Επιλογή Σελίδας

Του Γιώργου Ζάκκα

Ήταν ένα τυπικό, γερμανικό δεκεμβριανό πρωινό. Τα ημερολόγια ήταν όλα συγχρονισμένα, στην ίδια σελίδα, 7η μέρα του τελευταίου μήνα του χρόνου. Έτος: 2017!

Στο στρατηγείο μίας ομάδας, που για ακόμα μία σεζόν, ζούσε στον παρατεταμένο παράδεισό της, έχοντας κατακτήσει τα επτά, από τα τελευταία 8 εγχώρια πρωταθλήματα, εκείνη η ημέρα, δεν έμοιαζε σαν όλες τις άλλες. Λίγες ώρες αργότερα, στην Brose Arena, στο περήφανο καταφύγιο του υγιούς τοπικισμού των 78 χιλιάδων κατοίκων της Βαμβέργης, θα παρέλαυνε η πρωταθλήτρια Ευρώπης του 2016, ΤΣΣΚΑ Μόσχας. Ο κόσμος, πάντα αντάξιος των προσδοκιών, ήταν σε επιφυλακή. Η πόλη θα ζούσε ακόμα μία μπασκετική φιέστα, σαν εκείνες, τις πολλές, των τελευταίων ετών κι από τότε που η Μπάμπεργκ τεκμηρίωνε το δικαίωμα να αγωνιστεί στην Euroleague.

Κάθε αγωνιστική ημέρα, κάθε μέρα που τα καμάρια εκείνης της γωνιάς της Βαυαρίας, θα ξεπόρτιζαν από τα αποδυτήρια για να υποδεχθούν το επόμενο θύμα τους, ή ένα βαρυσήμαντο όνομα της ευρωπαϊκής κοινότητας του μπάσκετ, σήμαινε κάτι ξεχωριστό για την πληθυσμό της πόλης, που από το 1993 αποτελεί παγκόσμια κληρονομιά, προστατευμένη από την UNESCO.

Κάπου εκεί, όμως, σε ένα γραφείο, φωτεινό, μα ερμητικά κλειστό προς έξωθεν ασήμαντες παραβιάσεις, το περιβάλλον ήταν μουντό, καχεκτικό, προβληματικό. «Κύριοι, εδώ που είμαστε, πρέπει να κοιτάξουμε κατάματα την αλήθεια και να παραδεχθούμε μία αλήθεια, που όλοι γνωρίζετε, αλλά είναι αδύνατον να την παραγκωνίζουμε διαρκώς». Πιθανότατα αυτές να ήταν οι λέξεις που χρησιμοποίησε το μεγάλο αφεντικό… Ο ιδιοκτήτης της εταιρίας BROSE, με δραστηριότητες σε ολόκληρο τον κόσμο και περισσότερους από 25 χιλιάδες υπαλλήλους…

Τα βλέμματα δεν πάγωσαν ακριβώς, ούτε έπεσε σαν κεραυνός σε ένα γαλανό ουρανό. Όλοι ήξεραν αυτήν τη σκληρή «αλήθεια» για την οποία είχε μιλήσει το μεγάλο αφεντικό. «Δε γίνεται να συνεχίσουμε να χάνουμε χρήματα. Δε γίνεται να παρουσιάζουμε μία ομάδα, που εξαιτίας του μπάτζετ και μόνο για αυτό, χάνει. Ήρθε η ώρα να πάρουμε σημαντικές αποφάσεις».

Τις αμέσως επόμενες στιγμές το κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται… Στη σφραγισμένη αίθουσα συσκέψεων, άνθρωποι που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είχαν κερδίσει το δικαίωμα να είναι παρόντες στη σύσκεψη που άλλαξε την ιστορία του οργανισμού με την προσφορά τους τα προηγούμενα χρόνια, αντάλλαξαν απόψεις, συζήτησαν, άκουσαν, μίλησαν.

Στις 7 Δεκεμβρίου 2017, μπήκαν οι πιο ισχυρές βάσεις, προκειμένου η Μπάμπεργκ, λίγους μήνες αργότερα, να γίνει η πρώτη ομάδα που απαρνήθηκε την ECA, για να ενσωματωθεί στο Basketball Champions League…

«H Brose, o μεγάλος χορηγός μας, μπήκε στην οικογένεια της Μπάμπεργκ το 2001 με ένα ποσό που άγγιζε τις 30 χιλιάδες μάρκα τότε. Ήταν 17 χρόνια πριν και ακόμα και για εκείνη την εποχή το ποσό ήταν μικρό. Είδατε όμως πού κατέληξε», αρχίζει την αναδρομή του ο Ρολφ Μπέγερ, τζένεραλ μάνατζερ της Μπάμπεργκ…

«Σήμερα, 17 χρόνια μετά, οι απαιτήσεις είναι πολύ μεγαλύτερες, ο ανταγωνισμός στη Γερμανία τεράστιος, με όλα τα σπορ και το μπάσκετ είναι πολύ μικρό για να καλύψει τις ανάγκες που παρουσιάζονται αν χρειάζεται μία ομάδα να βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο», συμπλήρωσε. 

Η Brose είναι μία εταιρία με ετήσιο τζίρο 6,5 δις ευρώ και οι φανατικοί ακόλουθοι της Μπάμπεργκ (στην πόλη δεν υπάρχουν οπαδοί), αναγνωρίζουν ότι ο ισχυρός άνδρας της, Μίκαελ Στόσεκ: «Είναι ένας άνθρωπος με τεράστιο πάθος για το μπάσκετ. Το αγαπάει πάρα πολύ κι έχει βοηθήσει την ομάδα να ζήσει όλες τις επιτυχίες του πρόσφατου παρελθόντος», με τον Μπέγερ να προσθέτει: «Εκτός αυτού όμως είναι άνθρωπος που του αρέσει να νικά. Να κερδίζει. Η αγάπη του για το μπάσκετ είναι δεδομένη και συνάμα θέλει να κερδίζει, να βλέπει την ομάδα του να νικά».

Έξι χρόνια μετά την πρώτη συμμετοχή της στην Euroleague, η μεγαλύτερη επιτυχία της Μπάμπεργκ, εκτός από κάποιες νίκες κόντρα σε ιστορικά brands της Ευρώπης, ήταν η πρόκριση στην φάση των 16, την τελευταία χρονιά που η διοργάνωση έγινε με 24 ομάδες. 

«Την άνοιξη του 2017 άρχισαν οι συζητήσεις μας με τον Πατρίκ Κομνηνό, ο οποίος μας εξήγησε το project του BCL και ξαφνικά ανακαλύπτουμε ότι στο ευρωπαϊκό μπάσκετ υπάρχει ένας άνθρωπος, επικεφαλής μίας διοργάνωσης, που πρεσβεύει διαφορετικά πράγματα από αυτά που βιώναμε εμείς μέχρι τότε» λέει ο Μπέγερ και συνεχίζει: «Το 2017 κερδίσαμε το νταμπλ στη Γερμανία και ακολουθούσε το πολύ σκληρό πρόγραμμα της ανανεωμένης Euroleague με τους 16 αντιπάλους, που βέβαια εμείς θα συμμετείχαμε, όχι ως A’ Licence, αλλά ως πρωταθλήτρια Γερμανίας. Αυξήσαμε το μπάτζετ κατά 5εκ. ευρώ, τα οποία όχι μόνο δεν ήταν αρκετά για να είμαστε ανταγωνιστικοί σε αθλητικό επίπεδο, αλλά αποδείχτηκε ότι δεν υπήρχε ανταποδοτικότητα, σε χορηγίες, σε προβολή από τα media, σε συνεργασίες, που θα μπορούσαν να καλύψουν αυτό το μπάτζετ. Είχε έρθει η ώρα να κοιτάξουμε έναν διαφορετικό δρόμο».

Για την Euroleague και τον Τζόρντι Μπερτομέου η Μπάμπεργκ ήταν ανέκαθεν ένας πολύ σοβαρός συνεργάτης, προερχόμενος από μία τεράστια αγορά όπως η γερμανική, αλλά στην πραγματικότητα η ομάδα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από: «ένας junior partner της Euroleague. Δεν είχαμε 10ετές συμβόλαιο και ταυτόχρονο δεν καλύπταμε επακριβώς τους βαθύτερους στόχους της διοργάνωσης, που δεν είναι άλλοι από την αναζήτηση ευκαιριών σε μεγάλες πόλεις, που ταυτόχρονα είναι και μεγάλες αγορές. Η Euroleague θέλει να κάνει μπίζνες σε πόλεις όπως η Μόσχα, το Παρίσι, το Μόναχο, το Βερολινο, το Λονδίνο κοκ. Ψάχνει για αγορές με μεγάλα brands. Εμείς απλά ήμασταν ένα κομμάτι μίας μεγάλης αγοράς, όπως είναι η Γερμανία, αλλά δεν είμαστε ούτε το Μόναχο, ούτε το Βερολίνο» θυμίζει ο Μπέγερ.

Το project της Μπάμπεργκ, όταν ξεκίνησε, με τη συμμετοχή της στην κορυφαία ευρωπαϊκή διοργάνωση, δεν είχε μόνο οικονομικούς στόχους, αλλά και αθλητικούς: «διότι, κακά τα ψέματα, το αποτέλεσμα φέρνει τους χορηγούς και τα χρήματα και όχι το αντίθετο» σύμφωνα με τον GM της.

Ύστερα από έξι χρόνια στα «σαλόνια» της Euroleague, ο βραχυπρόθεσμος αγωνιστικός στόχος δεν είχε επιτευχθεί και η οικονομική εικόνα δεν ήταν ενθαρρυντική, με τον ίδιο να υπογραμμίζει:«Το πλάνο μας ήταν έπειτα από 5-6 χρόνια να καταφέρουμε την εδραίωσή μας μεταξύ των 10 κορυφαίων ομάδων της Ευρώπης. Κάτι που φυσικά δεν ήταν εύκολο, όπως και αποδείχθηκε».

«Στην εκκίνηση της τελευταίας σεζόν, ξέραμε ότι το μάξιμουμ των προσδοκιών μας ήταν να διεκδικήσουμε μία θέση από το 11 μέχρι το 13. Επίσης υπήρχε μία γενικότερη αίσθηση θα είχαμε και πρόβλημα με τη διαιτησία». Το θέμα με τη διαιτησία, προήλθε από το ένστικτο και τη διαίσθηση του ιδιοκτήτης της ομάδας. Κι έτσι εκείνο το Δεκέμβριο, αποφασίστηκε ότι: «Το περιβάλλον στο οποίο καλούμασταν να ανταγωνιστούμε δεν ήταν υγιές. Και συμφωνήσαμε ότι το μεγαλύτερο λάθος που θα μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να χάσουμε το πάθος μας»!

Ακριβώς εκείνη τη χρονική στιγμή μπαίνει στο κάδρο το BCL και ο Πατρίκ Κομνηνός, που σύμφωνα με τα λεγόμενα του Μπέγερ: «Είχε μία διαφορετική ματιά για το αθλητικό και το οικονομικό μοντέλο, βασισμένο πάνω σε υγιείς ιδέες, με ανοιχτό βλέμμα και αξιοκρατία. Και το κυριότερο: Εμφανίστηκε μία διοργάνωση που υποστηρίζει το αθλητικό κριτήριο, το βαθμολογικό κίνητρο και το εγχώριο προϊόν, από το οποίο προκύπτουν οι ομάδες που εξασφαλίζουν δικαίωμα ευρωπαϊκής παρουσίας. Εμείς πιστεύουμε πάρα πολύ σε αυτό, για αυτό άλλωστε είχαμε συμμετοχή στην Euroleague τόσα χρόνια. Κατακτούσαμε το πρωτάθλημα στη Γερμανία».

Η συζήτηση περί οικονομικού μοντέλου είναι πάρα πολύ σοβαρή στο ευρωπαϊκό μπάσκετ και τα νούμερα σοκάρουν. Προ ημερών, δημοσιεύτηκε στην Ισπανία ότι η κατάκτηση της Euroleague… κόστισε στη Ρεάλ το 2018 περίπου 30 εκατ. ευρώ, όσα δηλαδή ήταν η χασούρα της στον υπολογισμό εσόδων-εξόδων. Σε μία Ευρώπη με διαφορετικές κουλτούρες, διαφορετική νομοθεσία από χώρα σε χώρα και ομάδες που άλλες απολαμβάνουν κρατικής υποστήριξης κι άλλες όχι, το μέλλον του μπάσκετ με οικονομικούς όρους πρέπει να ανοίξει κάποια στιγμή. Το θνησιγενές μοντέλο των ιδιοκτητών που έχουν λατρεία για σύμβολα και χρώματα και στο βωμό αυτή της «θρησκείας» είναι αποφασισμένοι να ξοδέψουν εκατομμύρια ευρώ, χωρίς προσμονή για ανταπόδοση, πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση, διότι μακροπρόθεσμα, μπορεί να αποδειχτεί καταδικαστικό. 

«Προσπαθήστε να αντιληφθείτε τι συμβαίνει: Τα συνολικά έσοδα που έχουν όλες οι ευρωπαϊκές διοργανώσεις είναι 40 εκ. ευρώ. Σαράντα εκατομμύρια, που πρέπει να μοιραστούν σε 80 ομάδες από την επόμενη σεζόν. Συγκριτικά με το ποδόσφαιρο, αυτά τα χρήματα είναι ελάχιστα. Κι αν βάλουμε τα πράγματα στο τραπέζι, δεν υπάρχει δυνατότητα οικονομικής βιωσιμότητας για καμία ομάδα. Κι αυτό είναι ένα σοβαρό πρόβλημα».

Έτσι, σχεδόν πέντε μήνες μετά κι ενώ υπήρξαν… αποσπαστικοί παράγοντες: «όπως το παιχνίδι στην έδρα μας κόντρα στην Μπαρτσελόνα, που βρεθήκαμε να χάνουμε με 26 πόντους, αλλά τελικά φτάσαμε στη νίκη», τον Μάιο του 2018, ελήφθη η οριστική απόφαση… «Ο,τι κι αν γινόταν στο πρωτάθλημα της χώρας μας, ήταν ξεκάθαρο πια ότι θα αποχωρούσαμε από την ECA και θα προσχωρούσαμε στη FIBA».

Όπως είπε και ο αθλητικός διευθυντής της Μπάμπεργκ, ο Λιθουανος, Γκίνας Ρουτκάουσκας, με θαυμαστό παρελθόν σε ομάδες της Λιθουνίας (Ζαλγκίρις), αλλά και τη Ρωσίας (Ντιναμό Μόσχας), στη Γερμανία: «Όταν καθορίζεται το μπάτζετ, δεν μπορείς να μετακινηθείς ούτε ένα ευρώ πάνω από αυτό. Προφανώς και θα υπάρξουν ατυχίες, ή προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν, αλλά το μπάτζετ δε γίνεται να αλλάξει».

Υπό αυτή την έννοια, το BCL ήταν ο κατ’ επιλογήν δρόμος της Μπάμπεργκ… «Ξέρουμε ότι κάναμε την καλύτερη επιλογή προκειμένου το κλαμπ να παραμείνει υγιές τα επόμενα χρόνια. Και είχαμε μία πολύ λογική προσέγγιση σε αυτό το γεγονός. Μαζί με την αλλαγή αγωνιστικού περιβάλλοντος θα κάναμε και την αναδόμηση που είχε ανάγκη η ομάδα μας. Την ανανέωσή μας. Ξέραμε ότι με ένα συγκεκριμένο μπάτζετ, το οποίο θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε και με στόχο την παροχή εμπιστοσύνης στα σπουδαία παιδιά που έρχονται από τις ακαδημίες μας, θα μπορούσαμε να πετύχουμε περισσότερα πράγματα στο BCL. Είχαμε αποφασίσει να δούμε κάποια πράγματα με διαφορετικό μάτι. Γνωρίζαμε ότι το επίπεδο και η λάμψη των ομάδων δε θα ήταν ίδια με το αντίστοιχο level της Euroleague, αλλά όπως βλέπετε κι εσείς, εν τέλει, το γεγονός ότι προέρχεται από την Euroleague η Μπάμπεργκ δεν της εγγυάται ότι θα νικά, ούτε πως θα είναι επιτυχημένη χωρίς να προσπαθήσει σκληρά. Ξέρετε, παίζουν και οι άλλοι μπάσκετ και μάλιστα με ποιότητα, δεν είμαστε μόνοι μας. Ρεαλιστικός στόχος μας είναι να φτάσουμε μέχρι τους “8”  και το όνειρό μας είναι το Final Four”. 

Εν κατακλείδι ο διοικητικός στόχος ήταν ένας και συγκεκριμένος: «Θέλουμε να έχουμε μία υγιή χρηματοδότηση προς το κλαμπ, το οποίο θα μπορεί να επιβιώσει, ακόμα κι αν δεν έρθουν αποτελέσματα αγωνιστικά. Μόνο έτσι μπορεί να χτίσει μία ομάδα για το μέλλον της και την ύπαρξή της». 

Βεβαίως, από φέτος η Euroleague έχει άλλον μεγάλο συνεργάτη στη Γερμανία, την Μπάγερν Μονάχου, που πληροί όλες τις προϋποθέσεις της: είναι μία ομάδα με εκπληκτικό ποδοσφαιρικό υπόβαθρο, με κόσμο, με μπάτζετ, που έχει στο πλάνο της την κατασκευή νέου γηπέδου και προέρχεται από μία πόλη-αγορά για το ευρωπαϊκό μπάσκετ: «Κοιτάξτε, πιθανώς κι εμείς θα μπορούσαμε να επενδύσουμε, αλλά για ποιο λόγο να το κάνουμε; Με ποιο αντίκρισμα; Πώς θα μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε όλα αυτά τα χρήματα, ώστε να έχουμε μία υγιή εικόνα σε οικονομικό επίπεδο; Μπορείς να έχεις ένα μπάτζετ 10 εκατ. ευρώ, αλλά και πάλι, όταν ανταγωνίζεσαι ομάδες με 25, 30 και 40 εκατ. μπάτζετ, είναι πάρα πολύ δύσκολο να έχει επιτυχές αγωνιστικό αποτέλεσμα», υποστηρίζει ο Μπέγερ για να συνεχίσει:

«Για εμάς το μοντέλο του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού με τους ισχυρούς ιδιοκτήτες, που όπως φαίνεται προτίθενται κάθε χρόνο να βάζουν 10 ή 15 εκατομμύρια, ενώ πριν μερικά χρόνια έβαζαν 20 και 25εκατ., δεν είναι πρότυπο. Είναι ένα αδιέξοδο. Επίσης, υπάρχουν ομάδες όπως η Ζαλγκίρις, που με χρηστή διαχείριση, αλλά και μεγάλη βοήθεια από το κράτος κι έχοντας ένα τεράστιο γήπεδο που φιλοξενεί πολλά και διαφορετικά events, κατάφερε να φτάσει μέχρι το Final Four. Επενδύοντας σε έναν σπουδαίο προπονητή και μία ομάδα που έγινε σπουδαία μαζί του. Δεν είναι πολλές αυτές οι ομάδες όμως. Πάρτε για παράδειγμα την ΤΣΣΚΑ, τη Χίμκι, που έχουν κρατική χρηματοδότηση ή την Μπαρτσελόνα και τη Ρεάλ, για τις οποίες τα χρήματα έρχονται από τον ποδοσφαιρικό κουμπαρά. Είναι ομάδες που χάνουν δεκάδες εκατομμύρια κάθε χρόνο. Πώς μπορούν να συγκριθούν αυτές οι ομάδες με τις άλλες, που δεν έχουν οργανική στήριξη, ή χρηματοδότηση από δημόσιες υπηρεσίες; Δεν οδηγεί πουθενά αυτό το μοντέλο. Το μέλλον δεν είναι δυνατόν να βασιστεί σε μία δομή, που το 50% του μπάτζετ καλύπτεται από έναν άνθρωπο, ή μία πλευρά. Δεν είναι βιώσιμο, ούτε λειτουργικό. Το μέλλον είναι στην προσέλκυση χορηγών, στα ανεκτά μπάτζετ ή τα μεγάλα αν καλύπτονται από τα έσοδα, είναι στη δημιουργία ενός μιντιακού περιβάλλοντος προβολής. Όχι στην αυτοδιάθεση».

Σε αυτές τις περιπτώσεις οι αντιδράσεις του κόσμου παίζουν σημαντικό ρόλο και στη Μπάμπεργκ, που οι φίλαθλοι δεν είναι απλά πελάτες, αλλά ζωτικό μέλος του οργανισμού, αντιδράσεις υπήρχαν. Πολύ σύντομα όμως, κόπασαν: «Μετά την ανακοίνωση που βγάλαμε και τη συνέντευξη Τύπου που κάναμε προκειμένου να ανακοινώσουμε την αναδόμηση της ομάδας, την επανέναρξη ουσιαστικά, νιώσαμε το παράπονο του κόσμου. Υπήρξαν φωνές που ανέφεραν ότι εγκαταλείπουμε την προσπάθεια, ότι δεν μας ενδιαφέρει πια. Δεν ήταν όμως έτσι και βήμα βήμα το κατάλαβαν. Ήταν μία περισσότερο συναισθηματική αντίδραση. Κατάλαβαν ότι βασικός στόχος μας ήταν να συνδέσουμε το πρόγραμμα των Ακαδημιών μας με την ανδρική ομάδα. Ξέρετε, έχουμε πολύ μεγάλο πρόγραμμα για τις νέες ηλικίες και  πολλά παιδιά φαίνεται ότι έχουν δυνατότητες να κάνουν καριέρα. Όσο παίζαμε στην Euroleague, ήταν αδύνατον να δοθούν ευκαιρίες στα νέα παιδιά, που βρίσκονται σε ηλικία 20-21 ετών ή ακόμα και μικρότεροι. Θέλουμε μία νέα δομή, με παιδιά πεινασμένα, που εμείς θα τα πλαισιώσουμε με την απαραίτητη εμπειρία, του Ζήση ή του Ράις. Χρειάζεται ένα… πεινασμένο σύνολο όμως. Και πάθος. Από όλους».

Κλείνοντας είπε με νόημα: «Η κλειστή λίγκα δεν είναι το σωστό μοντέλο για την Ευρώπη. Η FIBA και η Euroleague πρέπει να συνεργαστούν. Το σύστημα του κλειστού πρωταθλήματος, θα έχει κάποιες μεγάλες ομάδες, ναι, αλλά δε θα δώσει καμία ευκαιρία στις υπόλοιπες να αναπτυχθούν. Αυτό θέλουμε; Πριν από περίπου δύο χρόνια, βλέποντας την κατάσταση, όπως διαμορφώνεται, επικοινωνήσαμε με κάποιες ομάδες και είπαμε ότι δεν μπορούν οι άλλοι να βρουν τη λύση, ας τη βρούμε εμείς. Όλοι έλεγαν: “Ναι, εμείς πρέπει να το κάνουμε”, αλλά τελικά δεν εμφανίστηκε κανείς πρόθυμος να το κάνει. Την τελευταία στιγμή όλοι οπισθοχώρησαν. Ο Πατρίκ λέει ότι το μπάσκετ έχει ανάγκη μία διοργάνωση που να ανήκει στις ομάδες. Και τον εμπιστεύομαι. Βέβαια, και ο Τζόρντι το ίδιο λέει. Αλήθεια είναι! Αλλά στο τέλος, τα πράγματα γίνονται διαφορετικά και οι αποφάσεις που λαμβάνονται δεν είναι των πολλών, αλλά του ενός. Όσο συμβαίνει αυτό, δεν μπορεί η διοργάνωση να είναι των ομάδων».

Πηγή: Sport DNA

Pin It on Pinterest

Shares
Share This