Επιλογή Σελίδας



Του Γιώργου Καραμάνου

Θα συμβεί αντίστοιχα σε όλες τις θέσεις και όλες τις μεγάλες ποδοσφαιρικές σχολές του κόσμου. Από τώρα και μέχρι να ολοκληρωθούν οι θέσεις (τέρμα, άμυνα, κέντρο, επίθεση). Πρόκειται για τη δική μας λίστα με τους κορυφαίους (10 + ένας επιλαχόντας). Ποιοι, πως, γιατί; Τα κριτήρια είναι οι τίτλοι, η διάρκεια καριέρας, η προσφορά, οι μαρτυρίες (για τους πιο παλιούς), η δική μας αίσθηση (για όσους έχουμε δει).

Η αντίστροφη μέτρηση είναι φυσικά υποκειμενική, μιας και ο κάθε ένας από εμάς θα μπορούσε να έχει τη δική του διαφορετική άποψη. Διαβάστε… συμφωνείστε και πάνω απ’ όλα διαφωνήστε: καταγράψτε τις επιλογές σας με επιχειρήματα, έτσι για να περάσουμε όμορφα και ποδοσφαιρικά αυτές τις βαρετές και εσώκλειστες μέρες.

Ξεκινήσαμε με τους Γερμανούς τερματοφύλακες και τώρα πιάσαμε τους κεντρικούς αμυντικούς (σέντερ μπακ – λίμπερο) των Πάντσερ…

Επιλαχόντας: Τόμας Μπέρτχολντ (1982-’01)
Για την… 11η θέση έδωσε μάχη και επικράτησε των Γκουίντο Μπούχβαλντ, Βίλι Σουλτς. Υπήρξε γυρολόγος που πέρασε από Ιταλία (Κύπελλο με τη Ρόμα), αλλά και Μπάγερν. Τα πιο πολλά ματς του έκανε με τη Στουτγκάρδη και γενικά έχασε δύο ευρωπαϊκούς τελικούς (το 1991 UEFA με τη Ρόμα και το 1998 Κυπελλούχων με τη Στουτγκάρδη). Ωστόσο, με την Εθνική (62 ματς/ 1 γκολ) αρχικά υπήρξε φιναλίστ στο Μουντιάλ του 1986, το κατέκτησε τελικά τέσσερα χρόνια αργότερα.

10. Χανς-Γκίοργκ Σβάρτσενμπεκ (1966-’81)
Ισως ο λιγότερο προικισμένος τεχνικά και ο πιο βαρύς σε αυτή λίστα. Ωστόσο, ως στόπερ υπήρξε ο ιδανικός παρτενέρ του Φραντς Μεκενμπάουερ στις μεγάλες επιτυχίες της Μπάγερ και της Δυτικής Γερμανίας. Και αυτό συνέβη χάρη στον δυνατό και απροσπέλαστο τρόπο που είχε στο μαρκάρισμα του. Προφανώς και ήταν ο πιο σκληρός των 10 ονομάτων που συμπεριλάβαμε και αποτέλεσε έναν εκ των κορυφαίων στο man to man στην εποχή του. Σε όλη την καριέρα του υπηρέτησε μόνο τη Μπάγερν και με αυτή πανηγύρισε έξι πρωταθλήματα, τρία Κύπελλα, το Κυπελλούχων του 1967, το Διηπειρωτικό του 1976, μα πάνω από όλα τα τρία σερί Πρωταθλητριών (1974-’76). Ειδικά στο πρώτο εξ αυτών, ήταν εκείνος που σημείωσε στο τελευταίο λεπτά των καθυστερήσεων το γκολ της ισοφάρισης κόντρα στην Ατλέτικο (1-1). Ετσι έστειλε τον τελικό σε επαναληπτικό ματς και στο 4-0 υπέρ των Βαυαρών. Με την Εθνική (44 ματς) έφτασε στην κορυφή του κόσμου (1974) και της Ευρώπης (1972).

9. Ματς Χούμελς (2006-)
Στα 31 του πλέον και παρά τη διετή πτώση της καριέρας του, μπορεί να κριθεί από την ολοκληρωτική εικόνα που έχει δημιουργήσει. Και μπορεί να βρίσκεται σε καθοδική πορεία, μα στο pick της καριέρας του υπήρξε από τους κορυφαίους της σύγχρονης εποχής, κατακτώντας πάρα πολλούς τίτλους και χτίζοντας ένα εξαιρετικό προφίλ ενός ολοκληρωμένου τεχνικά σέντερ μπακ. Αναμφίβολα η σημαντικότερη στιγμή του ήταν η κατάκτηση του Μουντιάλ το 2014 (στην all star 11άδα), ενώ είχε ξεκινήσει το 2009 με το EURO U-21. Με την Ντόρτμουντ άφησε εποχή, οδηγώντας τη σε δύο τίτλους της Μπουντεσλίγκα, ένα Κύπελλο, τρία Σούπερ Καπ (αντίστοιχα 3, 1, 3 που πρόσθεσε μαζί με της Μπάγερν). Το 2013 έχασε στον τελικό του Champions League (3 φορές στην καλύτερη 11άδα της Μπουντεσλίγκα και μία του Ch League).

8. Κλάους Αουγκεντάλερ (1976-’91)
Οταν κάποιος έχει ψηφιστεί ως μέλος της κορυφαίας 11άδας όλων των εποχών για τη Μπάγερν, είναι αυτονόητο πως δεν μπορείς να τον αγνοήσεις.  Αλλωστε ο Βαυαρός σέντερ μπακ πέρασε εκεί όλη την καριέρα του αν και είχε την ατυχία να ηττηθεί στους δύο τελικούς Πρωταθλητριών (1982, 1987) που έλαβε μέρος. Δυνατός, πειθαρχημένος και αρχηγός για την επταετία 1984-’91, ξεκίνησε ως στόπερ, ολοκληρώθηκε ως λίμπερο, κατακτώντας επτά πρωταθλήματα, τρία Κύπελλα και ισάριθμα Σούπερ Καπ. Με την Εθνική δεν είχε πολλές συμμετοχές (27), αλλά ήταν παρών στην 1η θέση του κόσμου το 1990 και στον χαμένο τελικό του 1986.

7. Καρλ-Χάιντς Φέρστερ (1977-’90)
Η ειδικότητα του ήταν το μαρκάρισμα. Ως τέτοιος θεωρείται από τους Γερμανούς κορυφαίος στην ιστορία. Επαιρνε τον αντίπαλο επιθετικό και του έβγαζε το λάδι. Το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του το πέρασε στη Στουτγκάρδη, με την οποία πανηγύρισε τη Μπουντεσλίγκα του 1984, για να ολοκληρώσει με τη Μαρσέιγ, συμβάλλοντας στο νταμπλ του 1990. Αφού ηττήθηκε με τη Δυτική Γερμανία (81 αγώνες/ 2 γκολ) σε δύο τελικούς Μουντιάλ (1982, 1986), αποφάσισε την τελευταία στιγμή να μην πάει στο νικηφόρο του 1990. Τουλάχιστον πρόλαβε να φτάσει στην κορυφή της Ευρώπης (1980), ενώ ήταν δύο φορές στην καλύτερη 11άδα του EURO. Επίσης, ψηφίστηκε τέσσερις φορές κορυφαίος αμυντικός στην πατρίδα του.

6. Ούλι Στίλικε (1972-’88)
Μοίρασε την καριέρα του μεταξύ της κορυφαίας Γκλάντμπαχ των 70ς και τη Ρεάλ. Και με τις δύο έκανε σπουδαία πράγματα. Με τα Πουλάρια πήρε τρία πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο, το UEFA (1975) και το 1977 ηττήθηκε στον τελικό του Πρωταθλητριών. Τότε ήταν που μετακόμισε στη Μαδρίτη, για να βιώσει ακριβώς τα ίδια. Κατέκτησε ακριβώς τους ίδιους εγχώριους τίτλους, το UEFA του 1985, χάνοντας ξανά στον τελικό του Πρωταθλητριών (1981), αλλά και σε εκείνον του Κυπελλούχων (1983). Ο Στίλικε ήταν τεχνικά άρτιος αμυντικός,  ήξερε πολύ μπάλα. Ξεκίνησε σαν full-back, έκανε τις καλύτερες εμφανίσεις του ως λίμπερο και έκλεισε ως αμυντικός μέσος. Με την Εθνική (42 ματς/ 3 γκολ) έχασε το EURO (1976), αλλά σήκωσε το αμέσως επόμενο. Ηττήθηκε όμως και στον τελικό του Μουντιάλ του 1982.

5. Γιούργκεν Κόλερ (1983-’02)
Υπήρξε ο ορισμός του στόπερ, ένας από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους ever στο man to man. Ακολούθησε εκπληκτική πορεία μέσα από Μπάγερν, Γιουβέντους και Ντόρτμουντ, κατακτώντας με τους Βαυαρούς ένα πρωτάθλημα, με τους Μπιανκονέρι πρωτάθλημα, Κύπελλο, UEFA (1993), ενώ με την Μπορούσια πραγματικά μεγαλούργησε. Συνέθεσε μαζί με τον Ματίας Ζάμερ ένα φανταστικό δίδυμο και σήκωσε δύο πρωταθλήματα, μα πάνω απ’ όλα το 1997, Champions League, Διηπειρωτικό. Αν και ήταν σχετικά αργός και όχι τόσο τεχνίτης, κατάφερνε και… μακιγιάριζε τις αδυναμίες του χάρη στο δυναμισμό του και στην απίστευτη τακτική προσήλωση του, ενώ τα τάκλιν του παραμένουν μνημειώδη. Κορυφαίος Γερμανός ποδοσφαιριστής γενικά το 1997 και στην καλύτερη 11άδα του EURO 1992 (το έχασε στον τελικό), έφτασε με την Εθνική (με 105 ένας από τους κορυφαίους σε συμμετοχές/ 2 γκολ) στην κορυφή του κόσμου (1990) και της Ευρώπης (1996).

4. Μπέρτι Φογκτς (1965-’79)
Ουσιαστικά την καριέρα του τη μοίρασε ως δεξιός μπακ (σ.σ.: έτσι έγινε πιο διάσημος από το φανταστικό μαρκάρισμα του στον Γιόχαν Κρόιφ στον τελικό του Μουντιάλ το 1974) και στόπερ. Ισως να είχαν δίκιο όσοι θα ισχυρίζονταν ότι έπρεπε να μπει σε εκείνη τη λίστα και όχι σε αυτή. Η δική μας λογική ήταν ότι υπήρξε τρομερός και ως κεντρικός αμυντικός και έτσι τον τοποθετήσαμε εδώ στην υψηλή θέση που του αρμόζει.

Γενικότερα όπου και αν βρισκόταν, έξανε πραγματικά τη διαφορά. Ακούραστος στο man to man, έπαιζε πολύ επιθετική άμυνα, ήταν γρήγορος, δυνατός, τεχνίτης. Μόνο που επειδή ήταν κοντός (1,65) είχε μία, κάποια αδυναμία στον αέρα. Ολη του την θητεία την πέρασε στην κορυφαία Γκλάντμπαχ, με την οποία πανηγύρισε πέντε πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο, δύο UEFA (1975, 1979), μα και μία ήττα στον τελικό του Πρωταθλητριών (1977). Με την Εθνική (96 αγώνες/ 1 γκολ) πήρε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974, το EURO του 1972 και έχασε εκείνο του 1976. Για όλα αυτά ψηφίστηκε κορυφαίος Ευρωπαίος αμυντικός (1977), κορυφαίος Γερμανός αμυντικός (5 φορές), καλύτερος Γερμανός γενικά (2 φορές) και βρέθηκε στην καλύτερη 11άδα δύο Μουντιάλ (1974, 1978), ενώ ήταν 5ος στην «Χρυσή Μπάλα» του 1975.

3. Χορστ Μπλάκενμπουργκ (1967-΄85)
Εάν δεν υπήρχε ο Φραντς Μπεκενμπάουερ, ίσως και να βρισκόταν εκείνος την κορυφή της θέσης στη Γερμανία. Στα 20 του κατέκτησε την Μπουντεσλίγκα με τη Νυρεμβέργη και το 1970, όταν η Μόναχο 1860 υποβιβάστηκε, μετακόμισε στον Αγιαξ. Στην πενταετία που ακολούθησε, έγραψε ιστορία. Πάνω σε εκείνον και τον Βέλιμπορ Βάσοβιτς, οι θρυλικοί προπονητές Ρίνους Μίχελς, Στέφαν Κόβακς έστησαν τον ορισμό του τεχνητού οφσάιντ. Ως sweeper υπήρξε αναντικατάστατο μέλος της δημιουργίας τους «ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου» του Αίαντα, κατακτώντας τα τρία διαδοχικά Πρωταθλητριών (1971, 1972, 1973), δύο πρωταθλήματα, ισάριθμα Κύπελλα, Σούπερ Καπ Ευρώπης και ένα Διηπειρωτικό. Το εκπληκτικό είναι ότι συνέχισε το Αμβούργο, με το οποίο σήκωσε το Κύπελλο Κυπελλούχων (1977). Ωστόσο, επειδή αγωνιζόταν εκτός Γερμανίας και έπειτα από σκληρό βέτο του Μπεκενμπάουερ, δεν κλήθηκε ποτέ στην Εθνική. Μάλιστα ο Γιόχαν Κρόιφ του είχε προτείνει να το κάνει με τους Οράνιε, μα εκείνος δεν «πρόδωσε» ποτέ τη χώρα του.

2. Ματίας Ζάμερ (1985-’99)
Ο «Πρίγκιπας της Ανατολικής Γερμανίας» είχε την ατυχία να περάσει τα πρώιμα ποδοσφαιρικά χρόνια του στην ανατολική πλευρά των συνόρων. Με την Πτώση του Τείχους όμως ξεκίνησε να ανεβαίνει τρομερά γρήγορα. Σαν ένας πολύ καλός αμυντικός μέσος βρέθηκε σε Στουτγκάρδη (πρωτάθλημα, 1992), Ιντερ και έπειτα στη Ντόρτμουντ (1993-99′). Η τεράστια αλλαγή που τον απογείωσε, συντελέστηκε στο Μουντιάλ του 1994. Εκεί ο εκλέκτορας Μπέρτι Φογκς που διέκρινε τις ικανότητες του, τον έστειλε πιο πίσω, για να μετατραπεί σε έναν εκ των κορυφαίων όλων των εποχών στο άθλημα, στο να φτιάχνει παιχνίδι από τα μετόπισθεν. Επίσης, ως sweeper, το μυαλό του του επέτρεπε να διαβάζει τέλεια τις φάσεις και να καθαρίζει πριν η μπάλα φτάνει στον αντίπαλο. Στη Ντόρτμουντ λοιπόν συνέχισε και εξελίχθηκε ακόμα περισσότερο, κατακτώντας δύο πρωταθλήματα, ισάριθμα Σούπερ Καπ και φυσικά το Champions League (1997). Την ενωμένη πλέον Εθνική (51 συμμ./ 8 γκολ) δεν μπόρεσε να την οδηγήσει ιδανικά σε κάποιο Μουντιάλ, μα την έφερε στην κορυφή της Ευρώπης το 1996 (έχασε στον τελικό του 1992), χρονιά στην οποία ψηφίστηκε κορυφαίος της διοργάνωσης και έγινε ο 3ος αμυντικός που έχει πάρει ποτέ την «Χρυσή Μπάλα». Οι οπαδοί της Ντόρτμουντ τον έχουν ψηφίσει ως τον σημαντικότερο ποδοσφαιριστή στην ιστορία του συλλόγου.

1. Φραντς Μπεκενμπάουερ (1964-’83)
Από που να ξεκινήσεις και που να τελειώσεις. Ας αρχίσουμε λοιπόν με τις προσωπικές τιμές που του έγιναν: Μόλις στα 21 του συστήθηκε στην υφήλιο ως καλύτερος νέος παίκτης στο Μουντιάλ του 1966 (το έχασε στον τελικό). Γενικότερα έχει ψηφιστεί από τη FIFA στην κορυφαία 11άδα όλων των Παγκοσμίων Κυπέλλων και στο άθλημα γενικά, ως καλύτερος αμυντικός, αλλά και δεύτερος παίκτης γενικότερα σε εκείνο του 1974. Σημαντικότερα βραβεία όμως ήταν οι δύο «Χρυσές Μπάλες» (1972, 1976) και οι δύο «Ασημένιες» (1974, 1975). Κανείς άλλος στην ιστορία της εν λόγω βράβευσης δεν μπήκε 10 φορές στην πρώτη πεντάδα. Εννοείται πως σάρωσε και στα εγχώρια βραβεία της Μπουντεσλίγκα, κάνοντας ένα σωρό ρεκόρ.

Αν και δεν ήταν γρήγορος, δυνατός, καλός στον αέρα, κατάφερε να αναδειχτεί ως ο σημαντικότερος Γερμανός ποδοσφαιριστής όλων των εποχών χάρη στο εγκεφαλικό παίξιμο του. Πολύ μεγάλο μέρος της καριέρας του το πέρασε ως αμυντικός μέσος, αλλά ουσιαστικά ήταν ένας sweeper με μυαλό και χαρακτηριστικά 10αριού. Η τεχνική και ο τρόπος που αντιλαμβανόταν το παιχνίδι ήταν εξωπραγματικά για κάποιον που βρισκόταν στην άμυνα. Ενδεικτικό είναι ότι έβαλε σχεδόν 100 γκολ και μοίρασε άλλες τόσες ασίστ. Εκείνος ηγήθηκε της επανάστασης της Μπάγερν που εμφανίστηκε στα 60ς και κατέκτησε τέσσερα πρωταθλήματα, ισάριθμα Κύπελλα, αλλά και τα τρία σερί Πρωταθλητριών (1974-’76), το UEFA (1967) και το Διηπειρωτικό (1976). Επίσης λίγο πριν το φινάλε του, πήρε ακόμα ένα πρωτάθλημα με το Αμβούργο και τρία στις Η.Π.Α. Με την Εθνική (103 συμμ./ 14 γκολ) έφτασε στην κορυφή του Κόσμου (1974) και της Ευρώπης (1972), χάνοντας στον τελικό του EURO το 1976. Δεν ήταν μόνο ο Κάιζερ του ποδοσφαίρου της πατρίδας του, αλλά σύμφωνα με την UEFA, ο δεύτερος καλύτερος Ευρωπαίος του 20ού αιώνα!

Πηγή: Gazzetta – Planet Football

Pin It on Pinterest

Shares
Share This