το ρημάδι το σουτ του Σπανούλη στα 4’’ σταμάτησε στο σίδερο, μέσα σε εκκωφαντικές στριγγλιές από Κινέζους, Έλληνες και λοιπές φυλές του Ισραήλ και του Πεκίνου.

Χτύπησα με δύναμη το χέρι στα δημοσιογραφικά έδρανα και παρηγορήθηκα με την κρύα μπίρα που μου έφερε αμίλητος βλέποντάς με φουρκισμένο ένας Άγγλος συνάδελφος.

Τουλάχιστον από τον Τζινόμπιλι χαίρεσαι να χάνεις. Δεν θα σου το τρίψει ποτέ στα μούτρα, όπως κάνουν εκ πεποιθήσεως Σέρβοι και Ισπανοί…

Ήταν η τελευταία –και μεγαλύτερη- ευκαιρία για το πολυπόθητο Ολυμπιακό μετάλλιο. Το πήραν τελικά οι Αργεντινοί, κερδίζοντας με μισή ομάδα (και χωρίς τον τραυματία Μάνου) τη Λιθουανία στον μικρό τελικό.

Την εποποιία τους, βεβαίως, οι Αργεντινοί την έζησαν εν Αθήναις, τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Ακόμα και σήμερα, λένε Αtenas και βουρκώνουν από ιερή μπασκετική συγκίνηση. Και ποδοσφαιρική βεβαίως, αλλά εκεί τα έχουν συνηθίσει τα μεγαλεία.

Η θρυλική «palomita» του Τζινόμπιλι απέναντι στην αντιπαθητικό Γιουγκοσλαβία, στον α’ γύρο, χαιρετίζεται μέχρι σήμερα ως το σημαντικότερο και απολαυστικότερο καλάθι στην ιστορία των «γκάουτσος», αφού αποτέλεσε και εκδίκηση για την άδικη ήττα (ελέω Πιτσίλκα) στον παγκόσμιο τελικό του 2002 στην Ιντιανάπολις.

Όταν έφτασε η ώρα για τον προημιτελικό με την Ελλάδα, η Αργεντινή έμοιαζε –και ήταν- ισχυρό φαβορί, μολονότι οι φίλαθλοι κρέμονταν σαν σταφύλια από τις εξέδρες του γεμάτου όσο ποτέ άλλοτε ΟΑΚΑ.

Βλέπετε, η δική μας ομάδα ήταν ακόμη άγουρη και κουβαλούσε στην πλάτη της τα φαντάσματα ουκ ολίγων χαμένων νοκ-άουτ αναμετρήσεων και αποτυχιών, από την πενταετία 1999-2003.

Εκείνο το βράδυ, της 26ης Αυγούστου 2004 (την ίδια ώρα που οι Ελληνάρες παραπλέυρως αποθέωναν τον …απόντα Κεντέρη), η μπάλα ζύγιζε 100 κιλά στα χέρια των διεθνών μας. Ο Αλβέρτης σούταρε 0/6 τρίποντα. Ο Διαμαντίδης και ο Κακιούζης 0/3. Ο Ζήσης και ο Φώτσης 0/2. Όλοι μαζί, 6 στα 30.

Ο χαροκαμένος ξανθομάλλης Χέρμαν σηκώθηκε από τον αργεντίνικο πάγκο και επιστράτευσε το ψυχρό, γερμανικό αίμα των παππούδων του, για 8 καθοριστικούς πόντους. Ο Τζινόμπιλι ήταν και αυτός άστοχος (0/4 τρ.), αλλά οι 9/9 βολές του μέσα στο ηφαίστειο έδειξαν τη ζωντανή καρδιά της ομάδας του.

Ο ίδιος μάζεψε το πιο κρίσιμο ριμπάουντ από το άστοχο του «Φράγκι» και έδωσε τη χαριστική βολή για το 64-69, λες και βρισκόταν σε προπόνηση (όπως και ο Σκόλα λίγο νωρίτερα). Οι εξοντωμένοι από το άγχος δικοί μας σούταραν 12 στις 21 από τη γραμμή.

Η Αργεντινή κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο με θριάμβους επί των ΗΠΑ (όπου το σκορ μεταξύ Τζινόμπιλι-Ντάνκαν ήταν 29-10) και επί της Ιταλίας, σαν σήμερα, 28 Αυγούστου 2004.

Η ελληνική ομάδα περιορίστηκε στην 5η θέση. Έζησε βέβαια τους δικούς της θριάμβους τη διετία που ακολούθησε, αλλά δεν αξιώθηκε να σκαρφαλώσει σε Ολυμπιακό βάθρο.

Και ερωτώ τώρα εγώ, ο πικραμένος, κουνώντας με συγκίνηση το μαντήλι του αποχαιρετισμού.

Γιατί, ρε αγόρι μου, Μανωλάκη; Γιατί; Χάθηκε να σταματήσεις από την Εθνική το 2003, πλήρης ημερών στα 26 σου, και να περνάς τα καλοκαίρια σου με κόκκινο κρασί και μπριζόλες στο πατρικό σου στη Μπαϊα Μπλάνκα;

Τι κατάλαβες, που έγινες εθνικός ήρωας μιας χώρας που χρειάζεται απεγνωσμένα τέτοιους, ε; Μου λες;

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This