Επιλογή Σελίδας

Του Βασίλη Σαμπράκου

Έχουν περάσει 36 χρόνια, αλλά την θυμάμαι σαν χθες την 29η Ιουνίου 1983, την πρώτη μου φορά σε τελικό Κυπέλλου Ελλάδας. Ήταν η πρώτη φορά του ελληνικού ποδοσφαίρου στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας, το οποίο είχε χτιστεί σε μια περιοχή στην οποία ποδηλατούσα στην παιδική μου ηλικία. Είχα μόλις κλείσει τα 10 μου χρόνια και είχα ήδη αρχίσει να δημιουργώ αναμνήσεις μιας ζωής. Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινα σε ένα γήπεδο που φιλοξενούσε περισσότερους από 70 χιλιάδες θεατές.

Μολονότι ήμουν πολύ μικρός, είχα καλά καταλάβει ότι ήταν μεγάλης έκτασης τα επεισόδια. Από τη θέση μου, στο κάτω διάζωμα, έβλεπα την βροχή από σπασμένες πλάτες καθισμάτων, που έπεφτε από το άνω διάζωμα. Άκουγα διαρκώς τις εκκλήσεις στα μεγάφωνα προς τους οπαδούς των δύο ομάδων για να ηρεμήσουν και να βάλουν τέλος στην καταστροφή του ΟΑΚΑ. Διάβαζα τα μηνύματα στα μάτριξ, που παρακαλούσαν για να μπει ένα τέλος στα επεισόδια. Παρ’ όλο που δεν είχα “πέσει πάνω” σε επεισόδια όταν πήγαινα στο Στάδιο, ήταν η πρώτη φορά που τρόμαζα σε γήπεδο, κυρίως επειδή διέκρινα ανησυχία στο βλέμμα του πατέρα μου. Αυτές οι σκηνές ήταν ένα από τα βασικά θέματα συζήτησης μαζί του στον καιρό που μεγάλωνα. Είχαμε ζήσει αρκετές παρέα, και πριν αλλά και – κυρίως – μετά από εκείνο το ματς, αλλά πάντοτε όταν θέλαμε να συνεννοηθούμε χρησιμοποιούσαμε ως αναφορά τον τελικό του ’83.

Παρ’ όλο που κάνω παράλληλη ζωή με αυτή που κάνει το ελληνικό ποδόσφαιρο στη διάρκεια των τελευταίων 2,5 δεκαετιών που λειτουργώ στην αθλητική δημοσιογραφία, και θα ‘πρεπε να έχω συμβιβαστεί, σε στιγμές σαν τις σημερινές, που ετοιμαζόμαστε να παρακολουθήσουμε έναν τελικό Κυπέλλου που θα διεξαχθεί στο ΟΑΚΑ χωρίς την παρουσία θεατών και με την Αστυνομία να ανησυχεί για την αστυνόμευση των λιγότερων από χιλίων θεατών και να φτάνει την αναλογία σε “3 αστυνομικοί – 1 θεατής” και φτιάχνει νεκρές ζώνες ανάμεσα στους 200 προσκεκλημένους του κάθε συλλόγου – δίχως παρ’ όλα αυτά να “υπογράφει” την εγγύηση ότι δεν θα γίνουν επεισόδια, μαυρίζει η ψυχή μου.

https://www.facebook.com/savas.karipidisii

Σκέφτομαι ότι το “σήμερα”, τρεισήμισι δεκαετίες μετά από την πρώτη μου φορά σε τελικό, είναι αδιανόητα χειρότερο και πιο ντροπιαστικό για τη χώρα μου συγκριτικά με το ’83 – που ήταν κι εκείνο μια μαύρη σελίδα για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Κυρίως όμως σκέφτομαι ότι τα σημερινά παιδιά της ηλικίας που είχα το ’83 δεν έχουν την ευκαιρία να δημιουργήσουν αναμνήσεις ζωής με τον πατέρα στο γήπεδο. Σήμερα, που συμπληρώνω 21 μήνες ζωής χωρίς τον πατέρα μου, μπορώ να πω ότι οι στιγμές μας στο γήπεδο είναι από τις πρώτες που αναπηδούν από το άλμπουμ των αναμνήσεών μου. Στιγμές γεμάτες από έντονα συναισθήματα, που χαιρόμασταν ή στεναχωριόμασταν παρέα, που μου εξηγούσε τη ζωή χρησιμοποιώντας τα αμέτρητα παραδείγματα που μας δημιουργούσε η γηπεδική ζωή. Δεν μπορώ να ζυγίσω όλη τη ζωή μου μέχρι την ενηλικίωση για να κάνω απόλυτη κρίση, αλλά με βεβαιότητα λέω ότι όλα αυτά που έζησα με τον πατέρα μου στα γήπεδα δεν ήταν απλώς έντονες αναμνήσεις. Στα τσιμέντα γράψαμε παρέα ορισμένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια της νοοτροπίας μου. Στα τσιμέντα, μέχρι την ημέρα που μπήκα στη δημοσιογραφία, ισχυροποιούσαμε τους δεσμούς μας, επικοινωνούσαμε, δοκιμαζόμασταν, χαιρόμασταν τη ζωή, συνεννοούμασταν, γνωριζόμασταν καλύτερα, ξαναβρίσκαμε την επαφή, κάναμε παρέα, τον ζούσα σε διαστάσεις που δεν ήταν εύκολο να γνωρίσω στο σαλόνι του σπιτιού μας. Τον γνώρισα.

https://www.facebook.com/rodi.eleftheriadou

Κοιτάζοντας γύρω μου βρίσκω όλο και περισσότερα παιδιά που δεν το ζουν αυτό που έζησα, όχι επειδή ο μπαμπάς δεν είναι ποδοσφαιρόφιλος, αλλά επειδή είτε φοβάται να πάει στο γήπεδο με το παιδί του είτε αποστρέφεται το γήπεδο επειδή προσβάλει την αισθητική του τόσο που να το θεωρεί τοξικό για τον ίδιο και το παιδί του. Σήμερα αυτοί οι λίγοι που επιμένουν να παίρνουν το ρίσκο και να πηγαίνουν στο γήπεδο παρέα με τα παιδιά τους, δεν μπορούν καν να πάνε στο ΟΑΚΑ. Σήμερα όλο και περισσότερο ο μπαμπάς και το παιδί χάνουν έναν κοινό τόπο συζήτησης, μια πολύτιμη πλατφόρμα για την μεταξύ τους επικοινωνία, ένα από τα αγαπημένα στέκια που είχαν ο μπαμπάς και τα παιδιά στην δική μου εποχή. Δεν είναι μόνο στενάχωρο· είναι θλιβερό και ταπεινωτικό για την κουλτούρα και τον πολιτισμό μας. Είναι εξοργιστικό.

Η δική μου γενιά δεν το φανταζόταν ότι θα ερχόταν η εποχή που η χώρα μας θα μας έκοβε μαχαίρι την ελληνική μπάλα. Οι μεσήλικες πιθανόν να είμαστε οι πιο στεναχωρημένοι Ελληνες ποδοσφαιρόφιλοι αυτής της εποχής. Διότι προλάβαμε το γήπεδο “στα καλά” του, το ζήσαμε, είδαμε πώς είναι, αλλά δεν προλάβαμε να το ευχαριστηθούμε και κυρίως δεν προλάβαμε να το δείξουμε στα παιδιά μας, να το χαρούμε μαζί τους και να το αξιοποιήσουμε επενδύοντας πάνω του για να εφοδιάσουμε τα παιδιά μας. Οι μεγαλύτεροι από εμάς το χόρτασαν, ή τουλάχιστον το είχαν ευχαριστηθεί περισσότερο από εμάς. Οι νεότεροι μοιάζουν με αυτούς που ζούσαν πίσω από το τείχος· δεν ξέρουν πώς ήταν, γι’ αυτό δεν τους λείπει, και γι’ αυτό δεν επιθυμούν να κάνουν σήμερα γηπεδική ζωή και γεμίζουν μόνο με την παθητική μορφή της γηπεδικής ζωής, πάνε γήπεδο μόνο μέσα από τον τηλεοπτικό δέκτη.

Δεν έχω να πω πολλά περισσότερα. Στους μεγαλύτερους λέω να ζήσουμε να το θυμόμαστε. Στους μικρότερους εύχομαι να βρίσκουν τον τρόπο να ταξιδεύουν όσο πιο συχνά μακριά από δω για να ζήσουν τη γηπεδική ζωή που ζήλεψαν όλη αυτή την εβδομάδα μέσα από τις εικόνες που είδαν από το Λίβερπουλ, το Αμστερνταμ, τη Βαλένθια, το Λονδίνο… Στο ελληνικό ποδόσφαιρο δεν έχω κάτι να ευχηθώ. Οι ευχές έχουν πάψει εδώ και χρόνια να πιάνουν.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This