Επιλογή Σελίδας

Του Βασίλη Σαμπράκου

Από τα πρώτα μου χρόνια στην αθλητική δημοσιογραφία σε στιγμές σαν και τις σημερινές, που ακολουθούσαν μια μεγάλη αθλητική διοργάνωση που δεν ήταν σχετική με το ποδόσφαιρο ή/και το μπάσκετ, έπιανα τον εαυτό μου να στεναχωριέται ή και να νιώθει τύψεις για την στάση των αθλητικών media απέναντι στις επιτυχίες των αθλητών και των αθλητριών. Με στεναχωρούσε να βλέπω μεγάλες επιτυχίες στον κλασσικό αθλητισμό ή και σε άλλα αθλήματα να τυγχάνουν μικρότερης προβολής συγκριτικά με μικρότερες επιτυχίες στο ποδόσφαιρο και το μπάσκετ. “Δεν πουλάνε τα άλλα σπορ”, ήταν η απάντηση που εισέπραττα στον καιρό μου ως μαθητευόμενος, την οποία εκ των υστέρων επιβεβαίωσα παντοιοτρόπως, στον καιρό μου ως αρχισυντάκτης ή διευθυντής χάρτινης εφημερίδας. Ηταν μια ωμή πραγματικότητα, για χίλιους δυο λόγους που δεν χωρούν σε ένα ψηφιακό κείμενο. Και ήταν κρίμα. Μέχρι να εμφανιστούν πρώτα το internet και στη συνέχεια τα social media.

Οπως πιθανόν έχετε ήδη διαπιστώσει, οι τακτικοί επισκέπτες μας, στο gazzetta τα “άλλα σπορ” και οι πρωταγωνιστές τους έχουν μεγαλώσει τόσο την απήχησή τους που φτάνουν να αναδεικνύονται, πλέον παραδοσιακά, σε νικητές των ετήσιων βραβείων που απονέμει το κοινό του gazzetta στους κορυφαίους και τις κορυφαίες του ελληνικού αθλητισμού. Πώς έγινε αυτό, πώς συνέβη να έχουν πλέον απήχηση τα “άλλα σπορ” σε μια εποχή που δεν έχει αλλάξει η στάση των παραδοσιακών Μέσων Ενημέρωσης απέναντι στα “άλλα αθλήματα”;

Σε αντίθεση με τα χάρτινα και λοιπά παραδοσιακά Μέσα Ενημέρωσης, τα ψηφιακά Μέσα είχαν εξαρχής ένα συγκριτικό πλεονέκτημα: του χώρου. Δεν υπήρχε πια ούτε το κόστος του χαρτιού, ούτε ο – τηλεοπτικός ή ραδιοφωνικός – χρόνος για να εμποδίσει τις εκτενείς αναφορές στην ύπαρξη, την δραστηριότητα και φυσικά τις επιτυχίες στα “μη δημοφιλή” αθλήματα. Τα websites δεν είχαν ιδιαίτερο κόστος στην ανάπτυξη μιας σελίδας ή τη δημιουργία μιας ανάρτησης. Κι ύστερα το internet έδωσε τον χώρο και τις συνθήκες για τη δημιουργία σελίδων που κάλυψαν τις ανάγκες οποιουδήποτε ήθελε/θέλει να ενημερώνεται και να παρακολουθεί τη ζωή οποιουδήποτε αθλήματος.

https://www.facebook.com/savas.karipidisii

Κι ύστερα ήρθαν τα social media για να δώσουν στους πρωταγωνιστές, δηλαδή τους αθλητές και τις αθλήτριες το μέσο για να επικοινωνήσουν με όσους τους θαυμάζουν. Και φτάσαμε, στην εξέλιξη της τελευταίας περίπου πενταετίας, στην εποχή που ο Μίλτος Τεντόγλου, ένας Πρωταθλητής Ευρώπης που είναι 21 ετών δεν έχει ανάγκη από κανένα Μέσο Ενημέρωσης για να επικοινωνήσει με τους “φίλους” του και να γίνει “εμπορικός”. Τους έχει ήδη συγκεντρώσει τους “φίλους” του σε μια ψηφιακή πλατεία που έχει δημιουργήσει στο instagram, όπου τον “ακολουθούν” περίπου 8 χιλιάδες άνθρωποι και μοιράζεται μαζί τους οτιδήποτε θέλει να μοιραστεί σε σχέση με το επίτευγμά του στη Γλασκόβη και την εκπληκτική επίδοσή του στο άλμα εις μήκος. Τώρα που κατέκτησε χρυσό μετάλλιο είναι ζήτημα χρόνου να πολλαπλασιάσει τους followers του. Κι όλα θα πάρουν τον δρόμο τους. Στα 21 του, με την πρώτη μεγάλη επιτυχία του, αυτό το παιδί “προβάλλεται” πολύ περισσότερο από όσο προβλήθηκαν σε ολόκληρη την αθλητική καριέρα τους αθλητές που βρέθηκαν σε ένα σωρό μεγάλες διοργανώσεις.

Εντελώς τυχαία, μια μέρα προτού “όλη η Ελλάδα” ανακαλύψει τον Τεντόγλου και τον κάνει follow στα social media, είδα το Σάββατο στον δρόμο μια Ελληνίδα πρωταθλήτρια του κλασσικού αθλητισμού που είναι σήμερα 48 ετών. Κυκλοφορούσε σε έναν κεντρικό δρόμο του Χαλανδρίου σαν άγνωστη μεταξύ αγνώστων, σταμάτησε για να περιμένει το λεωφορείο σε μια στάση και οι διπλανοί της, μεγάλοι και μικροί, δεν της έδωσαν απολύτως καμιά σημασία. Κι αυτό συνέβη επειδή στον καιρό που εκείνη πήγαινε – τρεις φορές – σε Ολυμπιακούς Αγώνες, σε ευρωπαϊκά και παγκόσμια πρωταθλήματα και έφτανε μέχρι και στην 5η θέση μιας παγκόσμιας διοργάνωσης στο αγώνισμά της δεν υπήρχαν ακόμη social media για να τα “εκμεταλλευτεί”.

Σε αντίθεση με εκείνη την κυρία, που στον καιρό της ως αθλήτρια ζοριζόταν πάρα πολύ να βρει χορηγούς που θα κάλυπταν ένα μέρος του κόστους της ζωής και της προετοιμασίας της, τα παιδιά της γενιάς του Τεντόγλου και του Καραλή έχουν πλέον ένα εφόδιο που τους αλλάζει τη ζωή. Χάρη στο influencer marketing, που αναπτύσσεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, υπάρχουν ένα σωρό εταιρείες που είναι έτοιμες να προσφέρουν πολύ καλά χρήματα σε έναν αναγνωρίσιμο αθλητή ή μια αναγνωρίσιμη αθλήτρια προκειμένου αυτός ή αυτή να συνδεθεί με ένα προϊόν τους μέσα από ένα ποστάρισμα, μια ανάρτηση. Κάπως έτσι αθλητές και αθλήτριες λύνουν ένα άλυτο πρόβλημα των προηγούμενων δεκαετιών: βρίσκουν χορηγούς, δηλαδή βρίσκουν τρόπο για να χρηματοδοτήσουν τα όνειρα και τα οράματά τους, για να καλύψουν τα κόστη της προετοιμασίας τους και να συνεχίσουν τον πρωταθλητισμό. Κι όλο αυτό μάλιστα το επιτυγχάνουν δίχως να κάνουν υποχωρήσεις σε αξιοπρέπεια· παρά μόνο αν δεν τους απασχολεί αυτό και είναι διατεθειμένοι να γίνουν κλόουν για μερικά ευρώ παραπάνω.

«Οι διακρίσεις και οι επιδόσεις των αθλητών μας δείχνουν για άλλη μία φορά το υψηλό επίπεδο του ελληνικού αθλητισμού», τουίταρε χθες ο Πρωθυπουργός. Μπα. Ναι, στον καιρό του υφυπουργού Γιώργου Βασιλειάδη είναι γεγονός ότι λύθηκαν περισσότερα προβλήματα του ερασιτεχνικού αθλητισμού συγκριτικά με το πρόσφατο παρελθόν, αλλά δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι έχει επανέλθει η “κανονικότητα” στον ερασιτεχνικό αθλητισμό. Οι επιτυχίες έρχονται επειδή υπάρχουν χορηγοί. Και οι χορηγοί υπάρχουν επειδή βλέπουν ανταποδοτικό όφελος, το οποίο υπάρχει κυρίως επειδή υπάρχουν social media. Στην προηγούμενη εποχή κάθε φορά που μια πορτοκαλάδα σκεφτόταν να χορηγήσει ένα ακοντιστή ή επικοντιστή αναρωτιόταν πότε αυτός θα βρει την ευκαιρία να βγάλει μια φωτογραφία που θα βρει χώρο δημοσίευσης σε μια χάρτινη έκδοση. Σήμερα ο αθλητής κρατά όλη αυτή τη δύναμη, όλον αυτόν τον μηχανισμό στο κινητό του. Φωτογραφίζεται μόνος, επεξεργάζεται την εικόνα μόνος, δημιουργεί το λεκτικό μήνυμά του ή το βίντεο που υπηρετεί τον σκοπό του και δείχνει εκ των υστέρων στον χορηγό την οθόνη του κινητού με τα στατιστικά στοιχεία της επίδοσης που είχε η ανάρτηση. Χάρη στα social media, ένα smart phone είναι ο καλύτερος χορηγός στην ιστορία του ερασιτεχνικού αθλητισμού. Με ένα smart phone και πολύ μυαλό ένας πρωταθλητής μπορεί να έχει όση μπαταρία του χρειάζεται για να συνεχίσει να έχει καλές συνθήκες για τον πρωταθλητισμό του.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This