Επιλογή Σελίδας

Του Νίκου Παπαδογιάννη

Bλέπω τον Λούκα Ντόντσιτς να φουσκώνει σαν παγώνι και πονάει η ψυχή μου. Στην τρυφερή ηλικία των 19 ετών και 8 μηνών, ο σχεδόν αμούστακος Σλοβένος περιφέρεται στα γήπεδα του ΝΒΑ, σαν να είναι ο κλειδοκράτορας.

Τον ΕΝΦΙΑ θα τον πληρώσει ευχαρίστως ο Μαρκ Κιούμπαν, αφού πρώτα στείλει ευχαριστήριο μπιλιετάκι προς τις δύο ομάδες (Φίνιξ, Σακραμέντο) που άφησαν τον Ντόντσιτς να πέσει στην ποδιά του.

Στις πρώτες δύο εβδομάδες του ως ρούκι, ο μικρός βγάζει νούμερα αντάξια του 21χρονου Τζόρνταν, του 23χρονου Μπερντ, του 22χρονου Καρίμ και του 24χρονου Έλτζιν Μπέιλορ: 20,4 πόντοι, 6,4 ριμπάουντ, 4 ασίστ, 0.9 κλεψίματα, 46% ευστοχία, 39% στα τρίποντα.

Παίζοντας …τεσσάρι! Απέναντι σε άμυνες, που βρίσκονται έτη φωτός μπροστά από τις αντίστοιχες της Ευρώπης. Και με κωμικά ανεπαρκείς συμπαίκτες.

Εάν για κάποιο λόγο ο Ντόντσιτς σταματήσει το μπάσκετ σήμερα, οι ιστορικοί του μέλλοντος θα μιλήσουν για το παιδί που θα γινόταν ο κορυφαίος ρούκι της ιστορίας. Και έπειτα θα κατακτούσε τον κόσμο.

Διότι αν έχεις τέτοιο αγωνιστικό θράσος και ταλέντο στα 19, τι θα γίνεις στα 28 σου; Ντράζεν; Ακόμα και αυτή η -συνηθέστατη- σύγκριση αρχίζει και αποδυναμώνεται.

Ελάτε τώρα να σας πω, για ποιον λόγο πονάει η ψυχή μου. Η ψυχή μου πονάει, επειδή βλέπω τον Ντόντσιτς και σκέφτομαι τον Διαμαντίδη. Τον άνθρωπο που θα μπορούσε να γίνει πολίτης του κόσμου, αλλά προτίμησε να μείνει για 15 χρόνια κοινοτάρχης σε χωριό.

Ο Ντόντσιτς ξεκίνησε την καριέρα του με το κεφάλι ψηλά και το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Ήξερε ότι διαθέτει τα προσόντα για να κατακτήσει την υφήλιο του μπάσκετ και βάλθηκε να το κάνει, χωρίς να φοβάται κανέναν, χωρίς να δίνει σημασία στη ληξιαρχική πράξη γέννησης και χωρίς να συμβιβάζεται με τη μετριότητα.

Το σημαντικότερο προσόν του, πέρα από το πηγαίο ταλέντο, είναι η εξωστρέφεια. Η ασίγαστη φλόγα. Κάθε φορά που έβγαινε στο γήπεδο, από τα 16-17 του κιόλας, έδινε σύνθημα να κρυφτούν τα γυναικόπαιδα στο κελάρι.

Πριν φύγει για το ΝΒΑ, στέφθηκε πρωταθλητής Ευρώπης με τη Ρεάλ, πρωταθλητής Ευρώπης με την Εθνική Σλοβενίας και MVP της Euroleague. Έφηβος, ακόμη. Σαν να γεννήθηκε 30 χρονών, αλλά χωρίς τα κουσούρια και τις πρώιμες γκρίζες τρίχες των 30άρηδων.

Όταν είδε τη Μπεογκράντσκα Αρένα να γεμίζει με κατασκόπους από το ΝΒΑ που είχαν μάτια μόνο για πάρτη του, δεν δίστασε να παίξει και λίγο για τον εαυτό του.

Ο Ντόντσιτς δεν ήταν ιδιαίτερα καλός στο final four του 2018, αλλά φρόντισε να θαμπώσει τους scouts όσο χρειαζόταν, δίχως να βλάψει την ομάδα του.

«Είναι λίγο αργός για το ΝΒΑ», είπαν οι τελευταίοι αμφισβητίες. Αλλά στο μπάσκετ, ακόμα και του 21ου αιώνα, δεν υπάρχει όπλο πιο αποτελεσματικό από το γρήγορο μυαλό. Ιδίως για κάποιον γκαρντ που ξεκινάει στο «4»!

Ο Διαμαντίδης, στα 19 του, κοιτούσε μόνο το πάτωμα. Δεν είχε συμμετοχές στην Εθνική Ανδρών (η οποία τότε ζούσε το δράμα της Ντιζόν), ούτε καν στην Εφήβων.

Άργησε πολύ να ανθίσει, διότι απλούστατα δεν πίστευε στον εαυτό του. Εάν πίστευε, το κρατούσε για τον εαυτό του. Ο εσωστρεφής χαρακτήρας του και η παροιμιώδης ταπεινοφροσύνη της νιότης του καθρεφτιζόταν και μέσα στο γήπεδο.

Η πόρτα της Εθνικής Ανδρών άνοιξε μόλις το 2002, σε μία χρονιά νεκρή από υποχρεώσεις. Από το γαλάζιο «καλημέρα» του μέχρι το γαλάζιο «αντίο» του μεσολάβησαν μόλις 7 καλοκαίρια, το ένα χαμένο λόγω τραυματισμού.

Τα κατορθώματά του με την Εθνική και με τον Παναθηναϊκό τον έκαναν περιζήτητο στα μέσα της δεκαετίας των δύο μηδενικών, αλλά η θέση του στην υπερατλαντική πτήση έμεινε αζήτητη.

Η περίφημη δήλωσή του, «δεν έχω τις δυνατότητες να παίξω στο ΝΒΑ», πρέπει να είναι το ακυρότερο άκυρο όλων των εποχών. Μακριά από τα μικρόφωνα και τις κάμερες, ο Ομπράντοβιτς τραβούσε τα μαλλιά του όποτε του τη θύμιζαν.

Τη δική μου άποψη για το underachieving του Διαμαντίδη την έχω καταθέσει κατ’ επανάληψη και σε όλους τους τόνους.

Πιστεύω ακράδαντα ότι θα γινόταν All-Star στο ΝΒΑ, είτε μετακόμιζε στις ΗΠΑ στα 22 του είτε στα 26 του, για να μη πω στα 31 του όπως ο Σαμπόνις και οσονούπω ο Γιούλ.

Το κορμί του ήταν πλασμένο για να αντέξει στις κακουχίες, άσχετα αν έμεινε κάπως αγύμναστο στα στάσιμα νερά της Ευρώπης. Τον μπασκετικό νου του δεν το έχει κανείς. Το σουτ του ήταν, για τα δεδομένα του ΝΒΑ, πρώτης γραμμής.

Η άμυνά του, προσωπική ή στα πλαίσια της ομάδας, πολύ πάνω του μετρίου. Το διάβασμα του παιχνιδιού, πολύ πάνω του τελείου. Η διάθεσή του για δουλειά, σπάνια και ζηλευτή. Η έκρηξη που ενδεχομένως του έλειπε θα μπορούσε να δουλευτεί μεθοδικά στην Αμερική.

Στη λίγκα όπου κάνουν καριέρα επιπέδου All-Star ο Ντράγκιτς, ο Ρούμπιο και άλλοι Ευρωπαίοι γκαρντ με χαμηλότερο ταβάνι, ειδικά με τις συντεταγμένες της προηγούμενης δεκαετίας (όπου το pace and space και τα αμέτρητα σουτ βρίσκονταν σε δεύτερο πλάνο), ο 25χρονος Διαμαντίδης με 2-3 χρόνια θητείας στο ζωνάρι του θα έκανε θραύση.

Διότι τι άλλο είναι ο Λούκα Ντόντσιτς, παρά ένας Διαμαντίδης της δεκαετίας του 2020;

Ωστόσο, ο Δημήτρης δεν ήθελε. Άλλοι προσπάθησαν και απέτυχαν, αλλά εκείνος δεν προσπάθησε καν. Προτιμούσε να μείνει ο Μίμης από την Καστοριά με τον χαμηλό ορίζοντα, παρά ο Dimi από το Αμέρικα που θα άπλωνε το χέρι προς τα αστέρια.

Δικαίωμά του και μαγκιά του, να ζήσει τη ζωή του χωρίς τηλεσκόπιο και με τα αυτιά κλειστά στο τραγούδι των σειρήνων. Αυτό ήθελε, αυτό αποφάσισε.

Η ιστορία θα μιλήσει για έναν από τους κορυφαίους παίκτες στα χρονικά του ευρωπαϊκού μπάσκετ, αλλά οι τυχεροί που ζήσαμε από κοντά την καριέρα του θα τη συνοδεύουμε παντοτινά με ένα διστακτικό αλλά βασανιστικό «what if…?»  

Πού θα έφτανε ο Διαμαντίδης, εάν τολμούσε να ανοίξει φτερά προς τον ήλιο; 

Και άντε να πείσεις τώρα τους Αμερικανούς, που βλέπουν τον Ντόντσιτς και γεμίζουν τη σαλιάρα τους με σάλια, ότι την τελευταία διεθνή ήττα τους τη δρομολόγησε (με τάπες στον Κρις Πολ και σταυρωτές ντρίμπλες στον ΛεΜπρόν Τζέιμς) ο άνθρωπος που θα γινόταν ένας Ντόντσιτς πριν τον Ντόντσιτς.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This