Επιλογή Σελίδας

Της Βάσως Πρεβεζιάνου

“Ήμουν με τον Μπόμπυ Τσάρλτον και τον Πούσκας,σε μια ακαδημία ποδοσφαίρου στην Αυστραλία. Οι νέοι που ήταν εκεί, δεν τον σεβάστηκαν και τον πείραζαν για το βάρος και το ύψος του. Αποφασίσαμε ότι τα αγόρια θα διάλεγαν έναν από εμάς και θα συμμετείχαν σε έναν διαγωνισμό,ο οποίος είχε να κάνει, με το ποιος θα πετύχαινε περισσότερες φορές το δοκάρι,μετά από δέκα σουτ, από μακρινή απόσταση. Φυσικά, διάλεξαν τον πιο παχουλό, τον Πούσκας.

Ρωτήσαμε τα αγόρια πόσες φορές νόμιζαν ότι ο Πουσκας θα σημάδευε το δοκάρι σε 10 σουτ. Πολλοί είπαν, ούτε καν πέντε. Εγώ είπα δέκα. Ο Πούσκας βρήκε το δοκάρι εννέα φορές στη σειρά. Στην συνέχεια σήκωσε την μπάλα, την χτύπησε και με τους δύο ώμους,μετά με το κεφάλι, μετά τακουνάκι και με τα δύο πόδια και τελικά σούταρε και χτύπησε το δοκάρι για δέκατη φορά.

Όλοι παρέμειναν σιωπηλοί. Ένα από τα παιδιά ρώτησε, ποιος είναι αυτός.

Είπα: “Για σένα το όνομά του είναι κύριος Πούσκας”.

Τζορτζ Μπέστ για Φέρεντς Πούσκας

Θα αρκούσαν τα λόγια ενός θρύλου του ποδοσφαίρου για έναν επίσης θρύλο του αθλήματος. Να γράψεις για τον Πούσκας, που σημάδεψε με την παρουσία του όχι μόνο μια γενιά, αλλά το ίδιο το ποδόσφαιρο των χρόνων που ακολούθησαν τη δική του παρουσία στα γήπεδα.

Αυτές είναι πέντε μικρές ιστορίες για τον μεγάλο Μαγυάρο…

Ο «καλπάζων Συνταγματάρχης»

Λέγεται πως σε ηλικία 12 ετων αγωνίστηκε για πρώτη φορά με την πρώτη ομάδα της Κίσπεστ με το ψευδώνυμο Μίκλος Κόβατς . Εκεί συνάντησε και τον μετέπειτα συμπαίκτη του Γιόζεφ Μπόκσιτς. Το 1949, όταν ο ουγγρικός στρατός ανέλαβε τη διοίκηση της Χόνβεντ, ο Πούσκας απέκτησε στρατιωτικό βαθμό και συγκεκριμένα τον βαθμό του Συνταγματάρχη. Από τότε έγινε γνωστός ως ο «Καλπάζων Συνταγματάρχης».

Η, στρατιωτική πλέον, Χόνβεντ πήρε από όλες τις άλλες ομάδες τους πιο ταλαντούχους παίκτες και έτσι ο Πούσκας έγινε συμπαίκτης με τα μετέπειτα μέλη της απίστευτης εθνικής ομάδα της Ουγγαρίας του 1950, Ζόλταν Τσίμπορ και Σάντορ Κόκτσιτς. Με την Χόνβεντ κατέκτησε 5 πρωταθλήματα Ουγγαρίας και αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ τις σεζόν 1947/48 (50 γκολ), 1949/50 (31 γκολ), 1950 (25 γκολ) και 1953 (27 γκολ).

Το 1956, μετά τα γεγονότα στην Ουγγαρία και την εισβολή των Σοβιετικών στην Βουδαπέστη, εκπατρίστηκε μαζί με άλλους συμπαίκτες του, αρνούμενοι να επιστρέψουν ως διαμαρτυρία προς το καθεστώς. Η σύζυγος του Πούσκας, Ελίζαμπεθ, και η κόρη του, Ανίκο, έφτασαν μέχρι τα σύνορα με την Αυστρία με τα πόδια. Μία σειρά φιλικών αγώνων χρησιμοποιήθηκαν για να συγκεντρωθούν χρήματα για τους 200.000 πρόσφυγες. Με τα πλάνα να αλλάζουν κάθε μέρα, οι παίκτες κυκλοφορούσαν με τα χρήματα σε βαλίτσες.

Τη δεκαετία του 1960 ο Πούσκας έστειλε ένα γράμμα στον Μπέρτσι, τον μπαρμπέρη του, στην Ουγγαρία, «Ποτέ δεν με ενδιέφερε η πολιτική. Δεν είναι η δουλειά μου. Έχω μόνο μία πολιτική: το ποδόσφαιρο».

Ο «Πάντσο» της Ρεάλ Μαδρίτης 

Στη Χόνβεντ δοξάστηκε, στη Ρεάλ Μαδρίτης μεγαλούργησε: έμεινε οκτώ χρόνια και κατέκτησε τα πάντα. Μέλος της περίφημης γενιάς των yé-yé, της πιο τεχνικής ομάδας όλων των εποχών στην ιστορία του ποδοσφαίρου μαζί με τους Χέντο, Κοπά, Σανταμαρία, Ντι Στέφανο, μιας ομάδας που διέσυρε όποιον αντίπαλο βρισκόταν στο πέρασμά της. Κατέκτησε πέντε συνεχόμενα πρωταθλήματα, ένα ισπανικό Κύπελλο, τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών και ένα Διηπειρωτικό. Κέρδισε τέσσερις φορές τον τίτλο του πρώτου σκόρερ στην Ισπανία και 2 φορές στο Πρωταθλητριών, ενώ πέτυχε τέσσερα  γκολ στον τελικό του 1960 απέναντι στην Άιντραχτ Φρανκφούρτης.

Μέχρι και μαγαζί με… λουκάνικα άνοιξε δίπλα στο «Σαντιάγο Μπερναμπέου». Το 1962 η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Ισπανίας του έδωσε την υπηκοότητα της χώρας, ενώ έπαιξε με τους «φούριας ρόχας» στο Μουντιάλ του 1962, μπαίνοντας σε μια ξεχωριστή κατηγορία ποδοσφαιριστών που αγωνίστηκαν με δυο εθνικές ομάδες!

Το 1995, αναγνωρίστηκε ως ο Πρώτος Σκόρερ του 20ου Αιώνα από την Διεθνή Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS).

Ένας υπέροχος Μαγυάρος 

Στα 18 του, τον Αύγουστο του 1945, έκανε ντεμπούτο με την εθνική ομάδα της Ουγγαρίας σκοράροντας μάλιστα στη νίκη με 5-2 επί της Αυστρίας. Τσίμπορ, Κότσις και Πούσκας στην αρχή, μαζί και οι Μπόζικ και Χιντεγκούτι στη συνέχεια, έφτιαξαν ένα σύνολο που θα έμενε στην ποδοσφαιρική ιστορία ως μια από τις καλύτερες εθνικές ομάδες που εμφανίστηκαν ποτέ.

Ήταν οι «Υπέροχοι Μαγυάροι», που έμειναν αήττητοι για 32 συνεχόμενα παιχνίδια και κατέκτησαν το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς του Ελσίνκι, το 1952, και έφτασαν δυο χρόνια αργότερα μέχρι τον τελικό του Μουντιάλ της Ελβετίας, όπου ηττήθηκαν από τους Γερμανούς (2-3), τους οποίους  είχαν διαλύσει με… 8-3 λίγες ημέρες νωρίτερα.

Η Ουγγαρία ήταν φόβητρο, έφτασε στο Μουντιάλ του 1954 αήττητη για τέσσερα ολόκληρα χρόνια, έχοντας ήδη στα χέρια της την εμβληματική νίκη στο «Γουέμπλεϊ», με το 6-3 κατά της αήττητης σε βρετανικό έδαφος Αγγλίας στις 25 Νοεμβρίου 1953. Αυτό που ονομάστηκε «παιχνίδι του Αιώνα».

Η Ουγγαρία ήταν το αδιαφιλονίκητο φαβορί στο Παγκόσμιο  Κύπελλο της Ελβετίας. Διέλυσε την Κορέα με 9-0 στο εναρκτήριο παιχνίδι της διοργάνωσης και μετά πήραν σειρά τα «πάντσερ» της Δυτικής Γερμανίας, που ηττήθηκαν με 8-3. Ο Πούσκας, όμως, τραυματίστηκε στο γόνατο και παρακολούθησε από τον πάγκο τους δύο επόμενους αγώνες, τον προημιτελικό με τη Βραζιλία («Μάχη της Βέρνης») και τον ημιτελικό με τη δύο φορές παγκόσμια πρωταθλήτρια Ουρουγουάη.

Στον τελικό κόντρα στη Δυτική Γερμανία όλοι περίμεναν να δουν τον Πούσκας. Οι γιατροί του είχαν πει ότι δεν μπορούσε να παίξει, αλλά αυτός δεν ήταν δυνατόν να μείνει εκτός. Στο 6ο λεπτό άνοιξε το σκορ! Έγινε το 2-0, αλλά τα «πάντσερ» αντεπιτέθηκαν. Οι Μαγυάροι τελικά ηττήθηκαν με 3-2. Η Ουγγαρία, μετά απόν αήττητο 31 παιχνιδιών, τελικά είχε ηττηθεί.

Δύο χρόνια αργότερα οι «Υπέροχοι Μαγυάροι» διαλύθηκαν»…

Το «θαύμα του Γουέμπλεϊ» και τα… γουρουνόπουλα στο Χαλάνδρι

Ο Μίμης Δομάζος είχε πει κάποτε ότι χωρίς τον Πούσκας, εκείνη η τρελή πορεία του Παναθηναϊκού μέχρι το «Γουέμπλεϊ» δεν θα είχε πραγματοποιηθεί, χωρίς εκείνο το θρυλικό «έντεκα αυτοί, έντεκα εμείς» ο Παναθηναϊκός δεν θα είχε προκριθεί ποτέ στον τελικό κόντρα στον σπουδαίο Άγιαξ  του μεγάλου Γιόχαν Κρόιφ.

Λίγο πριν από ένα σημαντικό ευρωπαϊκό παιχνίδι του Παναθηναϊκού, η πειθαρχική επιτροπή ΟΥΕΦΑ συνεδρίαζε για να τιμωρήσει ποδοσφαιριστές που είχαν υποπέσει σε παραπτώματα σε προηγούμενους αγώνες. Μεταξύ αυτών και ο Δομάζος, ο οποίος κινδύνευε με τιμωρία. Ο Πούσκας έπεισε τη διοίκηση να στείλει εκπροσώπους στην Ελβετία και μαζί τους πήγε και ο ίδιος. Ωστόσο, η ελληνική αποστολή δεν κατάφερε να μεταπείσει τα μέλη της αρμόδιας επιτροπής.
Βλέποντάς τους να εξέρχονται από την αίθουσα συνεδριάσεων με σκυμμένα κεφάλια, ο Πούσκας αποφάσισε να μπει ο ίδιος μέσα. Μετά από λίγο, βγήκε και είπε σε σπαστά ελληνικά: «Άντε… μαλ@@@, Μίμης παίζει κανονικά. Πάμε να φύγουμε από εδώ μήπως μετανιώσουν». Στη συνέχεια, όπως ο ίδιος διηγήθηκε, είχε καταφέρει να… εκβιάσει τα μέλη της UEFA, απειλώντας τους ότι ο τελικός του Kυπέλλου Kυπελλούχων που ήταν προγραμματισμένος να διεξαχθεί στο «Καραϊσκάκης» δεν θα είχε Έλληνες φιλάθλους στις εξέδρες!

Το 1978, βρέθηκε και πάλι στην Ελλάδα, διαδεχόμενος τον Ζλάτκο Τσαϊκόφσκι στον πάγκο της ΑΕΚ, η οποία ήταν νταμπλούχος της προηγούμενης σεζόν, αλλά δεν έμεινε ως το τέλος της περιόδου.

Από το πέρασμά του από την Ελλάδα έχει μείνει και μια ιστορία με… γουρουνόπουλα! Διόλου τυχαίο, διότι ο Ούγγρος ήταν γνωστός καλοφαγάς! «Πηγαίναμε όλοι μαζί μετά αγώνες και τρώγαμε στου Μίμη στην ταβέρνα στο Χαλάνδρι. Η σπεσιαλιτέ ήταν γουρουνόπουλο στη σούβλα και έτσι ήξερε όλος ο κόσμος το μαγαζί. Όποιος έχανε, κερνούσε εκεί. Ήταν κουμπάρος του Πούσκας και το στέκι μας» έχει να λέει ο Αντώνης Αντωνιάδης.

«Μια φορά μας πήγε στον “Τάφο του Ινδού” το γήπεδο μπάσκετ του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο και μας έβαλε στοίχημα ότι θα πετύχει καλάθι με το πόδι. Όλοι γελάσαμε και τότε από τη σέντρα του γηπέδου έστειλε τη μπάλα μέσα στο διχτάκι. Τρελαθήκαμε όλοι, αλλά αμέσως του είπαμε πως έγινε από τύχη. Το ξανάκανε αμέσως και κέρδισε ένα ακόμα γουρουνόπουλο στου Μίμη» θυμάται ο Δομάζος.

Ο Πούσκας που πέθανε… δύο φορές

Ο  Φέρεντς Πούσκας γεννήθηκε ως  Φέρεντς Πούρτσελντ στα προάστια της Βουδαπέστης στις 2 Απριλίου 1927. Ο πατέρας του γρήγορα αναγκάστηκε να αλλάξει το γερμανικής προέλευσης επώνυμό του, σε ένα πιο… ουγγρικό. Επέλεξε το Πούσκας, το οποίο σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «πιστολέρο» (από την κροατικής προέλευσης λέξη puska, πιστόλι). Το σπίτι της οικογένειας ήταν δίπλα σε ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο, η μητέρα ήταν μοδίστρα, ο πατέρας έπαιζε ερασιτεχνικά ποδόσφαιρο και στον ελεύθερο χρόνο του προπονούσε την Κίσπεστ, την ομάδα που την δεκαετία του 1950 μετονομάστηκε σε Χόνβεντ. Εκεί που έμελλε όχι μόνο να κάνει τα πρώτα ποδοσφαιρικά βήματά του ο γιος του, αλλά και να την δοξάσει και να δοξαστεί.

Λίγη γνωρίζουν την ιστορία για τον πρώτο… θάνατο του Πούσκας. Στις 27 Οκτωβρίου 1956 το γαλλικό πρακτορείο AFP είχε ανακοινώσει ότι ο μεγαλύτερος επιθετικός της γενιάς του είχε σκοτωθεί στη Βουδαπέστη κατά τη διάρκεια της εξέγερσης! Δεν υπήρχε λόγος για να μην γίνει πιστευτή αυτή η είδηση καθώς η χώρα βρισκόταν σε χάος, περισσότεροι από 2.500 Ούγγροι είχαν σκοτωθεί, άλλοι 13.000 τραυματίστηκαν στην αιματηρή προσπάθεια επανάστασης εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Ενώ η είδηση του «θανάτου» του είχε αρχίσει να κυκλοφορεί, ο Πούσκας ήταν κανονικά στην αποστολή της εθνικής ομάδας της Ουγγαρίας για το παιχνίδι με τη Σουηδία, ένας αγώνας που τελικά αναβλήθηκε.

Όταν ο Πούσκας και ο Μπόζικ έφυγαν με το τρένο από τη Βουδαπέστη στις 28 Οκτωβρίου, άκουσαν πυροβολισμούς. «Έπρεπε να φτάσω σπίτι με τα πόδια, κουβαλώντας δύο κιλά ψωμί. Τα πάντα ήταν κλειστά» θα πει αργότερα ο Πούσκας. Όταν έφτασε σπίτι, τηλεφώνησε σε μία ουγγρική εφημερίδα για να επιβεβαιώσει ότι ήταν ζωντανός, λέγοντας πόσο χαρούμενος είναι με την επανάσταση.

«Όταν λέμε Ουγγαρία, εννοούμε Πούσκας. Αν ταξιδέψεις στη Βενεζουέλα, στη Νάπολη ή στην Αυστραλία και πεις τη λέξη «Ουγγαρία», όλοι θα σκεφτούν τον Πούσκας. Αυτό τα λέει όλα» έχει πει ο Γκιόργκι Καρπάτι, Ούγγρος πρωταθλητή του πόλο.

Ο Πούσκας έφυγε από τη ζωή δεκαετίες μετά «χτυπημένος» από Αλτσχάιμερ. Η αρρώστια του στέρησε την ανάμνηση όλων των σπουδαίων επιτευγμάτων του. Πρόλαβε να είναι παρών, το 2002, στην τελετή μετονομασίας του γηπέδου «Φέρεντς Πούσκας» στη Βουδαπέστη. Οι περισσότεροι από 50.000 θεατές τον αποθέωσαν, αλλά η κατάσταση στην οποία βρισκόταν πια δεν του επέτρεπε να καταλάβει πολλά από όσα συνέβαιναν. Σαν μια αναλαμπή ο Πούσκας δάκρυσε στο κέντρο του γηπέδου καθώς κλώτσησε τη μπάλα για τελευταία φορά… Στις 17 Νοεμβρίου 2006 έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 79 ετών.

Πηγή: Sport DNA

Pin It on Pinterest

Shares
Share This