Επιλογή Σελίδας

Του Γιώργου Καραμάνου

Ηταν 3 Νοεμβρίου του 1993. Είχε προηγηθεί μία περίοδος 13 ετών, η οποία χαρακτηρίστηκε ως η μεγαλύτερη διχόνοια στην ιστορία του αργεντινίνκου ποδοσφαίρου. Ολη η χώρα και όχι μόνο, είχε κλειδώσει την προσοχή της σε εκείνο το ραντεβού. Ουσιαστικά έμοιαζε με ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Η Ιντεπεντιέντε του Σέσαρ Λουίς Μενότι υποδεχόταν την Μπόκα Τζούνιορς του Κάρλος Μπιλάρδο στην πρώτη και μοναδική άμεση κόντρα των δύο εχθρών, των δύο κατακτητών του Παγκοσμίου Κυπέλλου, που εκπροσωπούσαν τις δύο διαφορετικές σχολές για το πώς θα έπρεπε να παίζεται το παιχνίδι.

Ο Μενότι βγήκε θριαμβευτής από το ματς και γνώρισε για λίγο τη δικαίωση. Μόνο που κανείς δεν έμεινε σε εκείνη τη νίκη και η Αργεντινή παρέμεινε για πάντα χωρισμένη στα δύο. Ο Αναρχικός» και ο «Μυταράς» είχαν φροντίσει γι’ αυτό από την πρώτη επαγγελματική συνάντησή τους, πίσω στον Μάρτιο του 1983, σε ένα κυριλέ ξενοδοχείο της Σεβίλλης. Ο Μενότι βρισκόταν εκεί ως φιλοξενούμενος με τη δική του Μπαρτσελόνα και ο Μπιλάρδο ως επισκέπτης για τις βασικές συμβουλές. Ο δεύτερος μόλις τον είχε διαδεχτεί στην Εθνική και ξεκινούσε τη θητεία του από το δωμάτιο του τύπου που το 1978 είχε οδηγήσει την Αλμπισελέστε στο θαύμα.

Το κλίμα ήταν άκρως φιλικό. «Να καλέσεις τον Γκάτι (τερματοφύλακας), τον Τροσέρο (εξτρέμ) και τον Ταραντίνι (αριστερός μπακ). Βγάζουν ψυχή, λατρεύουν την Εθνική και θα σου λύσουν τα χέρια», του είπε ο Μενότι, αλλά ο Μπιλάρδο δεν τον άκουσε και τους άφησε εκτός από το ντεμπούτο του, εκείνον τον φιλικό διασυρμό με 4-0 από τη Χιλή. Ο Μενότι έγινε έξαλλος μαζί του. Τηλεφώνησε στην «Clarin» τη μεγαλύτερη εφημερίδα της χώρας και ζήτησε να αρθρογραφήσει. Η επίθεση που έκανε στον διάδοχό του δεν είχε προηγούμενο, κατηγορώντας τον για τα πάντα. Ηταν η αρχή του εθνικού ποδοσφαιρικού διχασμού…

Εκείνο που χώριζε τους δύο ισχυρούς άντρες ήταν η εντελώς διαφορετική λογική της αντιμετώπισης του παιχνιδιού. Δύο τρομερά ισχυρές προσωπικότητες, δύο κατακτητές του Μουντιάλ, δύο φιλοσοφίες που σαν παράλληλες ευθείες δεν συνέκλιναν πουθενά, δύο εκ διαμέτρου αντίθετες συμπεριφορές από την κουλτούρα του vivere, το ντύσιμο ως τις πολιτικές πεποιθήσεις.


Μανιώδης καπνιστής, με τσαλακωμένα κοτλέ σακάκια, ρομαντικός, ιδεαλιστής, υπηρέτης της ελεύθερης σκέψης και πρωτοβουλίας, ο Μενότι υπήρξε ένας θιασώτης του ωραίου. «Το ο σκοπός αγιάζει τα μέσα δεν το υπηρέτησε καμία ομάδα μου, ποτέ. Ανέκαθεν ο στόχος ήταν η νίκη, αλλά μαζί με την αίσθηση της απόλαυσης του παιχνιδιού. Μπορείς πάντα να χάσεις έναν αγώνα, αλλά ποτέ την αίσθηση ότι έχασες την αξιοπρέπειά σου επειδή δεν έδωσες μία ωραία μάχη».

Μενότι: «Ο ποδοσφαιριστής είναι απλά ένας προνομιούχος τύπος που καλείται να μετουσιώσει στο γήπεδο όλα τα όνειρα και τα συναισθήματα ενεός οπαδού για την όμορφη μπάλα»!


Στην απέναντι όχθη καθόταν ακραία σιδερωμένος μέσα στα καμηλό κοστούμια του εκείνος που πάντοτε αναζητούσε την κορυφή με κάθε κόστος. Για τον πραγματιστή Μπιλάρδο τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα πιο απλά, ρεαλιστικά, ψυχρά και επαγγελματικά: «Το να είσαι δεύτερος, είναι αποτυχία. Εάν είναι να κατακτήσουμε το Μουντιάλ, ας το κάνουμε και χωρίς να παίξουμε όμορφα. Ποιος θα ασχοληθεί άλλωστε γι’ αυτό όταν θα δει την κούπα; Σημασία έχει η νίκη και μόνο αυτή».

Μπιλάρδο: «Οταν το κοινό βρίσκεται σε ένα κονσέρτο μουσικής, ζητάει ένα τραγούδι ακόμα. Οταν όμως βρίσκεται στο γήπεδο και η ομάδα του νικάει, ζητάει να μάθει την ώρα που απομένει για το φινάλε»!

Ο λαός που τους αγαπούσε και τους δύο, βρέθηκε στη μέση. Το ίδιο και ολόκληρη η αργεντίνικη σχολή ποδοσφαίρου. Τελικά ποιο δόγμα θα έπρεπε να καθιερωθεί; Ο θρυλικός Ντανιέλ Πασαρέλα, ο οποίος σήκωσε το Μουντιάλ και με τους δύο, προσπάθησε κάποτε να δώσει την ενδιάμεση κατεύθυνση: «Η Εθνική θα πρέπει να αμύνεται όπως θέλει ο Μπιλάρδο και να επιτίθεται όπως αναζητά ο Μενότι». Μόνο που αυτός ο συνδυασμός δεν μπόρεσε να επιτευχθεί ποτέ στη ν πατρίδα των Γκαούτσος, η οποία μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια παραμένει εγκλωβισμένη στην ίδια διχόνοια που την πλήττει και πολιτικά.

Αλλωστε το δίλημμα «Menottistas» ή «Bilardistas» υπήρξε ανέκαθεν πιο ισχυρό και από το «Ριζοσπάστες» ή «Περονιστές», ακόμα και από το σύγχρονο Ντιεγκίτο ή Μέσι. Και για όσο δεν δίνεται απάντηση, η Αλμπισελέστε θα κινδυνεύει να παραμείνει δίχως φινέτσα, τίτλους και αγωνιστικό στιλ…

Πηγή: Gazzetta – Planet Football

Pin It on Pinterest

Shares
Share This