Επιλογή Σελίδας

Του Βασίλη Σαμπράκου

Έτυχε να παρακολουθήσω ένα μέρος της τακτικής ανάλυσης που έκανε ο Γκάρεθ Σάουθγκέιτ για το Ισπανία – Αγγλία 2-3 της 15ης Οκτωβρίου 2018 στον όμιλο του Nations League. Ο 48χρονος προπονητής μιλούσε για το αγωνιστικό σχέδιο που εκπόνησε βασιζόμενος στην στρατηγική που ήθελε να χαράξει και την προεκτίμηση που έκανε για το σενάριο του παιχνιδιού. Κι όταν έφτασε στο σημείο να εξηγήσει τον συλλογισμό που τον οδήγησε στην επιλογή που θα έκανε ανάμεσα στο σενάριο να βάλει την ομάδα του να αμυνθεί με βάθος και να “περιμένει” την Ισπανία ή να παίξει επιθετική άμυνα και να πιέσει τους Ισπανούς ψηλά στο τερέν, ο Σάουθγκέιτ ανέφερε: “οι ποδοσφαιριστές της Τότεναμ και της Λίβερπουλ, όπως και αυτοί της Μάντσεστερ Σίτι είναι μαθημένοι, εξοικειωμένοι σε αυτού του είδους το παιχνίδι. Και αυτοί ήταν, στην πλειονότητά τους, τα μέλη της ενδεκάδας μας. Κουβεντιάζοντας μαζί τους καταλάβαμε ότι η δική τους ιδέα ήταν να κάνουμε επιθετική άμυνα και να επιχειρήσουμε να χαλάσουμε το χτίσιμο των επιθέσεων που θα προσπαθούσαν να ξεκινήσουν οι Ισπανοί από την άμυνά τους. Και αυτό κάναμε”.

Μέσα από μια σύντομη ανάλυση, ο Σάουθγκέιτ σου έδινε την ευκαιρία να αντιληφθείς αλλά και να επιβεβαιώσεις πολλά σχετικά με την ιδέα του και την μέθοδό του στην ηγεσία μιας εθνικής ομάδας. Και να καταλάβεις κυρίως δύο στοιχεία: Α. Οτι επιδιώκει να παίρνει κομμάτια των συλλόγων για να συνθέσει με αυτά την εθνική ομάδα προκειμένου να κερδίζει την ομοιογένεια, την συνοχή, την καλή επικοινωνία και τους αυτοματισμούς του παιχνιδιού των συλλόγων και να ωφελείται από την ηρεμία και την ελάττωση του εκνευρισμού των ποδοσφαιριστών που δεν έχουν να ανησυχούν ότι πρέπει να διαβάσουν το παιχνίδι του συμπαίκτη. Β. Οτι αφουγκράζεται τα αποδυτήριά του επειδή δίνει μεγάλη σημασία στην αίσθηση και την αντίληψη των ποδοσφαιριστών πριν από ένα παιχνίδι. Ως προπονητής εθνικής, ο Σάουθγκέιτ, που είχε αμέτρητες παραστάσεις ως ποδοσφαιριστής – μέλος της εθνικής και ως προπονητής της U21 εθνικής ομάδας, ξέρει καλά ότι δεν διαθέτει την πολυτέλεια του χρόνου που έχει ένας προπονητής συλλόγου για να φέρει την ομάδα πιο κοντά στις δικές του ιδέες και γι’ αυτό συνθηκολογεί με τη φύση της δουλειάς του και έρχεται εκείνος πιο κοντά στις ιδέες των ποδοσφαιριστών.

Όλο αυτό μου θύμισε την ιστορία της πρώτης του φοράς στην Εθνική Ελλάδας, που μου είχε διηγηθεί ο Φερνάντο Σάντος. Στις 3 Σεπτεμβρίου 2010, απέναντι στην Γεωργία, ο Σάντος έπαιζε στο Καραϊσκάκη το πρώτο του παιχνίδι στην προκριματική φάση του Euro 2012. Είχε προηγηθεί πολλή δουλειά πάνω στον 4-4-2 σχηματισμό με ρόμβο, και μια δοκιμή σε φιλικό παιχνίδι (στις 11 Αυγούστου στο Βελιγράδι, μια νίκη επί της Σερβίας με 0-1). Και παρ’ όλα αυτά η ομάδα του ένιωθε τον εκνευρισμό και την ανασφάλεια της αλλαγής του σχηματισμού και των συστημάτων, ένιωθε άβολα που έφευγε από το all time classic της 10ετίας Ρεχάγκελ 4-3-3. Στο 3’ο λεπτό οι Γεωργιανοί έκαναν το 0-1. Ο Σάντος το ένιωσε ότι οι παίκτες δεν ένιωθαν σιγουριά και ασφάλεια, και άλλαξε τη διάταξη για να επιστρέψει στο οικείο τους 4-3-3. Η Ελλάδα δεν έχασε (1-1). Κι όχι μόνο. Εχτισε το μεγαλύτερο αήττητο σερί στην ιστορία της, των 17 αγώνων και στη διάρκεια αυτού του σερί ο Πορτογάλος είχε τον χρόνο να δοκιμάσει και να εισάγει τελικά τους δικούς του σχηματισμούς και τα δικά του συστήματα. “Συνειδητοποίησα ότι δεν τους είχα πείσει ακόμη για την αλλαγή. Κι όταν το δεις αυτό, ότι δεν νιώθουν καλά και δεν πιστεύουν στο πλάνο, δεν επιμένεις, ο στόχος σου είναι να αισθανθούν άνετα και να πιστέψουν στο αγωνιστικό σχέδιο οι παίκτες, ειδικά στην εθνική δεν πρέπει ποτέ να κάνεις το λάθος να νομίζεις ότι ο χρόνος σου είναι αρκετός για να αλλάξεις τον τρόπο του παιχνιδιού της ομάδας”, μου είχε πει περίπου δύο χρόνια μετά το ντεμπούτο του.

Με όλα αυτά στο μυαλό μου βρέθηκα μπροστά στο επίτευγμα του Ότο Ρεχάγκελ να γίνει μέλος της top 50 λίστας όλων των εποχών, που δημοσίευσε το France Football. Τι έκανε το περιοδικό με τη μεγαλύτερη βαρύτητα παγκοσμίως στο ποδόσφαιρο λόγω της απήχησης που είχε και έχει η “Χρυσή Μπάλα” του; “Ανανέωσε” το ranking των 50 κορυφαίων προπονητών στην ιστορία, το οποίο δημιουργεί βασιζόμενο σε τέσσερα κριτήρια: το βιογραφικό, την ιστορία και την κληρονομιά που άφησε στο παιχνίδι, την προσωπικότητα, και την διάρκεια και τον αντίκτυπο της καριέρας του. Το France Football συμπεριέλαβε τον Ότο Ρεχάγκελ στην λίστα των 50 κορυφαίων προπονητών στην ιστορία του αθλήματος. Τον τοποθέτησε στην θέση 46, και έγραψε για αυτόν αυτό που ξεχωρίζει στην ιστορία του και γίνεται τελικά ο λόγος της ένταξής του σε αυτό το κλαμπ των κορυφαίων όλων των εποχών: “σήκωσε με την Ελλάδα το τρόπαιο της Πρωταθλήτριας Ευρώπης”.

https://www.facebook.com/savas.karipidisii

Πώς το έκανε αυτό ο Ρεχάγκελ, πώς έφτασε σε μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία του αθλήματος; Προφανώς δεν χωρούν εδώ όσα χώρεσαν σε ένα βιβλίο 95.000 λέξεων για την ανάλυση αυτής της επιτυχίας. Κι αν απαριθμούσα τις αρετές και τις δεξιότητές του με τον μεγαλύτερο συντελεστή συνεισφοράς στην δημιουργία της πιο επιτυχημένης ελληνικής ομάδας στην ιστορία δεν θα ξεκινούσα από τον σχηματισμό της ενδεκάδας. Όπως όμως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει ο αναγνώστης του “Εξηγώντας το Θαύμα”, είναι κοινός τόπος στα συμπεράσματα όλων, δηλαδή προπονητή, συνεργατών, διοικητικών στελεχών και – κυρίως αυτών – ποδοσφαιριστών: η επιλογή του Ρεχάγκελ να πάρει κομμάτια συλλόγων, κυρίως του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ της 2001 – 2004 εποχής για να συνθέσει το εθνικό παζλ βοήθησε πάρα πολύ την Εθνική να γίνει Ομάδα. Και το ίδιο σημαντική ήταν η επιλογή του Ρεχάγκελ, ενός προπονητή με μεγάλη συναισθηματική ευφυΐα, να αφουγκράζεται τα αποδυτήρια μέσα από τις κατ’ ιδίαν μεμονωμένες συναντήσεις με τους ποδοσφαιριστές και μέσα από την ιδιαίτερη επικοινωνία που είχε με 4-5 εξ αυτών. Ο Ρεχάγκελ ήθελε πάντα να ξέρει “τι σκέφτεται η ομάδα” πριν από ένα παιχνίδι. Και φρόντιζε να παίρνει αυτή την πληροφορία από τον Χαριστέα, τον Ζαγοράκη, τον Δέλλα, τον Νικοπολίδη, τον Καραγκούνη.

Είναι πάρα πολλά αυτά που μπορεί κανείς να διδαχθεί από την ηγεσία του Ρεχάγκελ της περιόδου 2001-2004, που ήταν και η πιο σημαντική, αυτή που του έδωσε μια θέση στο top 50 των κορυφαίων προπονητών στην ιστορία από το France Football. Κι είναι πολλά αυτά που μπορεί να μάθει κάποιος που προσπαθεί σήμερα να φτιάξει μια εθνική ομάδα. Γι’ αυτό και είναι τόσο επίκαιρα· όχι μόνο για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Στην υπόθεση της Ελλάδας όμως υπάρχει μια μαύρη αλήθεια: μας έτυχε να ζήσουμε back to back τους δύο καλύτερους προπονητές στην ιστορία της Εθνικής, δηλαδή αυτούς που οδήγησαν την Ελλάδα στα υψηλότερα σκαλιά που ανέβηκε ποτέ στην ιστορία της. Και εκτός από χίλια καλά, ο Ότο Ρεχάγκελ και ο Φερνάντο Σάντος μας έκαναν ένα μεγάλο κακό: δημιούργησαν σε όλους αυτούς τους απίθανους που έχουν διοικήσει το ελληνικό ποδόσφαιρο την πλάνη ότι τελικά είναι μια εύκολη δουλειά το να φτιάχνεις ή να συντηρείς μια εθνική που δίνει το παρών στις μεγάλες διοργανώσεις. Αυτή η πλάνη αυτών των άσχετων μας έχει κρατήσει μακριά από τα τουρνουά στη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας. Τούτες τις μέρες ξεκινά ακόμη μια προκριματική φάση. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο από το να ευχηθώ να αποδειχθεί ότι ξαναβάλαμε μυαλό. Να ευχηθώ, όχι να προσευχηθώ.

Ενα από τα βασικά κριτήρια της επιλογής από το France Football είναι η κληρονομιά που άφησε ένας προπονητής στο παιχνίδι. Ο αναγνώστης του “Εξηγώντας το Θαύμα” μπορεί να διαπιστώσει, διαβάζοντας τις τεχνικές αναλύσεις της τεχνικής επιτροπής της UEFA, όπως και τα σχόλια των ξένων προπονητών και ποδοσφαιριστών ότι η επιτυχία του Ρεχάγκελ άφησε μεγάλη κληρονομιά στο παιχνίδι, κι όχι μόνο σχετικά με την αγωνιστική νοοτροπία ενός αουτσάιντερ ή με την στρατηγική του παιχνιδιού της, αλλά ακόμη και με την επινόηση της επαναφοράς μιας χαμένης τέχνης, του μαν του μαν, ενός τέχνασματος με το οποίο έπιασε απροετοίμαστους και αδιάβαστους όλους τους αντιπάλους του. Η εφαρμογή της θεωρίας της “οικονομικής επίθεσης” (kontrollierte Offensive) του Ρεχάγκελ βρίσκει ακόμη και σήμερα πολλούς μαθητές. Η κληρονομιά του Ρεχάγκελ ειδικά για την επιστήμη της διεύθυνσης μιας εθνικής ομάδας είναι μεγάλη. Μόνο που η ΕΠΟ έσπευσε την επομένη κιόλας της αποχώρησης του Φερνάντο Σάντος, που συντηρούσε και μεγάλωνε αυτή την κληρονομιά, να κάνει την πιο εμφατική δήλωση αποποίησης της κληρονομιάς. Να κάψει όλα τα αρχεία, σαν να ήθελε να τους σβήσει αυτούς τους δύο από την ιστορία και την μνήμη της. Γι’ αυτό και η Εθνική κάνει έκτοτε τη ζωή της απόκληρης.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This